• ΑΡΧΙΚΗ
  • ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
  • ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ
    • ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ
    • ΑΡΧΕΙΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ (e.21)
    • ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
    • ΒΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ
    • ΦΥΣΙΚΗ ( ΣΤΟ 424 ΓΣΝΕ)
  • ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
  • ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ
  • ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
    • ΑΡΘΡΑ
    • ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
    • ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
    • ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ
    • ΓΕΝΙΚΑ
    • ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
    • ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ
    • ΙΣΤΟΡΙΑ
    • ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ
    • ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ
      • ΣΙΣ 1947-1969
      • ΣΣΑΣ
      • ΣΑΝ
    • ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • ΕΕΥΕΔ
    • Ίδρυση
    • Σκοπός
    • Έργο
    • Διοίκηση
    • Μέλη της ΕΕΥΕΔ
    • Εγγραφή
    • Καταστατικο
    • Επικοινωνια
    • Εκδοσεις
    • Συνδεσμοι
      • Σ.Σ.Α.Σ.
      • Γ.Ε.ΕΘ.Α.
      • 424 Γ.Σ.Ν.Ε.
      • 401 Γ.Ν.Α.
      • Ν.Ν.Α.
      • 251 Γ.Ν.Α.

ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΕΕΥΕΔ

Επιστημονική Ένωση Υγειονομικών Ενόπλων Δυνάμεων

Ε.Ε.Υ.Ε.Δ.
Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies και άλλες τεχνολογίες καταγραφής για να εξασφαλίσει την σωστή λειτουργία της, την δυνατότητά σας να επικοινωνήσετε μαζί μας, να δημιουργήσει στατιστικά για την χρήση της και να παρέχει πληροφορίες από τρίτους. Πατήστε ρυθμίσεις για να επιλέξετε ποια cookies θα αποδεχθείτε. Cookie Policy
You are here: Home / Archives for ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ

O Κύριος Αντώνης Μυτιληναίος

2 ΣΧΟΛΙA

  • – 2022.12.14
  • – ΕΕΥΕΔ

Στα πλαίσια δημοσιεύσεων αποσπασμάτων από βιβλία Συναδέλφων, η ΕΕΥΕΔ παρουσιάζει, από το βιβλίο του Λάμπρου Βαζαίου “Ο Οδυσσέας στις στήλες του Ιανού”, την αναφορά στον Αντώνη Μυτιληναίο.

2020 Εκδόσεις Μενανδρος, ISBN 978-618-5447-01-1

O Κύριος Αντώνης Μυτιληναίος

Τον Αύγουστο του 2002, ταξιδεύοντας από τη Σαντορίνη στον Πειραιά, την επομένη της Παναγίας, γνώρισα τον κύριο Αντώνη Μυτιληναίο. Είχα την τύχη των τυχερών! Γνώρισα ένα από τα πιο ζωντανά κι αληθινά πρόσωπα της ιστορίας της εποχής μας!  

Στην τετράκλινη καμπίνα της Α΄ Θέσης, φτάνοντας στον Πειραιά, επικράτησε η συνηθισμένη κινητικότητα της αποβίβασης στο λιμάνι. Έτρεξα να βρω τον καμαρότο, που χατιρικά μου άνοιξε την ενδιάμεση πόρτα, για να κατέβω εύκολα στο γκαράζ αποφεύγοντας τον συνωστισμό της κεντρικής σκάλας. Γυρίζοντας, σε λίγα λεπτά, δεν βρήκα κανέναν, όλοι είχαν φύγει. Ήμασταν τελείως άγνωστοι μεταξύ μας, «μιας νύχτας τυχαίοι συγκοιμώμενοι». Συγχρόνως, όμως, διαπίστωσα πως έλειπε το μικρό μαύρο τσαντάκι, που για ευνόπτους λόγους είχα κρύψει στο συρτάρι του τραπεζιού της καμπίνας. Αστροπελέκι, κεραμίδα, συμφορά, δεν ήξερα τι να διαλέξω… Εκεί μέσα βρίσκονταν οι ταυτότητες, οι κάρτες, το δίπλωμα οδήγησης, γυαλιά, κλειδιά, όλα επιτέλους τα αξεσουάρ του σύγχρονου ανθρώπου.  

Δεν μου δόθηκε «η πολυτέλεια να παγώσω» στην ίδια θέση, όπως περιγράφουν τις ανάλογες καταστάσεις οι συγγραφείς . Έπρεπε να κατέβω γρήγορα για να πάρω το αυτοκίνητό μου.  Το πλοίο έφευγε αμέσως. Κατάφερα με τη βοήθεια του αρχικαμαρότου να βρω ονόματα των συγκατοίκων μου. Ένας αλλοδαπός και δύο Έλληνες, απολύτως άγνωστοι.   Κλοπή σίγουρα, αλλά ποιος; Οι Έλληνες, ο αλλοδαπός: Άντε βγάλε άκρη! Ούτε που θυμόμουν τα πρόσωπά τους, νύχτα είχαμε μπει στην καμπίνα. Το πήρα απόφαση, πάει, τελείωσε, χάθηκαν όλα. Μια τυπική δήλωση στο πλοίο και μετά στη Λιμενική Αστυνομία.  

Πέμπτη, 16 Αυγούστου 2002, ζέστη αποπνικτική, μου λείπουν τα πάντα, κλειδιά, λεφτά, ταυτότητες, γυαλιά. Στην Κλινική προγραμματισμένο χειρουργείο, γι’ αυτό άλλωστε γύρισα. Με δανεικά γυαλιά χειρουργώ! Ευτυχώς το Ιατρείο το ανοίγει η Γιούλη και η Λύρα είναι στην Αθήνα. Αρχίζω τις διαδικασίες «αποκατάστασης ζημιών». Στο «Αυγό του Κόκορα» η κόρη μου μου κάνει το τραπέζι. Το απόγευμα, στο ιατρείο, στενοχώρια, κατήφεια, απελπισία.

Κάποια στιγμή, η Γιούλη με ειδοποιεί ότι κάποιος άγνωστος κύριος επιμένει να μου μιλήσει αμέσως. Στο τηλέφωνο ακούω μια ευγενική, ζωηρή φωνή: «Λέγομαι Αντώνης Μυτιληναίος, ταξιδεύαμε μαζί, στην ίδια καμπίνα από τη Σαντορίνη, έχω το τσαντάκι που αφήσατε φεύγοντας από την καμπίνα το πρωί. Επειδή επιστρέφω απόψε πάλι στη Σαντορίνη, μπορείτε σε μία ώρα να είσαστε στο καφενείο του Λιμανιού για να το παραλάβετε;» Έμεινα άναυδος! Το τελευταίο πράγμα που περίμενα να ακούσω εκείνο το απόγευμα ήταν αυτό. Χωρίς καμιά χρονοτριβή, έτρεξα στο λιμάνι. Στο καφενείο του κεντρικού επιβατικού σταθμού, ένας καλοκαμωμένος, ηλικιωμένος κύριος καθόταν πολύ αναπαυτικά στην πολυθρόνα του. Έδειχνε, και προφανώς ήταν, πολύ κουρασμένος. Είχε τα πιο ζωηρά και καθαρά μάτια που έχω συναντήσει σε άνθρωπο της ηλικίας του. Με κατάλαβε αμέσως, με γνώρισε ίσως, και με πολύ εγκάρδιο τρόπο με φώναξε κοντά του. Είχα καιρό να χαρώ την εγκαρδιότητα ανθρώπου καλής ανατροφής και σειράς, που κάνει τη διαφορά με την οικειότητα, τον ενικό και όλα όσα γίνονται σε άλλες περιπτώσεις.

 Μου ζήτησε συγγνώμη που δεν σηκωνόταν, τον πονούσε το πόδι του. Συστηθήκαμε. ήμουν πραγματικά ζαλισμένος. Φαίνεται πως είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπό μου η αγωνία της ημέρας. «Με συγχωρείτε που δεν σας τηλεφώνησα νωρίτερα. Ήμουν, όμως, πολύ πιεσμένος από άποψη χρόνου και κυρίως από την υποχρέωση να παραστώ στην κηδεία ενός στενού φίλου, στην άλλη άκρη, στο Ν. Ηράκλειο» μου είπε. Κατάλαβα ότι ήταν Καθολικός, εκεί βρίσκεται το Νεκροταφείο τους. Μου παρέδωσε το τσαντάκι ακέραιο. Το τηλέφωνό μου το βρήκε στις κάρτες που είχα μέσα. Πολύ απλά μου διηγήθηκε τη μικρή ιστορία του πλοίου. Φτάνοντας το πλοίο στο λιμάνι, επικράτησε η συνηθισμένη βιασύνη προετοιμασίας αποβίβασης και κάποια στιγμή αντιλήφθηκε ότι είχε μείνει τελευταίος και ότι κάποιος συνεπιβάτης είχε ξεχάσει το τσαντάκι του στην καμπίνα.

Γνωριμία δεν είχε γίνει, ο χρόνος πίεζε, πήρε λοιπόν το τσαντάκι για να μην χαθεί, με σκοπό βρει κάποιο σημείο επικοινωνίας με τον κάτοχό του εντός της ημέρας. Έτσι και έγινε, μόνο που οι υποχρεώσεις και οι αποστάσεις της μεγαλούπολης δεν του επέτρεψαν πιο έγκαιρη επικοινωνία. Μιλήσαμε λίγο για διάφορα, όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Μου είπε ότι μένει μόνιμα στον Καναδά και ότι περνά αρκετούς μήνες τον χρόνο στη Σαντορίνη, στο  Φηροστεφάνι, στο οικογενειακό σπίτι. Ακόμη, ότι έχει τη χαρά να φιλοξενεί σχεδόν κάθε χρόνο παιδιά, γαμπρούς, νύφες και εγγόνια στο πατρογονικό του. Του είπα και εγώ τα δικά μου, τον ευχαρίστησα θερμά, πήρα το απολωλός και έφυγα ανακουφισμένος. Φτηνά τη γλίτωσα!

 Περνώντας οι ημέρες, άρχισα να έχω διάφορα ερωτηματικά, αρκετά γρήγορα όμως  κατάλαβα ότι το κύριο προβλημά μου ήταν να μάθω πιο πολλά για τον άνθρωπο που γνώρισα. Φαινόταν καθαρά ότι ήταν κάποιος με ιστορία πίσω του. Κάποιος καθόλου συνηθισμένος άνθρωπος. Κάτι μου θύμιζε το όνομά του, κάπου το είχα διαβάσει ή το είχα ακούσει. Η Ρένα, η αδελφή μου, ανέλαβε να καλύψει το κοινωνικό μέρος, στη Σαντορίνη, με την εθιμοτυπική επίσκεψή της αμέσως μόλις επέστρεψε ο κ. Μυτιληναίος, οι δικές μου όμως απορίες παρέμεναν. Εκείνη την εποχή έψαχνα τη βιβλιογραφία για κάποια στοιχεία της σύγχρονης ιστορίας. Στην πολύτιμη Ιστορία του Μαρκεζίνη, φυλλομετρώντας το αφιέρωμα στις προσωπικότητες της εποχής μας, συνάντησα το κεφάλαιο που αναφερόταν στη ζωή και τη δράση του Αντώνη Μυτιληναίου! Τέτοια σύμπτωση; Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Αντώνης Μυτιληναίος; Από τα στοιχεία που ήταν διαθέσιμα πληροφορήθηκα πως ο άνθρωπός μας γεννήθηκε στη Σαντορίνη το 1921 από Καθολική οικογένεια. Ενθουσιώδης νέος, ζωηρός και, όπως άκουσα αργότερα, αρκετά ανυπότακτος, πήρε μέρος στον πόλεμο του 1940. Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την είσοδο των Γερμανών στη χώρα, εντάχθηκε στην Αντίσταση. Η ΠΕΑΝ του Κ. Περρίκου από την πρώτη σχεδόν ημέρα μπήκε δυναμικά στον Αγώνα. Η βόμβα που ανατίναξε την ΕΣΠΟ στις 20/9/1942, τίναξε στον αέρα τα σχέδια των Γερμανών για στρατολόγηση «Ελλήνων Ναζί» για τις ανάγκες του πολέμου. Τη βόμβα τοποθέτησε και πυροδότησε ο νεαρός Αντώνης. Στα ερείπια του κτιρίου της οδού Γλάδστωνος, μαζί με τα σχέδια των κατακτητών θάφτηκαν 29 «Έλληνες» προδότες και 43 Γερμανοί Στρατιωτικοί. Ο Ουλαμός Καταστροφών της ΠΕΑΝ υπήρξε πατριωτική, αντιστασιακή ομάδα υψηλής αποτελεσματικότητας.

Κώστας Περρίκος

Δημιουργήθηκε από νέους πολεμιστές του Μετώπου, με αρχηγό τον Κώστα Περρίκο. Ο Περρίκος, ευπατρίδης Αξιωματικός, είδος που στον καιρό μας «τελεί υπό εξαφάνιση», είχε την τύχη που “οι εξουσίες» επιφυλάσσουν σε όσους έχουν αξιακό σύστημα προσωπικά συγκροτημένο και όχι στην αγελαία βάση που συνιστάται. Πολύ λίγο μιλήσαμε για τους ανθρώπους που τίμησαν τη στολή, τον όρκο τους, την αποστολή τους. Τους ανθρώπους που δεν συνθηκολόγησαν, που πολέμησαν μέχρι τέλους. Αυτούς που δεν κινήθηκαν από φιλοδοξίες, ή συμφέροντα, ή ακόμη και από τη λαχτάρα κατάληψης της εξουσίας στο όνομα μιας ιδεοληψίας, ή ακόμη και ιδεολογίας. Η πολιτική και ιδεολογική πλατφόρμα της οργάνωσης ήταν απλή. Συνέχιση με κάθε τρόπο του πολέμου μέχρι την τελική νίκη, στο πλευρό των Συμμάχων ως δύναμη του Ελληνικού Στρατού «Υπό τας διαταγάς της νομίμου Ελληνικής Κυβερνήσεως». Τελεία και παύλα! Να τελειώσει με το καλό ο πόλεμος, να νικήσουμε, να ξαναφτιάξουμε την Πατρίδα και μετά τα βρίσκουμε, Έτσι απλά! Η τιμή της χώρας σώθηκε.

Μόνη, σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη, η Ελλάδα δεν έδωσε στρατιώτες στον Άξονα. Το πλήγμα της ΕΣΠΟ ήταν πολύ σκληρό. Δεν υπήρξε μονάδα του Γερμανικού Στρατού με Έλληνες στρατιώτες, μοναδικό φαινόμενο σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Μια σειρά σαμποτάζ, ένα δυναμικό δίκτυο πληροφοριών, καλά οργανωμένο δίκτυο διαφυγής στη Μ. Ανατολή, συμπλήρωναν τη δράση του Ουλαμού Καταστροφών. Φυσικά, κανείς δεν αρνείται το μαζικό κίνημα της Εθνικής Αντίστασης, που έγραψε σελίδες Δόξας στην Ιστορία. Τίμιοι πολίτες με αυτοθυσία και παλληκάρια πήραν στα χέρια τους την τύχη της πατρίδας. Τι κι αν είχαν διαφορετική θεώρηση ζωής, τι κι αν φαντάζονταν αλλιώτικη τη ζωή τους μετά τον πόλεμο… Οι τίμιοι ήταν τίμιοι, οι σκάρτοι ήταν σκάρτοι. Εκείνα τα χρόνια ο λαός μας προσπάθησε να κλείσει τους λογαριασμούς του με την ιστορία, τα δυστυχώς δεν τα κατάφερε. Στον σκληρό αγώνα, τον άδικο, τον αδελφοκτόνο, χάθηκαν οι καλλίτεροι. Έτσι δυστυχώς γίνεται πάντα!

Φωτογραφία από άνάρτηση Καθολικής Αρχιεπισκοπής Ανδρου-Νάξου……..

Η ΠΕΑΝ προδόθηκε, ο κακόψυχος θείος μας ο Εφιάλτης τριγυρνούσε ακόμη στα λημέρια μας. Οι αγωνιστές πέρασαν από τη φρίκη της ναζιστικής μοχθηρίας. Ο Κώστας Περρίκος, η Ιουλία Μπίμπα, ο Αντώνης Μυτιληναίος και άλλοι πολλοί δικάστηκαν στο Στρατοδικείο, το Γερμανικό Στρατοδικείο, που στεγαζόταν στο ιστορικό κτίριο του Παρνασσού. Δεν απολογήθηκαν, κατηγορητήριο απήγγειλαν, πατριωτισμό και ήθος δίδαξαν, τον σεβασμό ακόμη και των δικαστών τους κέρδισαν. Ποινή… η εσχάτη!

Ο Αντώνης Μυτιληναίος δεν ήταν εκεί. Είχε δραπετεύσει! Δεν ήταν εύκολο να τον κρατήσουν μέσα τα κάγκελα. Δεν είναι πολύ γνωστή η πορεία του τους επόμενους μήνες, Φαίνεται ότι τον συνέλαβαν πάλι και ότι φυσικά δραπέτευσε για άλλη μια φορά. Ο Κώστας Περρίκος και οι συνεργάτες του εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο. Η επιστολή (*) που άφησε στον μικρούλη τότε γιο του, θα άξιζε να βρίσκεται στα αναγνωστικά των Σχολείων μας. Φυσικά δεν είναι! Μιλάει για τον κόσμο μετά τον πόλεμο, για την Ειρήνη που πρέπει να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους χωρίς καμιά διάκριση φυλής, έθνους, τάξης. Ο γιος του είναι σήμερα ο δεύτερος στην ιεραρχία της Επιτροπής Ελέγχου Ατομικής Ενέργειας του ΟΗΕ, με την ευχή μάλλον του Πατέρα του.

Ο Αντώνης βρέθηκε στη Μ. Ανατολή. Κατετάγη στις ομάδες Καταδρομών του Βρετανικού Στρατού. Μάλλον βρέθηκε στο στοιχείο του. Τιμημένο και γεμάτο παράσημα τον βρίσκει το τέλος του Πολέμου. Εγκαθίσταται, ζει, εργάζεται και φτιάχνει οικογένεια στον Καναδά. Όταν τον γνώρισα, μοίραξε τον χρόνο του μεταξύ Καναδά και Σαντορίνης. Η αναβλητικότητα που προκαλείται από τη λεηλασία του χρόνου ήταν η αιτία που δεν ξαναειδωθήκαμε. Στις 13 Ιουνίου του 2003 ένα αγγελτήριο κηδείας και το ψήφισμα του Συλλόγου των Φίλων της ΠΕΑΝ, που κατέθετε στέφανον δάφνης, ανήγγειλαν τον θάνατό του. Λίγους μήνες μετά, σε μια επίσκεψή μου στο Β’ Νεκροταφείο, είδα έναν ανακαινισμένο τάφο απέναντι από τον δικό μας, τον οικογενειακό.

Το όνομα του Αντώνη Μυτιληναίου ήταν κάτω από τη φωτογραφία του, ως βετεράνου, με το πολιτικό του κοστούμι, όλα του τα παράσημα και τον μπερέ του καταδρομέα. Ο θείος ο Σπύρος απέναντι έχει καλή παρέα! Μάλλον θα τα κουβεντιάζουν. Να συναντήθηκαν άραγε στη Μ. Ανατολή; Ποιος ξέρει… Τέτοια σύμπτωση πάλι, Μικρός που είναι ο κόσμος Μήπως κάποιοι συναντιόμαστε συχνά; Μήπως ο Μεγάλος Τροχός σε κάποιες ψυχές κάνει χάρες; Ποιος να ξέρει… Αλλά ας το δούμε και διαφορετικά, μας χρειάζεται η απάντηση; Σε τι θα ωφελήσει; Καλά δεν είμαστε και έτσι, Τι λες, Κύριε Αντώνη; Έτσι ξεκούραστος που είσαι εκεί πάνω, σίγουρα τα βλέπεις πιο καθαρά τα πράγματα


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΕΥΕΔ

  1. Δείτε το σχετικό άρθρο με τίτλο “Κανοντας αντίσταση στο κέντρο της Αθήνας” στα ΝΕΑ εδώ

2. Η ΕΕΥΕΔ ανεκάλυψε την μνημειώδη επιστολή του Κώστα Περρίκου στα παιδιά του λίγο πριν την εκτέλεση του από τους Γερμανούς, σε άρθρο του Λάμπρου Βαζαίου στην ιστοσελίδα Infognomon : εδώ

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
«Φεύγω με την ικανοποίηση πως αν δεν έκαμα το χρέος μου προς την πατρίδα όσο έπρεπε, πάντως το έκαμα όσο μπορούσα. Το χρέος αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Αν ζούσα θα εξακολουθούσα την προσφορά μου και κατά την περίοδο της ειρήνης. Σεις που θα μείνετε δουλέψτε για να σταματήσουν οι πόλεμοι, να ευημερήσουν όλοι οι άνθρωποι, να ενωθούν τα κράτη της Ευρώπης, να ειρηνεύσει και να ευτυχήσει ο κόσμος. 
Δουλέψτε για να καταργηθούν οι τεχνητοί φραγμοί που παρεμποδίζουν και σε άπειρες περιπτώσεις ματαιώνουν την πρόοδο των αξιών. Αφιερώστε τη ζωή σας στην Ελλάδα και στην ανθρωπότητα.
Σύμφωνα με την απόφαση του Στρατοδικείου, ο πατέρας σας υπήρξε ένας εξαιρετικά επικίνδυνος εγκληματίας, ένας απαίσιος τρομοκράτης.
Αυτό όμως δεν ανταποκρίνεται προς την αλήθεια. Ο πατέρας σας είχε άλλες επιδιώξεις. Επίστευε σε υψηλά ανθρώπινα ιδεώδη. Η σκέψη του ξεπερνούσε τα στενά όρια της πατρίδος μας. Εκείνο που κυρίως τον χαρακτήριζε ήταν η αγάπη του προς όλους τους ανθρώπους χωρίς
εξαίρεση.

Βρέθηκε όμως στην δίνη του πολέμου. Και πιστεύοντας στα ιδανικά του ενόμισε πως θα μπορούσε να συμβάλει στην προπαρασκευή του κόσμου για την πραγματοποίηση της διεθνούς συνεργασίας που αποτελεί προϋπόθεση της ειρήνης και ευημερίας ολόκληρης της ανθρωπότητος. Εγκαταλείπω τον επίγειο κόσμο με το παράπονο δεν πρόφθασα να πραγματοποιήσω τους ανθρωπιστικούς πόθους μου.
Μου μένουν ακόμη λίγα λεπτά ζωής. Εγκαταλείπω τον κόσμο χωρίς μίση και κακίες. Αγωνίστηκα για την πατρίδα μου. Για την δικιά τους πατρίδα αγωνίζονται και εκείνοι οι οποίοι με καταδίκασαν. Θα ήθελα το αίμα μου να μην μας χωρίσει, αλλά να μας ενώσει με τους σημερινούς αντιπάλους».


  • Η αναδημοσίευση αυτή πραγματοποιήθηκε με την άδεια του συγγραφέα.
  • Ενσωμάτωση φωτογραφιών από ΕΕΥΕΔ
  • Παρουσίαση της “Τριλογίας του Χρόνου και της ζωής” εδώ
  • Βιογραφικό Λάμπρου Βαζαίου εδώ
  • Κείμενο σε μορφή pdf στις “Βιωματικές Ιστορίες” και εδώ
  • Επιμέλεια ανάρτησης : Τασιόπουλος Αργύρης

Filed Under: ΑΡΘΡΑ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ, ΓΕΝΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ Tagged With: ΒΑΖΑΙΟΣ, ΕΕΥΕΔ

Η μάλλινη φανέλα

ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ

  • – 2022.12.17
  • – Λάμπρος Βαζαίος
  • – Βιωματική Ιστορία
  • – Από Βιβλίο Ασυνήθιστες Μέρες – Απόκρημνα Χρόνια

Κατεβαίνοντας από την πλατεία Συντάγματος για το Μοναστηράκι διαλέγουμε έναν από τους δύο πολύ γνωστούς παλιούς δρόμους της Αθήνας, την οδό Ερμού ή την οδό Μητροπόλεως. Η εμφάνιση αλλά και η ατμόσφαιρα των δρόμων αυτών έχουν πολύ ενδιαφέρουσες εναλλαγές στην διαδρομή, αλλαγές που καθορίστηκαν με τον χρόνο και σίγουρα με τις ανάγκες κάθε περιόδου της καθαρά αστικής και εμπορικής τους χρήσης. Ξεκινούσαν ως εμπορικοί  δρόμοι, η Ερμού με τα παραδοσιακά καταστήματα μόδας και η Μητροπόλεως με τα εμβληματικά «γουναράδικα», τα «είδη ταξειδίου» την αντιπροσωπία της Parker και την Αγία Δύναμη, την κομψή Βυζαντινή εκκλησούλα που ανάβαμε το κεράκι μας οι μαθητές των γύρω σχολείων το πρωί των εξετάσεων και παίρναμε δύναμη! 

Αυτά μέχρι το ύψος της Μητρόπολης και πιο κάτω της πλατείας του Δημοπρατηρίου, για την οδό Μητροπόλεως και μέχρι την Καπνικαρέα για την οδό Epμού. Μέχρι εκεί το «ύφος» των χώρων αφορούσε σε αγοραστικό κοινό αστικό και μεσοαστικό, κυρίως στον γυναικείο πληθυσμό που «έδρασε» εκεί τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και περισσότερο βέβαια τον 20°. Στον Μεσοπόλεμο και μετά την Κατοχή η κοινωνική διαστρωμάτωση διατηρήθηκε δημιουργώντας κοινωνικούς αυτοματισμούς που την τελευταία δεκαετία του αιώνα όμως λειτούργησαν αντίστροφα. Το «κέντρο» έπαψε να είναι ελκυστικός χώρος κατοικίας και τα βόρεια κυρίως προάστεια συγκέντρωσαν τους ανθρώπους που κατοικούσαν παραδοσιακά στο κέντρο και όπως ήταν επόμενο και την ανάλογη εμπορική κίνηση. Πριν αυτές τις «ανατροπές» ύφους και κυρίως χρήσης, περπατώντας την Ερμού η την Μητροπόλεως ο διαβάτης καταλάβαινε πως το τοπίο άλλαξε από την Πλατεία Μητροπόλεως και την Καπνικαρέα και κάτω αντίστοιχα. Από εκεί λοιπόν και κάτω άρχιζε η «επικράτεια» των λαϊκών καταστημάτων επαρχιακών ειδών και «αξεσουάρ» που προσέλκυε και το ανάλογο κοινό. Μεγάλα καλά εφοδιασμένα καταστήματα χονδρικής και λιανικής με αλατζάδες, τα παραδοσιακά σαμπωτά τσεμπέρια με την εντυπωσιακή ποικιλία σχεδίων, χρωματιστές, βελέντζες, φλοκάτες και υφαντά μηχανής, τα απίστευτα σε σχέδια μεγάλα τετράγωνα πλουμιστά υφάσματα  ή βελουτέ τραπεζομάντηλα για το μεγάλο τραπέζι του κυρίως δωματίου του επαρχιακού και όχι μόνο σπιτιού.  Οι τραγιάσκες αγροτικού και εργατικού στυλ συμπλήρωναν τα εκθέματα των προθηκών.

Ιδιαίτερη όμως θέση είχαν οι μάλλινες φανέλες με μακρύ ή κοντό μανίκι που συνοδεύανε τα αντίστοιχα μακριά μάλλινα ανδρικά «σώβρακα». Ήταν λευκές, με οβάλ λαιμόκοψη.

Ήταν το απαραίτητο εσώρουχο των αγροτών και της εργατικής τάξης με το σπασμένο λευκό του φυσικού μαλλιού. Σφικτοϋφασμένες με απλό σχέδιο. Ήταν το κλασσικό ρούχο του χειρώνακτα, το ρούχο που φοριόταν «κατάσαρκα» χειμώνα-καλοκαίρι Οι χρήστες δεν αποχωριζόντουσαν ποτέ την «κατάσαρκη φανέλλα» τους, η μπλούζα εργασίας η το πουκάμισο φοριόντουσαν πάντα πάνω από την φανέλα. Τον χειμώνα ξόρκιζε το αγιάζι στο χωράφι η στην οικοδομή και προφύλαγε από «τα στηθικά» στο εργοστάσιο, ενώ απορροφούσε τον ιδρώτα το καλοκαίρι παρακάμπτοντας τους κινδύνους του καλοκαιρινού κρυολογήματος Ήταν δαπανηρό ρούχο η φανέλα, ήταν ακριβή, παράλληλα όμως ήταν πολύ ανθεκτική και συνήθως «κρατούσε μια ζωή»! Στην σύγχρονη εποχή έχει καταργηθεί στην αρχική μορφή της, αυτήν που περιέγραψα. Επιβιώνει σπανιότατα σε πολύ ηλικιωμένα άτομα συνδυαζόμενη συνήθως με το ανάλογο, μακρύ μέχρι τους αστραγάλους, σώβρακο! Έχει ακολουθήσει την πορεία και την διαδικασία της αλλαγής όλων των δεδομένων ενδυμασίας. Τα «ισοθερμικά» εσώρουχα την έχουν εκτοπίσει και η «αλλαγή» των όρων της χειρωνακτικής εργασίας (που λέγεται πλέον απασχόληση!), έδωσε την χαριστική βολή. Η μορφή και κυρίως η ατμόσφαιρα του εμπορικού κέντρου άλλαξαν τελείως. Τα καταστήματα που υπήρχαν και η τάξη τους στον κοινωνικό χώρο ανατραπήκανε. Δεν υπάρχουν τσεμπέρια ελληνικής κοπής δεν φοριούνται πια και κανείς δεν σκεπάζεται πλέον με χράμια και φλοκάτες! 

Η τελευταία φορά που είδα να φοριέται κατάσαρκα μάλλινη φανέλα ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η τραγική ιστορία που συνοδεύει αυτήν την εμπειρία συμπίπτει με το τέλος εποχής,  όχι κάποιας αθωότητας, αλλά της εποχής που η γενιά μου μισοπίστεψε πως μπορούσε ο κόσμος να γίνει καλλίτερος! Ήταν Πρωτομαγιά και εφημέρευα στην Πανεπιστημιακή Κλινική στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Μόλις είχε αρχίσει η βάρδια, ειδοποιήθηκα μαζί με τους συναδέλφους χειρουργούς ότι μόλις είχε διακομισθεί πολυτραυματίας σε βαριά κατάσταση. Έφθασα συμπτωματικά πρώτος στα εξωτερικά ιατρεία και αντιμετώπισα έναν μικρόσωμο ακαθόριστης ηλικίας άνθρωπο σε κατάσταση μετατραυματικού σοκ με αρχική διάγνωση βαριές κακώσεις του θώρακα και της λεκάνης από ατύχημα. Τον είχαν συνθλίψει δύο βαρέα οχήματα στο εργοτάξιο που εργαζόταν. Οι πρώτες προσπάθειες ανάταξης του σοκ είχαν κάπως αποδώσει και ο άρρωστος είχε πλέον επαφή με το περιβάλλον. Προσπαθώντας να εκτιμήσω τις κακώσεις άρχισα με την βοήθεια της προϊσταμένης να του αφαιρώ τα ρούχα. Φτάνοντας στην φανέλα πήρα το κυρτό ψαλίδι των επιδέσμων και άρχισα να την κόβω όπως κάναμε συνήθως για να μην μετακινούμε άσκοπα τον τραυματία. Εκείνη την στιγμή φαίνεται πως μόλις είχαν επανέλθει οι αισθήσεις του. Ενώ προσπαθούσα να  απελευθερώσω από τα ρούχα το σώμα του, άκουσα μια παραπονεμένη, μισοσβησμένη φωνή να διαμαρτύρεται …«όχι γιατρέ, μη μου κόβεις την φανέλα, δεν έχω άλλη, είμαι φτωχός, μη σε παρακαλώ μη...»! 

Κοίταξα τον άνθρωπο, δεν είχα ξαναδεί τόσο λυπημένο, τόσο σκαμμένο, τόσο βασανισμένο πρόσωπο. Δεν το έχω ξεχάσει από τότε, είναι από αυτά που μένουν ανεξίτηλα στην μνήμη, από αυτά που με κάνουν να αντιπαθώ το μνημονικό μου που δεν με αφήνει ποτέ να ηρεμήσω! Κοιτούσε παρακλητικά μια την προϊσταμένη,  μια εμένα και δεν παρακαλούσε για την ζωή του που έφευγε, δεν παραπονιόταν για τους πόνους, η φανέλα ήταν εκείνη την στιγμή το θέμα. Η φτώχεια και η ανέχεια είχαν τόσο βαθιά ποτίσει την ψυχή του που μόνο την δυστυχία της κομμένης, της κατεστραμμένης μοναδικής του φανέλας προσπαθούσε να διαχειριστεί. Κοιταχτήκαμε με την προϊσταμένη, είχαμε καταλάβει και οι δύο, είχαμε προς στιγμή παγώσει. Ενώ εγώ είχα μείνει εμβρόντητος με το ψαλίδι μετέωρο, εκείνη που συνήλθε πρώτη, μου το πήρε και με απαλές σχεδόν τρυφερές κινήσεις αφαίρεσε με προσοχή την φανέλα. Έσκυψε και του είπε κάποια καθησυχαστικά λόγια και διπλώνοντας με το ρούχο του έδειξε πως το έβαζε μαζί με τα υπόλοιπα, όσα του είχαμε ήδη βγάλει. Δεν μπορούσα για αρκετά λεπτά της ώρας να πάρω το βλέμμα μου από το πρόσωπό του. Φαίνεται πως κάποια πράγματα, κάποια λόγια της τα κατάλαβε και δεν μπορώ, μαζί με όλα τα άλλα, να ξεχάσω την αδιόρατη ανακούφιση που χαράκτηκε στο σκαμμένο του πρόσωπο. Το τραυματικό σόκ, παρά τις προσπάθειες επιτέθηκε πάλι και αυτήν την φορά τον πήρε από κοντά μας. Δεν γινόταν αλλιώς οι τραυματισμοί ήταν βαρύτατοι και δεν υπήρχε δυνατότητα επιβίωσης. 

Εκείνα τα τελευταία λεπτά όμως επικοινωνήσαμε και οι τρεις, ο τραυματίας η προϊσταμένη και εγώ. Επικοινωνήσαμε μυστικά, με σιωπηλές κραυγές, φωνάζοντας βουβά χωρίς ήχο όλα τα «Γιατί;», όλα τα ερωτηματικά της ζωής, της τύχης και της κοινωνίας! Μιλούσαμε, ασταμάτητα χωρίς ήχο αυτά τα ελάχιστα λεπτά γι όλα, για τα όνειρα που έκανε η δεν έκανε ο άνθρωπος αυτός, για την ζωή που μάλλον μητριά πρέπει να του στάθηκε. Για την προϊσταμένη που είχε φυλάξει κρυφή την ευαισθησία της στο μικρό δάκρυ που γυάλισε πίσω από τα γυαλιά της, όταν άκουσε εκείνο το παράπονο, όταν είδε εκείνο το θλιμμένο πρόσωπο. Για μένα που δεν είχα ξεχάσει πως να αποδελτιώνω τα αισθήματα και την ανθρωπιά που τελικά δεν την εκποίησα ποτέ, όσο κι αν μου έχει στοιχίσει αυτό! 

Δεν έμαθα, δεν ζήτησα να μάθω για τον άνθρωπο που πέθανε στα χέρια μας εκείνο το πρωί της Πρωτομαγιάς, ούτε το όνομα του ούτε τίποτε άλλο. Δεν χρειαζόταν, τα είχαμε πει όλα, τα είχαμε καταγράψει σωπαίνοντας! Ήταν η ζωή, ήταν η ανθρώπινη μοίρα, ήταν η τάξη που έβαζαν στα πράγματα οι δυνατοί, ήταν όλα όσα φόρτωναν απελπισία και πίκρα όσους δεν είχαν, όσους ήταν αδύναμοι, όσο δεν μπορούσαν, όσους ήταν νικημένοι από την αρχή, πριν καν πλησιάσουν στην αρένα. Δεν ξαναείδα, δεν έτυχε να ξαναδώ από τότε να φοριέται κατάσαρκα μάλλινη να φανέλα, φαίνεται πως έχει πάψει να χρειάζεται. Δεν ξέχασα όμως εκείνο πρωινό, εκείνο το παράπονο, εκείνο το σκαμμένο πρόσωπο, εκείνη την πίκρα. Δεν θέλησα ακόμη να μην θυμάμαι, ότι βρέθηκαν δύο άνθρωποι, η προϊσταμένη των ιατρείων και εγώ που καταλάβαμε αμέσως, που δεν χρειαστήκαμε εξηγήσεις, που καταφέραμε να ανθρωπέψουμε την πιο απάνθρωπη ώρα, την ώρα που πεθαίνει ο φτωχός Κάποιο δάκρυ προσπάθησε να γλυκάνει την δυστυχία που δεν άκουγε, δεν έβλεπε, δεν καταλάβαινε, που είχε παράλογα γαντζωθεί ο απελπισμένα φτωχός άνθρωπος σε μια μάλλινη φανέλα φορεμένη κατάσαρκα! 


  • Αναδημοσίευση με την άδεια του Συγγραφέα
  • Επιμέλεια ψηφιοποίησης – ανάρτησης : Τασιόπουλος Αργύρης
  • Σε μορφή pdf : εδώ

Filed Under: ΑΡΘΡΑ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ Tagged With: Απόκρημνα Χρόνια, ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΕΣ ΜΕΡΕΣ, ΒΑΖΑΙΟΣ

ΕΝΑΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΖΙΚΟΥ  ΘΥΜΑΤΑΙ

ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ

  • – 2022.11.13
  • – Κ. Δ. Γαρδίκα  Ομότ. Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών Υπιάτρου, (το 1940) 

Ο Καθηγητής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Δ. Γαρδίκας (1913-2003). Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, με καταγωγή από τα Λαγκάδια Γορτυνίας, ο Κ. Δ. Γαρδίκας σπούδασε στην Ιατρική Σχολής Αθηνών, απ’ όπου απεφοίτησε το 1935, και αναγορεύτηκε Διδάκτωρ το 1942. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, όπου αναγορεύθηκε Master of Science (1947) και Doctor of Philosophy (1949). Υπηρέτησε ως νοσοκομειακός γιατρός στον «Ευαγγελισμό» από το 1939 έως το 1981, με εξαίρεση τις περιόδους του Ελληνοϊταλικού Πολέμου και των σπουδών του στη Βρετανία . Διευθυντής της Παθολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» από το 1955, Καθηγητής Προπαιδευτικής Παθολογίας και Ειδικής Νοσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας από το 1968, συνδύασε την κλινική παθολογία με τη συνεχή εκπαίδευση νέων γιατρών και φοιτητών. Διακρίθηκε επίσης στον τομέα της έρευνας, ιδρύοντας το 1969 πρότυπη ερευνητική Μονάδα στον «Ευαγγελισμό», ενώ θεωρείται ως ο εισηγητής στην Ελλάδα της αιματολογίας στην κλινική πράξη. (Πηγή Βιογραφικού  https://www.healthview.gr/)

Κ. Δ. Γαρδίκας

EΝΑΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΖΙΚΟΥ  ΘΥΜΑΤΑΙ *

ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ Ελλάδα της παρακμής, που ηδονιζόμαστε ακούγοντας τον Διονύση Σαββόπουλο  να μας αποκαλεί Έλληνες με το γνωστό χυδαίο πρόθεμα, το έπος του ’40 ηχεί σαν ένας απόμακρος  μύθος, η δε ανάμνησή του άσκοπη ενασχόληση. Και δίκαια αναρωτιόμαστε σαν τον ήρωα του Τεπελενιού: «Πως καταντήσαμε λοχία…».  Και έχουν περάσει 50 μόνο χρόνια…  

Εκείνο το πρωί δεν ξεχνιέται. Ξυπνήσαμε με τις σειρήνες και ρωτούσαμε γιατί. Από στόμα σε στόμα, μάθαμε ότι μας είχαν κηρύξει πόλεμο οι Ιταλοί. Αργότερα μαθεύτηκε ότι στις 3 το πρωί ο Γκράτσι είχε επιδώσει στο Μεταξά θρασύ τελεσίγραφο. Η μικρή Ελλάδα χωρίς δισταγμό απάντησε: ΟΧΙ! Είναι μαθημένη να λέει όχι. Η μοίρα καμιά φορά επιλέγει τους αδύνάτους της γης να αντιμετωπίζουν τους ισχυρούς. 

Το πρωί εκείνο, ισοδυναμούσε με αιώνα. Σε τέτοιες ώρες η έννοια του χρόνου καταργείται. Νέοι, γέροι, παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους σαν σε  ξέφρενο πανηγύρι. Μόνο τα γιορτινά τους δεν είχαν φορέσει. Και όλο  έλεγαν με ανακούφιση: Επί τέλους! Ολοι βέβαια ξέρουν τα δεινά του πολέμου. Κατόρθωσαν όμως να τα ξεχάσουν. Δεν γινόταν αλλιώς. Τον τελευταίο καιρό μας είχαν φερθεί πολύ πρόστυχα οι Ιταλοί, και με τον  άνανδρο τορπιλισμό της Ελλης, την ημέρα της Μεγαλόχαρης, είχε προστεθεί στην προστυχιά και η βλαστήμια.  

Κάτι που δίνει μοναδικότητα στο έπος του ’40 είναι ότι όλοι μπήκαν με  ενθουσιασμό στον αγώνα, χωρίς καμιά οργανωμένη ψυχολογική προετοιμασία, χωρίς πατριδοκάπηλους λόγους, χωρίς θούρια ή εμβατήρια, χωρίς  «Μαύρη είναι η νύχτα στα Βουνά κ.λπ.». Ο καθένας μας χωριστά, χωρίς  καμμιά συνεννόηση, καταλάβαμε ότι πρέπει να πούμε το ΟΧΙ χωρίς δισταγμό. Και το είπαμε.  

Μέσα στο γενικό εκείνο πανηγύρι, εγώ 27 χρονών γιατρός στον “Ευαγγελισμό”, βρήκα τη στρατιωτική στολή και το μπαουλάκι εκστρατείας που  τα είχα από την Σχολή Εφέδρων Σύρας καθώς και το στρατιωτικό μου απολυτήριο. Μετά, πετάχτηκα στον “Ευαγγελισμό” για κάτι εκκρεμότητες,  αποχαιρέτησα ένα θλιμμένο πρόσωπο και γύρισα σπίτι. Φόρεσα τη στολή  μου. Η μεγάλη στιγμή, ο αποχωρισμός των γονιών μου. Με τον πατέρα μου  δεν περίμενα δυσκολίες. Πολεμιστής του 1897 και εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους ήξερε τον αδυσώπητο Νόμο της ανάγκης. Αλλά με τη  μάνα μου όμως; Και τότε βρέθηκα μπροστά στο θαύμα. Η μάνα μου ευαίσθητο και εύθραυστο πλάσμα ήταν παροιμιώδης ως φοβιτσιάρα. Και  όμως…, αυτή που κάθε φορά που ο κανακάρης της πήγαινε καμιά διήμερη  εκδρομή κάπου κοντά, στη Βουλιαγμένη, να πούμε, ή στο Σούνιο, έκλαιγε  απαρηγόρητα, εκείνη τη στιγμή στύλωσε τα πόδια της, όρθωσε το αδύναμο  κορμί της και με φίλησε χωρίς ένα δάκρυ. Δεν υστερούσε σε τίποτε από τις  μανάδες της Σπάρτης του Τυρταίου:  

Αγετ’ω Σπάρτας Ευάνδρω

Κώροι πατέρων πολιστάν

……………….

Μη φειδόμενοι ζωάς

ου γαρ πάτριον τα Σπάρτας,

Δεν ήταν η μάνα μου μόνο που δεν έκλαψε. Αδάκρυτες οι γυναίκες αποχαιρετούσαν τους άνδρες τους, αδάκρυτες και οι κοπέλλες αποχαιρετούσαν τους καλούς τους. Και αυτές που ο δικός τους είχε καταφέρει να μη  πάει στο μέτωπο, νοιώθαν ταπεινωμένες και ντροπιασμένες.  

Η ιστορία αναφέρει μόνο τις ηρωίδες της Πίνδου και τις αδελφές νοσοκόμους. Και δίκαια βέβαια, αλλά και οι άλλες οι πολλές, περήφανες για  τον δικών τους στο μέτωπο, κλεισμένες μέσα, πιστές με πνιγμένο κάθε ερωτικό πόθο, πλέκαν κάλτσες, γράφαν γράμματα. – Αχ! αυτά τα γράμματα  που χιλιοδιαβάζονταν όταν έφθαναν- και περίμεναν. Αυτή ήταν η καθολική συμβολή των γυναικών στον αγώνα.  

11 η ώρα το πρωί, κατατάγηκα στα Παραπήγματα, υπίατρος ιατρός  Τάγματος του 1ου Συντάγματος Πεζικού. Και από κει.…….. 

Τι έκανες στο Μεγάλο Πόλεμο Μπαμπά; έγραφαν οι γνωστές αφίσες  του Kitchener στην Αγγλία στον 1ο Παγκόσμιο. Τι έκανες στον Πόλεμο Θανάση, ρωτάει αργότερα ο Θανάσης Βέγγος.  Και μένα τώρα όταν οι ξαγγονούλες μου, τις ώρες που λέμε παλιές ιστορίες με ρωτούν: Τι έκανες στον Πόλεμο Παππού; τους λέω: Χρυσά μου, ο  παππούς σας δεν ήταν ήρωας, Ιταλούς ούτε έπιασε, ούτε τους τρόμαξε  μόλις τον είδαν. Ενα βράδυ έφυγε με νηοπομπή από το Σκαραμαγκά. Στον  καθένα μας, δίναν ένα σωσίβιο. Στους κουτούς που ρωτούσαν γιατί, τους  λέγαν ξερά: Γι’ασκήσεις. Στη συνέχεια χίλιοι άνθρωποι, το Τάγμα, αρχίσαμε την πορεία. Εγώ με τον άλλον γιατρό πίσω από τη φάλαγγα, βοηθούσαμε αυτούς που από κούραση πέφταν. Περπατάγαμε, περπατάγαμε. Και  να βρέχει αδιάκοπα. Μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο. Αμίλητοι περπατάγαμε.  Μόνο τα πόδια μας δούλευαν. Τελικά φτάσαμε στη θρυλική Κορυτσά που  την είχαν από μέρες ελευθερώσει πραγματικά παληκάρια, πριν, από μας.  Η πόλη κόχλαζε από Ελληνισμό, Είδα από κοντά, τους Βορειοηπειρώτες  να κλαίνε σαν τα μικρά παιδιά. Παντού κυμάτιζε η κυανόλευκη στα σπίτια,  στα μαγαζιά, στις πλατείες. Και όμως πρόσφατα, Ελληνας, τέως Υπουργός,  τους αποκάλεσε Αλβανούς που μιλούν Ελληνικά! Καλά, όλες εκείνες οι γαλανόλευκες έχουν ξεχαστεί; Η ιστορική αμνησία ενός Εθνους είναι προμήνυμα ολέθρου του. Κακόμοιροι Βορειοηπειρώτες! Δύο φορές προδομένοι από τους ισχυρούς της Γης. Στα μαγαζιά ακούγαμε τη φωνή της θρυλικής Σοφίας Βέμπο. Την Βέμπο που την έχουμε σχεδόν ξεχάσει, γιατί  ίσως είμαστε μικροί για να τη θυμόμαστε: Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά, σας θυμόμαστε όλες… Την ακούγαμε  και κλαίγαμε και κλαίγοντας αντλούσαμε κουράγιο. Και σε διψασμένες νεανικές φαντασιώσεις, νοιώθαμε τα κορίτσια της Ελλάδος πλάι μας, σχεδόν  ερωτικά.  

Από την Κορυτσά, μέσα από κατσικομονοπάτια ανεβήκαμε σε πελώρια  βουνά. Ολα χιονισμένα. Η μια χιονοθύελλα μετά την άλλη. Τελικά φτάσαμε στον προορισμό μας, μια βουνοκορφή στο βουνό Τομόρι. Εγώ γιατρός διλοχίας Προφυλακών, με τους Ιταλούς τριακόσια μέτρα μακρυά μας.  Εκεί περάσαμε το βαρύ χειμώνα. Σε μια καλυβούλα από κλωνιά κοιμόμαστε ο υπολοχαγός, ο επιλοχίας, ο μάγειρας, οι δύο τηλεφωνητές και εγώ,  στο πλάι για να χωράμε, και έπρεπε να γυρίζουμε στο άλλο πλάι μαζί.  Τον ερχομό του καινούργιου χρόνου, είχαμε πει να τον γιορτάσουμε.  Και τα μεσάνυχτα βγήκαμε έξω στο ήρεμο βαθύ σκοτάδι του βουνού,  αγκαλιαστήκαμε και αλληλοφιληθήκαμε. Τις ευχές που δίναμε τις έχω ξεχάσει. Ανθρωποι άγνωστοι μεταξύ μας πριν από δύο μήνες, με τεράστιες  διαφορές παιδείας, καλλιέργειας και κοινωνικής τάξεως, νοιώθαμε όχι  απλώς σαν αδέλφια. Είχαμε γίνει Ενα.  

Μεγάλες μάχες σαν αυτές του Γράμμου, της Κλεισούρας ή του Τεπελενιού δεν δώσαμε, αλλά και σε μας κάθε φορά που οι Ιταλοί ξεμύταγαν, τα  παιδιά μας τους γύριζαν πίσω. Τα μουλάρια εξαντλημένα από τις μακρές  πορείες στα βουνά, ψοφούσαν το ένα μετά το άλλο. Ο εφοδιασμός δύσκολος. Κάποτε μείναμε νηστικοί χωρίς ψωμί για τρεις ημέρες. Κανένας  δεν βαρυγγόμιασε. Σε μια εξαντλητική πορεία έννοιωσα ισχυρό πόνο στο  στήθος. Νόμιζα ότι πέθαινα. Ξαπόστασα σε μία κοτρώνα βογγώντας. Σιγά  σιγά ο πόνος λιγόστεψε. Τελικά στο νοσοκομείο Κορυτσάς, μου βρήκαν  αυτόματο πνευμοθώρακα. Με αναρρωτική άδεια έφτασα στην Αθήνα,  λίγες ημέρες πριν μπουν οι Γερμανοί. Μετά αρκετά χρόνια με κάλεσαν να  παραλάβω ένα μικρό παρασηματάκι. Δεν πήγα να το πάρω. Εννοιωθα ότι είχα κάνει τόσο λίγα.

Υστερα από το ταπεινό μου αυτό πολεμικό οδοιπορικό μερικές εμπειρίες και γενικότερες κάπως παρατηρήσεις.  

1. Μη περιμένετε από έναν νεαρό υπιατράκο να σχολιάσει γενικότερα την ιστορία του Αλβανικού Πολέμου. Αλλά εδώ μερικές λέξεις οργής. Δεν αποδυθήκαμε στον αγώνα ούτε γι’ ανταλλάγματα ούτε για να μας θαυμάζει ο κόσμος. Αλλά κανείς δεν φανταζόταν ότι στη συνέχεια όλα, όλα θα ξεχνιόνταν τόσο γρήγορα. Γνωστός μου Αγγλος δεν ήξερε καν τον αγώνα μας και μου μιλούσε για τις ηρωικές μάχες του Σερβικού στρατού, ενώ όλοι μας ξέρουμε ότι ούτε μια τουφεκιά δεν έρριξε. Αλλά οι ανακρίβειες εγγίζουν την γελοιότητα. Σε πρόσφατη Ιστορία του Cambell για τον Β’ Παγκόσμιο  Πόλεμο, διάβαζα ότι 13% των αιχμαλώτων που πιάστηκαν από τους Ιαπωνέζους ήταν Σέρβοι! Τώρα, πώς βρέθηκαν εκεί για να τους πιάσουν, θα το εξακριβώσει η ιστορία. Και η οργή δυναμώνει, γιατί στην προσπάθεια να  ξεχαστεί το ‘40 πρωτοστάτησαν Αλλά υπάρχει καιρός.  Η αληθινή ιστορία γράφεται μετά το κλιμακτήριό της.

Οπως στα μετόπισθεν, έτσι και στο μέτωπο, το ηθικό ήταν άριστο. Δεν πολεμούσαμε για συμφέροντα, ή για δύναμη, αλλά μόνο για την ύπαρξή μας σαν ελεύθερος λαός. Στην Ιστορία των Πολέμων, συχνά δεν μπορεί να πει κανείς ποιός έχει δίκιο, γιατί στους πολέμους δεν καλούν διαιτητές. Αλλά δεν υπάρχει σχεδόν, προηγούμενο Εθνος που να αποδυθεί σε μία τέτοια θανάσιμη πάλη με τόσο καθαρή συνείδηση ότι πολεμά μόνο για την διατήρηση των αρχών που είναι ζωτικές για τον πολιτισμένο κόσμο. Δεν ήσαν οι Ιταλοί οι εχθροί μας. Εχθρός ήταν ο τυραννικός τους δικτάτορας που τους οδηγούσε στο έγκλημα. Τους Ιταλούς δεν τους μισούσαμε. Αλλωστε εμείς οι Ελληνες είμαστε πολύ αδέξιοι στο να μισούμε. Πολεμούσαμε για την πατρίδα μας αυτήν την αόριστη και μυστηριώδη έννοια. Είναι το σπίτι ή η καλύβα μας, οι τάφοι των γονιών μας, ο τόπος που μάθαμε τη μητροδίδακτη γλώσσα, ο τόπος που γεννιόμαστε, μοχθούμε και πεθαίνουμε, ο τόπος που χαιρόμαστε τα παιδά και τα εγγόνια μας. Είναι ο τόπος που βρίσκονται όσοι μας αγάπησαν και όσους αγαπήσαμε.  Είναι η γωνιά που ένα σούρουπο πήραμε το πρώτο κρυφό φιλί, είναι ο τόπος που βαθειές ρίζες βαραίνουν τα ποδάρια μας καθώς περπατάμε.  Είναι τέλος ο τόπος όπου από κάθετο μαστοφόρο γινόμαστε άνθρωποι.  Την απέχθεια προς την ξενητειά βρίσκει κανείς στο Ζ της Ιλιάδος. Ο  Εκτωρ παρηγορεί την δύσμοιρη Ανδρομάχη που θα πέσει σκλάβα και της  λέει «Σε βλέπω να κουβαλάς νερό από ξένα πηγάδια».

2. Ως προς το αίσθημα του φόβου, όταν ένας από τους ήρωες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο στρατάρχης Gort ρωτήθηκε εάν ένιωσαν ποτέ  φόβο, απάντησε: Και βέβαια, όλα τα ζώα νοιώθουν φόβο. Το θάρρος ενός  στρατού ελεύθερου λαού, είναι αποτέλεσμα θελήσεως και αυτοελέγχου.  Με αυτά υπερνικιέται ο φόβος, αλλά και η έγκριση του σκοπού για τον οποίον πολεμάς, καταλαγιάζει τον φόβο.

Το θάρρος είναι ηθική ιδιότης. Δειλία δεν είναι συνώνυμη με φόβο. Δεν  είναι δειλός όποιος μπορεί και ελέγχει και καταστέλλει τον φόβο. Θάρρος  στη μάχη, κατά τον Αριστοτέλη, είναι αποτέλεσμα της λογικής του ατόμου.  Αλλά και το αίσθημα αξιοπρέπειας και ο φόβος εξευτελισμού υπερνικούν  τον φόβο.  Σε μια σφοδρή αεροπορική επίθεση στα Γρεβενά, χώθηκα σ’ ένα χαντάκι. Όταν βγήκα, η χλαίνη μου ήταν γεμάτη από φρέσκια αλογίσια κοπριά. Για να μην γελοιοποιηθώ, καθ’ ο αξιωματικός, προσπάθησα όταν  βγήκα να την απομακρύνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Εννοιωθα ντροπή.  Δεν το ξανάκανα. Παρίστανα τον τολμηρό, ίσως και τον μισοήρωα. Και δεν  ξέρετε πόσο ωραία νοιώθει κανείς να περνιέται για ήρωας!  

3. Ενώ περιστατικό δειλίας δεν συνάντησα, συχνό ήταν το φαινόμενο της  πλήρους σωματικής και ψυχικής εξαντλήσεως. Στρατιώτες, σκοτώστε με.  Τέτοιο ψυχικό κουρέλιασμα έννοιωσα και εγώ μια νύχτα του Δεκέμβρη.  Επρεπε να διασχίσουμε πεζοί ένα πλατύ ποτάμι. Το νερό παγωμένο, ορμητικό παρέσυρε τα κιβώτια, ντζετζερέδες, μουλάρια, τα πάντα. Κάθε θόρυβος απαγορευόταν γιατί ιταλικό παρατηρητήριο πυροβολικού παρακολουθούσε. Με ένα χοντρό κλαρί προχωρούσα μαρτυρικά για να φθάσω  στην αντίπερα όχθη. Παντού κόλαση. Και τότε συνέλαβα τον εαυτό μου να  εύχομαι να πάθω καμιά βαριά αρρώστια για να πεθάνω σε κρεβάτι.  Εδινα τα πάντα για ένα κρεβάτι. Ακόμη και τη ζωή μου. Και εδώ θέλω να  τονίσω το ρόλο του γιατρού των Μονάδων. Πρέπει να οσφραίνεται τα  πρώτα συμπτώματα της ψυχικής εξαντλήσεως και να τα αντιμετωπίζει με τα  απλά μέσα, πριν λάβουν ψυχιατρικές διαστάσεις ή οδηγήσουν σε λιποταξία.

4. Στο μέτωπο διαπίστωσα γι’ άλλη μια φορά ότι ουδέν ισχυρότερο της  γλυκύτητος. Μια μέρα βαδίζοντας σ’ ένα μονοπάτι γλίστρησα και άρχισα  να κατρακυλάω προς το ποτάμι που έτρεχε κάτω ορμητικά. Για να καθυστερήσω τον όλεθρό μου, πιανόμουν απεγνωσμένα από θάμνο σε θάμνο,  αλλά μάταια. Αξαφνα ακούω: Εγώ είμαι εδώ, κύριε υπίατρέ μου. Η υπόμνηση του βαθμού μου εκείνη τη στιγμή ηχούσε ειρωνικά. Με αστραπιαία  ταχύτητα αυτός που φώναζε, πέφτει κατά γης, φωνάζει δύο άλλους, να πέσουν απάνω του για να μην τον παρασύρω και σιγά-σιγά με ανεβάζει. Είχα  σωθεί. Ποιός ο σωτήρας μου; “Ένας αλκοολικός”, το χειρότερο ρεμάλι του  Τάγματος που μόνον εγώ τον αντιμετώπιζα με ανθρωπιά.

Επαγγελματίες ειρηνιστάδες που διαλαλούν την ειρηνοφιλία τους, δεν  χρειαζόμαστε. Ποιος λογικός άνθρωπος θέλει πόλεμος και πιο πολύ απ’  όλους αυτοί που τον έζησαν. Ακόμα έχω μπροστά μου έναν πρόσφατα σκοτωμένον Ιταλό αξιωματικό, ένα λεβέντη. Τα θολά του μάτια μοιάζανε να  κυττοῦν μακριά τη γυναίκα του και τα παιδάκια του. Δεν εννοιωσα λύπη,  όσο ντροπή. Σε μία στιγμή νόμισα ότι τον είχα σκοτώσει αγώ. Μάλιστα σε  μία έξαρση τρέλας ταυτίστηκα μαζί του, έννοιωσα σαν αυτόχειρας.  

Όλοι μας θέλουμε ειρήνη, Προπαντός υμείς τα κατάλοιπα μιας γενιάς  που γαλουχήθηκε με την Μεγάλη Ιδέα, με τον μύθο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και με το «σώπασε κυρά Δέσποινα και στις εικόνες μη κλαίτε, πάλι  με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θάναι”, ύστερα από 4 πολέμους που  ζήσαμε, δεν ζητάμε τίποτε, δεν έχουμε μύθους και όνειρα. Αλλά εάν κανείς  απειλήσει τα πονεμένα μας χώματα δεν θα μετρήσουμε θυσίες, όπως και  εκείνο το πρωί που δεν ξεχνιέται.    


ΠΗΓΕΣ

Ανακοινώθηκε σε εορταστική εκδήλωση επ’ ευκαιρία συμπληρώσεως 50 χρόνων από τον Πόλεμο 1940-1941, (Αίθουσα Φιλολ. Συλλόγ. “Παρνασσός”,  Αθήνα, 23.10.1990).    

Τιμή στους γιατρούς που πήραν μέρος  στον πόλεμο 1940-1941, (1993) 19.25.   (Εκδοση Ελλην. Χειρουργ. Εταιρίας, Αθήνα 1993, σσ. 19-25 ) .

Ιατρική στη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία. (Ε’Τόμος)  2003 από Εταιρία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας 

 


Πλήρες Βιογραφικό και ένα εξαιρετικό άρθρο με τίτλο ” ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ?” του καθηγητή Γαρδίκα είναι αναρτημένο στην Βιβλιοθήκη μας εδώ.

Επιμέλεια Ανάρτησης : Τασιόπουλος Αργύρης

Filed Under: ΑΡΘΡΑ, ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ, ΓΕΝΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ Tagged With: 1940, ΓΑΡΔΙΚΑΣ, ΕΕΥΕΔ, Κ.Δ.ΓΑΡΔΙΚΑΣ

ΠΟΛΕΜΟΣ 1940, Αναμνήσεις μιας Αδελφής

1 ΣΧΟΛΙΟ

  • – 2022.10.28
  • – Ζωής Τσουκαλά-Κακαρούκα 
  • – Νοσοκόμου

Απόφοιτος της Ανωτέρας Σχολής Αδελφών Νοσοκόμων του Ελληνικού ΕρυθρούΣταυρού, με ειδίκευση στη Δημόσια Υγιεινή.Υπηρέτησε στον πόλεμο του 1940 και στοΑγγλικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου νοσηλεύονταν Αγγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοίτραυματίες. Για την αναγνώριση των υπηρεσιών της, ο Σύνδεσμος των Αδελφών της ΝέαςΖηλανδίας της προσέφερε υποτροφία ενόςέτους στο Πανεπιστήμιο του Toronto, Canada,στον κλάδο οργάνωσης και διοίκησης ΣχολώνΑδελφών· η Κυβέρνηση της Αυστραλίας τιμητικό δίπλωμα ο Ε.Ε.Σ. και τοΥπουργείο Εθνικής Αμυνας διάφορα μετάλλια. Η UNICEF της προσέφερευποτροφία στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών στη Γενεύη Ελβετίας, στονκλάδο, «Δημόσια υγιεινή και κοινωνική εργασία». Υπηρέτησε ως Διευθύνουσα Σπουδών στην Κρατική Ανωτέρα Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών.

ΕΙΜΑΙ ΕΥΤΥΧΗΣ που ο Θεός με αξίωσε να ζήσω αυτά τα 50 χρόνια από τον πόλεμο του 1940 αλλά και να ‘χω τα παράθυρα της μνήμης μου ανοικτά, και να θυμάμαι και να ξαναζώ, εκείνες τις αξέχαστες ηρωϊκές στιγμές και εμπειρίες. 

Ημουν πολύ περήφανη, όταν πήρα το φύλλο πορείας από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και ένιωσα μεγάλη συγκίνηση, όταν βρέθηκα ανάμεσα σε τόσα φανταράκια μας, στο σιδηροδρομικό σταθμό το βράδυ της τρίτης ημέρας του πολέμου.

Περιμέναμε 2 ώρες να αναχωρήσουμε. Η ώρα της αναχώρησης ήταν μυστική. Και ξάφνου ακούστηκε από το μεγάφωνο του σταθμού η διαταγή. Επιβιβαστήκαμε. Οι αδελφές (ήμαστε τρεις), στο βαγόνι των αξιωματικών. Και μετά, μια συγκινητική φωνή «Στο καλό παιδιά, στο καλό και με τη Νίκη». 

«Νίκη» βροντοφώνησαν τα φανταράκια μας και άφησαν με μιας, τις αγκαλιές, τις μάνες, τα παιδιά, τις αδελφές, και μια Ελλάδα, η Ελλάδα μας έλαμψε μέσα τους τούτη τη στιγμή. Ξεκίνησαν όλοι με μια ψυχή. Οταν οι ρόδες του τρένου έπαιρναν στροφή έσκυψα στο παράθυρο, σήκωσα το χέρι μου να χαιρετήσω το πλήθος, και τότε άκουσα τη δυνατή κραυγή μιας μάνας. «Αδελφούλα μου, τα παιδιά μας σαν τα μάτια σου». 

Στο δρόμο για τη Φλώρινα είχαμε πολλούς βομβαρδισμούς, οι Ιταλοί προσπαθούσαν να χτυπήσουν τα τρένα και να καταστρέψουν τις σιδηροδρομικές γραμμές. 

Σε κάθε συναγερμό, βγαίναμε από το τρένο και ξαπλώναμε κάτω στα χωράφια. Στη Λάρισα έγινε ένας μεγάλος βομβαρδισμός ευτυχώς 5′ πριν φθάσει το τρένο μας στο σταθμό και οι βόμβες έπεσαν μερικά μέτρα μακρύτερα. Ετσι συνεχίσαμε. 

Ανέλαβα υπηρεσία στο ΣΙ’ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Διακομιδής, με διευθυντή το θαυμάσιο άνθρωπο, τον εξαιρετικό γιατρό Ιωάννη Κυριακό. Είμασταν 2 διπλωματούχες αδελφές και 30 εθελόντριες. 

Από τη Φλώρινα μεταφέρονταν στρατιώτες και υλικό προς το μέτωπο και τραυματίες προς τα μετόπισθεν και γι’ αυτό βομβαρδιζόταν πολύ συχνά. 

Θυμάμαι κάποια μέρα του Δεκεμβρίου μετά το βομβαρδισμό περιμέναμε με αγωνία. Οταν έληξε ο συναγερμός μεταξύ των τραυματιών έφθασε ένα στρατιώτης με βαριά δύσπνοια. Καθώς ήταν πεσμένος σ’ ένα όρυγμα, έσκασε κοντά του μια βόμβα, ο στρατιώτης δεν τραυματίστηκε, αλλά σκεπάστηκε με χώμα, εισέπνευσε σκόνη, και οι πνεύμονές του αχρηστεύτηκαν. Είχε μεγάλη δύσπνοια. Ο γιατρός μας δήλωσε: «Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». 

Σκέπτομαι τώρα, τι θα ήταν ο θάνατός του και η κηδεία του, χωρίς την παρουσία της αδελφής. Ευαισθησίες και συναισθηματισμοί θα μου πείτε, Κι όμως η γυναικεία παρουσία άλλαξε κάπως το πεζό σκηνικό της καθημερινής ζωής του πολέμου και η Νοσηλευτική μας ξέφυγε από τις βασικές αρχές της τυπικής εργασίας εν καιρώ ειρήνης. Εδώ δεν κάναμε απλώς το καθήκον μας, το κάναμε με ανάταση ψυχής.

 Εμεινα κοντά του. Πάλευε να αναπνεύσει. Μου έσφιγγε δυνατά το χέρι μου. Του σκούπιζα τα δάκρυα της απελπισίας που κυλούσαν από τα μάτια του. Με κοίταζε κατάματα. Πόσα μάτια μου έδωσαν το τελευταίο αποχαιρετισμό της ζωής τους, πριν κλείσουν για πάντα; Στιγμές ανθρώπινες, ιερές, ξεχωριστές. Ο άδικος θάνατος μας συνετάραξε.

Την επομένη ορίστηκε η ώρα της κηδείας. Η τιμητική συνοδεία των φαντάρων ετοιμάστηκε. Ετοιμάστηκα και εγώ. Εριξα την μπέρτα πάνω μου. «Πού πάτε με αυτόν τον καιρό προϊσταμένη; Η θερμοκρασία είναι υπό το μηδέν. Κοιμηθείτε μια ώρα, θα ξενυχτήσουμε το βράδυ» είπε ο διευθυντής. «Δεν πειράζει» είπα, «πρέπει να πάω με τα παιδιά». Στα αυτιά μου αντηχούσε η κραυγή της μάνας «τα παιδιά μας σαν τα μάτια σου». Στο δρόμο σαν περνούσαμε, αριστερά, δεξιά, άνοιγαν οι πόρτες έβγαιναν γυναίκες, έκαναν το σταυρό τους, έκλαιγαν. «Ελάτε μαζί μας» έλεγα, «μην πάει το παλικάρι μας μόνο του», ήλθαν αρκετές. Χιόνιζε, περπατήσαμε όλοι μαζί, όσο γρήγορα μπορούσαμε από φόβο μη μας πετύχει κανένας βομβαρδισμός. Περπατήσαμε βήμα, βήμα στο απάτητο χιόνι, μαζί μας περπάτησε και η πικραμένη μας ψυχή. Πυκνό πυκνό το χιόνι έπεφτε και ακουμπούσε απαλά απαλά σα χάδι μητρικό, πάνω στο φέρετρο. Ρίξαμε λίγο χώμα, κάναμε το σταυρό μας, σκουπίσαμε τα δάκρυά μας, τελειώσαμε. Δίπλωσα την παγωμένη και κοκκαλιασμένη σημαία που σκέπασε, που τίμησε το παλικάρι μας.

Αυτή την κηδεία την κάναμε όπως έπρεπε. Η άλλη, Θεέ μου πως θα γίνει η δεύτερη κηδεία; Τίναξα το κεφάλι μου αριστερά, δεξιά, έπεφτε το  χιόνι από την κουκούλα της μπέρτας μου. Μα αυτή η φοβερή σκέψη, ατίθαση εκεί, παρέμεινε, μου έσφιγγε την ψυχή.

Σε λίγες ημέρες, σκεφτόμουν, το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης θα ανακοινώσει το θάνατό του, ο ταχυδρόμος θα χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού του και τότε ο πρώτος που θα τον αντικρύσει θα ξεφωνίσει από χαρά,  χαρά που την περιμένουν κάθε μέρα. «Τρέξτε ο ταχυδρόμος, γράμμα από το Νίκο μας»,  ; Αχ μετά ο θρήνος, ο σπαραγμός της οικογένειας,και μετάμια δεύτερη κηδεία.

Γυρίσαμε στο Νοσοκομείο, έκατσα να ξαποστάσω για λίγο. Δόξα τω Θεώ που μπόρεσα να πάω. Τι ανακούφιση. Τι αξία θα ‘χε για μένα μιας ώρας ύπνος, εμπρός σε αυτό το τόσο ιερό καθήκον. Πολλές ημέρες δεν είχαμε χρόνο για ύπνο. Η εργασία μας σχεδόν όλο το 24ωρο. Θυμάμαι κάποια μέρα πέρασε ένα ανώτερο στρατιωτικό κλιμάκιο. Εφθασε στη Φλώρινα βράδυ. Ο Στρατηγός μάς χαιρέτησε, κοιμήθηκε στο Νοσοκομείο και το πρωί πριν ξεκινήσει για την Α’ γραμμή του μετώπου πέρασε, μας καλημέρησε, μας βρήκε στην ίδια θέση να εργαζόμαστε. Απόρησε. «Ακόμη εδώ;». Εκτός τούτου, ο ύπνος ήταν για μας χαμένη ζωή. Διότι η ζωή μας με τριόταν από λεπτό σε λεπτό, από ώρα σε ώρα. Και αυτό δεν είναι υπερβολή. Για λίγα λεπτά σκοτώθηκε η Αδελφή Καλογρίδου στα Γιάννενα. Οταν οι Γερμανοί προχωρούσαν προς την Ελλάδα είχε αρχίσει η οπισθοχώρηση. Τα φορτηγά αυτοκίνητα απομάκρυναν τις αδελφές. Είχε φύγει το πρώτο αυτοκίνητο φορτωμένο. Ηλθε το δεύτερο αλλά μαζί και ο θάνατος. Η αδελφή Καλογρίδου μπαίνει τελευταία, στριμώχνεται, κάθεται στο πάτωμα. Τότε κάποιος της λέει «Δε βλέπεις ότι δε χωράς, κατέβα, πηγαίνεις με το άλλο». Κατέβηκε.

Σε λίγη ώρα έγινε σφοδρός βομβαρδισμός. Τα γερμανικά στούκας πετούσαν πολύ χαμηλά, οι βόμβες έπεσαν πάνω στο μεγάλο Ερυθρό Σταυρό της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων που είχε μετατραπεί σε Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Το χειρουργείο λειτουργούσε εκείνη την ώρα. Σκοτώθηκαν πολλοί, μαζί τους και η αδελφή Καλογρίδου. Πολλοί δεν πρόλαβαν να βγουν έξω από το Νοσοκομείο, να φυλαχθούν στα ορύγματα που ήταν πιο ασφαλή ή δεν τόλμησαν. Είναι φοβερό να είσαι στο ύπαιθρο, να βλέπεις τα αεροπλάνα πάνω σου και να ακούς βόμβες να πέφτουν. Την άλλη μέρα είμαστε στο Νεκροταφείο. Ο αρχίατρος αποχαιρετά τους ηρωικούς νεκρούς και πάλι βομβαρδισμός. Βγήκαμε από την εκκλησία, σκορπιστήκαμε, όσοι πρόλαβαν μπήκαν στους νεοσκαμένους τάφους. Είναι η ώρα που αποχαιρετάς τη ζωή. Ο ανθυπίατρος Τουρτόγλου μου φωνάζει από έναν τάφο. «Προϊσταμένη έχω γράμμα στην τσέπη μου, δώστο στη μάνα μου». Ευτυχώς δε σκο- τώθηκε. Είναι η ώρα που αποχαιρετάς τη ζωή. Την αποχαιρετάς όμως παληκαρίσια. Δεν την κλαις τη ζωή, όπως την κλαις, όταν σου φέρει το μήνυμα του θανάτου η αρρώστεια.

Η περίθαλψη του τραυματία. Πίνακας της εποχής του ’40, της ζωγράφου Παπαδημάκη-Ανάφου. (Από τη συλλογή της κ. Ζωής Τσουκαλά-Κακαρούκα)

Στον πόλεμο, ο θάνατος περνά σαν αστραπή. Και έχεις συμφιλιωθεί με αυτόν, υπηρετείς, είσαι έτοιμος, κάθε στιγμή τον περιμένεις και ξέρεις ότι δε θα φύγεις από τη ζωή, σαν κακομοίρης κοινός θνητός, με πόνο και καημό, αλλά, όπως έγραφε η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ, θα περπατήσεις προς το θάνατο ηρωικά με μάτια ανοικτά. Και οι δικοί σου, μαζί με τη θλίψη για το θάνατό σου, θα ‘χουν και την περηφάνεια πως δε χάθηκες έτσι απλά, αλλά χάθηκες για την Πατρίδα, την Ελλάδα.

Και ο γιατρός στη Φλώρινα μετρούσε τη ζωή του από ώρα σε ώρα, όταν κάποια μέρα του έκαμα παρατήρηση για κάτι νεανικές αταξίες. «Μα και εσείς γιατρέ, τόσο σοβαρός και αξιοπρεπής». «Ναι, Προϊσταμένη και εγώ σε μια ώρα μπορεί να σκοτωθώ και να μην ζω».

Το καμπανάκι του νοσοκομείου κτύπησε δυνατά. Το πρώτο αυτοκίνητο με τραυματίες έφτασε, ήταν σούρουπο. Θα έρχονται όλη νύχτα, για να μην δίνουν στόχο στους βομβαρδισμούς. Τα φώτα των αυτοκινήτων σβηστά. Η κατάσταση των τραυματιών στα χέρια μου, για απόψε, 500 τραυματίες. Οι τραυματίες μεταφέρονταν κατ’ ευθείαν από το μέτωπο ή από τα ορεινά χειρουργεία. Η Φλώρινα το πρώτο Ελληνικό έδαφος. Τα περισσότερα πόδια με κρυοπαγήματα ήσαν δεμένα με επιδέσμους,

Οι νοσοκόμοι τους μετέφεραν πάνω στην πλάτη τους, από το αυτοκίνητο που ήταν στο δρόμο έως την είσοδο και την αίθουσα παραλαβής. Οι βαριά τραυματίες μεταφέρονταν με τα φορτία. Τα κρυοπαγήματα χωρίς νεκρωμένα δάκτυλα πλένονταν με αποστειρωμένη σαπουνάδα, μετά επάλειψη με ιώδιο, αφαίμαξη με ένα ξυραφάκι με τομές πάνω στο οίδημα, αντιτετανικός ορός, ρούχα καθαρά, ξηρά τροφή, κουραμάνα, ελιές-τυρί-ρέγγα και μπόλικα χαμόγελα από τις αδελφές, και μετά μακάριος ύπνος, όσοι είχαν έλθει με τα πρώτα αυτοκίνητα.

Αυτή την εποχή δεν υπήρχε τίποτε μιας χρήσεως. Τις σύριγγες τις βράζαμε στα κατσαρόλια, τους επιδέσμους τους βράζαμε με σαπούνι και οξυζενέ να καθαρίσουν και τα εσώρουχα που ήταν γεμάτα ψείρες έβραζαν σε ένα μεγάλο καζάνι.

Το περιβόητο DDT το οποίο μας έστελναν για τις ψείρες δεν τις σκότωνε, έκαμα και εγώ το πείραμα. Εβαλα σε ένα φιαλίδιο από κινίνο ψείρες, το γέμισα DDT, το έκλεισα και μετά από πολλές ώρες όταν το άνοιξα περπατούσαν ζωηρά. Οι ασυνείδητοι το είχαν νοθεύσει με ταλκ. Τα κρεβάτια ήταν λίγα και μόνο για τους βαριά τραυματίες. Οι υπόλοιποι περνούσαν το βράδυ καθισμένοι στο πάτωμα, στο διάδρομο, αριστερά, δεξιά πάνω στην κουβέρτα τους με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Το πρωί μεταφέρονταν στο τρένο και στα μετόπισθεν.

Τα βαριά κρυοπαγήματα στο χειρουργείο, και στο νοσοκομείο για λίγες ημέρες.

Μόλις προλαβαίναμε να κάνουμε γενική καθαριότητα και να ετοιμάσουμε για τη νέα παραλαβή, Από αυτό το διάδρομο η αδελφή πέρασε αγγελικά ντυμένη το χάραμα των Χριστουγέννων,

Νυξ ιερά σιωπηλή. «Χριστός γεννάται» ψάλλει η αδελφή, τα μάτια τους ανοίγουν μα κλείνουν ξανά, όνειρο θα ‘ναι βρε παιδιά.

Δεν είναι λίγο, ύστερα από τις φοβερές μάχες του πολέμου, να δεις, και να ακούσεις ένα ζωντανό άγγελο. Η αδελφή προχωρεί, ψάλλει, το κεράκι στο χέρι της σκορπίζει το φως στα πρόσωπα των τραυματιών. Ξυπνούνε τό- τε στη στιγμή, δακρύζουν, κλαίνε όλοι μαζί. Και οι αιχμάλωτοι Ιταλοί υψώ98 νουνε τα χέρια σε δέηση σε προσευχή και ψιθυρίζουν: «Ω Μαντόνα».

Σκεφτήκαμε πολύ αν έπρεπε να διαταράξουμε αυτόν τον πρώτο τους ύπνο που τόσο είχανε ονειρευτεί, αλλά το πρωί πριν φύγουν μας είπαν όλοι: «Τι ήταν αυτό αδελφή, αυτά τα Χριστούγεννα θα ‘ναι για μας αξέχαστα. Σας ευχαριστούμε πολύ». «Ναι και για μας παιδιά», είπα.

 «Από που είσαι παληκάρι μου» ρώταγα τον τραυματία, να τον απασχολήσω, να ξεχάσει τον πόνο, όταν έβγαζα σιγά σιγά την παγωμένη αρβύλα, και προσπαθούσα να ξεκολλήσω τα νεκρά δάκτυλα του ποδιού του. «Από το Λιανοκλάδι μάνα μου» απαντούσε. Δεν έμοιαζα για μάνα, ήμουν 24 χρόνων, με ολόξανθα μαλλιά, αλλά τα φανταράκια μας με ήθελαν με αυτή λέξη «μάνα» να δώσουν στην αδελφή τη μεγαλύτερη τιμή και σεβασμό. Κι άκουγες: «μάνα μου λίγο νερό», «μάνα μου πονώ», «μάνα μου σε ευχαριστώ».

Από το Λιανοκλάδι και απ’ όλη την βασανισμένη και ηρωική Ελλάδα μας πέρασαν, πέρασαν, έφυγαν μα θα τους θυμάμαι πάντα. Αυτές οι αναμνήσεις είναι για μένα σωστή δροσοσταλιά στη γεροντική μαραμένη μου ψυχή.


  • Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων 29 (Παράρτημα)(1995) 23-26.
  • Ανακοινώθηκε στην ημερίδα «Η Ελληνική Ιατρική στους αγώνες της δεκαετίας του ’40» (Αθήνα, 401 Στρ. Νοσοκ., 17.12.1994).93
  • Δημοσιεύθηκε από την Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας στον Ε’ Τόμο, σελ 92  της έκδοσης με τίτλο “ Η ΙΑΤΡΙΚΗ στη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία” 
  • Επιμέλεια Ανάρτησης ΕΕΥΕΔ : Τασιόπουλος Αργύρης

Filed Under: ΑΡΘΡΑ, ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ, ΓΕΝΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ Tagged With: 1940, 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940, ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΔΕΛΦΗΣ, ΕΕΥΕΔ, ΚΑΡΑΚΟΥΚΑ, ΤΣΟΥΚΑΛΑ

ΛΗΘΗΣ ΑΝΤΙΔΟΤΟΝ – ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ

3 ΣΧΟΛΙA

ΕΕΥΕΔ, 20 Σεπ. 2022

“Στον χώρο μας υπάρχουν ή υπήρξαν Συνάδελφοι που το όνομά τους ξεχωρίζει, μόνο που πολλές φορές η εκτίμηση αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ένας Συνάδελφος που πραγματικά ξεχώρισε και άξιζε ήταν ο Γρηγόρης Σκαμπαρδώνης”.

Δανείστηκα την δήλωση αυτή από μία συνομιλία μου με τον Συνάδελφο Κων/νο Κυριακόπουλο ο οποίος και μου έστειλε το Βιβλίο του Σκαμπαρδώνη “ΛΗΘΗΣ ΑΝΤΙΔΟΤΟ”, (Εκδόσεις ΟΡΟΠΕΔΙΟ, ΚΠ 8121-0008 2016, 320 σελ.), με την προτροπή να το φέρουμε σε ηλεκτρονική μορφή ώστε να είναι προσβάσιμο όχι μόνο από όλους τους Συναδέλφους αλλά και ευρύτερα από τους αναγνώστες της Ιστοσελίδας μας. Το βιβλίο είναι “εξαντλημένο στον εκδότη”  και αποτελεί μια συρραφή βιωματικών ιστοριών του. Είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι στην ζωή του, όπου μας δίνεται η ευκαιρία να πορευτούμε νοερά μαζί του και να τον γνωρίσουμε. Δείτε – κατεβάστε το στην Ηλεκτρονική μας Βιβλιοθήκη (Διάφορα).

Το Βιβλίο αποκτά ιδιαίτερη αξία δίοτι γράφηκε όταν ο Σκαμπαρδώνης έδινε την τελευταία μάχη της ζωής του, παλεύοντας επί επτά χρόνια, από το 2013, με οξεία λευχαιμία. Aπεβίωσε στις 12 Οκτωβρίου 2020. Θα αναφερθώ μόνο στον επίλογο του Βιβλίου του όπου μας γράφει :

“Ειλικρινώς δεν θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου “επιτυχημένο”. Υπήρξα υπέρμετρα – θα έλεγα σκανδαλωδώς – ευνοημένος από συγκυρίες, ή από άνωθεν εύνοια, και ίσως έτσι έδωσα στούς γύρω μου την εντύπωση κάποιας “αξίας”, την ύπαρξη και το μέγεθος της οποίας ειλικρινά αγνοώ. Λάθη, αστοχίες, αποτυχίες, υπήρξαν ουκ ολίγες, θα μπορούσα σε αρκετά ζητήματα να ήμουν πιο σώφρων και συνετός, πιό έντιμος με τον εαυτό μου και με τους άλλους, σε άλλα ζητήματα πιο επίμονος κι αποτελεσματικός. Αν για κάτι θα μπορούσα να πιστώσω θετικά τον εαυτό μου, είναι ότι προσπάθησα να μην βλάψω. Δεν ξέρω όμως πόσο και όσους είχαν κάποια σχέση μαζί μου. Πόση συγκατάβαση και ανεκτικότητα έδειξα στις αδυναμίες και στα λάθη τους, πόσο φρόντισα να τα προλάβω, πόση αγάπη τους έδωσα. Ζητώ την κατανόηση και τη συγχώρεσή τους.”


Δεν θεωρώ το άρθρο αυτό “Παρουσίαση Βιβλίου”, δεν χρειάζεται διότι είναι πλέον προσβάσιμο από όλους στην Ηλεκτρονική μας Βιβλιοθήκη. Είναι μια αναφορά, με σεβασμό, σε ένα εκλεκτό Συνάδελφο που έβαλε το λιθαράκι του στην δόμηση της “Μηθικής Πραγματικότητας“. Θα αφήσω δύο οικεία πρόσωπα σε αυτόν, την κόρη του Λίνα Σκαμπαρδώνη και τον Συμμαθητή του Γιώργο Ψημένο να μας μιλήσουν.


“ΛΗΘΗΣ ΑΝΤΙΔΟΤΟΝ” Για τον πατέρα μου Γρηγόριο Σκαμπαρδώνη

Λίνα Σκαμπαρδώνη

Από το Περιοδικό Ιστορίας της Ελληνικής Ιατρικής “δέλτος”

Τεύχος 48 Δεκ. 2020

Κάθομαι στην πολυθρόνα σου, ανάβω το φως στο γραφείο σου κι εκεί είναι η ήρεμη γωνιά μου. Όλα τριγύρω μου δικά σου. Βιβλία, χαρτιά, σημειώσεις, ο υπολογιστής…

Κάπου μες τα συρτάρια, ένας φάκελος τραβάει την προσοχή μου: “Σκόρπια φύλλα γράφει απ’ έξω. Τον ανοίγω, τα “λιμερίκια” σου, έτσι τα έλεγες. Ιστορίες της ζωής σου, γραμμένες κάποια χαράματα που ξύπναγες κι αναπολούσες.

Φυλλομετρώ, διαβάζω, πιάνω τη μυρωδιά σου στον αέρα, χάνομαι στις μνήμες…

Ο πατέρας μου

Γεννήθηκε στις 10.12.1935 στη Λάρισα. Οι γονείς του άνθρωποι απλοί, μορφωμένοι, θεοσεβούμενοι, μεγάλωσαν τα τέσσερα παιδιά τους με αγάπη, αρχές, ήθος, αλλά και βαθειά πίστη στο Θεό.

Μνήμες από τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, των δυσκολιών και της μεγάλης πείνας που έζησε σαν παιδάκι, ήταν πάντα μέσα στο μυαλό του. Θυμάμαι να μας διηγείται τα μαγειρικά τεχνάσματα της γιαγιάς Σταυρούλας, που κατάφερνε με μια χούφτα χαλασμένα όσπρια, λίγα βρασμένα χόρτα κι ένα κομμάτι καλαμποκόψωμο, να ημερέψει την πείνα στα παιδικά στομαχάκια τους.

Δε λείπει ποτέ από την βεράντα μου ένα γλαστράκι με την αγαπημένη του αρμπαρόριζα! Το έβαζε η γιαγιά στο βαζάκι με το γλυκό κουταλιού (όταν υπήρχε), και μούλιαζε στο σιροπάκι. Κι ύστερα του το έδινε αντί για γλειφιτζούρι, μικρή γλυκειά παρηγοριά…

Τελείωσε το Α’ Γυμνάσιο Αρρένων Λαρίσης και αποφοίτησε αριστούχος στην Ιατρική Σχολή Αθηνών. Εκεί γνωρίστηκε και με τον Γεώργο Ψημμένο, αδελφό της μητέρας μου, φίλο ζωής όπως τον αποκαλούσε. Με την μητέρα μου έκαναν μιά πολύ αγαπημένη οικογένεια. Απέκτησαν τρία παιδιά, τον Γιάννη, εμένα και τον μικρότερο τον Στέφανο, που γεννήθηκε στην Αμερική κατά τη διάρκεια της τριετούς μετεκπαίδευσης του πατέρα μου.

Άσκησε την ιατρική σε όλη του την ζωή με απαράμιλλο σεβασμό. Δεν ήταν η δουλειά του, γι’ αυτόν ήταν λειτούργημα.

Είναι τόσες οι ιστορίες από την εμπειρία του στα νοσοκομεία, πάντα δίπλα στους ασθενείς του, κοντά τους, ζεστός, ανθρώπινος, ήρεμος, προσιτός, φιλικός.Η κληρονομιά που μας άφησε σε μας τα παιδιά του και στην μητέρα μας, είναι ο σεβασμός και η εκτίμηση που έχουν τα λόγια αυτών που τον γνώρισαν και τον θυμούνται.

Η Δέλτος

Το περιοδικό ήταν ένα σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή του, και το μεγάλο καμάρι του. Επιδίωκε την τελειότητα όσον αφορούσε την ύλη του. Είχαμε συνεργαστεί για λίγο στο ξεκίνημα της “Δέλτου”, σχεδιάσαμε μαζί το λογότυπο και κάναμε ένα αρχικό “στήσιμο” των σελίδων. Του γκρίνιαζα για την χρήση του πολυτονικού, γέλαγε, και μου έλεγε “μα αυτά είναι τα σωστά Ελληνικά”.

Θυμάμαι την αγωνία του όποτε ερχόταν το καινούριο τεύχος. Το μελετούσε, σελίδα-σελίδα, λέξη-λέξη. Κι ύστερα όλο χαρά μου το έδειχνε: “Έλα να το δεις! Σου αρέσει το εξώφυλλο; Πώς σου φαίνεται το τεύχος;” ρωτούσε πάντα τη γνώμη μου.

Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος με πολύ βαθειά πίστη, που τον βοήθησε σε όλη του τη ζωή. Σκοπός του πάντα ήταν πως να βοηθήσει όποιον είχε ανάγκη. Σημαντικό κομμάτι της ζωής του, ήταν και η συνεισφορά του για φιλανθρωπικά έργα στο Καμερούν. Σε συνεργασία με την Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία, του ανατέθηκε ο τομέας της εξωτερικής ιεραποστολής. Πρότεινε την υποστήριξη του έργου της Ιεράς Μητρόπολης Καμερούν, και την συλλογή χρημάτων για την ανέγερση ναού αλλά και σχολείου, καθώς και διάνοιξη πηγαδιών για πόσιμο νερό, έργα που πραγματοποιήθηκαν λίγα χρόνια μετά.

Το 2011, σε συνεργασία με την Ιερά Μητρόπολη Ειρηνουπόλεως (Dar el Salaam), μαζί με τρεις ακόμα γιατρούς επισκέφτηκαν την Τανζανία και προσέφεραν ιατρική βοήθεια σε ασθενείς της κεντρικής περιοχής της χώρας, για τρεις εβδομάδες. Απίστευτος φόρτος εργασίας, εξέταζαν περί τα 100 άτομα ημερησίως. Μοναδική όμως εμπειρία. Οταν επέστρεψε από την Αφρική, τον ρώτησα πώς του φάνηκε το ταξίδι και η εμπειρία. Το σκέφτηκε λιγο, με κοίταξε και μου είπε “Πώς μπορώ να βρώ λόγια για να περιγράψω αυτό που έζησα;”

Η αρρώστια

Το 2013 ξεκίνησε ο αγώνας του με τη λευχαιμία. Αμέτρητες οι θεραπείες, εφτά χρόνια εισαγωγές σε νοσοκομεία, παροχή αίματος, αιμοπετάλια, οι τιμές του να κατρακυλάνε σε απίστευτα χαμηλά επίπεδα. Ο οργανισμός του εξασθενημένος κι ευαίσθητος σε κάθε μικρόβιο. Κι όμως ακόμα και στα δύσκολα, έβρισκε χαρά με ένα τραγούδι που μπορεί να θυμότανε, με ένα πιάτο ζεστό σπιτικό φαγητό, με ένα ωραίο όνειρο που είχε δει. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μιά μέρα στο νοσοκομείο την ώρα που ήρθαν να του χορηγήσουν αίμα, μου είπε: “Τώρα γιατί μου το δίνουν αυτό σε μένα, γέρο άνθρωπο; Τόσος νέος κόσμος έχει ανάγκη…” Και μονολογούσε: “Δόξα τω Θεώ που τα κατάφερα μέχρις εδώ, μόνο ευχαριστίες ωφείλώ”.

Ελεγε λοιπόν ο πατέρας μου κάνοντας μια αυτοκριτική:

“Ειλικρινώς δεν θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου “επιτυχημένο”. Υπήρξα υπέρμετρα – θα έλεγα σκανδαλωδώς – ευνοημένος από συγκυρίες, ή από άνωθεν εύνοια, και ίσως έτσι έδωσα στούς γύρω μου την εντύπωση κάποιας “αξίας”, την ύπαρξη και το μέγεθος της οποίας ειλικρινά αγνοώ. Λάθη, αστοχίες, αποτυχίες, υπήρξαν ουκ ολίγες, θα μπορούσα σε αρκετά ζητήματα να ήμουν πιο σώφρων και συνετός, πιό έντιμος με τον εαυτό μου και με τους άλλους, σε άλλα ζητήματα πιο επίμονος κι αποτελεσματικός. Αν για κάτι θα μπορούσα να πιστώσω θετικά τον εαυτό μου, είναι ότι προσπάθησα να μην βλάψω. Δεν ξέρω όμως πόσο και όσους είχαν κάποια σχέση μαζί μου. Πόση συγκατάβαση και ανεκτικότητα έδειξα στις αδυναμίες και στα λάθη τους, πόσο φρόντισα να τα προλάβω, πόση αγάπη τους έδωσα. Ζητώ την κατανόηση και τη συγχώρεσή τους.


ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ 

Γεώργιος Ψημένος

Από ανάρτηση της ΕΕΥΕΔ του 2020 εδώ

Η τάξη του ’59 της Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής αποχαιρετούμε σήμερα τον αγαπητό συμμαθητή μας και αρχηγό της τάξεως, υποστράτηγο Γρηγόρη Σκαμπαρδώνη.

Ο Γρηγόρης γεννήθηκε στη Λάρισσα το 1935. Άριστος μαθητής στο 1ο Γυμνάσιο Αρρένων Λαρίσης, επρώτευσε στις εξετάσεις για υποτροφία δύο ετών και παρακολούθησε τα μαθήματα των δύο τελευταίων τάξεων του Γυμνασίου στο Αμερικανικό Κολλέγιο Αθηνών απ’ όπου απεφοίτησε με άριστα.

Τον Οκτώβριο του 1953 εισήχθη πέμπτος στη σειρά επιτυχίας από τους 50 εισαχθέντες στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή.

Η συντροφική, κοινοβιακή, ομαδική ζωή των έξι ετών στη Σχολή υπό συνθήκες στρατιωτικής πειθαρχίας και ταυτόχρονης φοίτησης στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μας μεταμόρφωσαν από ανώριμους εφήβους σε ώριμους άνδρες αξιωματικούς/επιστήμονες, διαμόρφωσαν το χαρακτήρα μας, έδωσαν στον καθένα μας την ιδιαίτερη ταυτότητά του και σφυρηλάτησαν δεσμούς φιλίας που μας συνόδευσαν σε όλη μας τη ζωή.

Ο Γρηγόρης ήταν πάντα στην ηγετική ομάδα της τάξεως, αναγνωρισμένος από όλους μας για την αριστεία του στο Πανεπιστήμιο (περνούσε όλα τα μαθήματα την πρώτη εξεταστική περίοδο), το ήθος του, τη σεμνότητα, την αντοχή του στην καταπόνηση, την πολυμάθειά του, την φιλική διάθεσή του προς όλους, την ηρεμία του και την αυτοπεποίθησή του, που πήγαζε από την άδολη παιδική πίστη και θρησκευτικότητά του, τις οποίες είχε διατηρήσει ανέπαφες από την επίδραση του κόσμου της επιστήμης και της γνώσεως. Οι αρετές αυτές τον συνόδευαν και τον κοσμούσαν σε όλη τη ζωή του «άχρι θανάτου». 

Σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός στο Υγειονομικό Σώμα του Στρατού Ξηράς, με κορύφωση της σταδιοδρομίας του τη θέση του Προέδρου της Ανωτάτης του Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής, απεστρατεύθη εξαντλήσας την ιεραρχία, με τον βαθμό του υποστρατήγου το 1989.

Διέπρεψε στη σταδιοδρομία του ως γιατρός, επέλεξε τη δύσκολη και απαιτητική ειδικότητα της καρδιολογίας, την οποία άσκησε με επιτυχία τόσο ως νοσοκομειακός γιατρός σε στρατιωτικά νοσοκομεία και στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα Ταμείου Στρατού σε όλες τις βαθμίδες από βοηθός επιμελητής έως διευθυντής κλινικής, όσο και ως απλός οικογενειακός γιατρός στην πρωτοβάθμια περίθαλψη στο ιδιωτικό ιατρείο του. Χαιρόταν σχεδόν καθημερινά την απλή χαρά και ικανοποίηση που προσφέρει η άσκηση της ιατρικής, τη χαρά να ανακουφίζεις τον πόνο του αρρώστου, μερικές φορές να απαλύνεις την αγωνία του απ’ την ανίατη νόσο και το επικείμενο τέλος.

Με δυό λόγια απολάμβανε τη χαρά του Καλού Σαμαρείτη. Την ειδικότητά του τη συμπλήρωσε με τριετή μετεκπαίδευση στις ΗΠΑ στο αιμοδυναμικό εργαστήριο του Νοσοκομείου HANEMAN.

Για να καταπιάνεσαι καθημερινά με τον ανθρώπινο πόνο και τη δυστυχία που φέρνει η σοβαρή καρδιοπάθεια και ο κίνδυνος θανάτου, που τη συνοδεύει, πρέπει από κάπου να παίρνεις δύναμη και κουράγιο,

Ο Γρηγόρης έπαιρνε δύναμη από την πίστη του και την συμμετοχή του στην εκκλησιαστική ζωή, που είχε φθάσει ως τη συμμετοχή του στην εξωτερική Ιεραποστολή της Εκκλησίας στην Τανζανία και στο Καμερούν.

Έπαιρνε δύναμη από τη διαρκή ενημέρωσή στις εξελίξεις της καρδιολογίας από τα ιατρικά περιοδικά και συγγράμματα κι από τη συμμετοχή του στα ετήσια ελληνικά και διεθνή καρδιολογικά συνέδρια.

Τέλος έπαιρνε δύναμη από την ήρεμη οικογενεική ζωή του, τη γυναίκα του Ρούλα και τα τρία παιδιά τους, Γιάννη, Λίνα, Στέφανο και αργότερα τα εγγόνια τους Γρηγόρη, Μαριάλις και Αλέξη.

Χαρά και δύναμη του έδιναν και μερικές κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, όπως η συμμετοχή του στη συντακτική ομάδα του περιοδικού Ιατρική Επιθεώρηση των Ενόπλων Δυνάμεων, η συμμετοχή του ως εταίρου στις δραστηριότητες της Εταιρείας Φίλων του Λαού και του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας, η συμμετοχή του ως προέδρου στην Ένωση Επιστημόνων Χολαργού-Παπάγου και στις εκδηλώσεις της, η ιδιότητά του ως Γενικού Γραμματέα της Εταιρείας Φίλων του Μουσείου Ελληνικής Ιατρικής και η επίπονη δραστηριότητά του, από το 1991, ως επιμελητού έκδοσης του περιοδικού Ιστορίας της Ελληνικής Ιατρικής «Δέλτος».

Μετά την αποστρατεία μας χαρά παίρναμε όλοι μας από τις ετήσιες συναντήσεις της τάξεως στην επέτειο της εισόδου μας στη Σχολή (18-10-1953) που οργάνωσε ο Γρηγόρης. Οι συναντήσεις με την πάροδο του χρόνου αραίωσαν και όταν φτάσαμε τα 85 και μείναμε στη ζωή οι μισοί, σταμάτησαν εντελώς. Τώρα, συναντιόμαστε στις κηδείες, καθώς ο ένας μετά τον άλλο αποφοιτά απ’ την επίγεια ζωή και μεθίσταται, ελπίζουμε, στην άλλη, την επουράνια, την αιώνια.

Όπως στις εξετάσεις του μαθήματος της Ειδικής Νοσολογίας τραβούσαμε κλήρο μέσα από κληρωτίδα με 100 νοσήματα και εξεταζόμασταν στο μάθημα που έγραφε το χαρτάκι-κλήρος, έτσι και στη ζωή τραβάμε κλήρο για το νόσημα που θα μας αποτελειώσει, άλλος έμφραγμα, άλλος εγκεφαλικό κι άλλος καρκίνο.

Ο Γρηγόρης τράβηξε το χειρότερο, το δυσκολότερο κλήρο: οξεία λευχαιμία. Πρόγνωση για την ηλικία του το πολύ έξι μήνες ζωή. Πάλαιψε με σθένος και καρτερικότητα, σαν άλλος Ιώβ, δέχθηκε όλες τις δοκιμασίες, με υπομονή και ελπίδα, χημειοθεραπείες, κρίσεις απλασίας-λευκοπενίες, απειλητικές λοιμώξεις, θρομβοπενίες-μεταγγίσεις, πολυάριθμες νοσηλείες στην αρχή στο ΝΙΜΙΤΣ τον τελευταίο χρόνο στο Νοσοκομείο Αεροπορίας. Οι έξη μήνες, το πολύ επιβίωσης, έγιναν 7 χρόνια, εφτά χρόνια δοκιμασίας με τη Ρούλα δίπλα του να τον στηρίζει και τη βαθιά του πίστη να τον παρηγορεί: «καν αποθάνω ζήσομαι».

Το απόγευμα της Κυριακής 11 Οκτωβρίου έμεινε ξαπλωμένος. Δεν ήθελε να σηκωθεί, ούτε ήθελε να φάει. Είπε στην Ρούλα «άσε με να κοιμηθώ». Κοιμήθηκε κατάκοπος από εφτά χρόνων ταλαιπωρία και δεν ξύπνησε ξανά. Πέθανε, «έκοιμήθη», την επομένη 12 Οκτωβρίου στις 4 το απόγευμα.

Τώρα Γρηγόρη θα γνωρίζεις την απάντηση στο ερώτημα που θέτεις στον πρόλογο του βιβλίου σου «Λήθης Αντίδοτο» θα περισωθεί κάτι απ’ την περιπέτεια της ύπαρξής μας;».

Κάτι μου λέει πως δεν θα χαθούν όλα. Πιστεύω πως ότι αγαπήσαμε θα μείνει στη μνήμη του Θεού. Αυτό απ’ όλα όσα κάναμε φαίνεται είναι το μόνο που δεν υπήρξε μάταιο. Κι αυτό είναι το μόνο που μπορεί να μας κάνει να ελπίζουμε στην Άλλη Μέρα. Τη Μέρα του Θεού την «αβασίλευτη».

Αιωνία σου η μνήμη!


ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ

Λ.ΒΑΖΑΙΟΣ
Ταξίαρχος ΥΙ ε.α.
Επ.Καθηγητής Ουρολογίας

Όταν χρειαστεί κάποιος να μιλήσει για την ζωή και ακόμη περισσότερο για την ιστορία του βίου φίλου ακριβού, συνήθως με κόπο τα καταφέρνει. Η συγκίνηση που προκαλεί η ανάμνηση του προσώπου και η υποκειμενική θέαση της ζωής του φίλου, δυσκολεύουν τα πράγματα. Δεν είναι όμως καθόλου δύσκολο να μιλήσει κάποιος για τον Γρηγόρη, εδώ βρίσκεται η διαφορά που σε ότι με αφορά έχω
συναντήσει ιδιαίτερα σπάνια. Δεν βρήκα στα πολλά χρόνια συνεργασίας και φιλίας μας τίποτε, ούτε μια στιγμή, ούτε ένα ψίχουλο λόγου αρνητικό. Ας μην μου καταλογισθεί υπερβολή, ούτε μεροληπτική
διάθεση, αυτή είναι η πραγματικότητα.
Ο Στρατιωτικός Γιατρός Γρηγόρης Σκαμπαρδώνης ήταν υποδειγματικός Αξιωματικός έχοντας τιμήσει όσο λίγοι από εμάς το πρώτο συνθετικό του τίτλου της ιδιότητας μας. Ο Καρδιολόγος Σκαμπαρδώνης είχε διανύσει με συνέπεια και επιτυχία τον δρόμο της επιστημονικής διαδρομής της εποχής του, στην Ελλάδα και την Αμερική. Ήταν από τους καλλίτερους κλινικούς και ο σεβασμός που εκδηλώνουνε οι «μαθητές» και συνεργάτες του δεν είναι συνηθισμένος. Δεν έμεινε όμως μόνο εκεί. Ανήσυχος και φιλομαθής δεν σταμάτησε να ακολουθεί όποιο δρόμο η και μονοπάτι ακόμη ενδιαφέρουσας δραστηριότητας πνευματικής και πολιτισμικής του ανοιγόταν. Μάθαινε Ισπανικά και δεν σταματούσε να ψάχνεται με τα Γαλλικά και τα Γερμανικά εκτός βέβαια από τα Αγγλικά που δεν είχαν κρατήσει
μυστικά στη σχέση μαζί του!
Την δεκαετία του 1980 με τον Γρηγόρη και μικρή αρχικά ομάδα φίλων και συναδέλφων ξεκινήσαμε την πλοήγηση στην περιπέτεια του Μουσείου της Ελληνικής Ιατρικής. Με συνταξιδιώτες αρχικά την Σοφία Κιάππε που είχε την πρώτη ιδέα, τον Αντώνη Κομνηνό, το Γιώργο Αντωνακόπουλο, τον Η.Χ.Παπαδητρακόπουλο, τον καθηγητή Πεντόγαλλο και ακόμη λίγους στην αρχή «εραστές της Ουτοπίας του Μουσείου», αρχίσαμε να λειτουργούμε. Ο Γρηγόρης Σκαμπαρδώνης κράτησε την νευραλγική θέση του Γραμματέα. Ήταν για 30 περίπου χρόνια η «ψυχή» του Συλλόγου και συγχρόνως της Δέλτου. Μαζί με τον Γ. Αντωνακόπουλο ήταν ο κινητήριος μοχλός του ιστορικού πλέον περιοδικού «Ιστορίας της Ιατρικής», που μέχρι σήμερα λειτουργεί με ποιότητα και επιστημονική συνέπεια.
Στο ΔΣ του Συλλόγου συνεργαστήκαμε άψογα, μοιραστήκαμε καλές στιγμές και ξεπεράσαμε δυσκολίες μερικές φορές τόσο μεγάλες που ακόμη απορούμε οι παλαιότεροι πως τα καταφέραμε! Το πρώτο Νοσοκομείο της νεώτερης Ελλάδας, το Α΄Στρατιωτικό Νοσοκομείο ήταν η πρώτη επιλογή για την οργάνωση του Μουσείου της Ελληνικής Ιατρικής. Το κτίριο που σχεδίασε και κατασκεύασε ο Βάϊλερ ήταν για την εποχή του η επιτομή της πρωτοπορείας. Ακόμη και σήμερα (μέχρι τουλάχιστον πριν 30 χρόνια), εντυπωσιάζει η κεντρική θέρμανση που χρησιμοποιεί την εκλυόμενη θερμότητα από τα μαγειρεία του υπογείου μοιράζοντας την με έξυπνο τρόπο σε όλο το κτίριο. Παρά τις επικλήσεις της Σοφίας Κιάππε, κατ’ευθείαν απογόνου του Τράϊμπερ και όλων μας στις διάφορες αρχές και εξουσίες, το κτίριο αποδόθηκε τελικά στο Μουσείο της Ακροπόλεως! Το Μουσείο της Ιατρικής παρά τις πολλές προσπάθειες όλων μας δεν βρήκε στέγη και ο Σύλλογος των Φίλων περιορίστηκε στην μελέτη, έρευνα και ανάδειξη θεμάτων της Ιστορίας της Ιατρικής. Ο Γρηγόρης Σκαμπαρδώνης ήταν πάντα παρών, ως σημείο αναφοράς κάθε προσπάθειας, ως κύριος συντονιστής όλων των δραστηριοτήτων του Συλλόγου και ως η ήρεμη δύναμη για την ζωή της Δέλτου. Δεν ησύχασε όμως! Το υστέρημα του
χρόνου του έπρεπε να το διαθέσει σε έργο προσφοράς. Εκεί τον βοήθησε το περίσσευμα της καρδιάς του. Από κοντά και η βαθιά Χριστιανική του Πίστη. Όσοι τον ζήσαμε από κοντά συμφωνούμε πως
ήταν από πολύ σπάνιο μέταλλο το δέσιμο του με την Χριστιανική Πίστη. Ήταν απίστευτη η χαρά του, η ικανοποίηση του όταν μας διηγείτο την ζωή του στις Ιεραποστολές της Αφρικής.
Η σχέση του με την αρρώστια που προέκυψε πριν λίγα χρόνια δεν είναι εύκολο να περιγραφεί. Ήξερε πολύ καλά ότι τον οδηγούσε σταθερά να αφήσει τον μάταιο κόσμο μας. Ήξερε ακόμη καλλίτερα πως τον περίμενε μεγάλη δοκιμασία, δεν είχε αυταπάτες ούτε ζήτησε θαυματουργές παρεμβάσεις του Θείου! Καρτερικά, ψύχραιμα με την αρχοντιά του παλιού καλού γιατρού εξάντλησε όλα τα χρονικά
περιθώρια ζωής που του άφηνε η αρρώστια και κατά την άποψη μουακόμη παραπάνω. Όλο αυτό το διάστημα μέχρι την τελευταία εβδομάδα ασχολιόταν με την Δέλτο και με όλες σχεδόν τις παράλληλες
δραστηριότητες του. Η Πανδημία με τους περιορισμούς που μας επέβαλε, περιόρισε την επαφή μας σε καθημερινή τηλεφωνική κουβέντα που εμένα τουλάχιστον λείπει πολύ τώρα που ο Γρηγόρης
δεν είναι μαζί μας. Η κατάληψη της εξουσίας από τον άθλιο ιό, δεν μας επέτρεψε να τον αποχαιρετίσουμε. Δεν έμεινε όμως μόνος. Η αγάπη και η θύμηση του μέσα στην οικογένεια του και η Μνήμη που δεν θα κάνει τσιγγουνιές σε καλές εικόνες του φίλου μας, είναι ό,τι σπουδαίο μένει
από τον Γρηγόρη Σκαμπαρδώνη τον «καλό και αγαθό» συνάδελφο και
φίλο.

  • Επιμέλεια Παρουσίασης
  • Τασιόπουλος Αργύρης
  • Υποστρατηγος ε.α
  • Γεν. Γραμματέας ΕΕΥΕΔ
  • pdf 1-55, pdf 56-95, pdf 96-158

Filed Under: ΑΡΘΡΑ, ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ, ΓΕΝΙΚΑ Tagged With: EEYED, ΔΕΛΤΟΣ, ΕΕΥΕΔ, ΛΗΘΗΣ ΑΝΤΙΔΟΤΟ, ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ, ΨΗΜΕΝΟΣ

Ακολουθειστε μας !

  • Email
  • Facebook
  • Twitter
  • YouTube

Προσφατα θεματα

ΑΡΧΕΙΟ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ

Ολες οι Αναρτήσεις μας υπό μορφή καταλόγου ανερξαρτήτως κατηγορίας και μορφής. . … Διαβάστε παρακάτω...

Τα βιντεο της Ε.Υ.Ε.Ε.Δ.

Διαφορα

  • Αρχείο Αναρτήσεων
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • Ε.Ε.Υ.Ε.Δ.
  • ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ
  • ΑΡΘΡΑ
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Δημοσιευσεις

  • ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
  • ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
  • ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ
  • ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ

Δικτυωση

  • Ε-Mail Ε.Ε.Υ.Ε.Δ.
  • Facebook
  • Twitter
  • YouTube

Τα Νεα μας

© Copyright 2014 Ε.Ε.Υ.Ε.Δ. · eeyed.gr · All Rights Reserved · Powered by artemons.com

 

Loading Comments...