2023, ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ

ΤΟ ΔΙΛΛΗΜΑ

ΤΟ ΔΙΛΛΗΜΑ

  • 2023.11.22
  • Κ. Σαραντίδης (Από το αρχείο της οικογένειας) 

Μετά την κατάταξη μας στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή το 1955, ήλθε και η πολυπόθητη ώρα της της ορκωμοσίας των πρωτοετών.

Οι γονείς έφτασαν συγκινημένοι και περήφανοι να καμαρώσουν εμάς, τα βλαστάρια τους. Είχαμε τόσες μέρες να επικοινωνήσουμε μαζί τους…Δεν είχα βιώσει ως τότε τέτοια εμπειρία…

Τα συναισθήματα μου ήταν ανάμεικτα. Από τη μια χαιρόμουν που θα ξαναέβλεπα τους γονείς και την αδερφή μου, από την άλλη όμως , έτρεμα την αντίδραση τους, αλλά ήμουν αποφασισμένος, Ήξερα πως θα τους στενοχωρούσα μ’ αυτά που θα τους έλεγα.

Το όνειρο μου ήταν να γίνω γιατρός. Τι χρειάζονταν όλα αυτά, που είχαμε περάσει την περίοδο της βασικής μας εκπαίδευσης; Τα καψόνια, η αυστηρότητα, οι εξαντλητικές ασκήσεις; Είχα καταλήξει ότι ήταν λάθος μου η επιλογή της ΣΙΣ. Κι έπειτα, έτσι θα ήταν η ζωή μου στο μέλλον; Α! Μπα! Θα έκανα μια σοβαρή συζήτηση μαζί τους και θα τους μιλούσα για όλους αυτούς τους προβληματισμούς μου…

Μετά το πέρας της τελετής είχαμε τον χρόνο να βρεθούμε με τους δικούς μας. Χάρηκα πολύ, που τους είδα ξανά. Χάθηκα στην αγκαλιά τους. Η μητέρα μου συγκινημένη μ’ έσφιξε πάνω της και με ρώτησε χαμηλόφωνα «Δεν τρως καλά; Αδυνάτισες!» Ο πατέρας μου ήθελε να μάθει, πώς μου φαίνονταν τα μαθήματα και ποιες ήταν οι εντυπώσεις μου από τη νέα μου ζωή. Όταν όμως με άκουσαν να τους λέω, ότι δεν άντεχα άλλο κι ότι είχα πάρει την απόφαση να εγκαταλείψω τη Σχολή, χλόμιασαν. Δεν το περίμεναν. Δεν ήξεραν πώς ν’ αντιδράσουν. «Παιδί μου, αλήθεια τώρα; Τι λες; Είναι δυνατόν;» άρχισε ο πατέρας μου. «Εσύ έκανες τόση προσπάθεια και θ’ απαρνηθείς τα όνειρα σου;» «Δεν ήξερα, πώς είναι τα πράγματα μέσα στη Σχολή, πατέρα! Δεν αντέχω άλλο!», του είπα.

«Κωστάκη, τι είναι αυτά που λες;», πήρε το λόγο η μητέρα μου. «Η γιαγιά σου η Ελισάβετ δεν έχει σταματήσει να κερνάει όλη τη γειτονιά και να καμαρώνει για σένα! Ο παππούς σου στο χωριό κι όλοι οι θείοι σου χάρηκαν τόσο για την επιτυχία σου! Όλοι μας μακαρίζουν! Τώρα τι θα τους πούμε; Ότι ο Κωστάκης κιότεψε; Ε; Ντροπή, παιδί μου! Κοίτα! Αν παρατήσεις τη Σχολή, να ξέρεις, εγώ θα πάω να πνιγώ!»! Πάγωσα! Δεν περίμενα ποτέ τέτοια αντίδραση από τη μητέρα μου! Μπα! Έτσι θα το είπε, για να με κάνει ν’ αλλάξω γνώμη…

Όταν τελείωσε το επισκεπτήριο , οι γονείς μου κίνησαν να φύγουν χωρίς να πουν λέξη, Με το κεφάλι σκυφτό και τους ώμους γερτούς. Ήταν μαζεμένοι. Φαίνονταν, σαν να είχαν γεράσει απότομα μέσα σε λίγη ώρα… Ένιωσα πολύ άσχημα…Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι, που λίγο πριν με είχαν κλείσει στην αγκαλιά τους με δάκρυα χαράς και χαμόγελα υπερηφάνειας κι ευτυχίας και που δεν χόρταιναν να με καμαρώνουν!

Τώρα, όμως, έφευγαν μαραμένοι…

Η συνάντηση μαζί τους μού άφησε μια πικρή γεύση,,, Στ’ αυτιά μου ηχούσαν τα λόγια της μητέρας μου. Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι… «Η γιαγιά σου κερνάει όλη τη γειτονιά,,, ο παππούς σου στο χωριό… οι γείτονες… οι συγγενείς…τώρα τι θα τους πούμε… αν φύγεις, θα πάω να πνιγώ…»

Όταν σήμανε το πρωί το εγερτήριο, σηκώθηκα με δυνατό πονοκέφαλο. Δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Το ανέφερα στον θαλαμάρχη, παραδόξως δεν άρχισε το καψόνι για να με “συνεφέρει”, μάλλον φαινόμουν όντως άρρωστος, πήρα το θάρρος και ζήτησα ένα παυσίπονο. Ο θαλαμάρχης μου πρότεινε να πάω στο αναρρωτήριο, αλλά αρνήθηκα. Δεν ήθελα οι συμμαθητές μου να νομίσουν, πως στενοχωρήθηκα, που είδα ξανά τους γονείς μου κι επιθύμησα το σπίτι μου και να με πάρουν «στο ψιλό».

Εξάλλου, μετά την ολονύκτια ξαγρύπνια είχα καταλήξει, πως δεν μπορούσα να δώσω τέτοια στενοχώρια στους γονείς, μου ύστερα από τις τόσες θυσίες, που είχαν κάνει για χάρη μου… Μου περνούσε βέβαια από το μυαλό, ότι ίσως η μητέρα μου δεν το εννοούσε αυτό πού είπε. Ήξερα πόσο με αγαπούσε και δεν θα μου έβαζε ποτέ τέτοιο δίλημμα. Αλλά αν… όχι, όχι, δεν μπορούσα να το διακινδυνεύσω! Ούτε ν’ απογοητεύσω όσους πίστευαν σε μένα…

Ξανάφερα στο μυαλό μου τον πατέρα μου στον αργαλειό και τις κρίσεις άσθματος, που τον έπιαναν κάθε τόσο, … τη μητέρα μου κατακόκκινη και ιδρωμένη, σκυμμένη πάνω από τις λεκάνες με τα χρώματα να βάφει τα νήματα… Σκέφτηκα κι όλους εκείνους, που είχαν ξεκινήσει από τα τέσσερα σημεία της χώρας με την ελπίδα να καταφέρουν αυτό, που πέτυχα εγώ και τελικά δεν τα είχαν καταφέρει… Τι να κάνω, έσφιξα τα δόντια κι αποφάσισα να συνεχίσω κανονικά,. Κατέστρωσα σχέδιο: ορκίστηκα να τελειώσω τη Σχολή όσο πιο γρήγορα γινόταν, ούτε μέρα παραπάνω! Τουλάχιστον όταν τελείωνα, θα ήμουν ανθυπολοχαγός, ελεύθερος από τις καθημερινές υποχρεώσεις της Σχολής, θα έπαιρνα μισθό και θα μπορούσα έτσι στοιχειωδώς να βοηθάω και τους γονείς μου…

Δρ. Κωνσταντίνος Σ. Σαραντίδης

Γεν. Αρχίατρος

* Από το αρχείο της Οικογένειας του Κ. Σαραντίδη. Μεταφορά από χειρόγραφες σημειώσεις του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ξεκινήστε να πληκτρολογείτε για να δείτε τις θέσεις που αναζητάτε.