- – 2022.12.17
- – Λάμπρος Βαζαίος
- – Βιωματική Ιστορία
- – Από Βιβλίο Ασυνήθιστες Μέρες – Απόκρημνα Χρόνια
Κατεβαίνοντας από την πλατεία Συντάγματος για το Μοναστηράκι διαλέγουμε έναν από τους δύο πολύ γνωστούς παλιούς δρόμους της Αθήνας, την οδό Ερμού ή την οδό Μητροπόλεως. Η εμφάνιση αλλά και η ατμόσφαιρα των δρόμων αυτών έχουν πολύ ενδιαφέρουσες εναλλαγές στην διαδρομή, αλλαγές που καθορίστηκαν με τον χρόνο και σίγουρα με τις ανάγκες κάθε περιόδου της καθαρά αστικής και εμπορικής τους χρήσης. Ξεκινούσαν ως εμπορικοί δρόμοι, η Ερμού με τα παραδοσιακά καταστήματα μόδας και η Μητροπόλεως με τα εμβληματικά «γουναράδικα», τα «είδη ταξειδίου» την αντιπροσωπία της Parker και την Αγία Δύναμη, την κομψή Βυζαντινή εκκλησούλα που ανάβαμε το κεράκι μας οι μαθητές των γύρω σχολείων το πρωί των εξετάσεων και παίρναμε δύναμη!
Αυτά μέχρι το ύψος της Μητρόπολης και πιο κάτω της πλατείας του Δημοπρατηρίου, για την οδό Μητροπόλεως και μέχρι την Καπνικαρέα για την οδό Epμού. Μέχρι εκεί το «ύφος» των χώρων αφορούσε σε αγοραστικό κοινό αστικό και μεσοαστικό, κυρίως στον γυναικείο πληθυσμό που «έδρασε» εκεί τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και περισσότερο βέβαια τον 20°. Στον Μεσοπόλεμο και μετά την Κατοχή η κοινωνική διαστρωμάτωση διατηρήθηκε δημιουργώντας κοινωνικούς αυτοματισμούς που την τελευταία δεκαετία του αιώνα όμως λειτούργησαν αντίστροφα. Το «κέντρο» έπαψε να είναι ελκυστικός χώρος κατοικίας και τα βόρεια κυρίως προάστεια συγκέντρωσαν τους ανθρώπους που κατοικούσαν παραδοσιακά στο κέντρο και όπως ήταν επόμενο και την ανάλογη εμπορική κίνηση. Πριν αυτές τις «ανατροπές» ύφους και κυρίως χρήσης, περπατώντας την Ερμού η την Μητροπόλεως ο διαβάτης καταλάβαινε πως το τοπίο άλλαξε από την Πλατεία Μητροπόλεως και την Καπνικαρέα και κάτω αντίστοιχα. Από εκεί λοιπόν και κάτω άρχιζε η «επικράτεια» των λαϊκών καταστημάτων επαρχιακών ειδών και «αξεσουάρ» που προσέλκυε και το ανάλογο κοινό. Μεγάλα καλά εφοδιασμένα καταστήματα χονδρικής και λιανικής με αλατζάδες, τα παραδοσιακά σαμπωτά τσεμπέρια με την εντυπωσιακή ποικιλία σχεδίων, χρωματιστές, βελέντζες, φλοκάτες και υφαντά μηχανής, τα απίστευτα σε σχέδια μεγάλα τετράγωνα πλουμιστά υφάσματα ή βελουτέ τραπεζομάντηλα για το μεγάλο τραπέζι του κυρίως δωματίου του επαρχιακού και όχι μόνο σπιτιού. Οι τραγιάσκες αγροτικού και εργατικού στυλ συμπλήρωναν τα εκθέματα των προθηκών.
Ιδιαίτερη όμως θέση είχαν οι μάλλινες φανέλες με μακρύ ή κοντό μανίκι που συνοδεύανε τα αντίστοιχα μακριά μάλλινα ανδρικά «σώβρακα». Ήταν λευκές, με οβάλ λαιμόκοψη.
Ήταν το απαραίτητο εσώρουχο των αγροτών και της εργατικής τάξης με το σπασμένο λευκό του φυσικού μαλλιού. Σφικτοϋφασμένες με απλό σχέδιο. Ήταν το κλασσικό ρούχο του χειρώνακτα, το ρούχο που φοριόταν «κατάσαρκα» χειμώνα-καλοκαίρι Οι χρήστες δεν αποχωριζόντουσαν ποτέ την «κατάσαρκη φανέλλα» τους, η μπλούζα εργασίας η το πουκάμισο φοριόντουσαν πάντα πάνω από την φανέλα. Τον χειμώνα ξόρκιζε το αγιάζι στο χωράφι η στην οικοδομή και προφύλαγε από «τα στηθικά» στο εργοστάσιο, ενώ απορροφούσε τον ιδρώτα το καλοκαίρι παρακάμπτοντας τους κινδύνους του καλοκαιρινού κρυολογήματος Ήταν δαπανηρό ρούχο η φανέλα, ήταν ακριβή, παράλληλα όμως ήταν πολύ ανθεκτική και συνήθως «κρατούσε μια ζωή»! Στην σύγχρονη εποχή έχει καταργηθεί στην αρχική μορφή της, αυτήν που περιέγραψα. Επιβιώνει σπανιότατα σε πολύ ηλικιωμένα άτομα συνδυαζόμενη συνήθως με το ανάλογο, μακρύ μέχρι τους αστραγάλους, σώβρακο! Έχει ακολουθήσει την πορεία και την διαδικασία της αλλαγής όλων των δεδομένων ενδυμασίας. Τα «ισοθερμικά» εσώρουχα την έχουν εκτοπίσει και η «αλλαγή» των όρων της χειρωνακτικής εργασίας (που λέγεται πλέον απασχόληση!), έδωσε την χαριστική βολή. Η μορφή και κυρίως η ατμόσφαιρα του εμπορικού κέντρου άλλαξαν τελείως. Τα καταστήματα που υπήρχαν και η τάξη τους στον κοινωνικό χώρο ανατραπήκανε. Δεν υπάρχουν τσεμπέρια ελληνικής κοπής δεν φοριούνται πια και κανείς δεν σκεπάζεται πλέον με χράμια και φλοκάτες!
Η τελευταία φορά που είδα να φοριέται κατάσαρκα μάλλινη φανέλα ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η τραγική ιστορία που συνοδεύει αυτήν την εμπειρία συμπίπτει με το τέλος εποχής, όχι κάποιας αθωότητας, αλλά της εποχής που η γενιά μου μισοπίστεψε πως μπορούσε ο κόσμος να γίνει καλλίτερος! Ήταν Πρωτομαγιά και εφημέρευα στην Πανεπιστημιακή Κλινική στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Μόλις είχε αρχίσει η βάρδια, ειδοποιήθηκα μαζί με τους συναδέλφους χειρουργούς ότι μόλις είχε διακομισθεί πολυτραυματίας σε βαριά κατάσταση. Έφθασα συμπτωματικά πρώτος στα εξωτερικά ιατρεία και αντιμετώπισα έναν μικρόσωμο ακαθόριστης ηλικίας άνθρωπο σε κατάσταση μετατραυματικού σοκ με αρχική διάγνωση βαριές κακώσεις του θώρακα και της λεκάνης από ατύχημα. Τον είχαν συνθλίψει δύο βαρέα οχήματα στο εργοτάξιο που εργαζόταν. Οι πρώτες προσπάθειες ανάταξης του σοκ είχαν κάπως αποδώσει και ο άρρωστος είχε πλέον επαφή με το περιβάλλον. Προσπαθώντας να εκτιμήσω τις κακώσεις άρχισα με την βοήθεια της προϊσταμένης να του αφαιρώ τα ρούχα. Φτάνοντας στην φανέλα πήρα το κυρτό ψαλίδι των επιδέσμων και άρχισα να την κόβω όπως κάναμε συνήθως για να μην μετακινούμε άσκοπα τον τραυματία. Εκείνη την στιγμή φαίνεται πως μόλις είχαν επανέλθει οι αισθήσεις του. Ενώ προσπαθούσα να απελευθερώσω από τα ρούχα το σώμα του, άκουσα μια παραπονεμένη, μισοσβησμένη φωνή να διαμαρτύρεται …«όχι γιατρέ, μη μου κόβεις την φανέλα, δεν έχω άλλη, είμαι φτωχός, μη σε παρακαλώ μη...»!
Κοίταξα τον άνθρωπο, δεν είχα ξαναδεί τόσο λυπημένο, τόσο σκαμμένο, τόσο βασανισμένο πρόσωπο. Δεν το έχω ξεχάσει από τότε, είναι από αυτά που μένουν ανεξίτηλα στην μνήμη, από αυτά που με κάνουν να αντιπαθώ το μνημονικό μου που δεν με αφήνει ποτέ να ηρεμήσω! Κοιτούσε παρακλητικά μια την προϊσταμένη, μια εμένα και δεν παρακαλούσε για την ζωή του που έφευγε, δεν παραπονιόταν για τους πόνους, η φανέλα ήταν εκείνη την στιγμή το θέμα. Η φτώχεια και η ανέχεια είχαν τόσο βαθιά ποτίσει την ψυχή του που μόνο την δυστυχία της κομμένης, της κατεστραμμένης μοναδικής του φανέλας προσπαθούσε να διαχειριστεί. Κοιταχτήκαμε με την προϊσταμένη, είχαμε καταλάβει και οι δύο, είχαμε προς στιγμή παγώσει. Ενώ εγώ είχα μείνει εμβρόντητος με το ψαλίδι μετέωρο, εκείνη που συνήλθε πρώτη, μου το πήρε και με απαλές σχεδόν τρυφερές κινήσεις αφαίρεσε με προσοχή την φανέλα. Έσκυψε και του είπε κάποια καθησυχαστικά λόγια και διπλώνοντας με το ρούχο του έδειξε πως το έβαζε μαζί με τα υπόλοιπα, όσα του είχαμε ήδη βγάλει. Δεν μπορούσα για αρκετά λεπτά της ώρας να πάρω το βλέμμα μου από το πρόσωπό του. Φαίνεται πως κάποια πράγματα, κάποια λόγια της τα κατάλαβε και δεν μπορώ, μαζί με όλα τα άλλα, να ξεχάσω την αδιόρατη ανακούφιση που χαράκτηκε στο σκαμμένο του πρόσωπο. Το τραυματικό σόκ, παρά τις προσπάθειες επιτέθηκε πάλι και αυτήν την φορά τον πήρε από κοντά μας. Δεν γινόταν αλλιώς οι τραυματισμοί ήταν βαρύτατοι και δεν υπήρχε δυνατότητα επιβίωσης.
Εκείνα τα τελευταία λεπτά όμως επικοινωνήσαμε και οι τρεις, ο τραυματίας η προϊσταμένη και εγώ. Επικοινωνήσαμε μυστικά, με σιωπηλές κραυγές, φωνάζοντας βουβά χωρίς ήχο όλα τα «Γιατί;», όλα τα ερωτηματικά της ζωής, της τύχης και της κοινωνίας! Μιλούσαμε, ασταμάτητα χωρίς ήχο αυτά τα ελάχιστα λεπτά γι όλα, για τα όνειρα που έκανε η δεν έκανε ο άνθρωπος αυτός, για την ζωή που μάλλον μητριά πρέπει να του στάθηκε. Για την προϊσταμένη που είχε φυλάξει κρυφή την ευαισθησία της στο μικρό δάκρυ που γυάλισε πίσω από τα γυαλιά της, όταν άκουσε εκείνο το παράπονο, όταν είδε εκείνο το θλιμμένο πρόσωπο. Για μένα που δεν είχα ξεχάσει πως να αποδελτιώνω τα αισθήματα και την ανθρωπιά που τελικά δεν την εκποίησα ποτέ, όσο κι αν μου έχει στοιχίσει αυτό!
Δεν έμαθα, δεν ζήτησα να μάθω για τον άνθρωπο που πέθανε στα χέρια μας εκείνο το πρωί της Πρωτομαγιάς, ούτε το όνομα του ούτε τίποτε άλλο. Δεν χρειαζόταν, τα είχαμε πει όλα, τα είχαμε καταγράψει σωπαίνοντας! Ήταν η ζωή, ήταν η ανθρώπινη μοίρα, ήταν η τάξη που έβαζαν στα πράγματα οι δυνατοί, ήταν όλα όσα φόρτωναν απελπισία και πίκρα όσους δεν είχαν, όσους ήταν αδύναμοι, όσο δεν μπορούσαν, όσους ήταν νικημένοι από την αρχή, πριν καν πλησιάσουν στην αρένα. Δεν ξαναείδα, δεν έτυχε να ξαναδώ από τότε να φοριέται κατάσαρκα μάλλινη να φανέλα, φαίνεται πως έχει πάψει να χρειάζεται. Δεν ξέχασα όμως εκείνο πρωινό, εκείνο το παράπονο, εκείνο το σκαμμένο πρόσωπο, εκείνη την πίκρα. Δεν θέλησα ακόμη να μην θυμάμαι, ότι βρέθηκαν δύο άνθρωποι, η προϊσταμένη των ιατρείων και εγώ που καταλάβαμε αμέσως, που δεν χρειαστήκαμε εξηγήσεις, που καταφέραμε να ανθρωπέψουμε την πιο απάνθρωπη ώρα, την ώρα που πεθαίνει ο φτωχός Κάποιο δάκρυ προσπάθησε να γλυκάνει την δυστυχία που δεν άκουγε, δεν έβλεπε, δεν καταλάβαινε, που είχε παράλογα γαντζωθεί ο απελπισμένα φτωχός άνθρωπος σε μια μάλλινη φανέλα φορεμένη κατάσαρκα!
- Αναδημοσίευση με την άδεια του Συγγραφέα
- Επιμέλεια ψηφιοποίησης – ανάρτησης : Τασιόπουλος Αργύρης
- Σε μορφή pdf : εδώ