- της Ελευθερίας Δόβα
- (Απομαγνητοφωνημένη συνέντευξή της στους Γ. Ν. Αντωνακόπουλο και Γρ. Ι. Σκαμπαρδώνη).
- Αναδημοσίευση από “Δέλτος” 15 (1998)
- ΕΕΥΕΔ 2022.09.07
ΓΙΑΤΡΟΙ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕNA ήταν αρκετοί. Ένας από τους γιατρούς ήταν ο πατέρας μου. Ονομαζόταν Παναγιώτης Μίνως. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κιούρης. Τον πατέρα του τον έλεγαν Μηνά Κιούρη και, όπως συνηθιζόταν στα χωριά, έλεγαν μαζί όνομα και επίθετο: «είναι παιδί του Μηνοκιούρη». Το Μηνάς έγινε Μίνως και μετά αυτό το Μίνως έμεινε σαν επίθετο. Ήτανε και άλλοι γιατροί βέβαια στα Γιάννενα. Τόπος συγκέντρωσής τους ήταν τα φαρμακεία. Ένα φαρμακείο που είχε αφήσει εποχή ήταν του Ζωή Παπανικολάου, ο οποίος σαν φυσιογνωμία ήταν ολόφτυστος ο Τολστόη με τα γενια του, με τα ζυγωματικά λιγάκι εξογκωμένα, αλλά και πατριώτης άριστος. Η καταγωγή του ήταν από την Αρίστη. Στο φαρμακείο του κυρ Ζώη μαζεύονταν όλοι οι γιατροί και σε άλλα φαρμακεία, αλλά κυρίως στου κυρ. Ζώη. Είχε και άλλα φαρμακεία στα Γιάννενα, του Λαμπρινού, του Ιωαννίδη… Δεν μπορώ να θυμηθώ άλλα. Το φαρμακείο του Ζώη Παπανικολαου ήτανε απέναντι από το Ορφανοτροφείο Γεωργίου Σταύρου, λίγο παρακάτω. Εκεί γίνονταν όλα.
Ο πατέρας μου ανακατευόταν πολύ στην αντίσταση της εποχής του εναντίον των Τούρκων. Κάποια εποχή μάλιστα αναγκάσθηκε να εκπατρισθεί, πηγαίνοντας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου εργάσθηκε επί 2 περίτου χρόνια. Ήταν πάρα πολύ δραστήριος σε αυτό. Ήταν και στα κομιτάτα βέβαια. Τούρκος τον ειδοποίησε. Του λέει: «Παραξανοίχτηκες. Ξέρω ότι θέλετε την πατρίδα σας δική σας. Έχετε δίκηο. Δεν σας αδικώ. Αλλά, πως να το κάνουμε. Κινδυνεύεις. Έχεις τέσσερα παιδιά». Σήκω φύγε. Πήγαινε αλλού να δουλέψεις». Τι να κάνει τώρα ο πατέρας μου, πληροφορήθηκε ότι τα Δολιανά, κεφαλοχώρι ανέκαθεν εύπορο, είχε ανάγκη από γιατρο. Σηκώνεται ο πατέρας μου και πάει. Κηρύσσεται ο πόλεμος εν τω μεταξύ, οπότε κατέφθασαν και Αυστριακοί δημοσιογράφοι στην Ήπειρο για να παρακολουθήσουν την εξέλιξη του πολέμου. Αυτοί οι δημοσιογράφο που να μείνουν στα Δολιανά; Ξενοδοχεία δεν υπήρχαν. «Ελάτε να μείνετε σπίτι μου», τους προσκάλεσε ο πατέρας μου. Λοιπόν πραγματικά έμειναν στο σπίτι του και εκεί έγιναν πολλές συζητήσεις για τον πόλεμο. Ο πατέρας μου τους είπε: «Οι Τούρκοι τον έχουν χαμένο τον πόλεμο. Η Ήπειρος θα γίνει ελληνική» και τα λοιπά. Κάθησαν 2-3 ημέρες και κατέβηκαν στα Γιάννενα, Πρώτη τους δουλειά ήταν να πάνε στους Τούρκους και να πουν: «Εκείνο τον γιατρό εκεί πάνω πως τον έχετε ελεύθερο;»
Πηγαίνουν οι Τούρκοι και τον συλλαμβάνουν. Στην αρχή τον περιόρισαν στο σπίτι, σ’ ένα μικρό δωματιάκι. Είχε ένα παλικάρι στην υπηρεσία του ο πατέρας μου, το έστειλε στα Γιάννενα και ειδοποίησε τη μητέρα μου. Νοικιάζει η μάννα μου ένα αμάξι και φεύγει, μαζί με έναν ανηψιό της, μεγάλο στα χρόνια, για τα Δολιανά. Στο δρόμο συναντούν τον πατέρα μου έφιππο, με συνοδεία Τούρκων αξιωματικών. Πολλοί Τούρκοι αξιωματικοί τότε είχαν σπουδάσει στη Γερμανία και είχαν ευγενικούς τρόπους. Η μητέρα μου, γερμανομαθής ούσα, τους μίλησε γερμανικά και τους παρακάλεσε αν είναι δυνατόν να τον πάρει στο αμάξι, να μην ταλαιπωρηθεί. Της είπανε: «Κυρία μου, η εντολή ήτανε να τον φέρουμε ξυπόλυτο και δεμένον, αλλά δεν το κάναμε Όμως, να σας επιτρέψουμε να τον πάρετε και στο αμάξι, πάει πολύ». Τέλος πάντων. Γυρίζει η μητέρα μας στα Γιάννενα και μας λέει: «Παιδιά, θα φέρουν τον μπαμπά σε λίγο. Βγείτε στο παράθυρο να τον ιδείτε. Τον πάνε στη φυλακή». Πραγματικά τον είδαμε και μάλιστα για πρώτη φορά να φοράει κόκκινο φέσι. Μέχρι τότε, όπως και τους άλλους γιατρούς, οι Τούρκοι του επέτρεπαν να φοράει καπέλο. Τέλος πάντων, τον πήγανε στη φυλακή, αλλά γλύτωσε τη ζωή του, ενώ οι κακόμοιροι οι χωρικοί πλήρωναν με τη ζωή τους τη συμμετοχή τους στον αγώνα, την αντίσταση κατά των Τούρκων.Τους πηγαίναν δεμένους σε ένα μέρος, μια δενδροστοιχία –δεν ξέρω αν υπάρχει τώρα- και τους κρεμούσαν. Τον Μίνω τον γιατρό και μερικούς άλλους, οι οποίοι κατείχαν μια θέση μέσα στην κοινωνία, δεν τους φτάσανε σ’ αυτό το σημείο, όμως στους κακόμοιρους τους χωρικούς, οι οποίοι κουβαλούσαν όπλα, ψωμί κ.λπ. δεν τους τη χάριζαν. Ήταν πάντως μια φοβερή εμπειρία για μας τα παιδιά, αν και δεν του φέρθηκαν άσχημα, ούτε τον έδειραν.
Αξίζει να πω εδώ ότι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας των Ιωαννίνων είχε πέσει μεγάλη πείνα στον τουρκικό στρατό. Στο σπίτι μας συχνά έρχονταν Τούρκοι στρατιώτες σε άθλια κατάσταση και ζητιάνευαν «εκμέκ», δηλαδή ψωμί. Η μητέρα μου τους λυπόταν και τους έδινε. Όταν ελευθερώθηκαν τα Γιάννενα βγήκε και ο πατέρας μου από τη φυλακή. Θυμάμαι ότι είχε μαζευτεί στην πλατεία όλος ο κόσμος. Στην πλατεία αυτή, μετά την απελευθέρωση, γινόταν ο περίπατος των Γιαννιωτών. Πριν όμως όχι –ιδιαίτερα οι γυναίκες– δεν πατούσαν στην πλατεία. Εκείνην την ημέρα, όπως ήταν συγκεντρωμένοι όλοι οι Γιαννιώτες μίλησαν πολλοί και διάφοροι. Μίλησε και ο Τραχίλης, ένας γιατρός στρατευμένος από την Αθήνα, ο οποίος τους είπε: «τώρα τι τα θέλετε αυτά τα φέσια που φοράτε;» Και βγάζουν όλοι τους τα φέσια, τα σκίζουν και έγινε η πλατεία κατακόκκινη από τα σχισμένα φέσια. Τα έχω γράψει αυτά και στο περιοδικό “Ηπειρωτική Εστία”. Ο τίτλος του άρθρου ήταν: «Πως ένοιωσαν τα παιδιά, όταν ελευθερώθηκαν τα Γιάννενα». Θυμάμαι λοιπόν, ο Τραχίλης (Πρόκειται για τον εφ. Λοχαγό-Ιατρό Αθανάσιο Τραχίλη, υφηγητή των Μεταδοτικών Νοσημάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) μας ανέβασε, εμένα και μια φίλη μου, κόρη γιατρού και αυτή, σε ένα παράθυρο της νυν Μεραρχίας και μας λέει: «Μην το κουνήσετε από αυτού, θα δείτε το βασιλόπουλο». Το βασιλόπουλο ήταν ο Κωνσταντίνος, ο γιος του Γεωργίου. Τα θυμάμαι, τα αναπολώ πολλές φορές… Μετά την απελευθέρωση ο πατέρας μου επέστρεψε στα Γιάννενα, αλλά δυστυχώς δεν έζησε πολύ. Εδώ είναι της μοίρας τα παράξενα. Θεραπεύοντας ένα γυφτόπουλο, ένα τουρκάκι που είχε εξανθηματικό [εννοεί τύφο] κόλλησε κι αυτός και πέθανε. Δεν ήταν περισσότερο από 52 χρόνων.
Άλλοι γιατροί ήτανε ο Δημοσθένης Χατζής και ένας άλλος Χατζής, γιατρός επίσης, που νομίζω λεγόταν Στέφανος. Ύστερα, αργότερα, ήταν ο Μιχαηλίδης, πατέρας του μετέπειτα καθηγητού της Καρδιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Μιχαηλίδη (ο οποίος με τη διαθήκη του κληροδότησε 150 εκατομμύρια για την ανέγερση του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων), ο Μολυβάδας και ο Κιτσάκης. Αυτοί ήταν μεταγενέστεροι. Υπήρχαν και κλινικές, όπως η κλινική του Δάνου. Ο Δάνος ήταν ονομαστός χειρουργός. (Αλλά ήταν επί τουρκοκρατίας ή μετά; Εδώ τα μπερδεύω). Ό,τι ανελάμβανε το έβγαζε πέρα. Η κλινική του ήτανε στο Σαράι-μαχαλά, που λέγαμε. Στο δρόμο της αγοράς προς τα έξω.
Οι Εβραίοι είχαν τους δικούς τους γιατρούς, αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε να έρχονται και στους δικούς μας. Ήταν η οικογένεια Λεβή. Ένας ήταν ο Ιωσήφ Λεβή. Αυτός ήταν φαρμακοποιός. Και η άλλη οικογένεια Λεβή ήταν πολύ πλούσιοι. Οι Εβραίοι βέβαια έπαιζαν ένα ρόλο… έτσι κι έτσι. Πότε καλό και πότε…, τέλος πάντων. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν φιλότουρκοι. Ανάλογα πως παρουσιαζόταν η κατάσταση. Στην Κατοχή πάντως, την ημέρα που έπιασαν οι Γερμανοί τους Εβραίους, όλα τα Γιάννενα θρυνούσαν. Θυμάμαι και ενα ανέκδοτο “ πήγαινε ας πούμε μια γυναίκα του χώριού.του ψωνίσει σε εβραϊκό κατάστημα. Ο Εβραίος είχε αυτό το ελάττωμα, πως να σου πάρει χρήματα. Λοιπόν, έπαιρνε εκείνη, ξέρω γω, δυο κουβαρίστρες και εβγαζε να πληρώσει. Ο Εβραίος της έλεγε: «πες πέντε». «Πέντε», έλεγε εκείνη. Της έδινε ένα τάλληρο και της έλεγε: «δέκα και δέκα που κάνει το πράγμα, είκοσι, αει κυρά μου στο καλό!». Με το «πες πέντε” τις ΄τρωγε δηλαδή ένα τάλληρο
Νοσοκομεία δεν υπήρχαν παραπάνω από δύο. Άλλωστε, η νοσηλεία γινόταν στο σπίτι. Ο γιατρός ερχόταν στο σπίτι, κάθε μέρα, δυο φορές την ημέρα κ.λπ. Τα Νοσοκομεία ήταν μόνο για τους φτωχούς και τους ξένους. Δεδομένου ότι υπήρχαν και ξένα προξενεία νοσηλεύονταν στα νοσοκομεία και ξένοι υπήκοοι. Το Δημοτικό Νοσοκομείο του Κουραμπά ήταν έξω από το φρούριο σ’ έναν πολύ ωραίο κήπο, του Κουραμπά. Δέχονταν όλα τα περιστατικά, αλλά αν ήταν κάτι σοβαρό ή δύσκολο μεταφέρονταν έως την Πρέβεζα με τον αμάξια και από εκεί με καράβι στον Πειραιά. Όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στο Παρίσι και στη Βιέννη. Οι άνθρωποι αρρώσταιναν συνήθως, από κοιλιακό τύφο. Λάβετε υπόψη ότι δεν υπήρχε ύδρευση. Είχαμε τα πηγάδια, τα οποία πηγάδια μπορεί να ήτανε κοντά σε κανένα βάθρο. Ο τύφος ήταν μια μάστιγα. Μήπως υπήρχαν και τα αντιβιωτικά; Ήταν οι πνευμονίες και όλα αυτά, Ελονοσία δεν ήταν πολύ. Παρ’ όλο που είχαμε τη Λίμνη δεν είχαμε ελονοσία. Έρριχναν πετρέλαιο στις όχθες γύρω-γύρω. Με αυτόν τον τρόπο εξουδετέρωναν τον κίνδυνο της ελονοσίας.
Ο πατέρας μου γεννήθηκε περί το 1866 και πέθανε το 1918. Δεν καταγόταν από ιατρική οικογένεια. Ο πατέρας του διατηρούσε ξενοδοχείο. Σπούδασε ιατρική πρώτα στην Αθήνα και μετά στο Παρίσι. Τότε δεν είχαν ειδικότητες. Με την ιδιαίτερη αγάπη που είχε στο παιδί, είχε ειδικευτεί, ας πούμε, ως παιδίατρος. Δεν βαρυέσαι. Τότε οι γιατροί ήταν της γενικής παθολογίας. Χειρουργός δεν ήταν, μικροεπεμβάσεις όμως έκανε.
Θυμάμαι και ένα άλλο περιστατικό, που δείχνει τον χαρακτήρα του: Στο σπίτι μας δίπλα ήταν το σπίτι του Δημοσθένη Χατζή του γιατρού. Είχε κι αυτός μια κόρη, Μοναχοπαίδι. Είμασταν συνομήλικες και φιλενάδες. Είχε γίνει η απελευθέρωση πλέον, οπότε, εκεί που παίζαμε, έρχεται μια μέρα η Μπάλω, μια τουρκοπούλα γειτόνισσα, για να παίξει μαζί μας. Η φίλη μου, η κόρη του Χατζή, ήταν φανατική. Της λέει λοιπόν: «Εσύ να φύγεις από ‘δω». «Γιατί μωρή; Δικό σου είναι το πεζοδρόμιο;» «Δικό μας είναι. Εσένα της βρωμότουρκας είναι;». Εκείνη, αντί να της απαντήσει, της έβγαλε τη γλώσσα. «Μου βγάζεις τη γλώσσα;» Να κι αυτήν, να κι εκείνη. Την ξεμαλλιάσαμε. Η Μπάλω πάλεψε, μας ξέφυγε και μας απείλησε ότι θα φέρει τον χωροφύλακα. Αυτό μας τρομοκράτησε. Λακίσαμε. Πάμε στα σπίτια μας. Εν τω μεταξύ έφτασε και το χαμπέρι. Φοβόμουν πως θα αντικρίσω τη μάννα μου, που δεν τα σήκωνε κάτι τέτοια, αλλά αντί γι’ αυτήν με περίμενε ο πατέρας μου. «Έλα ‘δω», μου λέει, «έχουμε κάτι να πούμε. Έμαθα τι κάνατε της Μπάλως. Δηλαδή σε τι διαφέρουμε τότε εμείς από τους Τούρκους, αν τους δέρνουμε και τους φερνόμαστε άσχημα. Όπως εμείς ξεσηκωθήκαμε για να τους τινάξουμε από πάνω μας το ίδιο θα μας κάνουν κι αυτοί αν τους κακομεταχειριζόμαστε. Λοιπόν, άλλη φορά να μην ξανασηκώσεις χέρι σε τουρκόπουλο και μάλιστα αδικαιολόγητα». Τότε ήμουν 7 χρονών.
Δέλτος 15 (1998) 4-6
Δέλτος, περιοδικό του Συλλόγου Φίλων Μουσείου Ελληνικής Ιατρικής, Περίοδος 1991-2000. Έκδοση της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας» (Ε.Μ.Ε.ΙΣ)“