- – 2024.03.24
- – Κ. Κυριακόπουλος
Ο Κωνσταντίνος Κυριακόπουλος, εισήλθε στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή (ΣΙΣ) το 1958 και αποφοίτησε το 1964. Ειδικεύτηκε και μετεκπαιδεύτηκε στην Νευροχειρουργική. Υπηρέτησε μεταξύ άλλων επί σειρά ετών ως νευροχειρουργός, επιμελητής και Διεθυντής της Νευροχειρουργικής Κλινικής του 401 ΓΣΝΑ. Απεστρατεύτηκε με τον Βαθμό του Υποστρατήγου (ΥΙ) ε.α
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν άσκηση τῆς Νευροχειρουργικής ασχόλειται με την Ιστορία της Στρατιωτικής Ἰατρικής καὶ την νεώτερη Ἑλληνικὴ Ἱστορία γενικώτερα. Συμετείχε στην Συγγραφική ομάδα των παρακάτω βιβλίων, (εκδόσεις ΕΕΥΕΔ)
- Η ιστορία τοῦ 424 ΓΣΝΕ
- Η Ιστορία της ΣΙΣ
- Μυθική Πραγματικότητα
Ο κ. Κυριακόπουλος πρόσφατα παρέδωσε στην ΕΕΥΕΔ για να “εκδόσει ηλεκτρονικά” την Βιογραφία του Γεωργίου Καραϊσκάκη, ένα πόνημα 952 σελίδων βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα μετά από έρευνα ιστορικών αρχείων. Δεν είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα αλλά μια ιστορική μελέτη.
Ο Συγγραφέας ζήτησε από την ΕΕΥΕΔ η πρόσβαση στο Βιβλίο του να είναι ελεύθερη, χωρίς περιορισμούς, όχι μόνο για τα Μέλη της ΕΕΥΕΔ, αλλά ευρύτερα σε όσους αναζητούν ιστορικά στοιχεία για τον Γεώργιο Καραϊασκάκη.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ.
Μέσα στὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῆς ἐποχῆς του.
Βιογραφία στηριζόμενη σὲ ἔγγραφα καὶ πηγές.
Παρουσίαση Βιβλίου
“Βιογραφίες τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ πολλοὺς καὶ μερικὲς εἶναι πραγματικὰ ἀξιόλογες. Ὅμως οἱ περισσότερες ἔχουν μυθιστορηματικὸ χαρακτῆρα καὶ σὲ αὐτὲς οἱ συγγραφεῖς τους ἐκφράζουν πολλὲς φορὲς τὶς ἀπόψεις τους, χωρὶς αὐτὲς νὰ στηρίζονται σὲ πραγματικὰ γεγονότα. Δὲν παρατίθενται ἱστορικὰ ντοκουμέντα σύγχρονα μὲ τὴν ἐποχή, ποὺ διαδραματίστηκαν, ἀλλὰ μόνο ἀναφέρονται χωρὶς πολλὲς φορὲς νὰ ἀποδεικνύονται ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Στὴν δημοσιευομένη ἐκτεταμμένη βιογραφία τοῦ Καραϊσκάκη, ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος ἔκρινε σκόπιμο νὰ παραθέτει κυρίως τὰ ἔγγραφα καὶ τμήματα βιβλίων, ἀφήνοντας τὸν ἀναγνώστη νὰ βγάλει τὰ συμπεράσματά του, παρὰ νὰ τοῦ παρουσιάζονται πολλὲς φορὲς τὰ παραμορφωμένα γεγονότα. Ἐλπίζοντας ὅτι ὁ ἀναγνώστης θὰ βρεῖ πολλὰ στοιχεῖα, ποὺ ὁ συγγραφέας ἀναζήτησε καὶ βρῆκε σὲ διάστημα πολλῶν ἐτῶν ἀναζητήσεις, βρίσκοντας τοιουτοτρόπως ἕτοιμα τὰ στοιχεῖα, ποὺ παρατίθενται. “
Το ΔΣ/ΕΥΕΔ ευχαριστεί τον Συγγραφέα και Μέλος της που τής εμπιστεύτηκε το έργο του, ένα έργο ζωής. Με αφορμή την παρουσίαση του Βιβλίου το ΔΣ/ΕΕΥΕΔ τού ζήτησε να γράψει τον “Πανηγυρικό της Εθνικής Εορτής της 25ης Μαρτίου” με θέμα τον Γεώργιο Καραισκάκη”, ένα πανηγύρικό βασισμένο σε στοιχεία του Βιβλίου του που εντυπωσιάζει και καθηλώνει τον αναγνώστη.
ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ 2024
Ὁ Ρόλος τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821.
Ἐδῶ σίγα· κοιμῶνται
τῶν ἀγίων τὰ λείψανα·
σίγα ἐδῶ μὴν ταράξῃς
τὴν ἱερὰν ἀνάπαυσιν
τῶν τεθνημένων.
Ὁ Κάλβος ὑμνώντας τὶς χιλάδες νεκροὺς τῆς Παλιγγενεσίας ζητάει νὰ θυμόμαστε ὄχι μόνο τοὺς ἐπώνυμους, ἀλλὰ κυρίως τοὺς ἀνώνυμους, γιατὶ τιμώντας καὶ δοξάζοντας τὴ μνήμη τους, ὄχι μόνο ἀποτίουμε τὸν ὀφειλόμενο φόρο εὐγνωμοσύνης, μὰ κρατᾶμε ἄσβεστη τὴ φλόγα τῆς φιλοπατρίας καὶ ἑτοιμάζουμε ἀντάξιους μιμητὲς τῶν ἀνδρείων ἀγωνιστῶν. Στὸν Ἀγῶνα ἀγωνίσθηκαν ὅλοι γιὰ τὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἀξίες καὶ ἐγκατέλειψαν τὶς ἐργασίες τους, τὰ σπίτια τους κι’ ἀντιμετώπισαν τὴν σκληρὴ κι’ ὀδυνηρὴ πραγματικότητα τοῦ πολέμου. Δουλευτάδες τῆς γῆς, κοσμογυρισμένοι ναυτικοί, καλοζωϊσμένοι ἔμποροι, κυρίως τοῦ ἐξωτερικοῦ, φαναριῶτες, κοτσαμπάσηδες, ἡ κλεφτουριὰ καὶ τὸ ἱερατεῖο, εἶναι τὸ σύνολο τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας τοῦ Ἀγῶνα, ποὺ ἀπέβλεπε σὲ ἕνα καὶ μόνο σκοπό, τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ραγιᾶ. Ἡ ἐπανάσταση ἦταν ἀπελευθερωτικὴ καὶ ὄχι κοινωνική.
Τὶ σημαίνει γιὰ τὸν Ἕλληνα σήμερα ἡ 25η Μαρτίου 1821; Εἶναι ἁπλῶς μιὰ γιορτή, ἢ μιὰ βαθειὰ ἀνάμνηση καὶ συναίσθηση τοῦ μεγάλου νοήματος καὶ σκοποῦ γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ φτωχοὶ Ἕλληνες πήρανε τὰ ὅπλα καὶ κήρυξαν τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴ λευτεριά τους; Τὰ τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς τοὺς εἶχαν καταστήσει δούλους καὶ κανένας ἀπό τοὺς λεγόμενους πολιτισμένους λαοὺς δὲν πίστευε στὸ θαῦμα τῆς ἀναγέννησης τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ διάφοροι περιηγητὲς μυκτιρίζανε τοὺς Ἕλληνες γιὰ τὴν κατάντια τους καὶ τοὺς κατακρίνανε. Δὲν ἀναφέρανε ὅμως ὅτι, τοὺς ἔλειπαν ἐκεῖνοι οἱ ἀρχηγοί, ποὺ θά τοὺς κατευθύνανε στὴν ἀπόσειση τοῦ δεσμοῦ τῆς σκλαβιᾶς.
Στὴν παγκόσμια ἱστορία ὑπῆρξαν πολλὰ ἔθνη, ποὺ ἀρχικὰ ἀφοῦ ἀνυψώθηκαν στὸν ὑπέρτατο βαθμὸ παιδείας καὶ πολιτισμοῦ, μετὰ πέσανε σὲ κατάσταση ἀμάθειας καὶ ἀνυποληψίας, ἄλλα ἀκμάσανε γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ ἐξαφανίστηκαν ἀπὸ τὴ χορεία τῶν λοιπῶν ἐθνῶν, ἐνῶ ἄλλα συγχωνεύθηκαν μὲ τοὺς κατακτητές τους. Μεταξὺ τῶν ἱστορικῶν λεγομένων ἐθνῶν, ποὺ συνεργήσανε στὴν καθολικὴ ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ἀρχαιότητας ἀξιοῦται νὰ ὀνομάζεται κατ’ ἐξοχὴν τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος, τὸ ὁποῖο λίγες γνώσεις ἔλαβε ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔθνη τῆς ἀρχαιότητας, ἀλλὰ πρόσφερε πολὺ περισσότερα σπέρματα σοφίας σὲ ὅλο τὸν κόσμο.
Οἱ Ἕλληνες βρέθηκαν στὴν ἀνάγκη νὰ κάνουν κάτι τὸ σημαντικὸ γιὰ τὴν ἀποτίναξη τοῦ ζυγοῦ τῆς σκλαβιᾶς. Ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ Γένους ἦταν ἀναγκαία γιὰ τὴν ἐθνικὴ ἐξύψωση. Κάτω ἀπ’ αὐτὲς τὶς συνθῆκες δημιουργήθηκε ἡ «Φιλικὴ Ἑταιρεία», ποὺ τὴν ἵδρυσαν ἄσημοι γραμματεῖς ἐμπόρων στὴ Ρωσία καὶ ἔβαλε τὰ θεμέλια τοῦ ξεσηκωμοῦ. Καὶ ἐδῶ ἔγινε ἐκεῖνο, ποὺ συμβαίνει πάντα στὴν Ἑλλάδα. Οἱ προδότες νὰ κατηγοροῦν τοὺς πατριῶτες καὶ νὰ τοὺς καταδικάζουν χωρὶς αἰσχύνη καὶ αἰδώ.
«Ὧ γενναῖοι τοῦ Λεωνίδα σηκωθῆτε καὶ ξανάλθετε σὲ μᾶς, τὰ παιδιὰ σας θέλ’ ἰδῆτε πόσο μοιάζουνε μὲ σᾶς!» Καὶ μὴ νομίσει κάποιος, ὅτι ἐπιδοθήκανε στὸν ἀγῶνα τους ἀπὸ ἀπελπισία, ἢ παραφροσύνη, ἔστω κι’ ἂν ἡ λογικὴ ἀπέκλειε κάθε πιθανότητα νίκης. Ὄχι! οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, εἶχαν μίαν πρωτοφανῆ κι’ ἀκαταμάχητη αὐτοπεποίθηση, ποὺ ξεχυνότανε αὐθόρμητα καὶ ἀνεξάντλητα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἑλληνικῆς ψυχῆς. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀκαταμάχητη ἐπιδίωξη τῆς λευτεριᾶς τους σημαντικὸ ρόλο εἶχαν παίξει οἱ κλέφτες καὶ οἱ ἁρματωλοί. Ὅπως λέει στὰ ἀπομνημονεύματά του ὁ Κολοκοτρώνης, «Τὸ «κλέφτης» ἦταν καύχημα. Ἔλεγε κάποιος «εἶμαι κλέφτης» καὶ ἡ εὐχὴ τῶν πατέρων ἑνὸς παιδιοῦ ἦτον νὰ γίνει κλέφτης.
Ἡ ἐπανάσταση, ὅπως συμβαίνει σὲ παρόμοιες περιστάσεις ἔδωσε τὴν εὐκαιρία σὲ ἀνθρώπους μὲ πολλὲς ἱκανότητες καὶ δυνατότητες νὰ δείξουν τὴν ἀξία τους, νὰ ἀναδειχθοῦν σὲ πολέμαρχους ἱκανοὺς καὶ νὰ ἐπιτύχουν πράγματα, ποὺ σὲ ἄλλες περιπτώσεις φαινόντουσαν ἀκατόρθωτα.
Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν κι’ ὁ Καραϊσκάκης.
Τί ἦταν ὁ Καραϊσκάκης; «Ἂν μὲ βρίσκεις ἄξιο γι’ ἀφέντη κάμε μὲ ἀφέντη· ἂν μὲ βρίσκεις ἄξιο γιὰ δοῦλο, κάμε μὲ δοῦλο. Ἂν δὲν μὲ βρίσκεις ἄξιο γιὰ τίποτε ρίξε με στῆς λίμνης τὸ γιαλό», εἶπε ἀτάραχος στὸν Ἀλῆ πασᾶ, ὅταν τὸν ἔφεραν ἁλισσόδετο μπροστά του. Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ Καραϊσκάκη τρανολαλεῖ καὶ τὰ κατορθώματά του, μικρὰ καὶ μεγάλα, ἀπὸ τὸ 1798 ἕως τὸ 1827 τὸ λόγο του αὐτὸν ἐπικυρώνουν. Γίνονταν ὄχι νὰ ὠφελήσουν τοὺς κλέφτες, εἴτε τὸν Ἀλῆ πασᾶ, τὸν Πασβάντογλου, εἴτε τὴν Ἑλληνικὴ ἐπανάσταση. Γίνονταν γιὰ νὰ μαρτυρήσουν ἀπὸ κάθε ἄλλο δυνατώτερα πὼς ἄνθρωπος, ποὺ ἐξεστόμισε ἕνα τέτοιο λόγο, ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ξεστομίσει κι’ ἴσως γιαυτὸ καὶ μόνον γεννήθηκε στὸν κόσμο. Ἔπρεπε νὰ θέλει κἄτι κ’ ἦταν ἄξιος νὰ τὸ κάμει. Καὶ τὸ κυριώτερο αὐτὸ τὸ ἤξερε πολὺ καλὰ καὶ τὸν εἶπε ἀτάραχος γιατὶ εἶχε μέσα του ριζωμένη τὴν πεποίθηση, πὼς ἦταν ἄξιος νὰ γίνει καλύτερος καὶ ἀπὸ ἀφέντης. Κι’ ὅπως γράφει ὁ Καρκαβίτσας: «Καμμιὰ βιογραφία του, κανένα τραγοῦδι, εἴτε γραφὴ κι’ ἔκθεσή του πολεμική, κανένας λόγος του ἄλλος ἀπὸ τόσους, ποὺ ἐξεστόμισε τὸ ἀπήλωτο ἐκεῖνο στόμα, δὲν ἀντιπροσωπεύει τόσο πιστά, ὅσο μόνος αὐτὸς ὁ λόγος του. Καὶ λέγοντάς τους, βέβαια μὲ τὴ συνηθισμένη του αὐθάδεια καὶ σαρκαστικὴ τόλμη ὁ Καραϊσκάκης, ἔκλεινε μέσα σὲ ἀθάμπωτη διαμαντόπετρα κι’ ἐπαράδινε στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες ὁλοζώντανη, αὐτὴ τὴ γιγαντιαία καὶ χιλιοπρόσωπη ψυχή του».
Ἦταν ἄνθρωπος μὲ ὅλα τὰ ἐλαττώματά του. Ὄχι ὅμως μὲ ὅσα τοῦ ἀποδίδουν. Δὲν ἦταν μόνο ὁ «βωμολόχος», εἶχε χαραχτῆρα ἐκκρηκτικό, θυελλώδη, παράφορο πολλὲς φορὲς καὶ μέσα στὴν κυκλοθυμία, ποὺ τὸν διέκρινε, ἔκανε πράξεις ὑπερβολικές, ποὺ πολλὲς φορὲς τὸν βλάψανε καὶ τοῦ δημιουργήσανε σημαντικοὺς ἐχθρούς. Καὶ ἐκεῖνοι μπόρεσαν μὲ τὴν προστασία μερικῶν «μεγαλοσχημόνων» τῆς ἐποχῆς νὰ δημιουργήσουν τὶς ἐναντίον του κακὲς φῆμες. Στὶς διάφορες ἐναντίον του συκοφαντίες θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ στοὺς συκοφάντες του: «Σᾶς ἐξορκίζω, νὰ μὴν ἀφαιρέσετε ἀπὸ τὴν τιμὴ τῆς μνήμης μου τὸ μόνο ἀσφαλὲς μνημεῖο τοῦ χαραχτῆρα μου, ποὺ δὲν ἔχει παραμορφωθεῖ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου. Ἂν δὲν ἀξίζω κάτι, τουλάχιστον νὰ μὴν φαίνομαι ἀλλοιώτικος, ἀπὸ ὅ,τι εἶμαι». Σὰν ἄνθρωπος εἶχε ἐφευρετικὸ καὶ γεννητικὸ μυαλὸ καὶ φυσικὴ εὐγλωττία, μὲ τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ συναρπάσει τοὺς συντρόφους του. Ἡ προσωπική του ἀνδρεία, ἡ τόλμη, ἡ γενναιοδωρία καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα ἡ συμμετοχή του στοὺς κόπους καὶ τὶς στερήσεις τῶν συντρόφων του τὸν κάνανε ἀγαπητότατο ἀνάμεσά τους. Εἶχε γεννηθεῖ μὲ στόφα μεγάλου ἀρχηγοῦ.
Ἂν ὁ Ὅμηρος ἔπλασε τὸν Ἀχιλλέα καὶ τὸν Ὀδυσσέα, στὴν Ἐπανάσταση τοῦ ’21 δημιουργήθηκαν ὁ Καραϊσκάκης κι’ὁ Κολοκοτρώνης. Ὁ Κολοκοτρώνης ἦταν ὁ Ὀδυσσέας καὶ ὁ Καραϊσκάκης ὁ Ἀχιλλέας τῆς Ρωμιοσύνης. Ἀλλὰ ἡ Ἐπανάσταση δὲν εἶχε τὸν Ὅμηρό της γιὰ νὰ δοξάσει τὰ κατορθώματα ὅλων τῶν ἡρώων της. Ὁ ἥρωας τῆς Ἐπανάστασης γεννιέται σὲ ἀντίξοες συνθῆκες: στὴν ἐρημιὰ καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο ὁ ἕνας, σὲ μιὰ σπηλιὰ ὁ ἄλλος, μὲ ἔλλειψη τοῦ πατέρα ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία, στὰ δέκα του χρόνια ὁ πρῶτος, μὲ ἄγνωστο πατέρα ὁ δεύτερος. Ἡ γέννηση τοῦ Καραϊσκάκη παρουσιάζεται σὰν γεγονὸς ἐξαιρετικῆς σημασίας, καθὼς συμβαίνει μακριὰ ἀπὸ τὴν ὀργανωμένη κοινωνία καὶ τὶς κανονικότητές της. Ἡ ζωὴ ἔπλασε τὸν Καραϊσκάκη. Ἡ ἀντοχή του στὰ δεινά, ποὺ τὸν συνοδεύουν ἀπὸ τὴ γέννησή του, ἡ συνεχὴς προσπάθειά του γιὰ ἐπιβίωση, ἡ ἐξοικείωση στὶς συνθῆκες κινδύνου καὶ θανάτου εἶναι οἱ ἀρετὲς μὲ τὶς ὁποῖες προικίζεται ὁ ἥρωας στὰ παιδικά του χρόνια, ποὺ τέλειωσαν γρήγορα μὲ τὴν ἔνταξή του στὰ περιβάλλοντα τῶν ὁπλαρχηγῶν τῆς Ρούμελης καὶ τῆς Ἠπείρου. Αὐτὸς ὁ ἀδικημένος, ὁ κατατρεγμένος ἀπὸ γεννησιμιοῦ του, ἐκμεταλλεύτηκε τὶς δυνατότητές του καὶ ἐγινε ὁ ἥρωας τοῦ ’21, ποὺ δὲν δίστασε μπροστὰ στὸν κατατρεγμό του, νὰ ἀντιμετωπίζει τὶς ἀδικίες, ποὺ τοῦ γίνονταν.
Πάντα σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ δὲν ἔκαμε τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ πολεμάει. Τίποτα δὲν τοῦ χάρισε ἡ ζωή, ἀλλὰ ὅ,τι πέτυχε τὸ πέτυχε μὲ αἷμα, δάκρυα καὶ θυσίες. Δὲν εἶχε σφαῖρα στὸ ντουφέκι του; Χρησιμοποιοῦσε τὸν ὑποκόπανό του σὰν ὅπλο καὶ μὲ αὐτὸν πολέμαγε τοὺς ἐχθρούς του. Ὅσο ὑπάρχει Ἑλλάδα καὶ ζωή, ὁ Καραϊσκάκης δὲν πρόκειται νὰ πεθάνει, γιατὶ συμβολίζει τὴ ζωή, τὸν ἀγῶνα, τὴν ἐπιτυχία. Σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ ἀνασασμὸ δὲν εἶχε. Πέρασε ἀπὸ δύσκολους καὶ σκολιοὺς δρόμους, μακρινοὺς κι’ ἀτέλειωτους καὶ ποτέ του δὲν φοβήθηκε. Ἀπόκληρος τῆς μοίρας, τὸ ἀποπαῖδι, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ κάποια ἀγκαλιὰ νὰ τὸν σκεπάσει καὶ ἕνα μητρικὸ χάδι νὰ τοῦ ἁπαλύνει τὸν πόνο, ἀλλὰ δὲν τὄβρισκε. Ἦταν ὁ ἀμόρφωτος, ὁ χτικιάρης, μὰ «τόσο βαρὺς κι’ ἀσήκωτος» γιὰ τὸν κάθε ἀλλόφρονα καὶ τιποτένιο. Ἦταν ἀδάμαστος καὶ ταπεινός, μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα ἄνθρωπος. Ὅπως καὶ ὁ Κολοκοτρώνης, πολὺ περισσότερο, ὁ Καραϊσκάκης γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν ψυχολογία τοῦ ἄτακτου στρατιώτη καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ συμπαράστεκε καὶ τὸν καταλάβαινε στὶς δύσκολες στιγμὲς καὶ μοιραζότανε μαζί του τὶς θυσίες στὶς ὁποῖες ὑποβάλλοταν. Ἤξερε, ὅτι οἱ ἄταχτοι τρέχανε ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχε μόνο τὸ ψωμὶ σὰν μισθός, ἀλλὰ καὶ τὰ χρήματα ἀπὸ τὶς ἐμφύλιες ταραχὲς καὶ τὴ κατασπατάληση τοῦ δανείου. Ἤξερε, ὅτι ἡ πηγὴ τῶν αὐθαιρεσιῶν τοῦ στρατιώτη ἦταν ἡ πεῖνα. Καὶ γιὰ τοῦτο ἦταν πολλὲς φορὲς ἀπέναντί τους ἀνεχτικός.
Τοῦ Καραϊσκάκη τὸ μεγαλεῖο εἶναι διπλό· πρῶτα γιατὶ ἀντιστάθηκε, δὲν ἔσκυψε τὸ κεφάλι του μπροστὰ στὴν ἄδικη καταδρομὴ καὶ νίκησε. Στὶς ἐναντίον του συνωμοσίες ἀπάντησε μὲ ἀδιαφορία. Δὲν ξεσυνερίστηκε τὶς διάφορες ἀλχημεῖες τῶν ἀντιπάλων του. Καταδιώχθηκε τόσο ἀπὸ τὸν κακὸ δαίμονα τῆς Ἑλλάδας τὸν Μαυροκορδᾶτο καὶ τοὺς ὑποταχτικούς του καπεταναίους τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδας καθὼς καὶ τὸν δολοπλόκο δεσπότη τῆς Ἄρτας τὸν Πορφύριο, γνήσιο ἐκφραστὴ τῆς φαναριώτικης νοοτροπίας τῶν δεσποτάδων τοῦ Πατριαρχείου, ποὺ θύμιζαν τὸ Βυζαντινισμό. Ἐν τούτοις προσπερνώντας τὰ μισητὰ προσκόμματα, προχωρώντας τὸν ἴσιο δρόμο του ἔδειξε, ὅτι δὲν ἤξερε μοναχὰ νὰ νικάει τὸν Ἑλληνικὸ φθόνο, τὴν κρυφοδάγκωτη Ἑλληνικὴ παλιανθρωπιά, τὴ διαβολή, τὴν ἀνδιαντροπιὰ τῆς πολιτικῆς καταδομῆς, χάρες καὶ τοῦτες ἀσκημοθώρητες, Ἑλληνικὲς χάρες μιᾶς κοινωνίας, ποὺ τροφή της ἔχει τὸν ἀκοίμητο φθόνο ἐνάντια στοὺς διαλεχτούς της. Μιᾶς κοινωνίας, ποὺ ζεῖ σκάβοντας ὕπουλα κι’ ἀνοίγοντας τὸν λάκκο κάθε διαλεχτοῦ παιδιοῦ της, σὰν νὰ ’φταιξε γι’ αὐτό, σὰν νὰ ’ναι ἔνοχο, ποὺ δὲν εἶναι ἴσιο, ἢ κατώτερο ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του. Νίκησε καὶ τὶς δυσκολίες, ποὺ δημιουργοῦσε ἡ ἀρρώστειά του ἡ Φυματίωση, ποὺ τὸν κατάτρωγε ὅλα τὰ χρόνια τοῦ ξεσηκωμοῦ, ἐποχή, ποὺ ἡ πατρίδα τὸν εἶχε ἀνάγκη. Δὲν ἔχει τονισθεῖ ἀπὸ τοὺς βιογράφους του, ὅσο πρέπει αὐτὴ ἡ σωματικὴ ἀδυναμία του, τὴν ὁποία κατανικοῦσε μὲ τὴ μεγάλη του ψυχικὴ δύναμη, ποὺ προερχότανε ἀπὸ μιὰ μεγάλη καρδιά, ἀποφασισμένη νὰ ξεπεράσει ὅλες τὶς δυσκολίες καὶ νὰ φθάσει στὸ τέρμα. Σὲ πολλὲς φάσεις τῆς ζωῆς του αὐτῆς, οἱ πιστοὶ μέχρι θανάτου σύντροφοί του τὸν μεταφέρνανε πάνω σὲ ἕνα ξυλοκρέβατο, τόσο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς καταδρομῆς του ἀπὸ τὸν Στορνάρη, Ράγκο καὶ Τσόγκα – παρακινημένους ἀπὸ τὸν πάτρωνά τους Μαυροκορδᾶτο – μετὰ τὴν ἄδικη καὶ «στημένη»δίκη του, καθὼς καὶ κατὰ τῶν Τούρκων πάνω στὰ κορφοβούνια, τὶς κοιλάδες καὶ τὰ κατσάβραχα. Καὶ κατόρθωσε νὰ βγεῖ νικητής.
Ὁ Μαυροκορδᾶτος συστηματοποίησε τὴν καταδρομὴ τῶν πιὸ δύσκολων ἀντιπάλων του ἔχοντας ἐξ ἀρχῆς σκοπὸ νὰ «ἡγεμονεύσει» στὴν Ἑλλάδα. Καὶ ὅπως συνέβαινε μὲ ὅλους τοὺς Φαναριῶτες, σὲ αὐτὴ τὴν ἐνέργειά του λειτούργησε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς γιὰ τὴν ἐκπληρωση αὐτῶν τῶν ἐπιδιώξεών του.
Κυνήγησε τὸν Δημήτριο Ὑψηλάντη, τὸν Βαρνακιώτη καὶ τὸν Καραϊσκάκη. Ὁ Μαυροκορδᾶτος μὲ τὴ στημένη δίκη τοῦ Καραϊσκάκη θέλησε νὰ δείξει τὴν ἀνωτερότητά του, τὴν ἐπιβολή του στοὺς Ἕλληνες. Ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία ὅμως εἶναι κακὸς πειρασμὸς καὶ δὲν συμβιβάζεται εὔκολα μὲ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴ δικαιοσύνη. Πῶς ὅμως μποροῦσε κάποιος νὰ περιμένει τέτοια συμπεριφορὰ ἀπὸ τὸν Μαυροκορδᾶτο; Σὲ ὅλες τὶς ἀντιθέσεις του ὁ Μαυροκορδᾶτος μὲ τοὺς «ἀντιπάλους» του χρησιμοποιοῦσε ἀνέντιμα καὶ φαναριωτικὰ μέσα. Ὁ Κασομούλης, πιστὸς ἀκόλουθος τοῦ Ν. Στορνάρη καὶ φανατικὸς πολέμιος τότε τοῦ Καραϊσκάκη περιγράφοντας τὴν καταδρομή του γράφει: «Ὁ Καραϊσκάκης συρόμενος [ἕως τότε] εἰς τοὺς ὤμους, εἰς ὅλην τὴν ὁδοιπορίαν, ἀπὸ τὸν πιστὸν στρατόν του, δὲν ἐδειλίασεν». «Ἡ κακοτοπιὰ δὲν ἄφηνε νὰ τονὲ φέρουν εἰς κανένα πρόχειρο ξύλινο κάθισμα σηκωτό, ἀλλὰ «στοὺς ὤμους», ὅπως κουβαλάει κανεὶς ἕνα σακί», γράφει ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης
Δὲν νίκησε λοιπὸν ὁ Καραϊσκάκης μονάχα τὸν Ἑλληνικὸ φθόνο, ἀλλὰ ἔδειξε πὼς ἤξερε νὰ νικάει στὸν πόλεμο καὶ τὸν ἐχθρὸ τῆς πατρίδας. Τοῦτο τὸ ἀποδεικνύουν τὰ πολεμικά του κατορθώματα, ὅμοια μὲ τὰ ὁποῖα κανένας ἄλλος πολεμικὸς ἀρχηγὸς τοῦ Ἀγῶνα δὲν ἔχει νὰ ἐπιδείξει. Γιὰ αὐτὰ μιλᾶνε τὸ Κομπότι, τὸ Σοβολάκο, τὰ Πέντε Ὄρνια, ἡ Φοντάνα καὶ τὸ Τουρκοχώρι, τὸ Κρεμμύδι, ἡ μάχες ἔξω ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, ἐναντίον τοῦ Κιουταχῆ, τὸ Χαϊδάρι, ἡ Δομβραίνα, τὸ Δίστομο, τὴν Ἀράχωβα, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ μεγαλύτερη νίκη κατὰ τῶν Τούρκων τῆς Ἐπανάστάσης καὶ τόσες ἄλλες, ποὺ εἶχαν σὰν συνέπεια τὴν ἀπελευθέρωση τῆς «προσκυνημένης» Ρούμελης, μετὰ τὴν πτώση τοῦ Μεολογγιοῦ. Νίκες, ποὺ ἡ κούφια ἀντίδραση τῶν ἐχθρῶν του ἀπέναντι στὸ μεγαλεῖο του σκόπιμα παράλειψαν, γιὰ νὰ προβληθοῦνε μερικὲς ξεθωριασμένες «ἀναμετρήσεις» ἄλλων, ποὺ ἀπὸ ἧττες μεταβλήθηκαν σὲ «νίκες». Ἀντιμετωπίσθηκε ἀπὸ τὴ Διοίκηση, σχεδὸν ἐχθρικά.. Γιὰ τὶς ἐναντίον τοῦ Καραϊσκάκη δολοπλοκίες τοῦ Ἐκτελεστικοῦ Σώματος κατὰ τὴν πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου γράφει ὁ Βλαχογιάννης: «Πάλι ἀρχίζει ν’ ἀγριεύει ὁ Καραϊσκάκης μὲ τὸ προκομένο Ἑλληνικὸ κουβέρνο. Ὅ,τι ἔκαμε στὰ 1826 ὁ Καραϊσκάκης μὲ τὸν Κιουταχῆ στὴν Ἀθήνα, κόβοντας τὶς συγκοινωνίες του μὲ τὴν ἐκστρατεία τῆς Ρούμελης, αὐτὸ καὶ τώρα ἔκανε στὸ Μεσολόγγι πιάνοντας τοὺς δρόμους, ποὺ φέρναν ἀπὸ τὴν Ἄρτα στὸ στρατόπεδο τοῦ Κιουταχῆ τὶς τροφές του καὶ πολεμοφόδια. Πῶς ἡ φρουρὰ τοῦ Μεσολογγίου ἀποφάσισε νὰ τον ὲσηκώσῃ ἀπὸ τὰ θαυμαστά του ἐπιχειρήματα καὶ ν’ ἀφήσει ἔτσι λεύτερους τοῦ Κιουταχῆ τοὺς πόρους νὰ τρέχουνε πρὸς τὸ στρατόπεδό τους; Ἔλπιζε νὰ γίνει μεγάλη δύναμη μὲ τὴν ἕνωσή του μὲ τοὺς ἀπὸ τὰ Σάλωνα γιὰ νὰ λύσει τὴν πολιορκία; Ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ 17 Σεπτεμβρίου 1825 φαίνεται πὼς οἱ δύο καπεταναῖοι Τσόγκας καὶ Ράγκος κατάφεραν τοῦτο τὸ κακό, σὰν ἀφοσιωμένοι τοῦ Μαυροκορδάτου, ποὺ ἤτανε καὶ βγάλαν τὸν Καραϊσκάκη μὲ τὸ μέσο τῆς Κυβέρνησης. Αὐτὴ πάλι δὲν τολμοῦσε νὰ γράψει ἴσια κατὰ πρόσωπο τοῦ ἴδιου τοῦ Καραϊσκάκη, παρὰ ἔβαλε τὴν ἀθώα ἐπιτροπὴ τοῦ Μεσολογγιοῦ νὰ τὸν καλέσει μὲ τὴν πρόφαση νὰ ἑνωθῇ μὲ τῶν Σαλώνων τὰ στρατεύματα, γιὰ νὰ χτυπήσουν ἔτσι δυνατώτεροι τὸν Κιουταχῆ… Ἡ δόξα τοῦ Καραϊσκάκη μεγάλωνε πολύ, ὁ φθόνος ὁ πολιτικὸς ἔπρεπε νὰ τὴν περιμαζέψει. Σηκώσανε λοιπὸν ἔτσι τοῦ Ἀναπλιοῦ οἱ πολιτικοὶ τὸν Καραϊσκάκη ἀπ’ τὴν Ἀκαρνανία καὶ τονὲ στέλνανε νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν παλιὸ ἐχτρό του Κώστα Μπότζαρη, ὄχι ἱκανὸ μήτε γενναῖο, σταλμένον ἀπὸ τ’ Ἀνάπλι μὲ στρατεύματα καλοπληρωμένα, ποὺ θὰ σμίγανε μὲ τὰ λιμασμένα παλληκάρια τοῦ Καραϊσκάκη. Καὶ ποιός ἀπὸ τοὺς δυὸ θὰ ἦταν ὁ ἀρχηγός; Ὄχι ὁ Καραϊσκάκης. Ἔτσι ἀγριεύει πάλι ὁ ἁψὺς καὶ ἀνέγγιχτος αὐτὸς ἥρωας καὶ δὲν ἄργησε ἀλήθεια νἀρθεῖ ὁ ἐπίσημος διορισμὸς κρυφὰ στὸν Κώστα Μπότζαρη καὶ δὲν τὸν ἔμαθε μήτε τοῦ Μεσολογγιοῦ ἡ φρουρά, ποὺ κρεμοῦσε τὶς ἐλπίδες της στὸν Καραϊσκάκη. Φακέλλωσε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος αὐτὴν τὴν ἀτιμία τῶν πολιτικῶν, πῆρε τὰ μάτια του καὶ χάθηκε κι’ ἄφησε στὸν Κώστα Μπότζαρη τὸ ἔργο, ποὺ δὲν τὸ σήκωνε ἡ πλάτη του, νὰ σώσει τὸ Μεσολόγγι. Κι’ ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα καὶ κανένας δὲν εἶχε ἀνάστημα ἴσιος νὰ σταθεῖ μπροστά του, τότε ἅρπαξε μὲ τὸ χέρι του τὴν ἀρχηγία κι’ ἔστησε τὴ δόξα τὴν Ἑλληνικὴ στοῦ Παρνασσοῦ τοὺς βράχους καὶ στοὺς βάλτους τοῦ Πειραιᾶ».
Στὴν Ἑλλάδα, ποὺ πάντα τρώει τὰ παιδιά της οἱ μεγάλες μορφὲς δημιουργοὶ καὶ πλάστες μαζὶ ἀποτελοῦν σπάνιο φαινόμενο· ἂν αὐτοὺς τοὺς ἄφηναν ἐλεύθερους νὰ δράσουν, χωρὶς νὰ προκαλοῦν ἀντιδράσεις καὶ νὰ τοὺς βάζουν ἐμπόδια στὸ δρόμο τους, θὰ γίνονταν θαύματα. Ὅμως ἀκολουθεῖ πάντοτε σὲ λίγο ὁ χαλασμός, σὰν νόμος φυσικός, ἀλύπητος κι’ ἀναπόφευκτος ὁ νόμος τῆς φθορᾶς, ὁ νόμος του κατεδαφιστῆ, ὅπως γράφει ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης, «ποῦ δουλεύει συνεχῶς καὶ ἀδιάκοπα στὴν καρδιὰ τοῦ γιγαντόδεντρου καὶ βρίσκει ἕτοιμο τὸν καρπό, ὥσπου νὰ τὸ ἀπονεκρώσει».
Τὸ ἔργο τοῦ Καραϊσκάκη κόπηκε ξαφνικά, ἡ ἴδια ἡ κακὴ μοῖρα τῆς Ἑλλάδος καταβάσκανε καὶ δὲν ἦταν παρὰ ἡ φθονερὴ τῶν παλαιῶν ἐχθρῶν ὑπόνοια στὸ σκοτάδι. Ἦταν ἐπιβουλὴ τῶν Ἄγγλων καὶ τυφλὴ ἀντιλογία, ποὺ καλάρεσε χωρὶς ἄλλο στὴν παλαιὰ κυβέρνηση ΚουντουριώτηΜαυροκορδάτου, μάλιστα τοῦ τελευταίου. Ἡ ἄρνηση τῆς Ὕδρας νὰ δώσει φτυάρια καὶ ἀξίνες, ὑπακούοντας στὴν ἐπιμονὴ τοῦ Κόχραν, ἡ κρυφὴ ἀντίδραση τῶν βουλευτῶν, ποὺ συγχύζανε τὸν γενικὸ ἀρχηγὸ γιὰ νὰ τὸν κάμουν νὰ χάσει τὴν ψυχρὴ κρίση κι’ ὁ διορισμὸς ἔπειτα τοῦ Κώστα Μπότζαρη ἀρχηγοῦ τῆς ἐκστρατείας τῶν Ἀθηνῶν εἶναι καίριο ἀκλόνητο σημάδι, ὅτι ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη οἱ ἐπιγενόμενοι θὰ ἦσαν ἀνίκανοι.
Ὁ Καραϊσκάκης πέθανε, ἀφοῦ τ’ ἀνήσυχο πέλαγος τῆς ζωῆς του τὸ πέρασε παλεύοντας μὲ τοῦ κακοῦ τ’ ἀνήμερα θεριά. Καὶ κεῖ ποὺ τὸ περίλαμπρο πνεῦμα του, ἡ καθάρια ψυχὴ κι’ ἡ ἡρωικὴ καρδιά του, ἀνάμεσα στὶς πιὸ φλογισμένες καρδιές, ἐλαυνότανε ἀπὸ τὴ θεία πνοὴ τοῦ ἡρωισμοῦ ὁδηγώντας τοὺς Ἕλληνες στὰ οὐράνια ἦλθε ἡ κακοτυχία. Ἂς εἶναι ἀχάλαστος ὁ ὕπνος του μές’ στὴν ἀμάραντη γαλήνη, ποὺ τὰ ἔργα του τὰ ἴδια τὴν ψηλώσανε. Θεμελιώσανε στὸν αἰθέρα ναό, κάστρα δόξας ἄπαρτα ἀπὸ τὸν φθόνο τὸν μικρόψυχο. Κατέστησε τὸ μῖσος τους ἄναντρο, τὸν δόλο τὸν ἀνήμερο ἀδύνατο, τοὺς ἐχθροὺς νὰ γίνονται στάχτη μπροστὰ στὸ θάνατο τὸ δυνατό. Ἂς εἶναι ἀχάλαστος ὁ ὕπνος τοῦ ἀδικοχαμένου, κατατρεγμένου, καταδιωγμένου Ἥρωα. Ἡ Ἱστορία φυλάει τὸν τάφο του, παραστάτης ἄγρυπνος, ἀλάθευτος κριτής.
Κι’ αὐτὴ τὴ δόξα τοῦ τὴν στερήσανε οἱ πατροκτόνοι Ἕλληνες, μὰ οὐσιαστικὰ ἐχθροὶ τῆς Ἑλλάδας, ποὺ ὀρφανὴ ἀπὸ τὸ διαλεχτὸ παιδί της, ἔπεσε πάλι στὴν ἄθλια τὴν παλιὰ μοῖρα της, τὴ μοῖρα, ποὺ πάντα τὴν παραμονεύει. Μέσα ἀπὸ τὴ νύχτα, ὅπου ρίχνουν πάντα τὰ τυφλὰ παιδιὰ νέας, ὥσπου καὶ πάλι ἀργά, ἢ γρήγορα νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ βγεῖ θαμπωμένη ἀπὸ τὸ φῶς τῆς μέρας καὶ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὶς παλιές τους συμφορές, ὄχι ὅμως γνωστικότερη κι’ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὰ περασμένα πάθη, ποὺ δὲν τῆς γίνανε μαθήματα. Καὶ ἡ ἴδια ἱστορία θὰ ἐπαναλαμβάνεται μέχρι νὰ φανεῖ πάλι στὴν σκηνὴ κάποιο ἄλλο μεγάλο πνεῦμα, ποὺ θὰ προσπαθήσει νὰ τὴν βγάλει ἀπὸ τὴν ἀφάνεια στὸ ξέφωτο καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει σὲ νέες δόξες καὶ θριάμβους. Ὁ Καραϊσκάκης τιμωρήθηκε, μὲ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ μεγαλειώδους ἔργου του.
Ὁ Ἀχιλλέας Παράσχος τὸν ἀναπολεῖ νἄρχεται ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο μὲ τ’ ἅρματά του, σὰν ἀστροπελέκι, ἀητὸς καὶ λιοντάρι καὶ ν’ ἀκολουθεῖ ξοπίσω του ἀσκέρι μὲ παλληκάρια, ἀπὸ τὴ Ρούμελη, τὸ Μοριά, τὸν Ψηλορείτη καὶ τὴν Πίνδο κι ὅλοι νὰ τὸν κοιτάζουν μὲ σέβας, «τὸν Ἀρχηγὸ τῶν Ἀρχηγῶν». Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐτοῦτο. Κ’ ὕστερα, ἀφοῦ μιλήσει γιὰ παλληκαριὲς καὶ θυσίες, γιὰ καινούρια δεινὰ τῆς πατρίδας, τοῦ λέει νὰ προσμένει τὸ νέο κάλεσμα γιὰ νἄρθει νὰ ὁδηγήσει τὸ Γένος σὲ μιὰ ἀναγεννητικὴ πορεία.
«Κ’ εἶν’ αὐτός!» ἀκόμα κράζουν οἱ Πασάδες τῆς Τουρκίας,
«Ἔρχεται νὰ μᾶς ἁρπάσῃ νέας πάλιν ἐπαρχίας».
Τὸ γιγάντιο ἔργο τοῦ Καραϊσκάκη θὰ παραμένει σὰν φωτεινὸς φάρος, ποὺ θὰ κατευθύνει τοὺς πραγματικοὺς Ἕλληνες στὴ σωστὴ κατεύθυνση, μακρυὰ ἀπὸ διαιρέσεις καὶ ἀλληλοσπαραγμούς.
ΚΚ
- Ηλεκτρονική Έκδοση Βιβλίου εδώ
- Βιογραφικό Σημείωμα Κ.Κυριακόπουλου : εδώ
- Επιμέλεια Ανάρτησης : Αργύρης Τασιόπουλος