- – 2022.11.13
- – Κ. Δ. Γαρδίκα Ομότ. Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών Υπιάτρου, (το 1940)
Ο Καθηγητής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Δ. Γαρδίκας (1913-2003). Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, με καταγωγή από τα Λαγκάδια Γορτυνίας, ο Κ. Δ. Γαρδίκας σπούδασε στην Ιατρική Σχολής Αθηνών, απ’ όπου απεφοίτησε το 1935, και αναγορεύτηκε Διδάκτωρ το 1942. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, όπου αναγορεύθηκε Master of Science (1947) και Doctor of Philosophy (1949). Υπηρέτησε ως νοσοκομειακός γιατρός στον «Ευαγγελισμό» από το 1939 έως το 1981, με εξαίρεση τις περιόδους του Ελληνοϊταλικού Πολέμου και των σπουδών του στη Βρετανία . Διευθυντής της Παθολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» από το 1955, Καθηγητής Προπαιδευτικής Παθολογίας και Ειδικής Νοσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας από το 1968, συνδύασε την κλινική παθολογία με τη συνεχή εκπαίδευση νέων γιατρών και φοιτητών. Διακρίθηκε επίσης στον τομέα της έρευνας, ιδρύοντας το 1969 πρότυπη ερευνητική Μονάδα στον «Ευαγγελισμό», ενώ θεωρείται ως ο εισηγητής στην Ελλάδα της αιματολογίας στην κλινική πράξη. (Πηγή Βιογραφικού https://www.healthview.gr/)
EΝΑΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΖΙΚΟΥ ΘΥΜΑΤΑΙ *
ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ Ελλάδα της παρακμής, που ηδονιζόμαστε ακούγοντας τον Διονύση Σαββόπουλο να μας αποκαλεί Έλληνες με το γνωστό χυδαίο πρόθεμα, το έπος του ’40 ηχεί σαν ένας απόμακρος μύθος, η δε ανάμνησή του άσκοπη ενασχόληση. Και δίκαια αναρωτιόμαστε σαν τον ήρωα του Τεπελενιού: «Πως καταντήσαμε λοχία…». Και έχουν περάσει 50 μόνο χρόνια…
Εκείνο το πρωί δεν ξεχνιέται. Ξυπνήσαμε με τις σειρήνες και ρωτούσαμε γιατί. Από στόμα σε στόμα, μάθαμε ότι μας είχαν κηρύξει πόλεμο οι Ιταλοί. Αργότερα μαθεύτηκε ότι στις 3 το πρωί ο Γκράτσι είχε επιδώσει στο Μεταξά θρασύ τελεσίγραφο. Η μικρή Ελλάδα χωρίς δισταγμό απάντησε: ΟΧΙ! Είναι μαθημένη να λέει όχι. Η μοίρα καμιά φορά επιλέγει τους αδύνάτους της γης να αντιμετωπίζουν τους ισχυρούς.
Το πρωί εκείνο, ισοδυναμούσε με αιώνα. Σε τέτοιες ώρες η έννοια του χρόνου καταργείται. Νέοι, γέροι, παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους σαν σε ξέφρενο πανηγύρι. Μόνο τα γιορτινά τους δεν είχαν φορέσει. Και όλο έλεγαν με ανακούφιση: Επί τέλους! Ολοι βέβαια ξέρουν τα δεινά του πολέμου. Κατόρθωσαν όμως να τα ξεχάσουν. Δεν γινόταν αλλιώς. Τον τελευταίο καιρό μας είχαν φερθεί πολύ πρόστυχα οι Ιταλοί, και με τον άνανδρο τορπιλισμό της Ελλης, την ημέρα της Μεγαλόχαρης, είχε προστεθεί στην προστυχιά και η βλαστήμια.
Κάτι που δίνει μοναδικότητα στο έπος του ’40 είναι ότι όλοι μπήκαν με ενθουσιασμό στον αγώνα, χωρίς καμιά οργανωμένη ψυχολογική προετοιμασία, χωρίς πατριδοκάπηλους λόγους, χωρίς θούρια ή εμβατήρια, χωρίς «Μαύρη είναι η νύχτα στα Βουνά κ.λπ.». Ο καθένας μας χωριστά, χωρίς καμμιά συνεννόηση, καταλάβαμε ότι πρέπει να πούμε το ΟΧΙ χωρίς δισταγμό. Και το είπαμε.
Μέσα στο γενικό εκείνο πανηγύρι, εγώ 27 χρονών γιατρός στον “Ευαγγελισμό”, βρήκα τη στρατιωτική στολή και το μπαουλάκι εκστρατείας που τα είχα από την Σχολή Εφέδρων Σύρας καθώς και το στρατιωτικό μου απολυτήριο. Μετά, πετάχτηκα στον “Ευαγγελισμό” για κάτι εκκρεμότητες, αποχαιρέτησα ένα θλιμμένο πρόσωπο και γύρισα σπίτι. Φόρεσα τη στολή μου. Η μεγάλη στιγμή, ο αποχωρισμός των γονιών μου. Με τον πατέρα μου δεν περίμενα δυσκολίες. Πολεμιστής του 1897 και εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους ήξερε τον αδυσώπητο Νόμο της ανάγκης. Αλλά με τη μάνα μου όμως; Και τότε βρέθηκα μπροστά στο θαύμα. Η μάνα μου ευαίσθητο και εύθραυστο πλάσμα ήταν παροιμιώδης ως φοβιτσιάρα. Και όμως…, αυτή που κάθε φορά που ο κανακάρης της πήγαινε καμιά διήμερη εκδρομή κάπου κοντά, στη Βουλιαγμένη, να πούμε, ή στο Σούνιο, έκλαιγε απαρηγόρητα, εκείνη τη στιγμή στύλωσε τα πόδια της, όρθωσε το αδύναμο κορμί της και με φίλησε χωρίς ένα δάκρυ. Δεν υστερούσε σε τίποτε από τις μανάδες της Σπάρτης του Τυρταίου:
Αγετ’ω Σπάρτας Ευάνδρω
Κώροι πατέρων πολιστάν
……………….
Μη φειδόμενοι ζωάς
ου γαρ πάτριον τα Σπάρτας,
Δεν ήταν η μάνα μου μόνο που δεν έκλαψε. Αδάκρυτες οι γυναίκες αποχαιρετούσαν τους άνδρες τους, αδάκρυτες και οι κοπέλλες αποχαιρετούσαν τους καλούς τους. Και αυτές που ο δικός τους είχε καταφέρει να μη πάει στο μέτωπο, νοιώθαν ταπεινωμένες και ντροπιασμένες.
Η ιστορία αναφέρει μόνο τις ηρωίδες της Πίνδου και τις αδελφές νοσοκόμους. Και δίκαια βέβαια, αλλά και οι άλλες οι πολλές, περήφανες για τον δικών τους στο μέτωπο, κλεισμένες μέσα, πιστές με πνιγμένο κάθε ερωτικό πόθο, πλέκαν κάλτσες, γράφαν γράμματα. – Αχ! αυτά τα γράμματα που χιλιοδιαβάζονταν όταν έφθαναν- και περίμεναν. Αυτή ήταν η καθολική συμβολή των γυναικών στον αγώνα.
11 η ώρα το πρωί, κατατάγηκα στα Παραπήγματα, υπίατρος ιατρός Τάγματος του 1ου Συντάγματος Πεζικού. Και από κει.……..
Τι έκανες στο Μεγάλο Πόλεμο Μπαμπά; έγραφαν οι γνωστές αφίσες του Kitchener στην Αγγλία στον 1ο Παγκόσμιο. Τι έκανες στον Πόλεμο Θανάση, ρωτάει αργότερα ο Θανάσης Βέγγος. Και μένα τώρα όταν οι ξαγγονούλες μου, τις ώρες που λέμε παλιές ιστορίες με ρωτούν: Τι έκανες στον Πόλεμο Παππού; τους λέω: Χρυσά μου, ο παππούς σας δεν ήταν ήρωας, Ιταλούς ούτε έπιασε, ούτε τους τρόμαξε μόλις τον είδαν. Ενα βράδυ έφυγε με νηοπομπή από το Σκαραμαγκά. Στον καθένα μας, δίναν ένα σωσίβιο. Στους κουτούς που ρωτούσαν γιατί, τους λέγαν ξερά: Γι’ασκήσεις. Στη συνέχεια χίλιοι άνθρωποι, το Τάγμα, αρχίσαμε την πορεία. Εγώ με τον άλλον γιατρό πίσω από τη φάλαγγα, βοηθούσαμε αυτούς που από κούραση πέφταν. Περπατάγαμε, περπατάγαμε. Και να βρέχει αδιάκοπα. Μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο. Αμίλητοι περπατάγαμε. Μόνο τα πόδια μας δούλευαν. Τελικά φτάσαμε στη θρυλική Κορυτσά που την είχαν από μέρες ελευθερώσει πραγματικά παληκάρια, πριν, από μας. Η πόλη κόχλαζε από Ελληνισμό, Είδα από κοντά, τους Βορειοηπειρώτες να κλαίνε σαν τα μικρά παιδιά. Παντού κυμάτιζε η κυανόλευκη στα σπίτια, στα μαγαζιά, στις πλατείες. Και όμως πρόσφατα, Ελληνας, τέως Υπουργός, τους αποκάλεσε Αλβανούς που μιλούν Ελληνικά! Καλά, όλες εκείνες οι γαλανόλευκες έχουν ξεχαστεί; Η ιστορική αμνησία ενός Εθνους είναι προμήνυμα ολέθρου του. Κακόμοιροι Βορειοηπειρώτες! Δύο φορές προδομένοι από τους ισχυρούς της Γης. Στα μαγαζιά ακούγαμε τη φωνή της θρυλικής Σοφίας Βέμπο. Την Βέμπο που την έχουμε σχεδόν ξεχάσει, γιατί ίσως είμαστε μικροί για να τη θυμόμαστε: Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά, σας θυμόμαστε όλες… Την ακούγαμε και κλαίγαμε και κλαίγοντας αντλούσαμε κουράγιο. Και σε διψασμένες νεανικές φαντασιώσεις, νοιώθαμε τα κορίτσια της Ελλάδος πλάι μας, σχεδόν ερωτικά.
Από την Κορυτσά, μέσα από κατσικομονοπάτια ανεβήκαμε σε πελώρια βουνά. Ολα χιονισμένα. Η μια χιονοθύελλα μετά την άλλη. Τελικά φτάσαμε στον προορισμό μας, μια βουνοκορφή στο βουνό Τομόρι. Εγώ γιατρός διλοχίας Προφυλακών, με τους Ιταλούς τριακόσια μέτρα μακρυά μας. Εκεί περάσαμε το βαρύ χειμώνα. Σε μια καλυβούλα από κλωνιά κοιμόμαστε ο υπολοχαγός, ο επιλοχίας, ο μάγειρας, οι δύο τηλεφωνητές και εγώ, στο πλάι για να χωράμε, και έπρεπε να γυρίζουμε στο άλλο πλάι μαζί. Τον ερχομό του καινούργιου χρόνου, είχαμε πει να τον γιορτάσουμε. Και τα μεσάνυχτα βγήκαμε έξω στο ήρεμο βαθύ σκοτάδι του βουνού, αγκαλιαστήκαμε και αλληλοφιληθήκαμε. Τις ευχές που δίναμε τις έχω ξεχάσει. Ανθρωποι άγνωστοι μεταξύ μας πριν από δύο μήνες, με τεράστιες διαφορές παιδείας, καλλιέργειας και κοινωνικής τάξεως, νοιώθαμε όχι απλώς σαν αδέλφια. Είχαμε γίνει Ενα.
Μεγάλες μάχες σαν αυτές του Γράμμου, της Κλεισούρας ή του Τεπελενιού δεν δώσαμε, αλλά και σε μας κάθε φορά που οι Ιταλοί ξεμύταγαν, τα παιδιά μας τους γύριζαν πίσω. Τα μουλάρια εξαντλημένα από τις μακρές πορείες στα βουνά, ψοφούσαν το ένα μετά το άλλο. Ο εφοδιασμός δύσκολος. Κάποτε μείναμε νηστικοί χωρίς ψωμί για τρεις ημέρες. Κανένας δεν βαρυγγόμιασε. Σε μια εξαντλητική πορεία έννοιωσα ισχυρό πόνο στο στήθος. Νόμιζα ότι πέθαινα. Ξαπόστασα σε μία κοτρώνα βογγώντας. Σιγά σιγά ο πόνος λιγόστεψε. Τελικά στο νοσοκομείο Κορυτσάς, μου βρήκαν αυτόματο πνευμοθώρακα. Με αναρρωτική άδεια έφτασα στην Αθήνα, λίγες ημέρες πριν μπουν οι Γερμανοί. Μετά αρκετά χρόνια με κάλεσαν να παραλάβω ένα μικρό παρασηματάκι. Δεν πήγα να το πάρω. Εννοιωθα ότι είχα κάνει τόσο λίγα.
Υστερα από το ταπεινό μου αυτό πολεμικό οδοιπορικό μερικές εμπειρίες και γενικότερες κάπως παρατηρήσεις.
1. Μη περιμένετε από έναν νεαρό υπιατράκο να σχολιάσει γενικότερα την ιστορία του Αλβανικού Πολέμου. Αλλά εδώ μερικές λέξεις οργής. Δεν αποδυθήκαμε στον αγώνα ούτε γι’ ανταλλάγματα ούτε για να μας θαυμάζει ο κόσμος. Αλλά κανείς δεν φανταζόταν ότι στη συνέχεια όλα, όλα θα ξεχνιόνταν τόσο γρήγορα. Γνωστός μου Αγγλος δεν ήξερε καν τον αγώνα μας και μου μιλούσε για τις ηρωικές μάχες του Σερβικού στρατού, ενώ όλοι μας ξέρουμε ότι ούτε μια τουφεκιά δεν έρριξε. Αλλά οι ανακρίβειες εγγίζουν την γελοιότητα. Σε πρόσφατη Ιστορία του Cambell για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διάβαζα ότι 13% των αιχμαλώτων που πιάστηκαν από τους Ιαπωνέζους ήταν Σέρβοι! Τώρα, πώς βρέθηκαν εκεί για να τους πιάσουν, θα το εξακριβώσει η ιστορία. Και η οργή δυναμώνει, γιατί στην προσπάθεια να ξεχαστεί το ‘40 πρωτοστάτησαν Αλλά υπάρχει καιρός. Η αληθινή ιστορία γράφεται μετά το κλιμακτήριό της.
Οπως στα μετόπισθεν, έτσι και στο μέτωπο, το ηθικό ήταν άριστο. Δεν πολεμούσαμε για συμφέροντα, ή για δύναμη, αλλά μόνο για την ύπαρξή μας σαν ελεύθερος λαός. Στην Ιστορία των Πολέμων, συχνά δεν μπορεί να πει κανείς ποιός έχει δίκιο, γιατί στους πολέμους δεν καλούν διαιτητές. Αλλά δεν υπάρχει σχεδόν, προηγούμενο Εθνος που να αποδυθεί σε μία τέτοια θανάσιμη πάλη με τόσο καθαρή συνείδηση ότι πολεμά μόνο για την διατήρηση των αρχών που είναι ζωτικές για τον πολιτισμένο κόσμο. Δεν ήσαν οι Ιταλοί οι εχθροί μας. Εχθρός ήταν ο τυραννικός τους δικτάτορας που τους οδηγούσε στο έγκλημα. Τους Ιταλούς δεν τους μισούσαμε. Αλλωστε εμείς οι Ελληνες είμαστε πολύ αδέξιοι στο να μισούμε. Πολεμούσαμε για την πατρίδα μας αυτήν την αόριστη και μυστηριώδη έννοια. Είναι το σπίτι ή η καλύβα μας, οι τάφοι των γονιών μας, ο τόπος που μάθαμε τη μητροδίδακτη γλώσσα, ο τόπος που γεννιόμαστε, μοχθούμε και πεθαίνουμε, ο τόπος που χαιρόμαστε τα παιδά και τα εγγόνια μας. Είναι ο τόπος που βρίσκονται όσοι μας αγάπησαν και όσους αγαπήσαμε. Είναι η γωνιά που ένα σούρουπο πήραμε το πρώτο κρυφό φιλί, είναι ο τόπος που βαθειές ρίζες βαραίνουν τα ποδάρια μας καθώς περπατάμε. Είναι τέλος ο τόπος όπου από κάθετο μαστοφόρο γινόμαστε άνθρωποι. Την απέχθεια προς την ξενητειά βρίσκει κανείς στο Ζ της Ιλιάδος. Ο Εκτωρ παρηγορεί την δύσμοιρη Ανδρομάχη που θα πέσει σκλάβα και της λέει «Σε βλέπω να κουβαλάς νερό από ξένα πηγάδια».
2. Ως προς το αίσθημα του φόβου, όταν ένας από τους ήρωες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο στρατάρχης Gort ρωτήθηκε εάν ένιωσαν ποτέ φόβο, απάντησε: Και βέβαια, όλα τα ζώα νοιώθουν φόβο. Το θάρρος ενός στρατού ελεύθερου λαού, είναι αποτέλεσμα θελήσεως και αυτοελέγχου. Με αυτά υπερνικιέται ο φόβος, αλλά και η έγκριση του σκοπού για τον οποίον πολεμάς, καταλαγιάζει τον φόβο.
Το θάρρος είναι ηθική ιδιότης. Δειλία δεν είναι συνώνυμη με φόβο. Δεν είναι δειλός όποιος μπορεί και ελέγχει και καταστέλλει τον φόβο. Θάρρος στη μάχη, κατά τον Αριστοτέλη, είναι αποτέλεσμα της λογικής του ατόμου. Αλλά και το αίσθημα αξιοπρέπειας και ο φόβος εξευτελισμού υπερνικούν τον φόβο. Σε μια σφοδρή αεροπορική επίθεση στα Γρεβενά, χώθηκα σ’ ένα χαντάκι. Όταν βγήκα, η χλαίνη μου ήταν γεμάτη από φρέσκια αλογίσια κοπριά. Για να μην γελοιοποιηθώ, καθ’ ο αξιωματικός, προσπάθησα όταν βγήκα να την απομακρύνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Εννοιωθα ντροπή. Δεν το ξανάκανα. Παρίστανα τον τολμηρό, ίσως και τον μισοήρωα. Και δεν ξέρετε πόσο ωραία νοιώθει κανείς να περνιέται για ήρωας!
3. Ενώ περιστατικό δειλίας δεν συνάντησα, συχνό ήταν το φαινόμενο της πλήρους σωματικής και ψυχικής εξαντλήσεως. Στρατιώτες, σκοτώστε με. Τέτοιο ψυχικό κουρέλιασμα έννοιωσα και εγώ μια νύχτα του Δεκέμβρη. Επρεπε να διασχίσουμε πεζοί ένα πλατύ ποτάμι. Το νερό παγωμένο, ορμητικό παρέσυρε τα κιβώτια, ντζετζερέδες, μουλάρια, τα πάντα. Κάθε θόρυβος απαγορευόταν γιατί ιταλικό παρατηρητήριο πυροβολικού παρακολουθούσε. Με ένα χοντρό κλαρί προχωρούσα μαρτυρικά για να φθάσω στην αντίπερα όχθη. Παντού κόλαση. Και τότε συνέλαβα τον εαυτό μου να εύχομαι να πάθω καμιά βαριά αρρώστια για να πεθάνω σε κρεβάτι. Εδινα τα πάντα για ένα κρεβάτι. Ακόμη και τη ζωή μου. Και εδώ θέλω να τονίσω το ρόλο του γιατρού των Μονάδων. Πρέπει να οσφραίνεται τα πρώτα συμπτώματα της ψυχικής εξαντλήσεως και να τα αντιμετωπίζει με τα απλά μέσα, πριν λάβουν ψυχιατρικές διαστάσεις ή οδηγήσουν σε λιποταξία.
4. Στο μέτωπο διαπίστωσα γι’ άλλη μια φορά ότι ουδέν ισχυρότερο της γλυκύτητος. Μια μέρα βαδίζοντας σ’ ένα μονοπάτι γλίστρησα και άρχισα να κατρακυλάω προς το ποτάμι που έτρεχε κάτω ορμητικά. Για να καθυστερήσω τον όλεθρό μου, πιανόμουν απεγνωσμένα από θάμνο σε θάμνο, αλλά μάταια. Αξαφνα ακούω: Εγώ είμαι εδώ, κύριε υπίατρέ μου. Η υπόμνηση του βαθμού μου εκείνη τη στιγμή ηχούσε ειρωνικά. Με αστραπιαία ταχύτητα αυτός που φώναζε, πέφτει κατά γης, φωνάζει δύο άλλους, να πέσουν απάνω του για να μην τον παρασύρω και σιγά-σιγά με ανεβάζει. Είχα σωθεί. Ποιός ο σωτήρας μου; “Ένας αλκοολικός”, το χειρότερο ρεμάλι του Τάγματος που μόνον εγώ τον αντιμετώπιζα με ανθρωπιά.
Επαγγελματίες ειρηνιστάδες που διαλαλούν την ειρηνοφιλία τους, δεν χρειαζόμαστε. Ποιος λογικός άνθρωπος θέλει πόλεμος και πιο πολύ απ’ όλους αυτοί που τον έζησαν. Ακόμα έχω μπροστά μου έναν πρόσφατα σκοτωμένον Ιταλό αξιωματικό, ένα λεβέντη. Τα θολά του μάτια μοιάζανε να κυττοῦν μακριά τη γυναίκα του και τα παιδάκια του. Δεν εννοιωσα λύπη, όσο ντροπή. Σε μία στιγμή νόμισα ότι τον είχα σκοτώσει αγώ. Μάλιστα σε μία έξαρση τρέλας ταυτίστηκα μαζί του, έννοιωσα σαν αυτόχειρας.
Όλοι μας θέλουμε ειρήνη, Προπαντός υμείς τα κατάλοιπα μιας γενιάς που γαλουχήθηκε με την Μεγάλη Ιδέα, με τον μύθο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και με το «σώπασε κυρά Δέσποινα και στις εικόνες μη κλαίτε, πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θάναι”, ύστερα από 4 πολέμους που ζήσαμε, δεν ζητάμε τίποτε, δεν έχουμε μύθους και όνειρα. Αλλά εάν κανείς απειλήσει τα πονεμένα μας χώματα δεν θα μετρήσουμε θυσίες, όπως και εκείνο το πρωί που δεν ξεχνιέται.
ΠΗΓΕΣ
Ανακοινώθηκε σε εορταστική εκδήλωση επ’ ευκαιρία συμπληρώσεως 50 χρόνων από τον Πόλεμο 1940-1941, (Αίθουσα Φιλολ. Συλλόγ. “Παρνασσός”, Αθήνα, 23.10.1990).
Τιμή στους γιατρούς που πήραν μέρος στον πόλεμο 1940-1941, (1993) 19.25. (Εκδοση Ελλην. Χειρουργ. Εταιρίας, Αθήνα 1993, σσ. 19-25 ) .
Ιατρική στη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία. (Ε’Τόμος) 2003 από Εταιρία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας
Πλήρες Βιογραφικό και ένα εξαιρετικό άρθρο με τίτλο ” ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ?” του καθηγητή Γαρδίκα είναι αναρτημένο στην Βιβλιοθήκη μας εδώ.
Επιμέλεια Ανάρτησης : Τασιόπουλος Αργύρης