- – 2023.11.14
- – ΕΘΝΟΣ 19 ΝΟΕ 1940
- – Αποδελτίωση Α. Τασιόπουλος
H 14η Νοεμβρίου 1940 είναι ἀπὸ τὶς πιὸ ἀξιομνημόνευτες ημερομηνίες, τῆς Ελληνικής Ιστορίας. Την ημέρα αυτή , είχε ἀρχίσει η γενική Ελληνική επίθεση σ’ ὅλο τὸ πλάτος του μετώπου, ἀπὸ τὴ θάλασσα ίσαμε την Μεγάλη Πρέσπα. Οι επιτυχίες των Ελληνικών Δυνάμεων διαδεχόταν η μία την άλλη με αποκορύφωμα την απελευθέρωση της Κορυτσάς στις 22 Νοε. 1940. Ο Μουσολίνη γνώριζε την κατάσταση στο μέτωπο, την δυσμενή εξέλιξη και σε λόγο που εκφωνήσε την 18 Νοε. 1940, είπε μεταξύ άλλων ότι “οι Έλληνες μας μισούν και το μίσος τους είναι βαθύ και ανίατον. Τὸ διατί εἶνε μυστήριον“
“Μίσος Βαθύ και ανίατον” ήταν ο τίτλος άρθρου σε εφημερίδα “Εθνος” της 19ης Νοε. 1940. Σκωπτικά ο αρθρογράφος με τα αρχικά “Τ. ΜΩΡ” (Τίμος Μωραϊτίνης) απαντά έμεσα στον Μουσολίνη, με μονόστυλο και “αποδέκτη” τους αχάριστους Έλληνες :
……… Τί κακο σᾶς ἔκανε ἡ ᾿Ιταλία, κύριοι εζήτησε νὰ καταλύσῃ τὴν ἀνεξαρτησίαν σας καὶ ἀντὶ νὰ σπεύσετε νὰ τῆς τὴν προσφέρετε σεις καὶ νὰ τῆς πῆτε καὶ εὐχαριστώ, τῆς εἴπατε : «Μολών λαβέ».
“Επειτα σᾶς ἔστειλε μερικὰ ἀεροπλάνα, τὰ ὁποῖα ἐβομβάρδισαν εὐγενέστατα τις γυναίκες σας, τοὺς γέρους σας, τὰ μωρά καὶ ἐγκρέμισαν τὰ σπίτια. Καὶ ἀντὶ νὰ αἰσθανθῆτε χαράν καὶ εὐγνωμοσύνην, ἠσθάνθητε μίσος, μίσος «βαθὺ καὶ ἀνίατον»………. το πλήρες κείμενο του στην συνέχεια του άρθρου μας.
Τα ιστορικά γεγονότα της εποχής αυτής έχουν αναλυθεί και πολλά βιβλία έχουν γραφεί. Αυτό που δεν μπορεί να καταγραφεί είναι το “άρωμα της εποχής”. Η γενιά του ’40’, οι πρωταγωνιστές, που μπορούν να μας μεταφέρουν το άρωμα της εποχής, χρόνο με το χρόνο λιγοστεύουν και ο χρόνος αδυσώπητα θολώνει τις μνήμες των λίγων που αντιστέκονται σε αυτόν, επιπλέον η “Παγκοσμιοποίηση” στην πορεία της προς την ομογενοποίηση των λαών προσπαθεί να σβήσει τις ιστορικές μας μνήμες. Τι μας απομένει; μόνο σκόρπιες γραπτές μαρτυρίες και τα κιτρινισμένα φύλλα των εφημερίδων της εποχής.
Αποδελτιώσαμε από την εφημερίδα ΕΘΝΟΣ της 19 Νοε. 1940, διάφορα άρθρα, διατηρώντας πιστά το κείμενο, ώστε να αισθανθούμε το «μοναδικό άρωμα» της εποχής εκείνης. Ας διαβάσουμε επιλεγμένα αποσπάσματα από την εφημερίδα έχοντας κατά νού ότι ήταν 19 Νοε. 1940 δύο ημέρες πριν την απελευθέρωση της Κορυτσάς. Στις 21 Νοεμβρίου οι Ιταλικές δυνάμεις, πιεζόμενες από τμήματα του 53ου συντάγματος Πεζικού της ΙΧ μεραρχίας του ελληνικού Γ’ Σ.Σ., υποχρεώθηκαν σε εγκατάλειψη του οροπεδίου της Κορυτσάς και σύμπτυξη προς το Πόγραδετς.
«Το κήρυγμα του μίσους»
Ο κόσμος ἐκλήθη χθὲς ἀπὸ ὅλους τοὺς ραδιοφωνικούς σταθμοὺς τῆς Ιταλίας νὰ ἀκούσῃ τὸν Μουσσολίνι. Ο λόγος του, ἐκφωνηθεὶς ἐνώπιον τοῦ ἀνωτάτου φασιστικού συμβουλίου, διεβιβάσθη εἰς τὰς κυριωτέρας γλώσσας καὶ τὴν ἑλληνικὴν. Εν τούτοις ὁ λόγος αὐτός εἶχεν ἐκφωνήθῇ κυρίως διὰ τὴν ἐσωτερικὴν κατανάλωσιν.
Ὁ Μουσσολίνι ἐδιάλεξεν ἐπίτηδες τὴν ἐπέτειον τῆς ἐπιβολῆς τῶν κυρώσεων κατά τῆς Ιταλίας, ὅταν, ὡς γνωστόν, διεξῆγε τὸν πόλεμον κατά τῆς Αἰθιοπίας, διὰ νὰ ὁμιλήσῃ πρὸς τὸν Ιταλικὸν λαόν. Εχει καλλιεργηθῇ ὑπὸ τοῦ φασισμοῦ ἡ ἐντύπωσις ότι ἡ Ιταλία τότε τὰ ἔβγαλε πέρα μόνη της έναντίον 52 Κρατῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τρεῖς Μεγάλαι δυνάμεις.
«…..αφού λοιπὸν τότε ἀντιμετωπίσαμε 52 Κράτη καὶ ἐνικήσαμεν, πῶς τώρα δὲν θὰ τὰ βγάλουμε πέρα μὲ τὴν μικρὰν ῾Ελλάδα;»
Αὐτὸ ἦταν τὸ νόημα τοῦ λόγou του Μουσσολίνι, ὁ ὁποῖος ἐθεώρησεν ἀπαραίτητο να παρηγορήσῃ τὸν λαόν του διά τὴν οἰκτρὰν ἀποτυχίαν τῆς εκστρατείας του ἐναντίον τῆς Ελλάδος.
Εἶπεν ὅτι ὁ πόλεμος έναντίον τῆς ῾Ελλάδος θὰ διαρκέσῃ εἴτε δύο, εἴτε δώδεκα μήνας. Οὕτω ἡ ἀρχικὴ προθεσμία τῶν τριῶν ἑβδομάδων γίνεται δύο ἕως δώδεκα μηνῶν!
Κατὰ πόσον ἡ δήλωσις αὔτῇ θὰ ἱκανοποιήσῃ τὸν Ιταλικὸν λαὸν δὲν γνωριζομεν. ‘Εκεῖνο όμως ποὺ ἐξάγομεν ὡς ἀλάθητον συμπέρασμα ἐκ μιᾶς τοιαύτης δηλώσεως εἶνε ότι ό Μουσσολίνι καλεῖ τὸν λαόν του νὰ ἐγκαταλείψῃ ὁριστικῶς τὴν ἐλπίδα ὅτι ἐντὸς τοῦ ἐφετεινοῦ χειμῶνος θὰ δυνηθῇ νὰ έχῃ κάποιον ἀποτέλεσμα εἰς τὸ ἑλληνικὸν Μέτωπον.
Εἰς ἁπλούστερα λόγια τοῦτο δὲν εἶνε τίποτε άλλο παρὰ ὁμολογία τῆς ἥττης.
Γενικῶς δὲ ὁ λόγος τοῦ Μουσσολίνι, λόγος έκφωνηθεὶς ἐν «βρασμῷ ψυχῆς», μὲ ἀσυγκράτητον θυμόν, προδίδοντα τὴν ἀλλοφροσύνην εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται ὁ θεατρικός ψευδοκαῖσαρ τῆς Ρώμης ἀπὸ τὸ πάθημά του εἰς τὴν Πίνδον, εἶνε θλιβερὸς λόγος ἡττημένου.
Διὰ τοῦτο τὸν βλέπομεν νὰ καταφεύγῃ εἰς κήρυγμα μισους, μὲ τὸ ὁποῖον ἐλπίζει νὰ διεγείρῃ τὸ πεσμένον ἠθικὸν φρόνημα τοῦ λαοῦ του, φύλαρχος τῆς ᾿Αφρικῆς δὲν θὰ ὡμίλει διαφορετικὰ πρὸς τὸ ἄξεστον πλῆθός του, τὸ ὁποῖον θὰ ἤθελε νὰ φανατίσῃ διὰ τῆς κηρύξεως ἱεροῦ πολέμου.
«῞Ολοι οι Ελληνες, εἶπεν ὠρυόμενος, μᾶς μισοῦν. Τὸ μισός των εἶνε βαθύ, ἀνίατον καὶ ἐμπνέει ὅλὰς τὰς τάξεις εἰς τὰς πόλεις καὶ εἰς τὰ χωρία. Τὸ διατί εἶνε μυστήριον».
Καὶ διὰ νὰ συγκινήσῃ περισσότερον τὸ Ιταλικόν του ἀκροατήριον προσέθεσεν, αλλάζων τὸν τόνον του εἰς ἑλαφράν εἰρωνείαν;
«Μᾶς μισοῦν ἴσως διότι o Σανταρόζα είχε τὴν ἀφέλειαν νὰ ἀποθάνῃ ἀγωνιζόμενος υπὲρ τῆς ῾Ελλάδος, ἴσως ἐπίσης διότι ἀργότερα τὸν ἐμιμήθη καὶ ὁ ᾿Αντώνιο Φράττι.. »
᾿Εν τούτοις ὁ Μουσσολίνι γνωρίζει καλλίτερα ἀπὸ πάντα άλλον Ιταλὸν ποίους μισεῖ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς καὶ διατί τοὺς μισεῖ· Γνωρίζει ἐπίσης ὅτι οἱ ῞Ελληνες τιμοῦν τὴν μνήμην τῶν φιλελλήνων, Ιταλῶν, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα ὑπάρχουν εἰς τὰς ὁδοὺς τῶν Αθηνῶν, ὡς ἐπίσης γνωρίζει ὅτι ἡμεῖς δὲν έχομεν λησμονήση καὶ τὸν Γαριβάλδη, τὸν οποῖον αὐτὸς ἐξεπίτηδες έλησμόνησε. Καὶ τὸν ἑλησμόνησε διότι ὁ ᾽Ιωσὴφ Γαριβάλδης, ἀγωνισθεὶς ὑπὲρ τῆς ῾Ελλάδος, νεώτερος αὐτὸς κλάδος τῆς ἡρωϊκῆς οἰκογενείας, υιός τοῦ ἐπίσης ἀγωνισθέντος υπὲρ της Ελλάδος, Ριτσιότι Γαριβάλδη εξεπατρίσθη μετά την επικράτηση τοῦ φασισμού εἰς τὴν Ιταλίαν.
Δὲν μισοῦμεν τὸ σύνολον τοῦ ιταλικοῦ λαοῦ, ἀλλὰ μισοῦμεν «βαθέως καὶ ἀνιάτως» τὸν δικτάτορα τῆς Ρώμης͵ καὶ τοὺς ἐκπροσώπους του, οἱ οποῖοι μετέβαλον τὴν Ιταλικὴν κατοχὴν τῆς Δωδεκανήσου εἰς τὴν αἰσχροτέραν ὑποδούλωσιν, τὴν ὁποίαν ἀναφέρει ἡ ιστορία.
Μισοῦμεν τὸν Μουσσολίνι καὶ τοὺς ἀνθρώπους του, οἱ ὁποῖοι ἐβομβάρδισαν τὰ γυναικόπαιδα εἰς τὴν ἀνοχύρωτον Κέρκυραν καὶ ἐζήτησαν ὡς λῃσταὶ λύτρα 50 ἑκατομμυρίων λιρεττῶν διὰ νὰ σταματήσουν τὴν περαιτέρω άνανδρον δρᾶσιν των·
Μισοῦμεν τὸν Μουσσολίνι διότι έστειλε τὸν πρεσβευτήν του ὡς διαρρήκτην εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωΐ νὰ ἐκβιάσῃ τὸν Πρωθυπουργὸν τῆς Ελλάδος διὰ νὰ δεχθῇ τὴν χειροτέραν ταπείνωσιν ποὺ ἐπρότεινε ποτε ἕνα Κράτος εἰς ἄλλο.
Αὐτὰ τὰ γνωρίζει ὁ δικτάτωρ τῆς Ρώμης, ἀλλὰ ἐν τῇ ἀλλοφροσύνῃ του ἐκ τῶν ἀτυχιῶν τοῦ ἑλληνικοῦ Μετώπου καὶ θέλων νὰ συσκοτίσῃ τὴν διαυγῆ κρίσιν τοῦ λαοῦ του, προέβη εἰς ἐμπαθὲς κήρυγμα μίσους, διὰ νὰ ἐξάψῃ τὰ καττώτερα συναισθήματα τῶν συμπατριωτών του καὶ νὰ τοὺς φανατίσῃ νὰ συνεχίσουν ἕνα ἀγῶνα ἄδικον καὶ καταδικασμένον εἰς ἀποτυχίαν.
᾿Αλλὰ εἰς τὸ κήρυγμά του ἔχει ἤδη τὴν ἀπάντησιν ἀπὸ τὴν Κορυτσᾶν μὲ τοὺς θριάμβους τῆς ἑλληνικῆς λόγχης, καὶ ἀπὸ τὴν Τεργέστην μὲ τὴν στάσιν τοῦ ιταλικοῦ συντάγματος, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ σταλῇ εἰς τὸ «κατηραμένον Μέτωπον» τῆς Πίνδου,
Η Ελλὰς θὰ ἔχῃ τὴν μεγάλην τιμήν, ἀγωνιζομένη διὰ τὴν ἐλευθερίαν της, νὰ συντελέσῃ καὶ εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν τοῦ Ιταλικοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸ καθεστώς τῶν συκοφαντῶν καὶ τῶν δολοφόνων.
Μίσος βαθὺ καὶ ἀνίατον
Στήλη ¨«Έθνους» ‘Αττικαὶ ἡμέραι, Τίμος Μωραϊτίνης
Ομιλῶν περὶ τῆς Ἑλλάδος. ὁ Ιταλός δικτάτωρ ἐτόνισε τὸ βαθύ, ἀνίατον καὶ γενικὸν μίσος κατὰ τῆς Ιταλίας, τὸ ὁποῖον συμμερίζονται ὅλαι αἱ ἑλληνικαὶ τάξεις εῖς εἰς τὰς πόλεις καὶ τὰ χωριά .
Καὶ ἐδοκίμασεν ὀδυνηρὰν ἔκπληξιν ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ αίσθημα αὐτό. Πολύ σωστά. Ευρέθη πρὸ τῆς ἀχαριστίας καὶ τῆς ἀγνωμοσύνης. Μᾶς ἐζήτησε τὸ σπίτι μας , τὴν ἀνεξαρτησίαν μας, την τιμήν μας καὶ τὴν ἐλευθερία μας καὶ ἀντὶ νὰ τοῦ πούμε, υποκλινόμενοι, «Περάστε, κύριε. Καθίστε. Τί θὰ πάρετε, καφέ ἢ μπύρα. Κανένα, όρεκτικό;» ἐπήραμε τὰ ὅπλα καὶ τὸν στρώσαμε στο κυνήγι. Πρωτοφανής ἀχαριστία καὶ ἐλεεινὴ συμπεριφορά. Καὶ ἐρωτᾷ δικαίως ὁ Κ. ᾿Αρχιφασίστας. ῞Ετσι φέρεται ὁ κόσμος ;
Έτσι συμπεριφέρεται ένας λαὸς ποὺ ζητοῦν νὰ τὸν ὑποδουλώσουν ;
Είχε τρόπους αὐτὸς, παρακαλώ :
Τὴν ἴδια ἔκπληξη και την ίδια, ἀπορία εκφράζει κάθε πολιτισμένος άνθρωπος. Τί κακο σᾶς ἔκανε ἡ ᾿Ιταλία, κύριοι Εζήτησε νὰ καταλύσῃ τὴν ἀνεξαρτησίαν σας καὶ ἀντὶ νὰ σπεύσετε νὰ τῆς τὴν προσφέρετε σεις καὶ νὰ τῆς πῆτε καὶ εὐχαριστώ, τῆς εἴπατε : «Μολών λαβέ».
“Επειτα σᾶς ἔστειλε μερικὰ ἀεροπλάνα, τὰ ὁποῖα ἐβομβάρδισαν εὐγενέστατα τις γυναίκες σας, τοὺς γέρους σας, τὰ μωρά καὶ ἐγκρέμισαν τὰ σπίτια. Καὶ ἀντὶ νὰ αἰσθανθῆτε χαράν καὶ εὐγνωμοσύνην, ἠσθάνθητε μίσος, μίσος «βαθὺ καὶ ἀνίατον»,
Χθὲς τὰ ἰταλικὰ ἀεροπλάνα ἐπολυβόλησαν πάλιν τοὺς κατοίκους ἑνὸς χωρίου καὶ ἐφόνευσαν τα πρόβατά τους, τις κατσίκες τους καὶ τὰ γατιά τους. Πῶς ἔπρεπε νὰ φερθῆτε εἰς τὴν περίστασιν αὐτήν Στοιχειώδης ευγένεια ἐπέβαλλε νὰ τηλεγραφήσετε πρός τὸν γενναιόφρονα δωρητὴν της βόμβας : «Θραύσματα βόμβας ἐλήφθησαν. Δύο γρῃὲς καὶ δέκα κατσίκες νεκρές. Εὐχαριστοῦμεν».
῎Αλλο : 500 ἄνθρωποι έφονευθησαν εἰς τὰς πόλεις καὶ 100 σπίτια φτωχῶν ἀνθρώπων ἐγκρεμίσθηκαν Χάθηκε μια κάρτ-στὰλ μὲ λίγα λόγια :
«Καταφύγιον, 15 Νοεμβρίου.
Κον Μούσσολίνι, Ρώμην.
Απὸ ὑπόγειον βάθους 10 μέτρων ἀποστέλλομεν θερμὸν χαιρετισμόν.
Τίποτε ἀπὸ αὐτά. “Αχάριστοι, ὅπως είμαστε, ἀντὶ ἐκφράσεων ἐνθουσιασμοῦ καὶ ἀντὶ ἀνθοδέσμης, τοῦ ἐστείλατε ἕνα τσάρούχι. (Τ ΜΩΡ.)
Γράμματα από το Μέτωπο :
Στα περισσότερα από τα γράμματα γίνεται αναφορά στην Παναγιά της Τήνου, δεν είναι τυχαίο ο λαός ποτέ δεν συγχώρησε την άναδρο πράξη τορπιλισμού της “Ελλης” ανήμερα της εορτής της Παναγίας. Ήταν μια βεβήλωση, μια Εθνική προσβολή και έπρεπε οι ένοχοι να πληρώσουν. Η προσβολή ήταν τεράστια οι Έλληνες, παραμέρισαν κάθε τι που τους χώριζε (σπάνιο φαινόμενο) και σαν μια γροθιά έκαναν το θαύμα.
Γράφει Στο «Έθνος» της 21/11/1940 ο Τίμος Μωραϊτίνης, “και το θαύμα έγινεν. Ένας ύμνος μυριόστομος ανεβαίνει προς τον ολογάλανον ελληνικόν ουρανόν: “Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια”. Ένας λαός γονυκλινής προσεύχεται και ένας στρατός προχωρεί.”
(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ 1ης ΣΕΛΙΔΟΣ)
………….γιὰ ὕπνο, οὔτε καὶ τὰ σπίτια μας ἀκόμα σκεπτόμαστε. Τόσο εἶνε τὸ ἄχτι ποὺ ἔχουμε όλοι μας νὰ ρεζιλέψουμε καὶ νὰ πετάξουμε στην θάλασσα τὴν παλιοφυλή που νόμισε ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶνε ‘Αβησσυνία. Όλος ὁ στρατός μας πολεμάει λεβέντικα. Εἶχα ἀκούσῃ ἀπὸ μάχες, ἀλλὰ δὲν φανταζόμουνα ὅτι ἡ νίκη δίνει τόση χαρὰ καὶ τόσον ἐνθουσιασμόν. ῞Οτι έκανα τὸ μέρος μου καλὰ, ἔχετε τὴν ἀπόδειξη ὅτι ὁ λοχαγός μου μὲ ἐπρότεινε γιὰ λοχία, ἐπειδὴ μὲ μιὰ περίπολο μάχης ἔπιασα ὀκτὼ αἰχμαλλώτους. Γιὰ κρύο καὶ κακουχίες μὴ φοβόστε. Ἐδῶ τὰ νεῦρά μας γίνονται ἀτσαλένια. Σεῖς θὰ φαντάζεσθε πράμματα φοβερὰ καὶ τρομερὰ ἐνῶ ἐμᾶς δὲν μᾶς νοιάζει καθόλου. Γι’ αὐτὸ νὰ μὴ στενοχωριέσθε. ῞Αλλως τε γιὰ ὅλα τὰ Ἑλληνόπουλα τοῦ Μετώπου φροντίζει ἡ Μεγαλόχαρη τῆς Τήνου νὰ τὰ κρατῇ γερὰ καὶ νὰ τοὺς δίνῃ νίκες και μόνο νίκες. Θέλω νὰ μοῦ γράφετε τακτικά.
ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΗΣΥΧΑΣΟΥΝΕ. ΘΑ ΤΟΥΣ ΚΥΝΗΓΑΜΕ ΩΣ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ.
«’Αγαπητέ μου Πατέρα, Ἐπήρα τὸ πρῶτό σας γράμμα καθὼς ἦρθα στὸ μέτωπο. Ξέραμε ὅτι τὸ ταχυδρομεῖο θὰ ἀργοῦσε νὰ ἔλθῃ, γιατὶ ὅλα τὰ τραῖνα κουβαλοῦσαν στρατὸ ὥστε νὰ προλάσουμε τὸν αἰφνιδιασμὸ τοῦ Ἰταλού. Τώρα, όμως τακτοποιήθηκαν όλα. Σ’ εὐχαριστώ, πατέρα, καθὼς καὶ τὴν μητέρα, γιὰ ὅσα καλὰ λόγια μοῦ γράφετε. Πιστεύω ὅμως ὅτι καὶ σεῖς θὰ εἶσθε εύχαριστημένοι ἀπὸ ὅσα καλὰ καὶ μεγάλα ἐκάναμε ἕως τώρα. Μιὰ καὶ τοὺς πήραμε τὸν ἀέρα ἀπὸ τὴν πρώτη μάχη, δὲν τοὺς φοβόμαστε πιά, ‘Απεναντίας αὐτοὶ μᾶς τρέμουν. Δὲν θὰ τοὺς ἀφήσουμε νὰ ἡσυχάσουνε, ἀλλὰ θὰ τοὺς κυνηγάμε όσο βαστάνε τὰ πλεμόνια μας καὶ τὰ πόδια μας. Πιάνουμε κάθε ἡμέρᾳ αἰχμαλώτους καὶ λάφυρα, ἀλλὰ κανείς μας δὲν θέλει νὰ μείνῃ πίσω, γιὰ συνοδεία αιχμαλώτων ἢ γιὰ περισυλλογή λαφύρων. Ολος ο στρατός έχει μια ψυχὴ καὶ μεγάλον ἐνθουσιασμόν…»
ΘΑ ΠΙΑΣΟΥΜΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΎΣ. ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΜΠΟΡΗΤΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΤΑΙΖΕΤΕ ΓΙΑΤ’ ΕΙΝΕ ΘΕΟΝΗΣΤΙΚΟΙ.
«Σεβαστέ μου Πατέρα, …Τώρα σὲ δικαιώνω, πατέρα, ποὺ μούλεγες ότι στα 1912 έως 1913 πολεμούσατε μὲ ορμὴ σαν νὰ εἴχατε φτερὰ καὶ δὲν λογαριάζατε καθόλου τις κακουχίες. ἐγὼ τὰ ἑνόμιζα γιὰ ὑπερβολὲς όταν μᾶς τὰ ἔλεγες, ἀλλὰ τώρα ἔχω καὶ ἐγὼ τὴν ἴδια γνώμη. Πιστεύω θὰ μαθαίνετε ὅλα τὰ νέα μὲ λεπτομέρειες . Τοὺς ταράξαμε τοὺς μακαρονάδες λένε ὅτι κουβαλοῦν στρατό. Τόσο τὸ καλλίτερο, γιατὶ θὰ πιάσουμε πιὸ πολλοὺς αἰχμαλώτους. Σκέπτομαι ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἔλεγαν, ὅτι θὰ μᾶς φέρουν τὸν πολιτισμό, αὐτοὶ ποὺ εἶνε φορτωμένοι ἀπὸ ψεῖρα καὶ ποὺ κατάκλεψαν σὰν διαρρῆκται ὅσα χωριά εἶχαν τὴν ἀτυχία νὰ ὑποστοῦν γιὰ λίγες μέρες τὸν ζυγό τους.»
ΤΩΡΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΖΟΥΣΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΝΑ EΒΛΕΠΕ…(Επιστολὴ ἀξιωματικού)
«Σεβαστή μου Μητέρα, Ο συνταγματάρχης μου μὲ προέτεινε για προαγωγή στὸν ἀνώτερο βαθμὸ ἐπ᾿ ἀνδραγαθίᾳ, διότι ἐνεργήσας ἐξ ιδίας πρωτοβουλίας ἀντεπίθεσιν ἐναντίον υπερτέρου ἐχθροῦ, ἐξηνάγκασα αὐττὸν εἰς ἄτακτον ὑποχώρησιν, συλλαβὼν αἰχμαλώτους καὶ κυριέψας μίαν πολεμικὴν σημαίαν του έχει ὡς καὶ ἀλλὰ λάφυρα.
Τώρα, μητέρα μου, ἤθελα νὰ ἐζοῦσε ὁ πατέρας μου, γιὰ νὰ ἔβλεπε, αυτός που σκοτώθηκε δοξασμένος στο πεδίο της μάχης, οτι ήρθε τώρα ή σειρά του γυιού του νὰ ἐξακολουθήσῃ τὸν ἴδιο δρόμο. Ελπίζω να κάμω πιό πολλὰ ἀκόμη.»
Η ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ ΚΑΙ Η «ΕΛΛΗ»
Τ.Τ. 724, Την Τρίτη 11-1940.
‘Αγαπητέ αδελφέ Μανώλη. Σε φιλώ. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τὴν χαρὰ όλων μας των στρατιωτών για τα ηρωϊκά κατορθώματα τῶν συναδέλφων μας. Καθημερινώς, αδελφέ, ὅλοι μας φωναζομεν κάτω τα μακαρόνια και θὰ τοὺς πετάξωμεν ὅλους στὴ θάλασσα, όπως ὅλοι μας είμαστε άποφασισμένοι νὰ σκοτωθούμε μεχρις ἑνός. Γι’ αὐτό, ἀδελφέ, θὰ σου γράψω ένα ώραιο ποίημα τῆς «῞Ελλης», τοῦ ἱστορικού καραβιού μας. Θέλω νὰ τὸ διαβάσῃς μὲ προσοχή γιὰ νὰ τὸ καταλάβης.
Η «ΕΛΛΗ»
‘Ηταν ἡμέρα ἱερή, ἦταν ἡ ὥρα αγία
που οἱ Χριστιανοί προσεύχονταν μπροστὰ στὴν Παναγία.
῾Ο δολοφόνος κεῖ κοντὰ κρυμμένος μέσ’ τὸ κῦμα,
κρυφὰ μὲ δόλο καὶ ύπουλα σκυφτός κτυπᾷ τὸ θῦμα.
Κρότος πολὺς ἀκούστηκε, κακό, φοβερή ἀντάρα.
Τὴν «Ἕλλην τορπιλλίσανε, ἀνάθεμα. κατάρα.
Τρέμουν ψηλὰ τὰ λάβαρα, ὅλες οἱ εικόνες τρίζουν,
ἡ Δέσποιναν πληγώνεται, τὰ μάτια της δακρύζουν,
ἐδάκρυσε ἡ Παναγιά, ἐπόνεσε ἡ καρδιά της.
Απλώνει τ’ ἅγια χέρια της, σκεπάζει τὰ παιδιά της,
γυρεύει ναῦρῃ τὸ φονιᾶ, γυρεύει νὰ τὸν πνιξη.
Μέσ’ τὰ σκοτάδια τὰ παχειά, στὸν ‘Αδη νὰ τὸν ρίξῃ.
Καὶ μεῖς ψηλὰ σηκώνουμε, στὸν Οὐρανὸ τὸ βλέμμα,
καὶ ὅρκο μεγάλο κάνουμε νὰ πάρουμε τὸ αἷμα.
Φίλησέ μου τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα. Σὲ φιλῶ γλυκά, ο ἀδελφός σου Κλέων Τσελεπιδάκης.»
ΘΑ ΤΟΥΣ ΕΠΙΒΑΛΟΥΜΕ ME ΤΗΝ ΛΟΓΧΗ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ…
«’Αδελφέ Κώστα,
Μη στενοχωρεῖσαι ποὺ μᾶς ἐπῆρε ἡ ἐπίταξε τὸ αὐτοκίνητο. Πόλεμος εἶνε καὶ πρῶτ᾽ ἀπ’ όλα πρέπει νὰ σώσουμε την Πατρίδα μας ἀπὸ τὰ βρωμερὰ Ιταλικὰ νύχια κι ύστερα έχει ὁ Θεός. Θὰ ξαναφτιάξουμε τις δουλειές μας, καὶ θὰ ζήσουμε ἐλεύθεροι καὶ περήφανοι. ῎Αλλως τε όλες τις ζημιές μας θὰ μᾶς τις πληρώσῃ ὁ Μουσσολίνι ὅταν θὰ τοῦ ἐπιβάλουμε μὲ τὴν λόγχη μας τοὺς ὄρους τῆς εἰρήνης»
ΜΙΑ ΣΗΜΑΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΧΟ ΜΟΥ
«Καίτη μου. Δὲν θέλω νὰ μοῦ στείλῃς φανέλλες και κάλτσες. Προτιμώ να μοῦ φτιάξης καὶ νὰ μοῦ στείλης μιὰ σημαία τῆς ξηρᾶς στὸ μέγεθος ποὺ ἔχουν τις σημαίες του στὰ σωματεῖα. Στὸ κέντρον μέσα σὲ ἕνα χρυσὸ κύκλο νὰ βάλῃς τὸν Ντίνο να να ζωγραφίσῃ τὴν Παναγία τῆς Τήνου. Μια τέτοια σημαία θέλω νὰ κάνω δώρο στο λόχο μας. Θὰ παραξενεύεσαι γιατί δὲν μὲ ἤξερες γιὰ θρήσκο. ἀλλὰ ἀπ’ ὅσα βλέπουν τὰ μάτια μου πιστεύω κ’ ἐγὼ ὅτι μιὰ θεϊκή δύναμις συντρόφεύει τὸν στρατόν μας. ῞Αλλως τε πῶς μποροῦσα νὰ μείνω μόνος ἐγὼ ἀσυγκίνητος μέσα στὸ κῦμα τῆς πίστεως ποὺ ἔχει ὅλος ὁ στρατός μας πρὸς τὴν Παναγία της Τήνου τὴν ὁποία πιστεύει προστάτιδά του…
Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΜΕΤΟΠΙΣΘΕΝ
NA KATAΣKEΥAZOYN ΟΛΟΙ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ
Ὑπὸ τοῦ Ύφυπουργείου ᾿Ασφαλείας ἐξεδόθη ἡ κάτωθι ἀνακοίνωσις:
Φέρομεν εἰς γνῶσιν τοῦ Κοινοῦ, ὅτι ἡ ἐχθρικὴ ἀεροπορία δὲν φείδεται οὐδενὸς μέσου καὶ δὲν κάμνει οὐδεμίαν διακρισιν κατα τὰς αεροπορικὰς ἐπιδρομὰς έναντίον τοῦ ἀμάχου πληθυσμοῦ. Κατόπιν τούτου ὀφείλει ἕκαστος ιδιοκτήτης ἢ ἐνοικιαστὴς όπως ἐπισπεύσῃ τὴν κατασκευήν οἰκογενειακοῦ καταφύγιου, ἐκ διασκευῆς καταλλήλου χώρου.
᾿Ιδιαιτέρως ἐφιστῶμεν τήν προσοχὴν τῶν κατοίκων τῶν πόλεων ᾿Αθηνῶν καὶ Πειραιῶς, αἱ ὁποῖα ἐνδέχεται ν᾿ ἀποτελέσωσιν ἰδιαιτερον στόχον τῆς ἐχθρικῆς ἀεροπορίας καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐμφανίζεται ἐπείγουσα ἡ ἀνάγκη όπωςμεριμνήσωσι διὰ τὴν ἀπόκτησιν τοιούτων καταφυγίων, λίαν ἀπαραιτήτων διὰ τὴν αὐτοπροστασιαν αυτών.
Ωσαύτως ἐφιστῶμεν τὴν προσοχὴν τῶν κατοίκων, ὅπως συμμορφῶνται μὲ τὰς μέχρι τοῦδε περὶ συσκοτίσεως τῶν ἀκινήτων των ὁδηγίας
Επίσης οἱ ὁδηγοὶ παντὸς ὀχήματος ὀφείλουσι νὰ κινῶνται καὶ ΐστανται μὲ τὸν προκαθορισθέντα φωτισμόν.
Αἱ ἀστυνομικαὶ ᾿Αρχαὶ νὰ ἐν φαρμόσωσι μετὰ πάσης αὐστηρότητας τὰς μέχρι τοῦδε ἐκδοθείσας ὁδηγίας καὶ διαταγὰς καὶ νὰ διώξωσι μετά σκληρότητος τοὺς παρραβάτας αὐτῶν, διότι ἡ ἔστω καὶ ἐκ μέρους ἑνὸς ἀτόμου μὴ συμμώρφωσις, ἐνδέχεται νὰ ἔχη σοβαρώτάτας συνεπείας ἐπὶ τοῦ συνόλου.
Αἱ ἀστυνομικαὶ ᾿Αρχαὶ νὰ προβαίνωσι καὶ εἰς τὴν ἀφαίρεσιν τῆς ἀδείας τοῦ παραβάτου ὁδηγοῦ αὐτοκινήτου, ἐκτὸς τῆς ποινικής διώξεως αὐτοῦ.
᾿Αθῆναι τῇ 12 Νοεμβρίου 1940
Ο ὑφυπουργός Δημ. ‘Ασφαλείας Κ. ΜΑΝΙΑΔΑΚΗΣ
και μια διαφήμιση από την εφημερίδα, η ζωή συνεχιζόταν…..
22 Νοεμβρίου 1940
Ελεύθερο Βήμα
«METΩΠON HΠEIPOY, 22 Νοεμβρίου (του απεσταλμένου μας Π. Παλαιολόγου).
H Ήπειρος ολόκληρος εις μίαν ψυχήν πανηγυρίζει ενθουσιωδώς την κατάληψιν της Kορυτσάς. O Mητροπολίτης Iωαννίνων Σπυρίδων, εθναπόστολος, περιερχόμενος το μέτωπον, με ησπάσθη ψιθυρίζων: «Ωμίλησεν ο Θεός. Oύτοι εν άρμασιν, ούτοι εν ίπποις, ημείς εν ονόματι Θεού». Οι στρατιώται αγκαλιάζουν αλλήλους. Mε ψυχήν πλημμυρισμένην από συγκίνησιν και υπερηφάνειαν, συγκεντρώνω από τραυματίας αξιωματικούς στοιχεία από τας προχθεσινάς και χθεσινάς μάχας εις το μέτωπον της Hπείρου. Xρειάζεται νέος Όμηρος διά την περιγραφήν της σημερινής εποποιΐας. Zώμεν εις μίαν ατμόσφαιραν μέθης και παραληρήματος».
Πηγή : Εφημερίδα “Εθνος”, Τρίτη 19 Νοεμβρίου 1940, αριθμός φύλλου 9.368
Επιμέλεια ψηφιοποίησης – ανάρτησης : Αργύρης Τασιόπουλος
Σχόλια Απενεργοποιημένα
Η Ιστοσελίδα δέχεται πλήθος μηνυμάτων υπό μορφή σχολίων. Τα σχόλια είναι γραμμένα σε διάφορες γνωστές και άγνωστες γλώσσες, στην πλειοψηφία τους είναι εγκωμιαστικά, πλην όμως σκοπό έχουν να προκαλέσουν δυσλειτουργίες με τον μεγάλο αριθμό τους. Η ΕΕΥΕΔ στα άρθρα που δέχονται επίθεση με SPAM σχόλια, απενεργοποιεί την λειτουργία υποδοχής σχολίων. Εάν επιθυμείτε αποστολή σχολίων τότε στείλετε τα στο email (eeyed.contact@gmail.com) και εμείς θα τα δημοσιεύσουμε.