…..και μετά ο πόλεμος……και σήμερα ;
……όσο για το αύριο !
2022.10.23
Ταξιάρχου ΥΙ ε.α Βαζαίου Λάμπρου
Δεκαεπτά ακριβώς ημέρες πριν γεννηθώ, στις 13 Νοεμβρίου του 1940, τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου για την ακρίβεια, άρχισε η μεγάλη περιπέτεια της χώρας και της κοινωνίας μας.! Αν και κάθε τι που αρχίζει στην ζωή συνηθίζει κάποτε να τελειώνει, δεν είμαι σίγουρος πως έτσι έγινε ή θα γίνει στην περίπτωση μας.
Μετά από 82 χρόνια, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο, έχουμε την αίσθηση εκκρεμότητας που επιμένει. Κάτι δεν τελειώνει, κάτι δεν θέλει να τελειώσει, κάτι που δεν δίνει εξηγήσεις, κάτι που κυκλοφορεί άλλοτε τυχαία, άλλοτε απειλητικά, χωρίς να δείχνει πως βαρέθηκε, χωρίς να δείχνει καμία προθυμία για αποχώρηση έστω για διακριτική απομάκρυνση! Έγινε μέρος της Εθνικής μας Παθολογίας, μας συνήθισε όπως φαίνεται και πολύ φοβάμαι πως και εμείς το συνηθίσαμε. Αποφάσισα λοιπόν για φέτος να κουβεντιάσω γι’αυτό το «κάτι», να μιλήσουμε ήρεμα και χωρίς εντάσεις και προκαταλήψεις όλοι όσοι μπορούμε να καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι, όλοι όσοι δεχόμαστε τους ίδιους κραδασμούς από τα ηχεία του χρόνου και της ζωής. Μαζί μας ο παλιός φίλος Σημειολόγος, ο μαθητής του Δάσκαλου, του Ουμπέρτο Έκο.
Εκείνα τα ξημερώματα λοιπόν την πόρτα του κήπου ενός μέτριου αστικού σπιτιού της Κηφισιάς χτύπησε ο σωφέρ του πρεσβευτικού αυτοκινήτου της Ιταλικής Πρεσβείας. Υπήρχε ένας, έτσι διαβεβαιώνουν οι σύγχρονοι, μόνον φρουρός χωροφύλακας στην είσοδο. Βαθειά νύκτα ήταν και μάλλον όλα λειτουργούσαν με την προβλεπόμενη νωχέλεια. Ο τρίχρωμος Ιταλικός επισείων μπέρδεψε τον φρουρό και μετάδωσε με το εσωτερικό τηλέφωνο στο εσωτερικό του σπιτιού πως ο πρεσβευτής της Γαλλίας ζητούσε να γίνει δεκτός εκτάκτως, τέτοια ώρα, από τον πρωθυπουργό Μεταξά. Η αξία της σημειολογίας είναι στην αποδελτίωση των λεπτομερειών και των μηνυμάτων που κουβαλάνε. Όσα μέχρι τώρα κατέγραψα έφτιαξαν το σκηνικό της βραδιάς και άρχισαν να ταιριάζουν τα κομμάτια της ιστορίας.
Δεν αναφέρθηκαν πολυπρόσωπες φρουρές, ή οργανωμένη υπηρεσία υποδοχής με άμεσες διαδικασίες. Το μικρό σαλόνι του σπιτιού με την απλή αστική αισθητική της εποχής υποδέχθηκε τον αμήχανο Γκράτσι. Στα απομνημονεύματα του ο Ιταλός διπλωμάτης αυτό αφήνει να εννοηθεί. Η αποστολή του και το μήνυμα που μετέφερε τον βάραιναν. Το ιταμό περιεχόμενο αλλά και η λωποδίτικη μεθόδευση της χρονικής παράβασης στην κήρυξη του πολέμου, του ήταν αφόρητα όπως έγραψε. Είναι λογικό ο ευπρεπής διπλωμάτης να ζορίζεται που τον ανάγκασαν να φερθεί έτσι οι αλητήριοι της φασιστικής νομεκλατούρας.
Ο Σημειολόγος βρίσκει λογική αλληλουχία στην σκηνή αυτή, με την επόμενη. Ο Πρωθυπουργός Μεταξάς παρουσιάζεται με την ρόμπα του, μόλις είχε ξυπνήσει, και υποδέχεται ήσυχα, ήρεμα, ευγενικά τον νυκτερινό επισκέπτη. Απροσδόκητη και έξω από κάθε έννοια κοινωνικής διαδικασίας συνάντηση δύο ηλικιωμένων κυρίων στο απλό καθημερινό σαλονάκι της Κηφισιάς. Δεν άλλαξε ο οικοδεσπότης, δεν φόρεσε το κοστούμι του, τον δέχθηκε με την ενδυμασία εκείνης της στιγμής, με την ρόμπα επάνω από το νυχτικό του. Μένει σε εμάς και τον Σημειολόγο να βρούμε την ερμηνεία. Δεν ήταν αστική απρέπεια προς τον επισκέπτη. Είχαν αγωγή οι άνθρωποι τότε. Ήταν μας λέει ο Σημειολόγος η υπενθύμιση της διατεταγμένης απρέπειας που διέπραξε ο Ιταλός. Νύχτα, ξαφνικά, απροειδοποίητα, χτυπάς το κουδούνι του Πρωθυπουργού και φέρνεις τον πόλεμο και τον όλεθρο στην χώρα του. Φαίνεται πως ο Μεταξάς, παλιά καραβάνα της πολιτικής, ήθελε να περάσει μήνυμα και το πέρασε.
Μετά την ανάγνωση, του μόλις προ ολίγου αποκρυπτογραφηθέντος κειμένου που ουσιαστικά ήταν συρραφή ανακριβειών, αθλιοτήτων και ύπουλων απειλών του φασιστικού υπόκοσμου, έγινε για λίγο σιγή, όπως περιγράφουν οι ίδιοι. Την σιωπή έσπασε ο Μεταξάς λέγοντας πολύ ήσυχα, σκουπίζοντας τα γυαλιά του «alorsc’estlaguerre!». Τέσσερεις λέξεις Γαλλικά, που σφράγισαν την μοίρα δύο λαών, την ζωή χιλιάδων ανθρώπων που δεν τους ρώτησαν άν ήθελαν να πεθάνουν η να πάψουν να είναι αρτιμελείς, η ακόμη περισσότερο αν είχαν την διάθεση να γίνουν ήρωες, η δειλοί, η λιποτάκτες, ή περήφανοι μαχητές, η ακόμη χειρότερο να υποθηκεύσουν τον τρόπο ζωής τους, το μέλλον των παιδιών τους και ότι άλλο είναι η πραγματική περιουσία του πολίτη μιας χώρας . Οι προσεκτικά μελαγχολικές αναφορές στα απομνημονεύματα των δύο ανδρών είναι απίστευτα ακριβείς σημειολογικά. Φαίνεται πως οι δύο έμπειροι πολιτικά και κοινωνικά άνδρες τα σκέφθηκαν όλα αυτά και καταγράφουν πως χώρισαν αμίλητοι και βαθειά σκεπτικοί. Ο Σημειολόγος τους ακολούθησε μέχρι την πόρτα του κήπου. Ο σκοπός χωροφύλακας μάλλον χαιρέτησε τον επισκέπτη της νύχτας, το αυτοκίνητο ξεκίνησε και το σπίτι πίσω τους ξύπνησε για να ετοιμασθεί για όσα ερχόντουσαν.
Αυτό ήταν το ΟΧΙ ! Εκκωφαντικό στην χαμηλόφωνη και κοινωνικά καθώς πρέπει εκδοχή της σκληρής απάντησης του Πρωθυπουργού. Εδώ ο Σημειολόγος ψάχνεται και αναρωτιέται μαζί με τον δημοσιογράφο που λίγο μετά έγραψε:
«Ο Μεταξάς είπε το Όχι, ενώ ήταν αυτός που δικαιολογημένα, από ιδεολογική άποψη, μπορούσε να πει το Ναι. Στην περίπτωση αυτή στο Υπουργικό Συμβούλιο που ακολούθησε όλοι οι υπουργοί θα συμφωνούσαν, φιλώντας με σεβασμό το χέρι του!».
Δεν είναι εύκολο για τον Σημειολόγο μας να χωνέψει την αντίφαση. Το φασιστικό Ιταλικό καθεστώς, κηρύσσει τον πόλεμο στο φασιστικό Ελληνικό καθεστώς γιατί το τελευταίο αρνείται να υποταχθεί. «Alorsc’estlaguerre» απαντά ο Έλληνας ηγέτης της φασιστικής δικτατορίας στον πρεσβευτή του Ιταλικού φασιστικού κράτους! Ο μαθητής του Ουμπέρτο Εκο σήκωσε τα χέρια! Μετά από πολλή κουβέντα όμως καταλήξαμε. Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις την διαδρομή ψυχή – μυαλό του Έλληνα, του διαχρονικού ΄Ελληνα. Από τον ανυπάκουο Προμηθέα, την Αντιγόνη των θεσμών και της θυσίας, από τον Λεωνίδα και και τον Θεμιστοκλή στο Μεσολόγγι και το Κούγκι, από το «έθος ει αεί στασιάζειν οι Έλληνες», στον φόνο του Καποδίστρια, μια ανάσα δρόμος είναι για γυρίσματα του χρόνου! Έτσι ο Ντούτσε που ήταν δάσκαλος στο επάγγελμα κατάφερε γελοιοποιούμενος να αποδειχθεί απίστευτα ανιστόρητος. Ο Σημειολόγος άρχισε τώρα να μουρμουράει μήπως πρέπει να συνδέσει το μοναδικό χιουμοριστικό ξεφάντωμα της Ελλάδας σε βάρος των Ιταλών με την αμφίεση του Μεταξά στην συνομιλία με τον Γκράτσι! Εδώ εγώ δεν μπορώ να τον βοηθήσω. Αρκετά έχω εκτεθεί με τις σημειολογικές ακροβασίες του φίλου μου.
Είναι όμως ώρα να ζητήσω κατανόηση και συγνώμη από τους διακεκριμένους ιστορικούς, τους στρατηγικούς αναλυτές, τους σοβαρούς πολιτικούς επιστήμονες . Οι μελέτες, οι απόψεις και οι θέσεις τους σεβαστές, ακριβείς και τεκμηριωμένες έχουν οριοθετήσει το περίγραμμα της ιστορίας και της πορείας της χώρας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Σημειολόγος όμως με παρέσυρε για να μου δείξει πως με τα δικά του εργαλεία μπορούμε να ανοίξουμε τις κλειδαρότρυπες της ιστορίας και να κρυφοκυττάξουμε τα κρυμμένα της. Θα ομολογήσω την αμαρτία μου. Είναι ελκυστικό το ταξείδι με τον μαθητή του Ουμπέρτο Εκο. Στον δρόμο μου θύμισε πως δεν πρέπει να ξεχνάμε τον Γιάννη Τσιγάντε που δεν αποχωρίστηκε το μονόνκλ του ούτε την ώρα που προδομένος, αγωνίστηκε μέχρι την τελευταία του σφαίρα ξεπαστρεύοντας τους καραμπινιέρους που τον είχαν ζώσει στο σπίτι της στάσης Αγγελοπούλου. Πρόλαβε έτσι και κατέστρεψε όλο το αρχείο της οργάνωσης . Δεν ήταν όμως στην εκκλησία για να ακούσει να λένε, στο μνημόσυνο το δικό του και του μεγάλου του αδελφού, του Χριστόδουλου , του Χριστόδουλου Τσιγάντε του Ιερού Λόχου:
«Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν πως τέτοιους άνδρες βγάζει το Έθνος μας , θα λένε για σας!»
Την Τρίτη 29 Οκτωβρίου 1940 ο Γεώργιος Βλάχος το κύριο άρθρο της Καθημερινής το επιγράφει: «ΤΟ ΣΤΙΛΕΤΟΝ».
Γράφει …….Τον πόλεμον τούτον δεν τον εζητήσαμεν, δεν τον προκαλέσαμεν, δεν τον ηθελήσαμεν. Μας επεβλήθη. Μας επεβλήθη κατά τον χυδαιότερον και κατά τον σκαιότερον τρόπον……
και πιο κάτω….. «θα το υποδεχθώμεν, το υπεδέχθημεν ήδη – με το μέτωπον υψηλά, με το στήθος προτεταμένον, με τας χείρας ενόπλους, με κάτι ανώτερον από τον χάλυβα , τα αεροπλάνα και το πετρέλαιον. Με το θάρρος και τα πτερά της ψυχής. Θα αποθάνομεν όλοι χωρίς να πρέπει και χωρίς να το θέλομεν. Αλλά εάν οι Ιταλοί κατορθώσουν να νικήσουν ένα λαό ο οποίος έχει αποφασίσει να αποθάνει , έ τότε θα είναι η από αιώνων πρώτη μεγάλη και παράδοξος νίκη των! Αλλ’αυτό δεν θα συμβή. Η Ελλάς θα νικήση, θα νικήση η αυτοθυσία, το θάρρος, η Ιδέα – και το στιλέτον θα ηττηθή».
Ο Σημειολόγος το απάγγειλε θριαμβευτικά. Το στιλέτον, λέει και εξηγεί, είναι το όπλο των ύπουλων, των δειλών. Στην συνέχεια μιλώντας με δασκαλίστικο ύφος επιμένει: Άκου για να μαθαίνεις λοιπόν. Ο Γ.Α.Β. λίγες ώρες μετά την κήρυξη του πολέμου κάνει την υπέρβαση. Μιλά για τους Ιταλούς φασίστες που κρατούν το όπλο των κακοποιών της νύχτας! Με το δεδομένο πως οι ομάδες των Facio, κρατούσαν και χρησιμοποιούσαν στιλέτα, αυτόματα οι συνειρμοί οδηγούν εκεί που πρέπει. Το κοινωνικό στίγμα συνοψίζει ο Σημειολόγος είναι σαφές και ανεξίτηλο. Κακοποιοί της νύχτας, ύπουλοι και θρασύδειλοι οι ντροπιασμένοι της Αλβανίας!
Οι Έλληνες όμως λέει λαχανιασμένος από την ταχύτητα του λόγου του, κατάλαβαν γρήγορα με τι είχαν να κάνουν. Η χλεύη και το ρεζίλεμα των «φρατέλων» τους βόηθησε όσο τίποτε να ξεπεράσουν τις απίστευτες, τις τραγικές δυσκολίες.
Πάλι στον Γ.Α.Β. της Καθημερινής μας πηγαίνει διαβάζοντας συγκινημένος και ας μην το δείχνει…..
«….Δεν είμεθα όλοι μέχρι της παραμονής της ημέρας αυτής ούτε ήρωες ούτε φανατικοί πατριώται. Μέτριοι άνθρωποι, φρόνιμοι της φαμίλιας και της δουλειάς, όχι το σπίτι και τα παιδιά και τους εαυτούς μας αλλά ούτε και το περιεχόμενο της τσέπης μας είμεθα πρόθυμοι να πετάξωμεν εις τον έρανον της Πατρίδος. Και επαρουσιάσθη ο έρανος του αίματος το αξέχαστον εκείνο πρωϊ. Και η Ελλάς αμέσως χωρίς λογαριασμούς, χωρίς σκέψιν άνοιξε όλες τις φλέβες της. Ήταν αγών υπέρ της Πατρίδος. Αυτήν ηγάπησαν έξαφνα με οργήν και με πάθος, αριστεροί και δεξιοί, αστοί και κομμουνισταί, εθνικόφρονες και αναρχικοί, …..την Ελλάδα».
Έχει μεγάλη και δυνατή συνέχεια η ράτσα μας, ο τόπος μας, η ιστορία μας, η ιστορία της καρδιάς μας, σχολίασα στον «Ανεξάρτητο».
Το θύμισα μετά απαντώντας και συμφωνόντας με τον φίλο Σημειολογο.
Εδώ εγώ θα κλείσω.
Ο φίλος Σημειολόγος επιμένει πως τα είπαμε όλα.
Του χρόνου, να είμαστε καλά να ξαναθυμηθούμε όλα αυτά που πρέπει να μην ξεχνάμε γιατί……
«Είναι υποθήκευση του μέλλοντος η άρνηση του παρελθόντος».
Θα κλείσω λοιπόν για να πάμε να ακούσουμε όλοι έστω για λίγο την Σοφία Βέμπο
και τι λέτε ; πάμε στην παρέλαση ;
ΛΑΜΠΡΟΣ
ΥΓ. Και μετά ήρθαν οι Γερμανοί !
Και μάλλον δεν ξανάφυγαν, Ο Θεός να μας φυλάει .
- Επιμέλεία Ανάρτησης : Τασιόπουλος Αργύρης