- – Παύλου Αχ. Νταφούλη Στρατ. Ιατρού
- – Δέλτος 23 (2002)29-32
- – Η Ιατρική στη Σύγχρονη Ιατρική Ιστορία (Δ’ Τόμος)
ΕΧΟΥΝ ΓΡΑΦΕΙ ΠΟΛΛΑ για τη διαφωνία του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Βασιλέως Κωνσταντίνου σχετικά με την πορεία που θα ακολουθούσε ο ελληνικός στρατός κατά τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο και την πιθανότητα κατάληψης της Θεσσαλονίκης από τους Βουλγάρους. Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ο ακριβής ρόλος που διαδραμάτισε στα γεγονότα του Οκτωβρίου 1912 ένας Έλληνας γιατρός, ο Φίλιππος Νίκογλου.
Ο Φίλιππος Νίκογλου γεννήθηκε στη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1871. Φοίτησε στα περίφημα Ζαρίφεια Εκπαιδευτήρια της Φιλιππούπολης και σπούδασε ιατρική στη Γερμανία. Εγκαταστάθηκε στη Σόφια, όπου άσκησε την ιατρική ως χειρουργός. Το 1885 η πατρίδα του, η Ανατολική Ρωμυλία, προσαρτήθηκε από τη Βουλγαρία, ενώ από το 1908 οι κάτοικοί της έγιναν και τυπικά Βούλγαροι, ανεξαρτήτως εθνικού φρονήματος
Κατά την επιστράτευση του βουλγαρικού στρατού στις 7 Σεπτεμβρίου 1912, ο Βούλγαρος υπήκοος Φίλιππος Νίκογλου παρουσιάστηκε ως έφεδρος υπίατρος στο Σαμακόβιον, όπου συγκροτήθηκε το κινητό χειρουργείο της VII βουλγαρικής μεραρχίας. Σε αυτό υπηρετούσαν 8 γιατροί, με διευθυντή τον Εβραίο αρχίατρο Αλκαλάη. Στις 5 Οκτωβρίου 1912 το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Από τις πρώτες ημέρες των εχθροπραξιών ο Νίκογλου περιγράφει ως σοβαρά προβλήματα τη χολέρα που μεταδόθηκε στους Βούλγαρους από τους Τούρκους και τη δυσχέρεια στη μετακίνηση. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι τα χειρουργεία διέθεταν 18-20 άμαξες για τη μεταφορά των τραυματιών και 40-50 τραυματιοφορείς στρατιώτες, αλλά δυσκολεύονταν να ακολουθήσουν την ταχύτατη προέλαση των μαχομένων τμημάτων, η οποία υπαγορευόταν από στρατηγικούς και διπλωματικούς λόγους.
Η προηγηθείσα ελληνοβουλγαρική συνθήκη του Μαΐου του 1912 δεν προέβλεπε διανομή εδαφών μεταξύ των συμμάχων, οπότε ίσχυε η αρχή του τετελεσμένου γεγονότος. Στις 20 Οκτωβρίου λοιπόν ο ελληνικός στρατός απελευθέρωνε τα Γιαννιτσά, οπότε η VII βουλγαρική μεραρχία προσπάθησε με κάθε τρόπο να φτάσει πρώτη στη Θεσσαλονίκη. Αλλεπάλληλα τηλεγραφήματα του πρωθυπουργού Βενιζέλου και του υπουργού των Εξωτερικών Λάμπρου Κορομηλά επέσπευσαν την πορεία του ελληνικού στρατού προς την Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα την απελευθέρωσή της στις 26 Οκτωβρίου, ημέρα εορτής του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Οι πληροφορίες της κυβερνήσεως προέρχονταν από τον πρεσβευτή μας στη Σόφια Δημήτριο Πανά
Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα ποιά ήταν η πηγή των πολύτιμων αυτών πληροφοριών του Πανά. Ο Κορομηλάς είχε επιφορτίσει τον τότε λοχαγό Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη να παρακολουθεί την VII βουλγαρική μεραρχία του στρατηγού Θεοδορώφ. Ο Σουλιώτης είχε προηγουμένως διακριθεί για τη δράση του στην Οργάνωση Θεσσαλονίκης κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και αργότερα στην Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως. Ο Σουλιώτης λοιπόν διορίσθηκε στρατιωτικός σύνδεσμος με τον σερβικό στρατό και εφοδιασμένος με τα κατάλληλα έγγραφα κατέφθασε στις 19 Οκτωβρίου στο Κιουστεντήλ, όπου στρατοπέδευε η σερβική μεραρχία του Στεφάνοβιτς, αλλά και η βουλγαρική του Θεοδορώφ. Μετά από συνεννοήσεις με Σέρβους και Βουλγάρους αξιωματικούς ο Σουλιώτης μετέβη στην Ανω Τζουμαγιά με σκοπό να συναντήσει τον εκεί ευρισκόμενο Θεοδορώφ, δεν κατόρθωσε όμως να συναντήσει τον Βούλγαρο στρατηγό.
«Εξερχόμενος του Φρουραρχείου», γράφει ο Σουλιώστης, «συνήντησα τον ιατρόν Νίκογλου, Ελληνα, υπηρετούντα ως έφεδρον παρά τω Βουλγαρικώ στρατώ. Ούτως προθυμότατα πλησιάσας με, μοί είπεν ότι από της αρχής του πολέμου όλαι αι εμπιστευτικαί διαταγαί συνίστων να καταβληθεί πάσα προσπάθεια, όπως οι μακεδονικαί πόλεις και προπάντων η Θεσσαλονίκη καταληφθώσι προ της καταλήψεως αυτών υπό των Ελληνικών στρατευμάτων. Μοί επεβεβαίωσεν ότι ο Βόρις μετά του στρατηγού Ράτζο Πετρώφ και του πρεσβευτού Στάντσεφ διήλθον εξ Ανω Τζουμαγιάς, προξενοδοχείον, όπου είχε καταλύσει, και στρατιώτας της βασιλικής φρουράς, οδηγούντας βασιλικήν άμαξαν, προωρισμένην δια την επίσημον είσοδον του διαδόχου της Βουλγαρίας εις Θεσσαλονίκην».
Ο Σουλιώτης προσπαθεί να τηλεγραφήσει κρυπτογραφημένες τις πολύτιμες πληροφορίες στην πρεσβεία μας στη Σόφια και στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα, φοβούμενος όμως τη βουλγαρική λογοκρισία και καθώς δεν λαμβάνει απάντηση, υποκρίνεται τον ασθενή. Ο Νίκογλου πιστοποιεί την ασθένεια και προτείνει επιστροφή του ασθενούς στη Σόφια.
Ο Βούλγαρος Φρούραρχος πείθεται εύκολα να ξεφορτωθεί τον ανεπιθύμητο Ελληνα αξιωματικό, και ο Σουλιώτης διασχίζει τα χιονισμένα βουνά, φτάνει στον πλησιέστερο σιδηροδρομικό σταθμό, παίρνει το πρώτο τραίνο για Σόφια και παρουσιάζεται στον πρεσβευτή της χώρας μας, στον οποίο εκθέτει τη διαμορφωθείσα κατάσταση. Ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας ταγματάρχης Αμβρόσιος Φραντζής τηλεγραφεί τις πληροφορίες με τους κώδικες κρυπτογράφησης στο Υπουργείο Εξωτερικών, και ο υπουργός Λάμπρος Κορομηλάς, πρώην Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, ενημερώνει τον Βενιζέλο. Αξίζει να σημειωθεί πως όλα αυτά κατεγράφησαν από τον Σουλιώτη στις 27 Απριλίου 1931 σε σημείωμά του προς δημοσιογράφο, «ώστε η ιστορική αλήθεια να μη νοθεύεται». Ο Νίκογλου εξηγεί την εμπιστοσύνη του στον Ελληνα αξιωματικό, σημειώνοντας πως τον είχε συναντήσει παλαιότερα στη Σόφια, όπου ο Σουλιώτης γνώρισε τα μέλη της ελληνικής παροικίας, καλύπτοντας την εθνική του δράση εμφανιζόμενος ως ζωέμπορος.
Ο στρατηγός Βίκτωρ Δούσμανης υπηρετούσε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους στο Γενικό Στρατηγείο δίπλα στον Διάδοχο-αρχιστράτηγο και είχε πλήρη ενημέρωση για τα τεκταινόμενα. Στα Απομνημονεύματά του επιβεβαιώνει τα γραφόμενα του Σουλιώτη-Νικολαΐδη.
Ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος στα Απομνημονεύματά του επιβεβαιώνει και αυτός την δράση του Νίκογλου: «Είναι ανάγκη να εκτεθή δια ολίγων, πως ο Βενιζέλος έσχε την πληροφορίαν περί της προελάσεως των Βουλγάρων εις Θεσσαλονίκην. Εις τον βουλγαρικόν στρατόν είχε στρατευθεί κατά τον πόλεμον ο Βούλγαρος υπήκοος, αλλ’ ακραιφνής Ελλην ιατρός Φ. Νίκογλου. Ενεκα τυχαίας ακριτομυθίας Βουλγάρου επιτελούς εις Κότσανα, ο Νίκογλου ήκουσεν ότι ο στρατηγός Θεοδορώφ διετάχθη να βαδίση με την μεραρχίαν του δρομαίως προς Θεσσαλονίκην, όπως την καταλάβη πριν φθάση αυτόθι ο Ελληνικός στρατός. Ο Νίκογλου ειδοποίησεν αμέσως τον εν Βουλγαρία λοχαγόν Σουλιώτη-Νικολαΐδην, σύνδεσμον ημών, όστις ετηλεγράφησεν αμέσως προς τον υπουργόν των Εξωτερικών Κορομηλάν, να πληροφορήση επειγόντως τον Διάδοχον περί των ανωτέρω». Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του στρατηγού στην άμεση πληροφόρησή του (για το γεγονός αυτό) από τον Βενιζέλο.
Ο Ιάσων Δημητριάδης τονίζει πώς, ενώ η διήγηση του Δούσμανη περί Νίκογλου είναι αληθής, αφήνεται να εννοηθεί από τον στρατηγό ότι η πληροφορία ελήφθη δέκα ημέρες νωρίτερα από την πραγματική ημερομηνία, προκειμένου ο Δούσμανης να δικαιολογήσει τις επιλογές του Επιτελείου. Για τον ρόλο του Νίκογλου, όπως προκύπτει από τις πηγές, γίνεται λόγος και από τους σύγχρονους ερευνητές, που ασχολήθηκαν με τον Μακεδονικό αγώνα και τους Βαλκανικούς πολέμους, όπως ο Μελάς, ο Ανεστόπουλος, ο Παπαγιαννόπουλος, ο Μέρτζος, ο Σερεπίσος, η Τζινίκου και ο Κουζινόπουλος.
Μετά την συνάντησή του με τον Σουλιώτη στην Ανω Τζουμαγιά ο Νίκογλου βρέθηκε στο Σιδηρόκαστρο, όπου, αφού εξασφάλισε διαμονή σε σπίτια για τους λοιπούς γιατρούς του χειρουργείου, ο ίδιος φιλοξενήθηκε στη Μητρόπολη. Εκεί πληροφορήθηκε από τον Ελληνα Μητροπολίτη την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Ελληνες. Κατά τη διαμονή του στη Μητρόπολη γράφει ότι θαύμασε την αξιοπρεπή και θαρραλέα στάση του Μητροπολίτη, ο οποίος αρνήθηκε να εγκαινιάσει χριστιανικό ναό σε ένα από τα τζαμιά της πόλης παρά την απειλητική απαίτηση Βουλγάρου κτηνιάτρου αξιωματικού. Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη οι χριστιανικές Βαλκανικές χώρες ελευθέρωσαν τον τόπο για να είναι όλοι, και οι Μουσουλμάνοι δηλαδή, ελεύθεροι.
Το χειρουργείο, ακολουθώντας τη μεραρχία, όδευσε προς Θεσσαλονίκη και στρατοπέδευσε κοντά στον Λαγκαδά. Οι γιατροί εξασφάλισαν άδεια να εισέρχονται στην απελευθερωμένη από τους Ελληνες πόλη. Συχνά επισκέπτονταν το εστιατόριο «Ολυμπος-Παλάς», όπου μια μέρα ο Φιλιππουπολίτης διπλωματικός υπάλληλος Χήσης Χατζηβασιλείου αναγνώρισε τον Νίκογλου. Κατόπιν υποδείξεως του αξιωματικού Κωνσταντίνου Μαζαράκη, του θρυλικού Κεπετάν-Ακρίτα του Μακεδονικού αγώνα, ο Χατζηβασιλείου προσκάλεσε τον Νίκογλου σε γεύμα της οικογεγείας του ιατρού Δημητρίου Ζάννα, του γνωστού «ντοκτόρ-μπέη» της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης. Στην οικία Ζάννα, πλησίον του Λευκού Πύργου, κατέλυαν, εκτός του Μαζαράκη, πολλοί Έλληνες αξιωματικοί, οι οποίοι ήσαν γνωστοί της οικογενείας από τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα. Μάλιστα, για λόγους ασφαλείας, έξω από την οικία υπήρχε φρουρός ένας από τους προσκόπους-αντάρτες Μακεδονομάχους, που είχε συγκροτήσει σε σώμα ο Μαζαράκης, και βοήθησαν σημαντικά τον Ελληνικό στρατό. Με ιδιαίτερη χαρά ο Νίκογλου αναγνώρισε στο πρόσωπο του αντάρτη-σκοπού τον συμπατριώτη του Τζουρίλα. Στο πλούσιο τραπέζι οι Ελληνες αξιωματικοί άντλησαν από τον Νίκογλου πολλές πληροφορίες για την οργάνωση και το ηθικό του βουλγαρικού στρατού και κυρίως των αξιωματικών, καθώς ήταν εμφανής στον ορίζοντα η επικείμενη ελληνο- βουλγαρική σύρραξη.
Κάποια από τα βουλγαρικά τμήματα, που κατέλυαν στη Θεσσαλονίκη, τελικώς μεταφέρθηκαν από τον ελληνικό στόλο στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) για να συμμετάσχουν στις εκεί εχθροπραξίες. Ο Νίκογλου στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης επιβιβάσθηκε στο θωρηκτό «Αβέρωφ». Τα πλήρωμα, μόλις συνειδητοποίησε πως ο αξιωματικός του βουλγαρικού στρατού ήταν Ελληνας, τον περιποιήθηκε ιδιαιτέρως, οι δε αξιωματικοί τοι πλοίου δεν παρέλειψαν να πάρουν και αυτοί με τη σειρά τους πληροφορίες για τον βουλγαρικό στρατό. Ο κυβερνήτης Σοφοκλής Δούσμανης σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Πέμπτη, 15 Νοεμβρίου 1912. Ηρθαν να μας επι σκεφθούν και δύο αξιωματικοί του βουλγαρικού στρατού, ιατροί και οι δύο, εξ Αγχιάλου, ακραιφνείς πατριώται, βαρέως φέροντες ότι υπηρετούν υπό τους Βουλγάρους». Είναι βέβαιο πως, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό για την ήττα των Τούρκων οι Ανατολικο-ρωμυλιώτες δεν μπορούσαν να διαγράψουν την απάνθρωπη συμπεριφορά των Βουλγάρων απέναντι στις άλλες εθνότητες και πρωτίστως απέναντι στους Έλληνες. Οι σφαγές και οι καταστροφές της Ανατολικής Ρωμυλίας του 1906 ήταν ακόμη νωπές.
Στο Θρακικό μέτωπο ο Νίκογλου συνάντησε τον συμπατριώτη του Απόστολο Δοξιάδη, ιατρό, έφεδρο και αυτόν στον βουλγαρικό στρατό. Ο Γ. Βεντήρης” αναφέρει ότι και ο Δοξιάδης μετέδωσε πληροφορίες για τις κινήσεις των βουλγαρικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη. Μετά την αποστράτευση ο Νίκογλου επέστρεψε στη Σόφια, όπου όμως έγινε γνωστή η δράση του, και το βουλγαρομακεδονικό κομιτάτο αποφάσισε την εξόντωσή του. Ενας Βούλγαρος γιατρός και καλός του φίλος τον ενημέρωσε για την προγραφή του από το κομιτάτο. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1913 ο Νίκογλου κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στην Αθήνα. Συναντήθηκε πάλι με τον Σουλιώτη, ο οποίος ανέφερε τα συμβάντα στην Ανω Τζουμαγιά στον βασιλέα Κωνσταντίνο. Ο τελευταίος εξέφρασε την επιθυμία να γνωρίσει προσωπικά τον Νίκογλου, προσέθεσε μάλιστα ότι επεβάλλετο η απονομή σ’ αυτόν παρασήμου για τις προσφερθείσες υπηρεσίες του στην πατρίδα. Το ελληνικό κράτος δια χειρός βασιλέως Παύλου παρασημοφόρησε τον Νίκογλου το 1950! «Κάλλιο αργά παρά ποτέ», σχολιάζει ο Πάγκαλος”.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης τίμησε τον Νίκογλου με την μετονομασία της οδού Ανακτόρων, στο ύψος της νέας παραλίας, σε οδό Φιλίππου Νίκογλου. Σήμερα, στην οδό Νίκογλου, στην έπαυλη του Ισραηλίτη τραπεζίτη Γιακώβ Μοδιάνο, που χρησιμοποιήθηκε και ως ανάκτορο από τον βασιλέα Κωνσταντίνο, στεγάζεται το Εθνικό και Λαογραφικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης. Οι γειτονικοί δρόμοι Ιατρού Ζάννα και Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη συμπληρώνουν τον ιστορικό συνειρμό.
Το 1953 ο Στενημαχίτης χειρουργός πέθανε πλήρης ημερών στην Αθήνα. Από τον τύπο παρομοιάστηκε με τον Γιάννη Γούναρη, τον κυνηγό του Ομέρ Βρυώνη, που στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου ειδοποίησε τους πολιορκημένους για την επικείμενη έφοδο των Τούρκων κατά τις ώρες της Χριστουγεννιάτικης ακολουθίας, με επακόλουθο την αποτυχία της εφόδου και τη λύση της πολιορκίας.
Αναμφισβήτητα, ο Φίλιππος Νίκογλου είναι ένας από τους ανθρώπους, στους οποίους η Ελλάδα και ιδιαίτερα η πόλη της Θεσσαλονίκης οφείλει ευγνωμοσύνη για τη στάση τους εκείνες τις κρίσιμες για το μέλλον της ιστορικές στιγμές. Και η μεγαλύτερη τιμή στην προκειμένη περίπτωση είναι η διατήρηση της μνήμης του ιατρού Φιλίππου Νίκογλου από την Ανατολική Ρωμυλία.
Δέλτος 23 (2002)29-32.
- Οι φωτογραφίες (πλην του Φ.Νίκογλου) προστέθηκαν από την ΕΕΥΕΔ
- Στο παραπάνω κείμενο δεν περιλαμβάνονται σχόλια και παραπομπές. Δείτε το πρωτότυπο κείμενο σε μορφή PDF στην Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη της ΕΕΥΕΔ.
- Επιμέλεια ψηφιοποίησης : Τασιόπουλος Αργύρης