ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΑΛΑΜΑΓΚΑΣ, Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

EEYED

5 Μαρτίου 2022

Ανάμεσα στους υγειονομικούς αξιωματικούς, που διέπρεψαν και διαπρέπουν στον επιστημονικό τομέα, υπάρχουν πολλοί Συνάδελφοι που ξεχωρίζουν και σε άλλους τομείς. Μεταξύ αυτών και ο Γιώργος Δαλαμάγκας με αξιόλογο συγγραφικό έργο.

Είναι απόφοιτος στης Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής – Τάξη 1958 (ΑΜ 610). Μετά την αποφοιτησή του κατατάχθηκε στην Ελληνική Αστυνομία. Ειδικεύτηκε στην Καρδιολογία και είναι διδάκτωρ του Α.Π.Θ. Έχει μετεκπαιδευτεί στις αναίμακτες μεθόδους της Καρδιολογίας στην Αμερική και έχει δημοσιεύσει σε ιατρικά περιοδικά άρθρα σχετικά με την ειδικότητά του.

Παράλληλα με την πετυχημένη διαδρομή στην ιατρική, δοκίμασε τα φτερά του στην λογοτεχνία με το πρώτο του βιβλίο που είχε τον τίτλο « Η Επιστροφή» (Εκδ. Κώδικας) (1998). Συνέχισε με την  «Απροσδόκητη Ομολογία» το 2003 (εκδ. Ερωδιός), την «Κατεδάφιση» το 2006 (εκδ. Μαλιάρης-Παιδεία) το 2009, το «Και πέρα απ’ τη Μαύρη γραμμή» (εκδ. University Studio Press), το 2011.

Την 26 Φεβ.2022 δώρισε πέντε βιβλία του στην βιβλιοθήκη της ΕΕΥΕΔ:

  •  «H Πατρίδα μου η Κασσάνδρα» το 2011 (εκδ. Θερμαϊκός),
  • «Ο φίλος κύριος Χ» το 2016 (εκδ. Ερωδιός),
  • «Στις ώρες της Σιωπής μου» το 2019 την ποιητική συλλογή, (εκ. Ερωδιός),
  • “Τότε…στο Πολύχρονο» το 2020 (εκδ. Ερωδιός) και
  • «Όπως τότε, στον καιρό της Πανούκλας», το 2021 (εκδ. Ερωδιός).

Η Πατρίδα μου η Κασσάνδρα

Όσα έζησα, είδα ή άκουσα

Σήμερα η πατρίδα μου, η Κασσάνδρα, το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής, έχει γίνει πασίγνωστη για τις πανέμορφες παραλίες της, τις πεντακάθαρες θάλασσες και το ευχάριστο κλίμα της… Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν ποια ήταν η πραγματική κατάσταση και η ζωή των κατοίκων της προτού “ενσκήψει” ο τουρισμός. Είμαι επίσης βέβαιος ότι ελάχιστοι γνωρίζουν κάτι για την ιστορία της και συγκεκριμένα για το μεγάλο Χαλασμό της Κασσάνδρας, που έγινε από τους Τούρκους το 1821. Ύστερα απ’ το Χαλασμό ολόκληρη η χερσόνησος έμεινε έρημη για κάποια χρόνια και όταν με σουλτανικό φιρμάνι επιτράπηκε να επιστρέψουν οι πρώην μόνιμοι κάτοικοι, (όσοι είχαν επιζήσει), ήρθαν συγχρόνως μ’ αυτούς και πολλοί Έλληνες από άλλα μέρη της Πατρίδας μας, οι αποκαλούμενοι “ξωμερίτες”.

Έχω πολλές ενδείξεις ότι ανάμεσα στους τελευταίους ήρθε στην Κασσάνδρα και ο πρώτος άνθρωπος που είχε το επίθετό μου. Ήταν ο προ-προπάππος μου. Με αφετηρία εκείνη την εποχή, χρησιμοποιώντας τη φαντασία μου, αλλά και τις γνώσεις ιστορικών πηγών, περιέγραψα στο βιβλίο τη δεινή κατάσταση στην οποία εκείνος βρήκε τότε την νέα πατρίδα του. Από τότε η πρόοδος εκείνου συμβαδίζει με την ανάπτυξη του τόπου, η οποία στηρίχθηκε αποκλειστικά στην εργατικότητα και την αφοσίωση όλων των κατοίκων στη γη τους. Από τότε δημιουργήθηκαν τα μεγάλα χωράφια, οι ελαιώνες και τα αμπέλια τους. Ο προ-προπάππος μου ανδρώθηκε, πρόκοψε, ρίζωσε και δημιούργησε μεγάλη οικογένεια, τα μέλη της οποίας έπαιξαν κάποιο ρόλο σε όλη τη πορεία της Κασσάνδρας ως σήμερα.
Με δυο λόγια, στο βιβλίο μου “Η πατρίδα μου η Κασσάνδρα”, περιγράφω όσα φαντάστηκα, άκουσα και έμαθα γι’ αυτήν και όσα είδα και έζησα σ’ αυτήν.

Ο φίλος κύριος Χ

Μυθιστόρημα ….κείμενο από το οπισθόφυλλο

Όσοι με γνώριζαν από παλιά, δε μ’ αναγνωρίζουν πια. Άγνωστος είμαι και για όσους με γνωρίζουν για πρώτη φορά τώρα, αφού το παρελθόν μου είναι άγνωστο σ’ αυτούς. Παραμένω, λοιπόν, άγνωστος για πολλούς κι αν θέλεις είμαι ο κύριος X. Με βολεύει να κρύβομαι πίσω από την ανωνυμία μου. Κι εγώ ο ίδιος δε θέλω να θυμάμαι τα περασμένα. Ήταν τόσο λαμπερά, που ακόμα με τυφλώνουν και δε μ’ αρέσει να τα αντικρίζω ούτε στις αναμνήσεις. Ήταν τόσο επώδυνα που ακόμα με πληγώνουν και θέλω να τα ξεχάσω. Τώρα, που επανήλθα στην κανονική ζωή με τη βοήθεια των φίλων μου και τη φροντίδα της νέας γυναίκας μου, με ενδιαφέρει μόνο το μέλλον, και μάλιστα το μέλλον του αγαπητού μου γιου Αλέξανδρου.

Αυτά σκεπτόταν ο Ντίνος, όταν ένα απόγευμα, ύστερα από την αναχώρηση του γιου του για το εξωτερικό, καθόταν στο μικρό μπαλκονάκι του διαμερίσματος της γυναίκας του και ρέμβαζε απολαμβάνοντας τον καφέ του. Εκείνο το απόγευμα είχε τη διάθεση να φιλοσοφήσει και είχε θέσει στον εαυτό του την ερώτηση: Ποιος ήμουν τέλος πάντων;

Τότε…στο Πολύχρονο.

Ο Πρόλογος του Βιβλίου

Στα τελευταία εβδομήντα περίπου χρόνια έλαβαν χώρα πολλές αλλαγές στο χωριό μου, το Πολύχρονο. Το χωριό μεγάλωσε, επεκτάθηκε με δύο σχέδια επέκτασης, πυκνοκατοικήθηκε, έγινε αγνώριστο για κάποιον που το ήξερε από παλιά. Η μεταμόρφωσή του αυτή προέκυψε πρώτιστα από την έλευση του Τουρισμού, που άρχισε από τη δεκαετία του εξήντα και κορυφώθηκε έως τις μέρες μας. Ο Τουρισμός ήταν αυτός που επέβαλε να κτιστούν περισσότερα, μεγαλύτερα και εξοπλισμένα με σύγχρονα μέσα σπίτια. Η ανάπτυξη αυτή «τράβηξε», προσήλκυσε και πολλούς ανθρώπους από άλλες περιοχές της χώρας μας να έρθουν, να δουλέψουν και να εγκατασταθούν μόνιμα στο χωριό μου. Η εσωτερική αυτή μετανάστευση και ο Τουρισμός έφεραν θεαματική αλλαγή της ζωής του χωριού, η οποία μεταβλήθηκε ακόμα περισσότερο από την έλευση και των οικονομικών μεταναστών από τα όμορα Βαλκανικά κράτη.

Οι αλλαγές αυτές ήταν φυσιολογικό όχι μόνο να αλλάξουν τη ζωή, αλλά να επηρεάσουν και να μεταβάλουν τη νοοτροπία, τον χαρακτήρα και τον τρόπο σκέψης των μονίμων κατοίκων. Σε τέτοιες κοσμογονικές αλλαγές που φέρνουν ευμάρεια σε έναν τόπο και προμηνύουν ευχάριστη μελλοντική ζωή, είναι φυσιολογικό οι άνθρωποι να λησμονούν ή και να απεχθάνονται τα γεμάτα βάσανα περασμένα χρόνια. Η γνώση όμως του παρελθόντος ενός τόπου φωτίζει το παρόν και το μέλλον του. Για τους λόγους αυτούς στο βιβλίο αυτό, που το ονόμασα Τότε…, στο Πολύχρονο, προσπάθησα να αποτυπώσω τη ζωή των παλιότερων μόνιμων κατοίκων του χωριού με τη μορφή μικρών διηγημάτων, που το περιεχόμενό τους το βρήκα αποθηκευμένο στη μνήμη μου. Είναι δηλαδή περιστατικά που έζησα ο ίδιος ή άκουσα να έχουν συμβεί τότε και τα οποία αποθησαυρίστηκαν στη μνήμη μου. Άλλα διηγήματα, βέβαια, όπως και τα ποιήματα, είναι αποτέλεσμα της φαντασίας μου και της έμπνευσής μου και προέκυψαν πάλι από τον διαφαινόμενο ερχομό του Τουρισμού, από γεγονότα της απότομης εισβολής του σε έναν τόπο ανέτοιμο να τον δεχτεί ή από την αναστάτωση του αυτός θα έφερνε η έφερε στη νοοτροπία και στη συνεισφορά των κατοίκων του χωριού. (Βλέπε «Η παραθερίστρια», «Η αντιπαροχή», «Το παραλιακό προικώο της Παναγιώτας»). Η πυρκαγιά του 2006, με οδήγησε να αφιερώσω και σ’ αυτήν κάποια ποιήματα.

Η ανάγνωση του βιβλίου Τότε…, στο Πολύχρονο, θα δώσει την ευκαιρία στους νέους ανθρώπους, στους πολλούς νεοφερμένους ξένους, στους παραθεριστές, σ’ αυτούς που θα έρθουν στο άμεσο και στο απώτερο μέλλον ή και σ’ αυτούς που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί, να πληροφορηθούν την ιστορία του χωριού.

Αποτόλμησα να γράψω το πόνημα αυτό, επειδή παρακολουθούσα πάντοτε την εξέλιξη του χωριού από κοντά, αφού δεν έλειψα ποτέ για μεγάλο χρονικό διάστημα απ’ αυτό και αφού, λόγω της ηλικίας μου, έζησα στο «τότε» και ζω και στο σήμερα. Το σήμερα είναι θαυμάσιο και φανερό σε όλους. Εγώ όμως επιστρέφω στο «τότε» από μια εσωτερική ανάγκη, που με υποχρεώνει να ζω νοερά λίγες στιγμές του. Αυτό μου συμβαίνει, παρότι γνωρίζω πως όλα έχουν αλλάξει και πως, επιστρέφοντας εκεί, δεν θα βρω κανένα από εκείνα που θυμάμαι και λαχταρώ να ξαναζήσω. Αυτό το δυνατό συναίσθημα της νοσταλγίας μου ήταν το κύριο κίνητρο για τη συγγραφή των στιγμιότυπων από την παλιότερη ζωή του χωριού μου, με τη διαφορά πως δεν ήταν νοσταλγία επιστροφής στον χώρο και στον χρόνο, αλλά κατάντησε μια ερωτική νοσταλγία που μεγάλωνε και ενισχυόταν συνεχώς από τη μεγάλη αγάπη που διαχρονικά ένιωθα και νιώθω για το χωριό μου. Γι’ αυτό η συγγραφή αυτού του βιβλίου, παρότι κουραστική, μου ήταν ευχάριστη.

Όπως τότε, στον καιρό της Πανούκλας.

….κείμενο από το οπισθόφυλλο

Oι άνθρωποι αρρώσταιναν και πέθαιναν κατά χιλιάδες σε πόλεις και σε χωριά, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Ο κορονοϊός δεν αστειευόταν. Σκότωνε χωρίς διακρίσεις πλούσιους και φτωχούς, μορφωμένους και αμόρφωτους. Και όμως υπήρχαν άνθρωποι που αμφέβαλλαν για την ύπαρξή του, που δεν εφάρμοζαν αλλά αντιμάχονταν τα προληπτικά μέτρα εναντίον του, που αρνιόνταν να εμβολιαστούν και απέτρεπαν και άλλους να το κάνουν, ενώ διαδήλωναν στους δρόμους για άσχετα θέματα. Κάποιοι συνέχισαν να ζουν με την εγωιστική τους αλαζονεία, τη ζηλότυπη νοοτροπία τους και με μοναδική επιδίωξη τον εύκολο πλουτισμό τους. Η αδιαφορία και η αναλγησία στον πόνο βασίλευε παντού κι ας θέριζε η αρρώστια κι ας πλάκωνε τις ψυχές ο φόβος της. Όταν εμφανίσθηκαν άνθρωποι φιλεύσπλαχνοι, έντιμοι, ικανοί και πρόθυμοι να βοηθήσουν, θεωρήθηκαν επικίνδυνοι και έπρεπε να εκτεθούν, να εξοντωθούν και να διωχθούν. Έτσι εύκολα ήρθε πάλι στην επιφάνεια η διχόνοια.

Η αντικοινωνική, παρανοϊκή και ανεύθυνη αντίδραση των ανθρώπων στη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού εκδηλώθηκε σε ολόκληρο το μεγαλείο της. Κατά τα άλλα, η προηγμένη ανθρωπότητα βρέθηκε απροετοίμαστη και ανίκανη να αντιπαρατάξει οποιοδήποτε αποτελεσματικό μέτρο εναντίον του αόρατου θανατηφόρου ιού. Έτσι οι σύγχρονοι άνθρωποι αντιδράσαμε, φερθήκαμε και ζήσαμε περίπου όπως και οι συνάνθρωποί μας στον καιρό των μεγάλων επιδημιών της πανούκλας.

Ένα προφητικό κείμενο, που λίγο πριν την έκδοσή του, έχει ήδη επαληθευθεί στις περισσότερες προβλέψεις του.

Στις ώρες της Σιωπής μου.

  • Ποιητική Συλλογή
  • Γεωργίου Δαλαμάγκα
  • Εκδόσεις Ερωδιός
  • Απρίλιος 2019
  • Σελίδες : 133
  • ISBN : 978-960-454-216-1

Πως να παρουσιάσω μια Ποιητική Συλλογή, δεν είχα τις γνώσεις και το ταλέντο να την κρίνω. Απλά επέλεξα τυχαία, αντί παρουσίασης, ένα από τα δεκάδες ποιήματα της Συλλογής, το αναρτώ μαζί τις ευχαριστίες της ΕΕΥΕΔ για την δωρεά των βιβλίων του, που κοσμουν πλέον την Βιβλιοθήκη μας :

Η ΑΠΕΛΕΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ

Ήταν ελιά δεκάχρονη, στην άκρη φυτεμένη

κι έμεινε εκεί ακίνητη, «λεύτερη σκλαβωμένη».

Από παντού τη σκέπαζαν, την είχανε ζωσμένη,

βάτοι, κισσοί, αγριοτριανταφυλλιές,

την είχανε πνιγμένη.

Της έσφιγγαν τα κλώνια της, της κόβαν τον αέρα,

βογκούσε αυτή, ανήμπορη να κινηθεί πιο πέρα.

Πονούσε κι αναστέναζε, παρέλυαν τα μέλη,

τα φύλλα ξεραινότανε, ήτανε πια χαμένη.

Λουλούδια δύσοσμα, ανήθικοι ξένοι καρποί

ωρίμασαν πάνω στο δεντρί.

Σίγουρος θάνατος, αργός, θρίαμβος παρασιτικός

ήτανε τούτος ο πνιγμός.

Ξύπνησαν τότε συνειδήσεις κι αντανακλαστικά παλιά.

Έπνιγαν κι εμάς οι τύψεις κι ήλθε η ώρα για δουλειά.

Και αρπάξαμε τις τσάπες, κλαδοκόπους και τσεκούρια

και ματώσαμε τα χέρια.

Και νικήσαμε τα βάτια, διώξαμε κι όλα τ’ αγκάθια,

ξεριζώσαμε ευθύς κάθε σπόρο της ντροπής.

Και ξεχάσαμε τους πόνους, που ‘χαμε στους δύο ώμους

και στα χέρια και στα πόδια και στο σώμα μας παντού.

Κι ήταν τόση η χαρά μας, που το είπαμε κι αλλού!

Να την τώρα η ελιά μας λεύτερη και θαλερή.

Δεν θα αργήσει ο καιρός πάλι να καρποφορεί.

Πολύχρονο, Καλοκαίρι 2000


  • Επιμέλεια άρθρου : Τασιόπουλος Αργύρης
  • 5 Μαρτίου 2022