Ομιλία του Αριστογείτονα Γ. Χαραλαμπάκη με θέμα : Η ποιητική μούσα υμνεί τη δόξα στο Μεσολόγγι

Papad

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Η ποιητική μούσα υμνεί τη δόξα στο Μεσολόγγι

Ομιλία του Αριστογείτονα Γ. Χαραλαμπάκη, αντιστρατήγου ε.α. – καρδιολόγου στο Μεσολόγγι, την 6η Ιουνίου 2015

(Λόγω αδυναμίας του συγγραφέως να παραστεί, την ομιλία παρουσίασε αντ’ αυτού ο κ. Χρήστος Παπαδογεωργόπουλος, αντιστράτηγος ε.α., στην φωτογραφία)

Η ηρωική αντίσταση των υπερασπιστών του Μεσολογγίου και η αξιοθαύμαστη γενναία έξοδός τους αποτελεί την κορύφωση του αγώνα για την Ελευθερία και συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα γεγονότα της Παγκόσμιας Στρατιωτικής ιστορίας. Η αυταπάρνηση, ο ηρωισμός και η Θυσία των Μεσολογγιτών συγκλόνισαν την Ελλάδα, τη διεθνή κοινή γνώμη και τις τότε κυβερνήσεις των Ευρωπαϊκών κρατών. Αλλά και οι καλλιτέχνες – κυρίως ζωγράφοι και λογοτέχνες-απαθανάτισαν στα έργα τους την ηρωική έξοδο και ύμνησαν τους ασυμβίβαστους εκείνους ανθρώπους που επιλέγουν την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, με τίμημα το θάνατο, μπροστά στην ταπεινωτική υποδούλωση και υποταγή.

Η ποιητική μούσα ύμνησε το Μεσολόγγι σαν κορυφαίο σύμβολο ηρωισμού. Θα αναφερθώ σε τρεις ποιητές μας, τον Μιλτιάδη Μαλακάση, τον Κωστή Παλαμά, και του Διονύσιο Σολωμό των οποίων οι εμπνευσμένες ποιητικές συνθέσεις ασκούν ιδιαίτερη απήχηση στην ψυχή μας, από τα σχολικά χρόνια ακόμα.

Αλλά πριν περάσω στην ποιητική δημιουργία που «γέννησε» το Μεσολόγγι με τους τιτάνιους αγώνες των υπερασπιστών του, θα ήταν παράλειψη εάν δεν αναφερόμουν και στα εμπνευσμένα δημοτικά τραγούδια που σχετίζονται με την πολιορκία. Η λαϊκή μούσα και οι άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα ύμνησαν με αριστοτεχνικό και άμεσο τρόπο τα κατορθώματα των αγωνιστών και τη μεγαλειώδη αντίστασή τους. Ποιητικά αριστουργήματα – όπως άλλωστε όλα τα δημοτικά τραγούδια που δημιούργησε η ψυχή του λαού μας– μιλούν τόσο εύγλωττα και τόσο δραματικά για τα ιστορικά γεγονότα και τους πρωταγωνιστές τους. Πέρασαν τα σύνορα και τα περισσότερα έγιναν γνωστά και τραγουδήθηκαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, κοντολογίς έγιναν κτήμα όλων.

Θα αναφερθώ σε τρία δημοτικά τραγούδια :

Το πρώτο έχει τίτλο :

« ΜΙΣΟΛΟΓΓΙ»

Να ‘μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ’ αψήλου

ν΄ αγνάντευα τη Ρούμελη, το έρμο Μεσολόγγι,

πώς πολεμά με την Τουρκιά, με τέσσερους πασάδες.

Πέφτουν κανόνια στη στεριά και μπόμπες τον πελάγου,

πέφτουν τα λιανοντούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης.

Και ο Μακρής τούς φώναξε και ο Μακρής φωνάζει :

Παιδιά, βαστάτε τ΄ άρματα και τα βαριά ντουφέκια

και το μιντάτ΄ μας έρχεται στεριάς και του πελάγου,

ο Καραϊσκάκης της στεριάς κ΄ Υδραίοι του πελάγου.

Μήτε μεντάτι έφτασε μήτε βοήθεια φτάνει

και οι κλεισμένοι ξώρμησαν με τα σπαθιά στα χέρια

κι οι Τούρκοι τους εσταύρωσαν και τους διαμοιράζουν.

Πήραν κεφάλια αμέτρητα και ζωντανούς αμέτρους

και λίγοι ξεγλυτώσανε πλέοντας μες στο αίμα.

Το δεύτερο έχει τίτλο :

«ΤΙ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΔΟΛΙΑ ΤΑ ΒΟΥΝΑ»

Τι έχουν τα δόλια τα βουνά, τι έχουν κι αναστενάζουν;

τί έχεις, καημένη Ρούμελη και βαριαναστενάζεις;

Το τι καλό ΄χω να χαρώ, να μην αναστενάζω;

Εφτά χρόνους τώρα πολεμώ, με τον Σουλτάν Μαχμούτη,

χάνω παιδιά στον πόλεμο, αρματωλούς και κλέφτες,

κάστρα πολλά μου παίρνουνε, ένα κοντά απ΄ τ΄ άλλο.

Ενα μονάχα μου ΄μεινε, το δόλιο Μεσολόγγι

και τώρα μου το κλείσανε, γυρεύουν να το πάρουν.

Το τρίτο δημοτικό ποίημα τιτλοφορείται «Η Πολιορκία του Μεσολογγίου» και εξιστορεί πολύ ζωντανά την οικτρή κατάσταση και την θανατερή αγωνία των πολιορκημένων υπερασπιστών, ιδιαίτερα όταν έγινε ο πλήρης αποκλεισμός από στεριά και θάλασσα :

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Σάββατο μέρα πέρασαν από το Μεσολόγγι

την Κυριακή ήταν των Βαγιών, Σάββατο του Λαζάρου

κι άκουσα μέσα κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια.

Δεν έκλαιγαν του σκοτωμό κι ούτε για τα κουφάρια,

μον’ έκλαιγαν για το ψωμί οπού ‘λειψε τ’ αλεύρι.

Κι ένας παπάς εχούγιαξεν από την εκκλησία :

Παιδιά, μεγάλοι και μικροί, εδώ στον Αϊ Νικόλα

την ύστατη μεταλαβιά ελάτε για να βρείτε.

Κι ο Μπότσαρης εχούγιαξεν από το μετερίζι :

Ποιος είν’ άξιος και γρήγορος και άξιο παλικάρι

να πάει με γράμμα στα νησιά, στην Υδρα και στις Σπέτσες

για να μας φέρουν ζαϊρέ να διώξουμε την πείνα.

Να διώξουμε τς’ Αράπηδες, το σκύλο το Μπραϊμη.

Πού πας, μωρέ Μπραϊμ-πασά με τους παλιαραπάδες!

Εδώ το λένε Κάρλελι, το λένε Μεσολόγγι,

όπου πολεμάν οι Ελληνες σαν άξια παλικάρια.

Στις εκκλησιές μαζώχτηκαν, όλοι μικροί μεγάλοι

κι ένας στον άλλον έλεγε κι ένας στον άλλο λέει :

Αδέρφια, τι θα κάνουμε στο χάλι που μας βρήκε;

Δυο μήνες τώρα πέρασαν που ο ζαϊρές εσώθη,

φάγαμ’ ακάθαρτα σκυλιά και γάτες και ποντίκια.

Το Βασιλάδι έπεσε, το Αντελικό εχάθη

ήρθαν και τα καράβια μας και πάλι πίσω πάνε.

Θανάσης Κότσικας φώναξε, Θανάσης Κότσικας λέει :

Αδέρφια ας πολεμήσουμε τους Τούρκους σα λιοντάρια

και το γιουρούσ’ ας κάνουμε για να διαβούμε πέρα,

μπροστά θα βγούνε οε γέροι, στη μέση οι γυναίκες.

Εγίνηκε το τσάκισμα μες στου Μακρή τη ντάπια

και το γιοφύρι εχάλασαν και τα παιδιά τα πνίξαν.

Άρρωστοι μέσα μείνανε μαζί με το Δεσπότη.

Φωτιά στο κάστρο βάλανε, κανένας δεν εσώθη.

Λίγα λόγια τώρα για τον ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση, προτού περάσω στους κορυφαίους Παλαμά και Σολωμό. Ποιητής από τους σημαντικότερους του νεοελληνικού λυρισμού, γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1869, καταγόμενος από οικογένεια αγωνιστών του Εικοσιένα και πέθανε στην Αθήνα το 1943. Η ποίησή του γίνεται πιο ρωμαλέα όταν εμπνέεται από το Μεσολόγγι. Στα ποιήματα αυτά φανερή είναι η νοσταλγία και το όραμα ενός κόσμου που έχει χαθεί. Ο αφηγηματικός τόνος που κυριαρχεί στα ποιήματα θυμίζει δημοτικό τραγούδι.

Θα σας διαβάσω ένα χαρακτηριστικό ποίημά του με τίτλο “Μεσολόγγι” :

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Εσένα θύμησή μου, εσέν’ άνθος θανάτου,

Αθανασίας ρόδο, εσέ κρατώ,

Μοσχοβολιά και χάϊδεμα του αναβλεμμάτου

Κι αγκάθι αιματοστάλαχτο φριχτό.

Οταν, ώ παιδική καρδιά! Η αρμύρα

Της λιμνοθάλασσας ανήλεη, λατρευτή,

Με χρώματα σε μέθαε και με μύρα,

Τότε γιατί να μην πεθάνεις; Ώ γιατί;

Στις ροδοδάφνες, μες στην αίγλη του εικοσιένα,

Εσύ λουλούδι υστερογέννητον, ώ πώς

Πέφτουν τα φύλλα σου ένα-ένα σκεβρωμένα,

Και μεσ’ στα βάλτα ο σκορπισμένος σου καρπός ;

Σε τόσες μέσα ανατολές, δύσες, σκοτάδια

Μέσα σε τόσες μουσικές, ποίησες, ωδές,

Νερών και δένδρων τα βουητά, σείσματα, χάδια,

Χαμένος ψίθυρος της λύρας μου οι χορδές…

Ώ Μεσολόγγι, ιερέ βωμέ, αιματοβαμένε,

μεγάλου βάρδου η δόξα και η θανή,

του Χρήστου του Καψάλη εσύ, πυρσέ αναμένε

και της εξόδου η νύχτα, ώ ουρανοί !

Τώρα, κι αν μου ξεδένετε φρένα και γλώσσα

θ’ αγροικηθεί της ταπεινότης μου ο ψαλμός,

μέσα στους ύμνους και στα τρόπαια τα τόσα

που σου έχει στήσει όλου του κόσμου ο θαυμασμός.

Και τώρα ήρθε η ώρα να αφήσουμε την ποιητική μούσα που ενέπνευσε τον κορυφαίο μας ποιητή ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, να μας μεταφέρει με ξεχωριστό τρόπο στο Μεσολόγγι της εποχής εκείνης.

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από γονείς που καταγόταν από το Μεσολόγγι. Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου 1943, σε ηλικία 83 ετών. Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών ψάλλοντας του Εθνικό ‘Υμνο.

Ο πατέρας του ήταν από οικογένεια λογίων. Ο προπάππος του Παναγιώτης Παλαμάς είχε ιδρύσει στο Μεσολόγγι την περίφημη «Παλαμιαία Σχολή». Οταν ο ποιητής ήταν 6 χρονών έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα 40 ημερών. Τον ανέλαβε ο θείος του Δημήτριος Παλαμάς, που κατοικούσε στο Μεσολόγγι, όπου και έζησε για οκτώ χρόνια σε ατμόσφαιρα μάλλον δυσάρεστη και καταθλιπτική. Το πρώτο του ποίημα το έγραψε σε ηλικία 9 χρονών.

Δημοσίευσε συνολικά 40 ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Αν και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ‘Ελληνες ποιητές, είναι γεγονός ότι το ενδιαφέρον για το έργο του μειώθηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα, όταν αφ’ ενός μεν επεκράτησαν διαφορετικά αισθητικά ρεύματα και αφ’ ετέρου υποχώρησε γενικότερα το ενδιαφέρον για την ποίηση.

Θα αναφερθώ σε τρία ποιήματά του που έχουν σχέση με το Μεσολόγγι :

Το πρώτο με τον τίτλο « Μεσολόγγι» είναι το δεύτερο από τα δώδεκα σονέτα που έχουν το γενικό τίτλο Πατρίδες και περιλαμβάνονται στη συλλογή “Ασάλευτη ζωή”. Στο ποίημα αυτό ο ποιητής πλέκει τις φυσικές καλλονές του Μεσολογγίου με στενόχωρες αναμνήσεις από την σκληρή ορφάνια που μικρό παιδάκι τον έριξε σ’ αυτόν τον τόπο.

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Στη νησόσπαρτη λίμνη που το μαϊστράλι

από θαλασσινή δυναμωμένο αρμύρα

ταράζει πέρα το φυκόστρωτο ακρογιάλι,

μ’ έριξ’ εκεί πεντάρφανο παιδάκι η Μοίρα.

Εκεί ο Βοριάς με τη Νοτιά, εκεί η πλημμύρα

σε μάχη με τη ρήχη βρίσκεται μεγάλη,

μακριά, μες στου πελάγου τον καταποτήρα

του ήλιου χάνεται το υπέρλαμπρο κοράλλι.

Εκεί από της τρίκορφης Βαράσοβας τα ύψη,

σαν από πύργου δώμα, δέσποινα η Σελήνη

στα ολόστρωτα νερά την όψη της θα σκύψει

μα την αθώα εκεί παιδιάστικην ειρήνη

και πουθενά δεν γνώρισα – μόνο τη θλίψη

και τη σπίθα του νου που μια φωτιά έχει γίνει.

Το δεύτερο ποίημα στο οποίο θα αναφερθώ έχει τίτλο «Δόξα στο Μεσολόγγι». Απαγγέλθηκε από του ίδιο τον Παλαμά στον ιερό χώρο του κάστρου το 1926, στον εορτασμό της 100ης επετείου από την’Εξοδο :

ΔΟΞΑ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Γη, τούς ξάστερους πάντοτε ουρανούς μου

Κάθε λογής κόσμοι αστρικοί πλουμίζουν

Άστρα που σβήνουν και που πέφτουν, άστρα

Που τρεμοφέγγουν.

Πλανήτες, φωτοσύγνεφα, κομήτες,

Φώτα χλωμά και φώτα θάμπωμα, ήλιοι.

Πες τα μαργαριτάρια και χρυσάφια,

Πες τα διαμάντια.

Μα εσύ, ρουμπίνι απ’ τούς αχνούς δεμένο

Μαρτυρικών και ηρωικών αιμάτων

Στον ουρανό της πλάσης, καθώς είναι του πόλου το άστρο,

Του πόλου το άστρο εσύ στους ουρανούς μου

Της Δόξας, δόξα, ώ Γη! Το Μισολόγγι :

Κι` οι με ονόματα μύρια γνωρισμένοι

Κόσμο μου που είναι

Κι’ οι από σπαθιού καταχτητές, και οι δάφνες

Των πολεμάρχων οι αιματοβαμμένες.

Κι’ οι Αλέξαντροι

Κι’ οι Εφτάλοφες και οι Νίκες

Και οι Σαλαμίνες,

Και με τις ιστορίες οι πολιτείες

Και στόματα χρυσά και οι Κυβερνήτες

Κι οι Ηράκλειτοι του Λόγου και της Τέχνης

Παντού κι’ οι Αισχήλοι.

Ανήμποροι όπως κι αν σταθούν μπροστά σου,

Και σε μιας τρίχας ήσκιο – να θολώσουν

Την ξεκομμένη απ` του Κυρίου την όψη

Φεγγοβολιά σου.

Μισολόγγι. Χαρά της ιστορίας,

Γη επαγγελμένη. Πάνε εκατό χρόνια!

Κι ας πάνε. Η θύμηση άχρονη μπροστά σου

Θα γονατίζει.

Το τρίτο ποίημα, έχει τίτλο «Μια Πίκρα». Αναφέρεται στη λιμνοθάλασσα και το βρήκα πολύ τρυφερό, νοσταλγικό αλλά και πικραμένο από τα σκληρά παιδικά χρόνια της ορφάνιας του κορυφαίου ποιητή μας. ‘Εχει μάλιστα μελοποιηθεί από τον Φοίβο Δεληβοριά:

ΜΙΑ ΠΙΚΡΑ

Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ‘ζησα /κοντά στ’ ακρογιάλι,

στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήρεμη, /πλατιά και μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου πρωτάνθιστη / ζωούλα προβάλλει,

στενάζεις καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα : / Να ζούσα και πάλι.

Μια μέρα είναι η μοίρα μου, μια μέρα είν’ η χάρη μου, / δεν γνώρισα κι άλλη :

Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη / γλυκιά και μεγάλη.

Και να! μεσ’ στον ύπνο μου την έφερε τ’ όνειρο / κοντά μου και πάλι

τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήρεμη, /πλατιά και μεγάλη.

Κι εμέ, τρισαλίμονο ! μια πίκρα με πίκραινε, / μια πίκρα μεγάλη,

και δε μου τη γλύκαινες/ της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι ! Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου / και πια ανεμοζάλη,

που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες, /καλό μου ακρογιάλι.

Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ αξήγητη /μια πίκρα μεγάλη,

η πίκρα που είν’ άσβηστη και μεσ’ στον παράδεισο

των πρώτων μας χρόνων – κοντά στ’ ακρογιάλι.

Άφησα τελευταίο τον ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ.

Σκόπιμα κρατήθηκε τελευταίος στη σειρά ο εθνικός μας ποιητής, παρόλο που χρονολογικά βρίσκεται κοντά στα γεγονότα. Κι αυτό όχι μόνο γιατί βίωσε ο ίδιος και έζησε στην ίδια μεγαλειώδη εποχή των πολιορκιών και της εξόδου του Μεσολογγίου, αλλά κυρίως, γιατί με το ποιητικό του έργο κορύφωσε τη θυσία τους και την ανέβασε σε ύψη δυσθεώρητα με την ποιητική δεινότητα, την αξεπέραστη.

Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου 1798 και πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου 1857 σε ηλικία 58 ετών. Ουδέποτε μετακινήθηκε προς την κεντρική Ελλάδα. Γονείς του ήταν ο κόντες Νικόλαος Σολωμός και η υπηρέτριά του Αγγελική Νίκλη με την οποία διατηρούσε δεσμό, όντας παντρεμένος με την Μαρνέττα Κάκνη. Σπούδασε στην Ιταλία, αρχικά σε Λύκειο της Βενετίας και στη συνέχεια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πάδουας.

Τα πρώτα σημαντικά του ποιήματα γράφτηκαν στην Ιταλική γλώσσα. Οταν επέστρεψε στη Ζάκυνθο, του ήταν πολύ δύσκολο να γράψει στα Ελληνικά γιατί δεν κατείχε καλά την Ελληνική γλώσσα. Για να μπει στο κλίμα της Ελληνικής Λογοτεχνίας μελέτησε εντατικά δημοτική κυρίως ποίηση. Σε αυτό το δύσκολο όντως εγχείρημα τον βοήθησε τα μέγιστα η συνάντησή του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη ο οποίος του εξήρε το μεγάλο ποιητικό του ταλέντο και τον προέτρεψε σθεναρά υα στραφεί πλέον προς την Ελληνική ποίηση.

Ο Σολωμός σε όλο το έργο του κήρυξε με ιερή εμμονή τις αθάνατες αξίες της ζωής : Δικαιοσύνη, Ελευθερία, Αλήθεια, Πίστη, Αγάπη, Χρέος.

«Μήγαρις έχω άλλο στο μυαλό μου,

πάρεξ ελευθερία και γλώσσα.»

Ο Εθνικός μας ποιητής, συνεπαρμένος από του αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων, εμπνεύστηκε και τα τρία μεγαλειώδη ποιήματά του : Τον «Υμνο εις την Ελευθερίαν», την «Ωδή για τον Λόρδο Μπάυρον» και τους « Ελεύθερους Πολιορκημένους».

Ο Σολωμός στον «Υμνο εις την Ελευθερίαν» που γράφτηκε τον Μάη του 1823, μέσα σ’ ένα μήνα, και αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές, αφιερώνει 34 στροφές, από 88 μέχρι και 122, αποκλειστικά στο Μεσολόγγι. Το απόσπασμα αυτό αναφέρεται στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου και συγκεκριμένα στην αποτυχημένη τουρκική επίθεση την ημέρα των Χριστουγέννων του 1822. Συνθέτοντας τον «Υμνο» ο ποιητής, είναι βέβαιο πως βρισκότανε σε μιαν υπέρτατη αυτοσυνειδησία, σαν ‘Ελληνας και σαν άνθρωπος. Ώριμος – όντας μόλις 25 χρονών.

Στις στροφές 88-96 η μεγάλη νίκη των Ελλήνων θα αποδοθεί στην ιερή σύμπραξη Ελευθερίας και θρησκείας. Η Ελευθερία, έννοια ταυτόσημη στον «Υμνο» με τον Ελληνισμό, θα παρουσιαστεί σε μια θεία επικοινωνία με τον Χριστιανισμό. Από το Θεό, που δικό του θέλημα είναι να μην πέσει το Μεσολόγγι, θα πάρει προτροπή – προσταγή να σταθεί στον κάμπο του Μεσολογγίου και να το προστατέψει :

88.Πήγες εις το Μεσολόγγι / την ημέρα του Χριστού

μέρα που άνθισαν οι λόγγοι / για το τέκνο του Θεού

89.Σούλθε εμπρός λαμποκοπώντας / η θρησκεία μ’ ένα σταυρό

και το δάκτυλο κινώντας / όπου ανεί τον ουρανό,

90.σ ‘αυτό, εφώναξε, το χώμα / στάσου ολόρθη, Ελευθεριά

και φιλώντας σου το στόμα / μπαίνει μες στην εκκλησιά.

91.Εις την τράπεζα σιμώνει, / και το σύγνεφο το αχνό

γύρω γύρω της πυκνώνει / που σκορπάει το θυμιατό.

92.Αγρικάει την ψαλμωδία / οπού εδίδαξεν αυτή

βλέπει τη φωταγωγία / στους Αγίους μπροστά χυτή.

93.Ποιοι ειν’ αυτοί που πλησιάζουν / με πολλή ποδοβολή

κι άρματ’, άρματα ταράζουν ; / Επετάχτηκες εσύ.

94.Α! το φως που σε στολίζει, / σαν ηλίου φεγγοβολή

και μακρόθεν σπινθηρίζει / δεν είναι, όχι, από τη γη.

95.Λάμψιν έχει όλη φλογώδη /χείλος, μέτωπο, οφθαλμός

φως στο χέρι, φως στο πόδι / κι όλα γύρω σου είναι φως.

96.Το σπαθί σου αντισηκώνεις, / τρία πατήματα πατάς,

σαν τον πύργο μεγαλώνεις / και εις το τέταρτο κτυπάς.

Μέσα στις πολυδύναμες αυτές στροφές από τις καλύτερες του «Υμνου» δίνεται μια δυναμική παράσταση της Ελευθερίας. ‘Ενα τέλειο ποιητικό όραμα, όπου ο θαυμασμός κι ο ενθουσιασμός του ποιητή συλλαμβάνει τη λευτεριά σαν έκρηξη του φωτός. ‘Εχει συντεθεί σε μια στρωτή, κατασταλαγμένη και καλοδουλεμένη νεοελληνική γλώσσα. Οπωσδήποτε ο λεκτικός πλούτος του «Υμνου» εντυπωσιάζει αυτόν που γνωρίζει το πόσο περιορισμένη ήταν ακόμα η παράδοση της δημοτικής στο γραφτό ελληνικό λόγο.

Το δεύτερο εξόχως λυρικό ποίημα που θα αναφερθώ είναι το αφιερωμένο στο μεγάλο φιλέλληνα ΛΟΡΔΟ ΜΠΑΫΡΟΝ. Γράφτηκε το 1824, αμέσως μετά το θάνατο του Βύρωνα. Είναι μακροσκελές, αποτελείται από 166 τετράστιχες στροφές (λίγο μεγαλύτερο από τον «Ύμνο»), διαπνέεται από συγκίνηση και έντονο ενθουσιασμό για την ηρωική αυτή μορφή και θεωρείται η συνέχεια του “Υμνου εις την Ελευθερίαν”. Σας διαβάζω τις έξι πρώτες στροφές :

1.Λευτεριά για λίγο πάψε / να χτυπάς με το σπαθί.

Τώρα σίμωσε και κλάψε / εις του Μπάυρον το κορμί.

2.και κατόπι ας ακλοθούνε / όσοι επράξανε λαμπρά

αποπάνω του ας χτυπούνε / μόνο σrήθια ηρωικά.

3.Πρώτοι ας έλθουνε οι Σουλιώτες, / και απ’ το Λείψανον αυτό

ας μακραίνουνε οι προδότες / και απ’ τα λόγια οπού θα πω.

4.Φλάμπουρα, όπλα τιμημένα, / ας γυρθούν κατά τη γη,

καθώς ήτανε γερμένα / εις του Μπάυρον τη θανή,

5.που βαστούσε το μαχαίρι, / όταν του ‘λειψε η ζωή,

μεσ’ το ανδρόφονο το χέρι / και δεν τ’ άφηνε να βγει.

6.Αναθράφrηκε ο γενναίος / στων αρμάτων την κλαγγή

τούτον έμπνευσε, όντας νέος, / μία θ εά μελωδική.

Το τρίτο ποίημα, οι «ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ» είναι το έργο της ζωής του Σολωμού. Το δούλευε για τριάντα ολόκληρα χρόνια, χωρίς να το ολοκληρώσει σα σύνθεση. Είναι έργο εθνικό, υψηλής έμπνευσης. Τα βάσανα των Μεσολογγιτών και η μεγαλειώδης πτώση τους συγκίνησαν τον ποιητή, που θέλησε να τους κάνει σύμβολα της αλύγιστης και αδούλωτης ψυχής. Καθώς αντίκριζε απ’ το νησί του, τη Ζάκυνθο, το φλεγόμενο Μεσολόγγι άρχισε να γράφει στα 1826, αμέσως μετά την πτώση, το πρώτο Σχεδίασμα με 7 αποσπάσματα.

Η ασίγαστη όμως δίψα του Σολωμού για την τελειότητα μορφής δεν του αφήνει ήσυχο. Ξαναδουλεύει το έργο σε Β΄ Σχεδίασμα επί 11 χρόνια (1833 – 1844) στην Κέρκυρα με 61 αποσπάσματα. Το Γ΄ Σχεδίασμα με 15 αποσπάσματα το επεξεργάστηκε ως το τέλος της ζωής του.

Το ποίημα άλλαξε τέσσερες φορές τίτλο. Το οξύμωρο του τελευταίου τίτλου «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» αποδίδει όλη την τραγικότητα της θέσης των Μεσολογγιτών και περικλείνει όλη τη δύναμη της θέλησής τους.

Παραθέτω το γνωστό σε όλους από το Β΄ Σχεδίασμα, απόσπασμα 1, όπου με την επιβλητικότητα επιγράμματος ο ποιητής αποδίδει λιτά αλλά δραματικά αυτό που συμβαίνει μέσα στο «μικρό αλωνάκι», όπως αλλού ονομάζει α Σολωμός του κάμπο του Μεσολογγιού.

Άκρα του τάφου σιωπή στο κάμπο βασιλεύει

Λαλεί πουλί παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε. Στα μάτια η μάνα μνέει.

στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει :

έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω εγώ στο χέρι ;

οπού σύ μού ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρινός το ξέρει.

Κύριο θέμα στους έξι στίχους είναι η πείνα. Για να την εκφράσει ο ποιητής θα χρησιμοποιήσει δύο διαφορετικές εικόνες : τη μάνα και τον Σουλιώτη, μια γυναίκα κι έναν άντρα. Ο στενός αποκλεισμός τούς έχει αναγκάσει σε φρικτή πείνα, τέτοια που να κάνει έναν άνθρωπο να ζηλεύει την τροφή ενός πουλιού. Η πείνα είναι το πρώτο στη σειρά των εμποδίων που έχουν να αντιπαλέψουν οι πολιορκημένοι. Και πρέπει να το υπερνικήσουν, για να αποδείξουν την υπεροχή του πνεύματος πάνω στην ύλη.

Η ένδεια έχει φτάσει στο τελευταίο της όριο, ώστε το σπυρί του πουλιού να κινεί την τόσο συναισθηματική αντίδραση της Μεσολογγίτισσας : «Τα μάτια η πείνα εμαύρισε, στα μάτια η μάνα μνέει». Ορκίζεται – στα μάτια του παιδιού της «μνέει». Ξέρει τα μητρικά της καθήκοντα, μα το ηθικό χρέος υψώνεται πάνω από αυτά – τα περιλαμβάνει και τα καθορίζει. Τραγικό το δίλημμά της.

Ετσι η γυναίκα υψώνεται σε ηρωική μορφή ισοδύναμη με τον άντρα : «Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει». Ο Σουλιώτης κλαίει από περηφάνεια και φιλότιμο. Ο πολεμιστής, που νιώθει να ζει πραγματικά και να καταξιώνεται μόνο μέσα στον πόλεμο και στη νίκη, έχει φτάσει από την πείνα στο σημείο να μην μπορεί να σηκώσει ούτε το τουφέκι του. Στιγμή μεγάλης τραγικής διαπίστωσης, που επιτείνεται από τη γνώση πως ο εχθρός ξέρει τούτη την αδυναμία, την περιγελά και περιμένει καρτερικά την παράδοσή του.

Μέσα από τον αναβαθμό των δυσκολιών, όπου η πείνα είναι το πρώτο και ανυπέρβλητο εμπόδιο, ο Σολωμός αποδίδει με τρόπο αριστουργηματικό το ψυχικό μεγαλείο που μπορεί να κρύβει η ψυχή του ανθρώπου.

Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη. Ο ποιητής παριστάνει τη φύση, στη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μια δύναμη η οποία με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάσει τους πολιορκημένους.

Θα κλείσω την ομιλία μου με το σχετικό απόσπασμα που αναφέρεται σ’ αυτή την αντίθεση. Από τη μια με τη μαγεία της άνοιξης κι από την άλλη με την απειλή ενός ηρωικού θανάτου, συνθέτει ο Σολωμός τη μεγάλη του έμπνευση :

Ο Απρίλης με τον ‘Ερωτα χορεύουν και γελούνε

κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

…………………………………………………..

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,

και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,

π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ` ασπρούδα,

έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,

που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο.

Το σκουληκάκι βρίσκεται σ` ώρα γλυκειά κι εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,

η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το χλωρό χορτάρι.

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει :

“Οποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει”.