- – 2023.10.26
- – Ελληνική Εποποιϊα 1940 – 1941
- – Άγγελου Τερζάκη
- – Επιμέλεια ανάρτησης: Αργύρης Τασιόπουλος .
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ΕΕΥΕΔ αντί Πανηγυρικού επέλεξε να παρουσιάσει αποσπάσματα από το Βιβλίο του Άγγελου Τερζάκη (1907-1979), Ελληνική Εποποιϊα 1940-1941. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, από όπου και τα αποσπάσματα , διακρίνουμε την αλόγιστη προσπάθεια ανασύστασης αυτοκρατόριών :
Ο Χίτλερ μίλησε δημοσίως στις 30 Ιανουαρίου 1941, στον ετήσιο λόγο του στο Sports Palace του Βερολίνου είπε: «Η χρονιά του 1941 θα είναι, όπως είμαι πεπεισμένος, το ιστορικό έτος της μεγάλης Ευρωπαϊκής Νέας Τάξης». Το σκοτεινό του όραμα περιλάμβανε τη δημιουργία του Παν-Γερμανικού Φυλετικού Κράτους, χτισμένο με τα δομικά υλικά της ναζιστικής ιδεολογίας, τη μαζική προσάρτηση εδαφών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, την αποίκισή τους με γερμανούς πολίτες και τη φυσική εξόντωση εβραίων και Σλάβων (Πολωνών και Ρώσων), Ρομά και όποιων ακόμα θεωρούσε «υπάνθρωπους» και «φυλετικά κατώτερους».
Ο Μουσολίνι, μεθυσμένος ἀπὸ μεγαλαυχία, θ᾽ ἀποπειραθεί νὰ δώσει έκφραση σὲ όνειρο παλαιότερο: τὴν ἀνασύσταση της ρωμαϊκής αὐτοκρατορίας, ἢ τουλάχιστον τῆς ἐνετικής θαλασσοκρατίας. «Πρὶν πεθάνω – έλεγε στὰ 1922 σ᾿ ἕνα σωματοφύλακά του – βλέπω νὰ σχεδιάζεται πάνω στὸ γαλανὸ ἰταλικὸ οὐρανὸ μιὰ ἀναγεννώμενη αὐτοκρατορία τῶν Καισάρων».
Ζούμε σήμερα και πάλι την αλόγιστη προσπάθεια ανασύστασης παλαιών αυτοκρατοριών (Οθωμανικής, Σοβιετικής) . Δεν είναι λοιπόν νέο φαινόμενο, η ιστορία επαναλαμβάνεται και σήμερα. Ο Συγγραφέας παρουσιάζει, με ιστορικά στοιχεία, πως δύο από τα πλέον ισχυρά κράτη της εποχής κατέβαλαν προσπάθειες να αποκοιμήσουν την μικρή και αδύνατη Ελλάδα, διαβεβαιώνοντας για τις ειρηνικές προθέσεις τους, ώστε να την βρουν απροετοίμαστη και να την καταλάβουν αμαχητί. Ο αναγνώστης αναπόφευκτα συγκρίνει το χθές με το σήμερα και το βιβλίο φαντάζει αφάνταστα επίκαιρο.
Ο Αγγελος Τερζάκης (Συγγραφέας – Δοκιμιογράφος), το 1940 στρατεύεται και υπηρετεί στο Αλβανικό Μέτωπο. Παραμένει στη ζώνη του πυρός ως το τέλος του πολέμου. Μας λέγει ό ίδιος στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του
“Πρέπει να πω ότι θέλησα να προλάβω προτού αποχωρήσει από τη ζωή η γενιά των μαχητών και χαθεί έτσι ανεπανόρθωτα η άχνα των ανθρώπων που έκαμαν την Ιστορία. Γιατί την Ιστορία τη συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία, που ο χρόνος τ’ αποχωρίζει: μια σειρά γεγονότα κι ένα άρωμα εποχής. Το πρώτο, τα γεγονότα, μπορείς να τ’ αποκαταστήσεις ακόμη κι ύστερα από αιώνες. Το δεύτερο όχι χάνεται, πετάει μαζί με τη στιγμή. Ακόμα κι εκείνοι που το ένιωσαν – όπως και όσο νιώθει κανένας το παρόν -, ακόμα κι αυτοί χάνουν την αίσθησή του όταν το πάρει ο άνεμος του χρόνου».
Αποσπάσματα από το Κεφάλαιο Α’ “Τα προανακρούσματα μιας εισβολής”
Aν εἶναι ἀλήθεια πὼς ἔνα έθνος ἄξιο να ζήσει χαλυβδώνεται, ὡριμάζει μέσα στὸν ἀγώνα, τότε καὶ ἡ ἰταλικὴ ἐπίθεση, ἡ εἰσβολὴ στὴν Ἑλλάδα τὸ φθινόπωρο τοῦ 1940, πρέπει νὰ κριθεῖ μὲ εἰδικὰ κριτήρια. Ας θεωρηθεῖ σὰν ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ ἐκεῖνα πού, ἐνῶ ξεκινᾶνε ἀπὸ μιὰ πρόθεση ταπεινὴ καὶ κακόβουλη, μετουσιώνονται χάρη στὸ πνεῦμα τῆς Ἱστορίας καὶ γίνονται πηγὲς φρονήματος, ζωῆς,
Γιὰ τὸν Ἕλληνα τῶν γενεῶν ποὺ ἔζησαν τις μεγάλες ἡμέρες τοῦ 1940 –1941 ο Ἑλληνοϊταλικὸς Πόλεμος, πραγματικά, είναι κάτι σημαντικὸ κι᾿ ἀπροσδόκητο. Σημαντικὸ εἶταν, ἀληθινά, περισσότερο ἀπὸ ὅσο μπορεῖ νὰ τὸ θεωρήσει ἡ ἁπλὴ ἀναδρομὴ στὴ μνήμη. Απροσδόκητο όμως μόνο κατὰ τὸμέτρο τῆς ἀξιοθρήνητης ὑποκρισίας τοῦ ἀντιπάλου, ποὺ πέτυχε νὰ συγκαλύψει τις προθέσεις του ὡς τὴν τελευταία σχεδόν στιγμή. Γιατὶ ἔτσι κάποτε ἕνα δυνατὸς μπορεῖ νὰ ταπεινώνεται ἀπὸ τὶς ἴδιες τοῦ τὶς μεθόδους καὶ πράξεις. Μ’ έκπληξη διαπιστώνει σήμερα ὁ ἐρευνητὴς τῆς νεώτερης Ιστορίας ὅτι, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς κιόλας τοῦ αἰώνα μας, εἶχαν φανεῖ οἱ ἐχθρικὲς προθέσεις ποὺ ἔτρεφε ἀπέναντι στὴν Ἑλλάδα ἡ Μεγάλη Δύναμη τῆς ᾿Αδριατικῆς.
Η κατάληψη τῆς Δωδεκανήσου μὲ τρόπο παραπειστικὸ καὶ πρόσχημα τὴν προσωρινότητα, τὴν ἀπελευθέρωση, ή βαθμιαία πολιτική διείσδυση τῆς Ιταλίας στὴν ᾿Αλβανία, προγεφύρωμα γιὰ μελλοντική δράση της στὴ Βαλκανική, ή διεκδίκηση τῆς Σμύρνης χωρίς κανένα δικαίωμα, ὁ βομβαρδισμὸς τῆς ἀνοχύρωτης Κέρκυρας γι᾿ ἀντίποινα ἑνὸς ἐγκλήματος ποὺ εἶχαν διαπράξει οἱ ἴδιοι οἱ Ἰταλοί, δὲν εἶναι παρὰ μόνον οἱ πιὸ θεαματικοὶ σταθμοὶ μιᾶς σειρᾶς ἀπὸ χαρακτηριστικὲς ἐνέργειες ποὺ ἐκφράζουν τις βλέψεις τῆς Ιταλικῆς πολιτικῆς μέσα στὸν ἐθνικὸ ἑλληνικὸ χῶρο. Βλέψεις, ἀλλοίμονο, προγενέστερες ἀπὸ τὸ φασιστικό καθεστώς.
Στὴν πραγματικότητα, εἴταν ὑποτροπὲς ἑνὸς στείρου συμπλέγματος ἡγεμονίας: Ο Μουσολίνι, μεθυσμένος ἀπὸ μεγαλαυχία; θ᾽ ἀποπειραθεῖ νὰ δώσει ἔκφραση σὲ ὄνειρο παλαιότερο: τὴν ἀνασύσταση τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἢ τουλάχιστον τῆς ἐνετικῆς θαλασσοκρατίας. «Πρὶν πεθάνω -έλεγε στὰ 1922 σ᾿ ἕνα σωματοφύλακά του – βλέπω νὰ σχεδιάζεται πάνω στὸ γαλανὸ ἰταλικὸ οὐρανὸ μιὰ ἀναγεννώμενη αὐτοκρατορία τῶν Καισάρων» Ὑπάρχουν σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο ἀρχηγοὶ λαῶν, καθεστῶτα, ποὺ δὲν ἔχουν και ταλάβει πὼς ἡ Ἱστορία δὲν ἀντιγράφεται. Δημιουργεῖται, καὶ πάντοτε με νέους όρους, νέα πεπρωμένα, ἀνάλογα μὲ τὴ γενικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπινοι γένους. Ὁ Μουσολίνι εἶχε πιστέψει πὼς τὸ θράσος μπορεῖ ν’ ἀφοπλίσει τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ ἡ ὑποκρισία νὰ ἐξαφανίσει τὴ δίψα τῆς ἐλευθερίας. Αὐτὰ μεσὶς στὸν 20ο αιώνα κι᾿ ἀπέναντι σ’ ἕνα λαό πού, στὰ μάκρος πέντε χιλιάδων χρόνων, ἴσαμε τὸ πρόσφατο ἀκόμα παρελθόν, δὲν εἶχε πάψει νὰ δίνει ματωμένα πειστήρια τοῦ πάθους του γι’ ἀνεξαρτησία.
Κατὰ τὸ διάστημα ὡστόσο ποὺ ἀκολουθοῦσε τὴ Συνθήκη τῆς Λωζάννης (1923), ἡ χώρα μας όχι μόνο δὲν εἶχε πειράξει κανένα, ἀλλὰ καὶ εἶχε παλαίψει σκληρότατα γιὰ νὰ ὀρθοποδήσει ὕστερα ἀπὸ τὸ βαρύ τραῦμα τῆς μικράσιατικῆς καταστροφῆς. Η προσπάθειά της ν᾿ ἀπορροφήσει ἑνάμισυ ἑκατομμύριο πρόσφυγες καὶ ν’ ἀνασυνταχθεῖ στὸν οἰκονομικό, τὸ στρατιωτικό και τὸν πολιτικό τομέα, εἴταν πασίδηλες. Μὲ τὴν Ιταλία εἰδικότερα, εἴχαμε συνάψει Σύμφωνο φιλίας τὸν Σεπτέμβρη τοῦ 1928. Μόνος πιθανὸς κίνδυνος ἀπὸ τὸ Βορρᾶ: οἱ παλαιές, γνωστές, ἀνήσυχες βλέψεις τῆς Βουλγαρίας. Η χώρα αὐτή, καθὼς καὶ ἡ ᾿Αλβανία, παρέμενε ἔξω ἀπὸ τὸ Βαλκανικὸ Σύμφωνο του 1934, ποὺ συνέδεε τὴν Ἑλλάδα μὲ τὴ Γιουγκοσλαβία, τὴ Ρουμανία καὶ τὴν Τουρκία. Τὸ Σύμφωνο αὐτὸ ἀπέβλεπε στὴ διατήρηση τοῦ ὑφιστάμενου ἐδαφίκοῦ καθεστῶτος στὴ Βαλκανική. Ο κίνδυνος ἀπὸ τὴ Δύση, δηλαδὴ ἡ ἐπίθεση ἀπὸ μιὰ μεγάλη ἐξωβαλκανικὴ Δύναμη, ἂν καὶ γραμμένος ἀόριστα, ἀπὸ καιρό, στὸ ὑποσυνείδητο τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, δὲν φαινόταν καὶ πρακτικὰ ἐπικείμενος.
Ὡστόσο συνάζονταν τὰ σύννεφα ποὺ θὰ ἔκαναν νὰ ξεσπάσει μιὰ μέρα ὁ Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ὁ Πόλεμος τῶν Πέντε ἠπείρων. Η ἔμμεση ἀναμέτρηση στὴν Ἱσπανία, στὰ 1936, εἶχε ἀνησυχήσει κάθε συνετὰ ἄνθρωπο, γιατὶ ἔμοιαζε πολὺ μὲ δοκιμαστικὴ βολή. Η φασιστικὴ Ιταλία, ποὺ εἶχε δώσει ἐξετάσεις ἀνθρωπιστικοῦ πολιτισμοῦ στὰ ὀροπέδια τῆς Αἰθιοπίας, στρεφόταν ξαφνικά, τὸν Απρίλιο τοῦ 1939, κατὰ τῆς ᾿Αλβανίας τοῦ ᾿Αχμὲτ Ζώγου. Ὕστερα ἀπὸ ἕνα τελεσίγραφο, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν συνταχθεῖ γιὰ νὰ μὴν ἀφήνουν περιθώριο παρὰ μόνο στὴν ἀπόρριψή τους, βομβαρδίζονταν ἀπὸ τοὺς Ιταλοὺς στὶς 6 τὸ πρωὶ οἱ λιμένες τῶν ῾Αγίων Σαράντα, τοῦ Αὐλῶνος, τοῦ Δυρραχίου, τοῦ ῾Αγίου Ιωάννη τῆς Μεδούης. Μαζί, γινόταν ἀπόβαση ιταλικῶν στρατευμάτων πού, ὕστερα ἀπὸ μικρὴ ἀντίσταση, προχωροῦσαν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς χώρας, ἔμπαιναν στὴν ἀλβανικὴ πρωτεύουσα, τὰ Τίρανα, ἀνέτρεπαν τὸ καθεστώς. Τὸ στέμμα τῆς Άλβανίας θὰ προσφερόταν ψυχραιμότατα στὸ βασιλέα τῆς Ιταλίας καὶ Αὐτοκράτορα τῆς Αἰθιοπίας Βίκτωρα Ἐμμανουήλ τὸν Γ’.
Γίνεται ἔτσι πιὰ αἰσθητὸ πὼς ἡ φασιστικὴ Ιταλία ἔχει ἀποφασίσει νὰ κάμει μὲ στόμφο, ὅπως τῆς ἁρμόζει, τὴν ἐμφάνισή της στὴν Βαλκανική. Κατὰ τὸ διάστημα ποὺ θ’ ἀκολουθήσει τὴν κατάληψη τῆς Αλβανίας ὡς τὴν ἐπίθεση κατὰ τῶν Ἑλλήνων, ἐπὶ ἑνάμισυ χρόνο, ἡ Ιταλία τοῦ Μουσολίνι θὰ καταβάλει κάθε προσπάθεια γιὰ νὰ συγκαλύψει τὶς ἐπεκτατικές της προθέσεις καὶ ν᾿ ἀποκοιμίσει τον μικρό της ἀντίπαλο, ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα κι ὁ οὐσιαστικός της στόχος: τὴν ῾Ελλάδα. Φέρνουν ντροπὴ σὲ κάθε ἀμερόληπτο μελετητὴ τῆς Ἱστορίας οἱ περιστροφές, οι δολιχοδρομίες, οἱ δραστήριοι διπλωματικοὶ ἑλιγμοί, οἱ παλινωδίες καὶ οἱ αὐτοδιαψεύσεις τῆς κυβερνήσεως Μουσολίνι. Τὰ γεγονότα, ἀπὸ μόνα τους εὐγλωττότατα, ἀκολουθοῦν τὴν ἑπόμενη σειρά.
Ἡ ἀπόβαση στὴν ᾿Αλβανία καὶ ἡ κατάληψή της εἴταν φυσικὸ ν᾿ ἀνησυχήσουν ἰδιαίτερα τις δύο συνορεύουσες μ’ αὐτὴν χῶρες, Ἑλλάδα καὶ Γιουγκοσλαβία· πολύ περισσότερο ποὺ ἡ διαγραφόμενη τώρα στὸν ὁρίζοντα ἀπειλὴ δὲν προερχόταν ἀπὸ τὴν Ιταλία μόνη, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ῎Αξονα. Η ίδρυσή του εἶχε ἐξαγγελθεῖ δυόμιση χρόνια πρίν, τὴν 1ην Νοεμβρίου 1936, ἀπὸ τὸν Μουσολίνι. Γιὰ νὰ καθησυχάσει τις δύο ἀπειλούμενες χῶρες ὁ Ντοῦτσε – δηλαδή γιὰ νὰ ἐξαπατήσει τὴν Ἑλλάδα — διεβεβαίωνε ἐπισήμως τὴν ἀγγλικὴ κυβέρνηση καὶ τὴν ἑλληνικὴ πὼς εἶναι ἀνακριβεῖς οἱ ἀποδιδόμενες σ᾿ αὐτὸν προθέσεις. Στο μεταξύ, ἡ ἑλληνικὴ προσπάθεια εἴταν νὰ τηρηθεῖ στάση ὅσο γίνεται πιὸ ἄψογη: Στὸν ᾿Αχμὲτ Ζώγου, ποὺ εἶχε ζητήσει καταφύγιο στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος, γινόταν ὑπόδειξη ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ ὅσο μποροῦσε συντομώτερα.
Ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ἑλλάδος στὴ Ρώμη, εἰδοποιοῦσε τὸ ἰταλικὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν ὅτι θὰ ληφθοῦν ὅλα τ᾽ ἀπαιτούμενα μέτρα ὥστε, ὁποιαδήποτε πολιτικὴ δράση τοῦ πρόσφυγα ᾿Αλβανοῦ βασιληᾶ ν᾿ ἀποκλεισθεῖ. Ἡ ἱκανοποίηση τοῦ Μουσολίνι ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ αὐτὴ συμπεριφορὰ εἴταν τόση, ποὺ ἀνέθεσε στὸν ἐπιτετραμένο του τῶν ᾿Αθηνῶν νὰ εὐχαριστήσει προσωπικῶς τὸν ῞Ελληνα πρωθυπουργό. Τὴν ἑπομένη κιόλας, οἱ Ἰταλοὶ διέψευδαν κατηγορηματικὰ ὅλες τίς κυκλοφοροῦσες στὸ μεταξὺ ἀνησυχητικὲς φῆμες. Ὁ Μουσολίνι διεκήρυσσε τὸ σεβασμό του πρὸς τὸν ἑλληνικὸ χῶρο καὶ τὴν ἐπιθυμία του ν᾿ ἀναπτύξει σταθερὰ ἐγκάρδιες σχέσεις τῆς χώρας του μὲ τὴν Ελλάδα.
Τρεῖς φορὲς πηγαίνει νὰ βρεῖ τὸν Ἕλληνα πρεσβευτὴ στὸ Λονδῖνο ὁ Ιταλὸς ἐπιτετραμένος καὶ τὸν διαβεβαιώνει κατηγορηματικὰ γιὰ τὴν ἁγνότητα τῶν Ιταλικῶν προθέσεων. Ὁ ὑπουργὸς τῶν Εξωτερικῶν Τσιάνο, ἀπὸ τὸ βῆμα τῆς Ιταλικῆς Βουλῆς, στηλιτεύει τὶς ἀβάσιμες κι’ ἐπικίνδυνες – όπως τὶς χαρακτηρίζει – διαδόσεις, τις διαψεύδει. Γιὰ νὰ συντονίσει τὴν ἑλληνικὴ στάση πρὸς τὴν ἐπίσημη Ιταλική, ὁ πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος , ἂν καὶ χωρὶς βαθύτερη ἐμπιστοσύνη στὴν εἰλικρίνεια τῶν νέων γειτόνων, θὰ ὑποστηρίξει σὲ λόγο του πὼς ὁ ἑλληνικὸς λαὸς «δύναται ἥσυχος νὰ συνεχίσῃ τὰ εἰρηνικὰ αὐτοῦ ἔργα, μὲ τὴν βεβαιότητα, ὅτι ἡ κυβέρνησίς του ἀγρυπνεῖ διαρκῶς διὰ τὴν ἀσφάλειαν καὶ τὴν τιμήν του».
Αὐτὰ γίνονταν τὴν ἄνοιξη τοῦ 1939.
Τὶς ἀμέσως ἑπόμενες ἡμέρες τοῦ ᾿Απριλίου 1939, τὸ Γενικό Επιτελεῖο Στρατοῦ καταρτίζει τὸ πρῶτο σχέδιο ἐκστρατείας, μὲ χαρακτήρα καθαρῶς ἀμυντικό. Προβλέπεται σ’ αὐτὸ ἡ περίπτωση εἰσβολῆς ἀπὸ Βορρᾶ κι’ ἀπὸ Δύση μαζί, ἐπίθεση δηλαδὴ ἀπὸ τὴ Βουλγαρία κι᾿ ἀπὸ τὴν Ιταλία, μὲ τὴ Γιουγκοσλαβία πρόθυμη να επιτρέψει την διάβαση από το εδαφός της εχθρικών γιὰ τὴν Ἑλλάδα δυνάμεων. Ὑπελόγιζε ἀκόμα, τὸ σχέδιο αὐτὸ ἐκστρατείας, τὰ πρακτικὰ πλεονεκτήματα τοῦ ἀντιπάλου, συγκεκριμένα πὼς θὰ εἶχε τὴ πρωτοβουλία στὴν ἔναρξῃ τοῦ πολέμου, τὸ χρονικὸ προβάδισμα σὲ συγκέντρωση δυνάμεων, ἀφοῦ διέθετε χιόλας γύρω στις πέντε ἑτοιμοπόλεμες μέραχίες στὴν ᾿Αλβανία καὶ ὑπεροχὴ σὲ ἀεροπορία. Οἱ Ἕλληνες δὲν μποροῦσαν νὰ κινητοποιηθοῦν ἀμέσως χωρὶς αὐτὸ νὰ θεωρηθεῖ πρόκληση. Οχυρώσεις ἐξ ἄλλου, πρὸς τὸ ἀλβανικὸ μέτωπο, δὲν ὑπῆρχαν. ῎Αν στὶς ἐναντιότητες αὐτὲς προστεθεῖ ἡ δέσμευση ἑλληνικῶν δυνάμεων, λόγῳ Βουλγαρίας, στὸ μέτωπο τῆς ᾿Ανατολικῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης, ἡ ὀργανικὴ κλιμάκωση των ὑπολοίπων, που προορίζονταν ἴσα – ίσα γιὰ τὸ ἀλβανικὸ μέτωπο, ἀπὸ τὴ Φλώρινα ὡς τὴν Καλαμάτα, ἡ ὕπαρξη γιὰ τὴ μεταφορά τους καὶ τὴ συγκέντρωσή τους μιᾶς καὶ μόνης σιδηροδρομικῆς γραμμῆς, ποὺ θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ χτυπηθεῖ ἀπὸ τὴν ἐχθρικὴ ἀεροπορία, τότε θὰ γίνει νοητὸ γιατὶ τὸ σχέδιο προέβλεπε ἀμυντικὸ ἑλιγμὸ ποὺ θὰ μετέφερε στὴν ἀνάγκη τὸ μέτωπο βαθύτερα στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος. Ὁ ἀντικειμενικὸς σκοπὸς εἶταν νὰ καλυφθοῦν ἡ Θεσσαλία καὶ ἡ Θεσσαλονίκη ἀπὸ βάθος τέτοιο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ ὕστερα ἡ ἀναγκαία μετακίνηση καὶ συγκέντρωση δυνάμεων.
Τὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα ποὺ ἄρχισαν νὰ γίνονται στὴ δυτικὴ πτέρυγα τοῦ μελλοντικοῦ μετώπου, ἔδωσαν τὴν εὐκαιρία εὐτυχῶς, ὅταν ἡ ὥρα σήμανε,νὰ τροποποιηθεῖ στὴν πράξη τὸ σχέδιο αὐτὸ καὶ νὰ μὴ χρειαστεῖ σχεδόν καθόλου ἡ σύμπτυξη ἀλλά, ἀπεναντίας, ὁ ἑλιγμὸς ἀπὸ ἀμυντικὸς νὰ γίνει ἐπιθετικός. Θὰ εἶναι ἡ φάση ἐκείνη τοῦ πολέμου πού, ἑνάμιση χρόνο ἀργότερα, θὰ δοξάσει τὰ ἑλληνικὰ ὅπλα καὶ θὰ σώσει, ἀπὸ ἠθικὴ καὶ στρατηγικὴ ἄποψη, τὴν ὅλη συμμαχικὴ Ὑπόθεση.
῾Η ἐπίσημη Ιταλία, στο μεταξύ, διεβέβαίωνε γιὰ τὶς ἀγαθές της προθέσεις· οἱ πράξεις της ὅμως, καὶ ἰδιαίτερα οἱ στρατιωτικὲς, φανέρωναν τὸ ἀντίθετο. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1939, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἰταλικῶν στὴν ᾿Αλβανία δυνάμεων, δηλαδὴ πέντε μεραρχίες πεζικοῦ μαζὶ μὲ πενηνταεννέα ἐλαφρὲς πυροβολαρχίες καὶ δεκατέσσερες βαρειές, βρισκόταν συγκεντρωμένα στὰ ἑλληνικὰ σύνορα. Πρόσχημα: μεγάλα γυμνάσια. Ἡ ἰταλικὴ ἀεροπορία παρεβίαζε ἀδιάκοπα τὸν ἑλληνικὸ ἐναέριο χῶρο.
Τὸ ἑλληνικὸ Γενικό Επιτελεῖο ἀνησυχεῖ. Εἰσηγεῖται στὴν κυβέρνηση τὴν ἐπιστράτευση τῶν μονάδων ποὺ βρίσκονται ἀπέναντι στὴν ᾿Αλβανία: τῶν VIII καὶ ΙΧ μεραρχιῶν. ῾Η ἐπιστράτευσή τους, καθὼς καὶ τῆς ΙV ταξιαρχίας, διατάσσεται τὴ νύχτα τῆς 23ης Αὐγούστου. Τὴν ἡμέρα ποὺ εἶχε μόλις προηγηθεί, ἕνα γεγονὸς βαρυσήμαντο καὶ πολὺ ἀπειλητικὸ ἀναγγέλλεται: Η ὑπογραφὴ στὴ Μόσχα τοῦ γερμανο-σοβιετικοῦ Συμφώνου μὴ ἐπιθέσεως. Τὰ χέρια τοῦ “Αξονος λύνονταν ἀπὸ τὴν ᾿Ανατολή. Μποροῦσε τώρα ἀπερίσπαστος νὰ δράσει στὴ Δύση, στὸ Νότο.
Στὴν ῾Ελλάδα, συγκροτεῖται μιὰ ᾿Ανώτατη Διοίκηση μὲ τὸ ὄνομα Τμῆμα Στρατιᾶς Δυτικῆς Μακεδονίας καὶ δυνάμεις τὰ Β’ καὶ Γ’ Σώματα Στρατοῦ. Στις 29 Αυγούστου, πηγαίνει στὸν ᾿Αρχηγὸ τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου ἀντιστράτηγο ᾿Αλέξ. Παπάγο ὁ ᾿Ιταλὸς στρατιωτικὸς ἀκόλουθος καὶ τοῦ ζητάει πληροφορίες γιὰ τὶς συγκεντρώσεις ἑλληνικῶν στρατευμάτων. Διαβεβαιώνει ἐπισήμως, ἀπὸ μέρος τοῦ ᾿Ιταλοῦ ὑπουργοῦ τῶν Στρατιωτικῶν, ὅτι ἰσχύει πάντοτε ἡ ἐγγύηση ποὺ δόθηκε τὸν ᾿Απρίλιο γιὰ τὸ ἀπαραβίαστο τοῦ ἑλληνικοῦ ἐδάφους.
Τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, ὁ κόσμος ξυπνοῦσε τὸ πρωί μὲ μιὰ συγκλονιστικὴ εἴδηση. Εἴδηση ποὺ θὰ ἔρριχνε ἀμέσως φῶς διαφορετικὸ σὲ ὅλα: Είχε ἀρχίσει, ξαφνικά, ἐπίθεση τῶν Γερμανῶν κατὰ τῆς Πολωνίας. Εἴταν ἡ 1η Σεπτεμβρίου 1939. ῾Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπαζε.
Πόλεμος ποὺ — ὅπως πίστευε ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἄρχισε, ὁ Φύρερ τοῦ γεμανικοῦ ἔθνους ᾿Αδόλφος Χίτλερ – προοριζόταν νὰ εἶναι κεραυνοβόλος. Πόλεμος – ληστρικὴ ἐπιδρομή, βασισμένος στὸν τυχοδιωκτικὸ ὑπολογισμὸ ὅτι οἱ Δυτικὲς Δυνάμεις αἰφνιδιασμένες, πολιτικὰ ἄτολμες, παράλυτες ἀπὸ τὸ ἀπροσδόκητο χτύπητα, δὲν θὰ προλάβαιναν ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ ἤθελαν ν᾿ ἀντιδράσουν. Τὸ τελευταῖο τοῦτο, εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς κοσμοθεωρίας ποὺ τὸν προκάλεσε καὶ τὴ βαθμολογεῖ ἠθικά. ῾Ο ᾿Αδόλφος Χίτλερ ὑπελόγιζε στὴν ἀνανδρία τῶν ἄλλων: Τὴν Πολωνία οἱ σύμμαχοι θὰ τὴ θυσίαζαν, θὰ προτιμοῦσαν νὰ τὴν προδώσουν γιὰ νὰ πέσει βορὰ τῆς ἐξαγριωμένης ἐπιθετικῆς του ἀπληστίας, μήπως τὴ χορτάσει.
Τὰ πρῶτα ἀποτελέσματα δικαιώνουν κατὰ ἕνα ποσοστὸ τοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ Χίτλερ: ‘Η Πολωνία κυριεύεται μέσα σ’ ἕνα εἰκοσαήμερο, διανέμεται ἀνάμεσα στοὺς συνεταίρους, αὐτὸν καὶ τὸν Στάλιν. Οἱ Δυτικὲς Δυνάμεις ὅμως ἀνησυχοῦν, ξεσηκώνονται. Στις 3 Σεπτεμβρίου, κηρύσσουν τὸν πόλεμο κατὰ τῆς Γερμανίας ἡ ᾿Αγγλία καὶ ἡ Γαλλία. Τὰ Βαλκανικὰ κράτη ὡστόσο μένουν ἀσάλευτα, μὲ τὴν ἀφελῆ ἐλπίδα πὼς δὲν θὰ βρεθοῦν στὸ δρόμο τῆς θύελλας. ῎Αλλα τους κηρύσσουν οὐδετερότητα κι᾿ ἄλλα κάνουν ἐπίδειξη καλῆς διαγωγῆς πρὸς τὴ Γερμανία. Ἡ Ἑλλάδα, ποὺ δὲν τὴ γελᾶνε τὰ προαισθήματά της, βλέπει πὼς ὅλο καὶ περισσότερο μεγαλώνει ἡ δραματική της μόνωση, ἄρα καὶ τὸ βάρος τῆς εὐθύνης της ἀπέναντι στὶς παραδόσεις της, ἀπέναντι στὴν ἴδια της τὴν Ἱστορία.
Αὐτὸ δὲν σημαίνει καθόλου καὶ πὼς δὲν ἐστάθμιζε μὲ πολλὴ περίσκέψη τὴν πραγματικότητα, τ’ ἀντικειμενικά της δεδομένα. ᾿Απεναντίας: Τὸ Γενικό Επιτελεῖο Στρατοῦ, μόλις ὁ Μεγάλος Πόλεμος εἶχε ἀρχίσει,διετύπωνε πρὸς τὴν κυβέρνηση τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὶς ἀμυντικὲς ἀνάγκες τῆς χώρας. Συγκεκριμένα τονιζόταν ότι εἴχαμε τὸ ταχύτερο ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ὁπλισμὸ καὶ τὸ ὑλικὸ πολέμου ποὺ εἶχε παραγγελθεῖ στὴ Μεγάλη Βρεταννία καὶ στὴ Γαλλία. Ὅτι γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ μιὰ ἐνδεχόμενη ἐπιστράτευση καὶ συγκέντρωση δυνάμεων, θὰ ἔπρεπε νὰ τὴ συντρέξουν ὁ στόλος καὶ ἡ ἀεροπορία τῶν Συμμάχων. Οτι θὰ ἔπρεπε νὰ συνεργαστοῦν μὲ τὶς ἑλληνικὲς δυνάμεις καὶ ναυτικές, ἀεροπορικές, ἴσως καὶ κατὰ ξηρὰν δυνάμεις τῶν Συμμάχων, ὁπότε θὰ μποροῦσε ἡ δράση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, σὲ περίπτωση εἰσβολῆς, νὰ μεταβληθεῖ σ᾽ ἐπιθετική. “Οτι τὸ βάρος τοῦ βουλγαρικοῦ μετώπου θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἀναλάβει ἡ Τουρκία, ὥστε νὰ ἐλευθερωθοῦν ἑλληνικὲς δυνάμεις γιὰ τὸ ἰταλικὸ μέτωπο. Τέλος ὅτι θὰ πρέπει, ἂν φτάσουμε σὲ πολεμική σύρραξη, νὰ ἐξασφαλιστεῖ ὁ πολεμικὸς ἀνεφοδιασμὸς τῆς χώρας.
Ωστόσο ἡ Ιταλία, μετὰ τὴν ἔκρηξη τοῦ πολέμου, κατέβαλλε ἐνισχυμένες προσπάθειες νὰ βελτιώσει τις σχέσεις της μὲ τὴν ῾Ελλάδα, δηλαδὴ να πυκνώσει τὸ προπέτασμα καπνοῦ ποὺ ἔκρυβε τις προθέσεις της. Στὶς 17 Σεπτεμβρίου, ὁ πρεσβευτὴς Γκράτσι, ἔφερνε ἀπὸ τὴ Ρώμη, ὅπου εἶχε ἀπουσιά σει ἕνα ἑπταήμερο, κι᾿ ἐπέδιδε στὸν Πρωθυπουργὸ τῆς Ἑλλάδος ἀνακοίνωση ὅπου δηλωνόταν ὅτι: «῾Η Ιταλία ἔχει ἤδη δηλώσει, τὴν 1ην Σεπτεμβρίου ὅτι δὲν προτίθεται ν᾿ ἀναλάβη οὐδεμίαν πρωτοβουλίαν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων. Ἡ ἀπόφασις αὕτη τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου, ἥτις ἰσχύει ἐν γένει, ἰσχύει εἰδικῶς ἔναντι τῆς ῾Ελλάδος. ᾿Ακόμη καὶ ἐν τῇ περιπτώσει, ἣν ἡ τε λία, λαμβανομένης ὑπ’ ὄψιν τῆς θέσεώς της ὡς Μεγάλης Δυνάμεως δὲν δύνατ ν’ ἀποκλείση, μιᾶς ἐπεμβάσεως αὐτῆς εἰς τὸν πόλεμον, δὲν θ᾽ ἀναλάβῃ αὖτή πρωτοβουλίαν ἐπιχειρήσεων ἀπέναντι τῆς Ἑλλάδος».
Τὰ κείμενα τῶν δηλώσεων αὐτοῦ τοῦ τύπου, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ γεγονότα ποὺ ἐπακολούθησαν, εἶναι τόσο εὔγλωττα καθ᾿ ἑαυτά, ποὺ δὲν χρειάζονται σχολιασμό. Η κατάσταση, στὸ μεταξύ, εἶχε ἀρχίσει νὰ παρουσιάζει μιὰν ὕφεση. Η ἐπιστράτευση τῶν παραμεθορίων μονάδων ποὺ εἶχε διαταχθεῖ στις 23 Αὐγούστου, δημιουργοῦσε τώρα συνθῆκες εὐνοϊκὲς γιὰ τὴ συγκέτρωση ἑλληνικῶν δυνάμεων σὲ θέση περισσότερο προχωρημένη πρὸς τὰ βορά. Τροποποιεῖται ἔτσι καὶ τὸ σχέδιο ἐκστρατείας: Προβλέπεται κάλυψη της Δυτικῆς Μακεδονίας, εὐρεῖα κάλυψη τῶν Ἰωαννίνων καὶ καταβολὴ κα προσπάθειας ὥστε νὰ ἐμποδιστεῖ ὁ ἀντίπαλος νὰ καταλάβει τὶς Ηπειρωτκές ἀκτὲς καὶ τὸ στενὸ τῆς Κερκύρας. Κανένα τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ ἐδάφους δεν ἐγκαταλείπεται τώρα, ἔστω καὶ προσωρινά, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀκριανὴ παραμεθόρια λωρίδα ἀνάμεσα στὰ σύνορα καὶ τὸν ποταμὸ Καλαμᾶ, βάθους 20 – 25 χιλιομέτρων.
Αλλὰ ἡ ἁπλὴ σύγκριση τῶν ἐγγράφων εἶναι καὶ πάλι περισσότερο εὔγλωττη ἀπὸ τὰ σχόλια σ᾽ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἀξιοπιστία καὶ τὴν τακτικὴ τοῦ ἀντιπάλου. Τρεισήμιση μῆνες προτοῦ ὁ πρεσβευτὴς Γκράτσι δηλώσει ἐπισήμως ὅσα δήλωσε στὸν ῞Ελληνα πρωθυπουργό, ὁ Μουσολίνι ἔγραφε στὸν Χίτλερ: «Δι᾿ αὐτὸν τὸν λόγον πρέπει νὰ κυριεύσωμεν ὁλόκληρον τὴν περιοχὴν τοῦ Δουνάβεως καὶ τὰ Βαλκάνια, εὐθὺς μετὰ τὰς πρώτας ὥρας τοῦ πολέμου. Δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἱκανοποιηθῶμεν μὲ δηλώσεις οὐδετερότητος μόνον τῶν ἐκεῖ κρατῶν, ἀλλὰ πρέπει νὰ καταλάβωμεν τὰ ἐδάφη των καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιήσωμεν διὰ τὴν προμήθειαν τῶν ἀπαραιτήτων τροφίμων καὶ πολεμικῶν βιομηχανικῶν ἐφοδίων.
«Διὰ τῆς κεραυνοβόλου ἐπιχειρήσεως ἡ ὁποία πρέπει νὰ διεξαχθῆ ἀποφασιστικῶς, ὄχι μόνο αἱ δεχθεῖσαι τὴν Βρεταννικὴν ἐγγύησιν χῶραι, ὅπως ἡ ῾Ελλάς, ἡ Ρουμανία καὶ ἡ Τουρκία, θὰ τεθοῦν ἐκτὸς μάχης, ἀλλὰ θὰ ἐξασφαλίσωμεν καὶ ἡμεῖς τὰ νῶτα μας.»
Δημιουργήθηκε ἀργότερα ἡ ἐντύπωση στὴν ἑλληνικὴ Κοινὴ Γνώμη πὼς ὁ Χίτλερ ὄχι μόνον εἶταν ξένος πρὸς τὴν ἰταλικὴ ἐπιβουλή, ἀλλὰ καὶ ὅτι, ἂν μποροῦσε, θὰ τὴν εἶχε ἐμποδίσει. Σὰν παραχώρηση πρὸς σύμμαχο εἶχε θεωρηθεῖ ἡ συγκατάθεσή του νὰ ἐπιτεθεῖ ἡ Ιταλία. Ἡ ἀλήθεια είναι διαφορετική. Κατὰ τὶς συσκέψεις ποὺ εἴχαν γίνει στὶς 12 καὶ 13 Αὐγούστου 1939 στὸ “Ομπερζάλτσμπουργκ τῆς Βαυαρίας μεταξύ Χίτλερ, Ρίμπεντροπ καὶ Τσιάνο, ὄχι μόνο εἶχε ἀνακοινωθεῖ ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς στὸν Ἰταλὸ ὑπουργὸ ὅτι ὁ Πόλεμος ἀποφασίστηκε, ἀλλὰ καὶ εἶχε κριθεῖ ἡ τύχη τῆς ῾Ελλάδος καὶ τῆς Γιουγκοσλαβίας. Οι Γερμανοὶ εἴχαν προσπαθήσει νὰ πείσουν τὴν Ἰταλία διὰ τοῦ Τσιάνο νὰ ἐπιτεθεῖ κατὰ τῆς ῾Ελλάδος τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ θὰ ἔκαναν ἐκεῖνοι ἔναρξη χειρῶν ἀδίκων κατὰ τῆς Πολωνίας. Ο Τσιάνο, ἂν καὶ σύμφωνος στὴν οὐσία, βρισκόταν στὴ δυσάρεστη ἀνάγκη νὰ δηλώσει πὼς ἡ χώρα του δὲν εἶναι ἀκόμα ἕτοιμη γιὰ πόλεμο.
Καὶ σημειώνει ὁ Τσιάνο στὸ ῾Ημερολόγιό του, πικρά, ὕστερα ἀπὸ τὶς συσκέψεις ἐκεῖνες: «Εμαθα πόσο λίγο μᾶς λογαριάζουν οἱ Γερμανοί. Ἡ γνώμη μου εἶναι, ὅτι ὁ πόλεμος πρέπει νὰ γίνει, ἐφ᾽ ὅσον αὐτὸς (ὁ Χίτλερ) και ὁ Ντοῦτσε εἶναι σύμφωνοι. Τὸ τί μπορεῖ νὰ συμβεῖ σ᾿ ἐμᾶς δὲν φαίνεται νὰ ἐνδιαφέρει καθόλου τὸν Χίτλερ καὶ τοὺς συνεργάτες του. Γνωρίζουν ὅτι ἡ ἔκβαση τοῦ ἀγῶνος θὰ ἐξαρτηθεῖ κυρίως ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ περιορίζονται νὰ μᾶς ὑποσχεθοῦν κάποιαν ἐλεημοσύνη».
Αλλὰ καὶ στὴν ᾿Αθήνα, ἐπισήμως πιά, ἡ Γερμανία κατέβαλλε προσπάθειες ν’ ἀποκοιμίσει τὴν Έλλάδα: Τὸν Ιανουάριο τοῦ 1940, ὁ Γερμανός Στρατιωτικὸς ᾿Ακόλουθος πληροφοροῦσε τὸν ‘Αρχηγὸ τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου πὼς εἶναι ἐξουσιοδοτημένος νὰ τοῦ δηλώσει ὅτι «ἐπέκτασις τοῦ πολέμου εἰς τὴν Βαλκανικήν, πρωτοβουλίᾳ τῆς Γερμανίας, ἀποκλείεται τελείως». Η συνομιλία εἶχε λήξει μὲ τὴ διαβεβαίωση καὶ πάλι τοῦ Στρατιωτικοῦ ακολούθου ὅτι «τὸ συμφέρον τῆς Γερμανίας εἶναι νὰ ἀποφευχθῆ κάθε ἀφορμὴ ἥτις θὰ εἶχε ὡς συνέπειαν τὴν ἐπέκτασιν τοῦ πολέμου εἰς τὰ Βαλκάνια».
Καὶ προκαλεῖται στὸ μέσον ἄνθρωπο, τὸν ἀνεξοικείωτο μὲ τὶς μεθόδους μιᾶς ὡρισμένης διπλωματίας, ἡ εὔλογη ἀπορία: Γιατί τόση ὑποκρισία; Γιατί τόση προσπάθεια δύο πανίσχυρων κρατῶν — ποὺ δὲν εἶχαν τότε οὐσιαστικὰ νὰ φοβηθοῦν κανένα, καὶ τὸ ἤξεραν – γιατὶ τόση προσπάθεια νὰ ἐξαπατήσουν τὴ μικρὴ Ελλάδα; Μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ συγκαλύψουν τις γενικώτερες προθέσεις τους; Η μήπως ἡ τακτικὴ αὐτὴ εἶναι ἡ καθιερωμένη σὲ τέτοιες περιστάσεις; Μήπως ἀποτελεῖ ρεαλιστικὴ ἀπλῶς διαχείρηση συμφερόντων, ὁπότε ἔχει ἐξασφαλίσει κι᾿ ἕνα εἶδος πολιτικοῦ ἀναμάρτητου ;
Πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ὑπάρχει ὡστόσο κάτι ἄλλο: Καθεστῶτα μὲ κοσμοθεωρία θεμελιωμένη σὲ προφητικοὺς ἰσχυρισμούς, ποὺ ἐνσαρκώνονται σὲ βουλιμίες Ιμπεριαλιστικές, πιστεύουν ότι γι᾽ αὐτὰ ἰσχύει ἄλλη ἠθικὴ καὶ ἄλλος κώδικας τιμῆς ἀπὸ ὅ,τι γιὰ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Μὲ τυφλὴ πίστη στὴν ὑποθετικὴ κι᾿ αὐτοθαυμαζόμενη ὑπεροχή τους, μὲ σκέψη ἔμμονη – δηλαδὴ ψύχωση – τὸν στόχο ποὺ ἔχουν τάξει στὸν ἑαυτό τους, τὰ τυπικὰ γνωρίσματα τῆς μεγαλομανίας, δημιουργοῦν γύρω τους ἕνα δηλητηριασμένο κλῖμα, ἕναν ἰδιότυπο πολιτικό μυστικισμό. Πείθουν πρῶτα τὰ στελέχη τους, ἔπειτα τὸν ὄχλο ποὺ ἄγεται καὶ φέρεται, πὼς εἶναι φορεῖς μιᾶς ἀνώτερης τάχα ἱστορικῆς ἐντολῆς. Μὲ μέτρο στὸ ἑξῆς τὸ ἐξημμένο τοῦτο ὅραμα, κρίνουν συνοπτικά, ἀποφασίζουν ἀδίσταχτα κι’ ἐπιχειροῦν τὰ πάντα. Κάθε μέσο τοὺς γίνεται πρόσφορο γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς «ἀποστολῆς» τους, γιατὶ ὑποτίθεται πὼς ἐξαγνίζονται ἀπ’ αὐτήν. Ὁ Χίτλερ πίστευε πὼς εἶναι ἐντεταλμένος νὰ κρατήσει τὸ σπαθί τῆς ἱερῆς γερμανικῆς Δίκης κατὰ τοῦ πνεύματος τῆς Συνθήκης τῶν Βερσαλλιῶν, ποὺ εἶχε ἐπισφραγίσει τὴν ἧττα τῆς πατρίδας του στὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ὁ Μουσολίνι πὼς εἶναι ὁ παράκλητος, ὁ Μεσσίας τῆς Ιταλίας, ὁ διάδοχος τῶν Καισάρων. Ειδικότερα, ὁ Φύρερ τῆς Γερμανίας εἶχε ἀναπτύξει, μ’ ἐπικουρία πολλὲς δανεικὲς ἰδέες, τὴ γνωστὴ κοσμοθεωρία του γιὰ τὴ βιολογικὴ ὑπεροχὴ καὶ τὸν ἡγεμονικό προορισμὸ τῆς γερμανικῆς φυλῆς. Ὁ Μουσολίνι, τυπικά, ἔπρεπε νὰ ἔχει τὸ προβάδισμα, σὰν πρῶτος διδάξας τὸν νεώτερο πολιτικό μεσσιανισμό. ᾿Αλλὰ εἶχε τὴν ἀτυχία, στὴν πράξη, νὰ βρεθεῖ οὐραγός του. Δὲν φαίνεται νὰ παρηγορήθηκε γι᾿ αὐτὸ ποτέ.
Τί εἶταν ὅμως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἀποφασίσει νὰ βάλει τέρμα στὴν Ἑλληνικὴ Ἱστορία ;
Ατομα καθὼς ὁ Μπενίτο Μουσολίνι, ὅταν κατορθώσουν νὰ ὑψωθοῦν στὸ βάθρο τῆς γενικῆς ῾Ιστορίας καὶ νὰ ἐπηρεάσουν ἀποφασιστικὰ τὶς τύχες μεγάλων ἀνθρώπινων συνόλων, προκαλοῦν, δικαιολογημένα, πολὺ μελαγχολικὲς σκέψεις γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα – τουλάχιστον γιὰ τὴ μερίδα της ἐκείνη πού, ἀθεράπευτα, περιμένει ἀπὸ θαυματοποιούς τὴν ὁποιαδήποτε σωτηρία της. Υπάρχουν βέβαια οἱ ἀπνευμάτιστοι, ποὺ κρίνουν τοὺς ἡγέτες αὐτοῦ τοῦ τύπου μ’ ἕνα κριτήριο δουλικὰ θετικιστικό. Λένε: «Γιὰ νὰ κατορθώσουν ὅ,τι κατόρθωσαν, θὰ πεῖ πὼς κάτι εἴταν». Ὑπάρχει όμως καὶ μιὰ ἄλλη κρίση, λεπτότερη, ποὺ θεωρεῖ πὼς ὅ,τι κατόρθωσαν οἱ τυχοδιῶκτες τῆς ἡγεσίας, χαρακτηρίζει τὰ σύνολα ποὺ τοὺς ἀνέχτηκαν, ὄχι τις δικές τους προσωπικές ἀρετές. Εἶναι μιὰ κρίση ποὺ ἀπαιτεῖ, σὲ τελευταία ἀνάλυση, μιὰ ποιότητα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, κάτι πέρα ἀπὸ τὸν τυφλὸ δυναμισμὸ τοῦ ζώου. Στὴν περίπτωση τοῦ Μπενίτο Μουσολίνι, ἡ κρίση αὐτὴ διαπιστώνει πὼς βρισκόμαστε ἀπέναντι σ’ ἕναν καμποτίνο μεθυσμένον ἀπὸ ἐγωλατρία ἀχαλίνωτη. Μὲ τὰ κατώτερα ὄργανα στὸν φυσιογνωμικό του τύπο τονισμένο, τὴ μασέλα, τὸ σαγόνι, μ᾿ ἕνα κρανίο δυσανάλογα στενὸ σὲ σχέση μὲ τὴ βαρειὰ βάση του, θύμιζε, στὴν ὥριμη ἰδιαίτερα ἡλικία του, κάποιους κομπάρσους ποὺ παίζουν στὰ λαϊκὰ κινηματογραφικὰ ἔργα μισόγυμνοι τοὺς μεσαιωνικούς δημίους. Ο ψύχραιμος παρατηρητής, ἂν ἔβλεπε τὸν ποντίφηκα αὐτὸν τοῦ φασισμοῦ σὲ μιά του δημόσια ἐμφάνιση, ἀγόρευση, ἐπίδειξη, παρέλαση, θὰ ξέκρινε τὸν κοῦφιο ἦθοποιὸ ποὺ μαστίζεται ἀπὸ ἕνα καὶ μόνο πάθος: νὰ πιάσει ὅσο μπορεί περισσότερο τόπο, νὰ διογκωθεῖ, νὰ ξεχειλίσει, νὰ ἐκτοπίσει.
Κι᾿ ὅμως, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ εἶναι — καὶ εἶταν — ἐπικίνδυνος. Μ᾿ ἕναν τεράστιο πολεμικὸ μηχανισμὸ στὴ διάθεσή του, τὴν ἀρραγῆ δύναμη τῆς ἀπολυταρχικῆς ἐξουσίας στὸ χέρι του, εἶχε τὴν ἀσυδοσία τοῦ ἀκαταλόγιστου πού, ἔτσι νὰ τοῦρθει, βάζει φωτιὰ στὸ φυτίλι. Τὸν κεραυνὸ σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο δὲν τὸν κρατᾶνε οἱ φίλοι τοῦ ἀνθρώπου καὶ οἱ συνετοί. Τὸν διαθέτουν οἱ ἀγροῖκοι.
Ἡ φασιστικὴ Ἰταλία, όπως εἴδαμε, ἀπὸ καιρὸ προετοίμαζε τὴν παραβίαση τῆς ἑλληνικῆς ἀνεξαρτησίας. Συνέβει όμως ένα περιστατικὸ ποὺ τὴν ἔκαμε νὰ χάσει τὴν ψυχραιμία της καὶ νὰ βάλει τὸ σχέδιό της σὲ ἄμεση ἐφαρμογή: Η αἰφνιδιαστικὴ ἔναρξη τοῦ Πολέμου ἀπὸ τὸν Χίτλερ καὶ προ- πάντων οἱ κεραυνοβόλες ἐπιτυχίες τοῦ Φύρερ στὰ πεδία τῶν μαχῶν.
Σ’ ἕνα μόνο μῆνα, εἶχαν σαρωθεῖ τὸ Βέλγιο, ἡ Ολλανδία, ἡ Δανία, τὸ Λουξεμβοῦργο, ἡ Γαλλία, ἀφοῦ πρίν εἴχαν ὑποκύψει ἡ Πολωνία καὶ ἡ Νορβηγία. Ὁ Μουσολίνι κυριεύεται τότε ἀπὸ φόβο, νομίζει πὼς ὁ πόλεμος τελειώνει χωρὶς αὐτόν, πὼς ἡ φασιστικὴ Ιταλία δὲν πρόλαβε νὰ ἐπωφεληθεῖ. Η μεγάλη, ἡ μοναδικὴ εὐκαιρία λοιπόν, χάνεται, Προφταίνει, μόλις δώδέκα ἡμέρες προτοῦ συνθηκολογήσει ἡ Γαλλία, νὰ τῆς κηρύξει τὸν πόλεμο : νὰ κηρύξει τὸν πόλεμο σ’ έναν ἑτοιμοθάνατο. Εἶναι ἡ μοῖρα τοῦ στόμφου καὶ τῆς ἀλαζονίας νὰ καταδικάζονται ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν πραγμάτων σὲ πράξεις εσχατης ἀνανδρίας. ῾Η ἐποχή μας βρίθει ἀπὸ τὰ σχετικὰ παραδείγματα. ᾿
Αλλὰ ἀπὸ τὶς 10 Ιουνίου τοῦ 1940, ἀπὸ τὴν ἡμέρα δηλαδὴ ὅπου ἡ Ἰταλία εἶχε κηρύξει τὸν πόλεμο κατὰ τῆς ᾿Αγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας, ἡ στάση τοῦ Μουσολίνι ἀπέναντι στὴν Ἑλλάδα ἄρχιζε ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζει. Ἴσαμε τη στιγμὴ ἐκείνη, εἴχαμε διαβεβαιώσεις του γιὰ σεβασμὸ τῆς ἀνεξαρτησίας, τοῦ ἀπαραβίαστου τῆς ἑλληνικῆς γῆς. Μετὰ τὴν 10η Ιουνίου ἡ Ἰταλικὴ κυβέρνησῃ ἀποφασίζει νὰ καταργήσει τὰ προσχήματα. ᾿Ακριβέστερα: θ᾽ ἀναζητήσει ἄλλα τώρα προσχήματα καὶ δικαιολογίες γιὰ τὴν ἐπίθεσή της. Η πρώτη στροφὴ τῆς πολιτικῆς τοῦ Μουσολίνι, σὰν μακρυνὴ προειδοποίηση, περιεχόταν κιόλας στὸ λόγο ποὺ εἶχε ἐκφωνήσει ἐκεῖνος γιὰ νὰ κηρύξει τὸν πόλεμο κατὰ τῆς ᾿Αγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας. Εἶχε πεῖ:
«. . . Ηδη, ὁπότε ὁ κύβος ἐρρίφθη καὶ ἡ θέλησίς μας ἔκαυσε τὰς γεφύρας ὄπισθέν μας, δηλῶ κατηγορηματικῶς ὅτι ἡ Ἰταλία δὲν σκοπεύει νὰ παρασύρῃ εἰς τὴν σύρραξιν ἄλλους λαοὺς συνορεύοντας μετ᾿ αὐτῆς ἀπὸ ξηρᾶς ἡ ἀπὸ θαλάσσης. Η Ελβετία, ἡ Γιουγκοσλαβία, ἡ ῾Ελλάς, ἡ Τουρκία καὶ ἡ Αἴγυπτος ἃς λάβουν ὑπὸ σημείωσιν τοὺς λόγους μου τούτους. Εξαρτᾶται ἀπὸ αὐτάς, καὶ μόνον ἀπὸ αὐτάς, ὅπως οἱ λόγοι αὐτοὶ πραγματοποιηθοῦν ἢ ὄχι».
Απὸ αὐτὰς» – δηλαδὴ ἀπὸ αὐτόν, κρυμμένον, ὅποτε τὰ θελήσει, κάτω ἀπὸ τὸ μανδύα τῆς δολοφονικῆς ἀνωνυμίας. Εἶταν ἀπειλὴ μὲ ὅλους τοὺς κανόνες, μέσα στὴν ἀκραιφνέστερη παράδοση τῆς τακτικῆς τῶν ὁλοκληρωτισμῶν. “Ας ἀνησυχοῦσε ὁ Τσιάνο δέκα μῆνες πρίν, γιὰ τὸ τότε ἀπροπαράσκευο τῆς χώρας του. Τὸ καλοκαῖρι κιόλας τοῦ 1940, ἡ Ιταλία διέθετε ἀπέναντί μας πλεονεκτήματα συντριπτικά, περισσότερα κι᾿ ἀπὸ τὰ αὐτονόητα γιὰ μεγάλη Δύναμη. ῎Ας τ᾿ ἀπαριθμήσουμε: Εἶχε τὴν πρωτοβουλία ν᾿ ἀρχίσει τὸν πόλεμο, δηλαδὴ διέθετε τὸ ὅπλο τοῦ αἰφνιδιασμοῦ, τὸ στρατηγικῶς ἀσυναγώνιστο. Οἱ δυνάμεις της εἶταν ἀπὸ καιρὸ ἐπιστρατευμένες, κατὰ τὸ μεγαλύτερό τους μέρος διαθέσιμες, ἐνῶ ἂν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ πλευρὰ γινόταν ἔστω καὶ μερικὴ ἐπιστράτευση, αὐτὸ θὰ ἐμφανιζόταν ἀμέσως σὰν πρόκληση. Ἡ ἀεροπορική, ἔπειτα, ὑπεροχὴ τῆς Ἰταλίας εἶταν τρομαχτική. Στρατεύματά της ἑτοιμοπόλεμα, κάπου 95.000 ἄντρες, βρίσκονταν στὴν ᾽Αλβανία, μαζὶ μὲ θωρακισμένα ταχυκίνητα μέσα Πολεμικὸ ὑλικό εἶχε ἀποθηκευτεῖ ἐκεῖ περισσότερο ἀπὸ ὅσο χρειαζόταν για τὶς ὑπάρχουσες ἐπὶ τόπου δυνάμεις. Τέλος, μποροῦσαν οἱ Ιταλοὶ νὰ μεταφέρουν ἀνεμπόδιστα κ.᾿ ἄλλα στρατεύματα στὴν ᾿Αλβανία: Ἡ ᾿Αδριατικὴ εἴτα πιὰ δική τους. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶχε γίνει καὶ ἡ κατάληψη τῆς ᾿Αλβανίας ἕνα χρόνο πρίν.
Τὴν ὕφεση τοῦ περασμένου χειμώνα ἀρχίζει τώρα νὰ τὴ διαδέχεται με προϊοῦσα ἔνταση. Μὲ πολλὴ ὀξυδέρκεια ὁ πρεσβευτὴς στὴ Ρώμη Ι. Πολίτη εἶχε τηλεγραφήσει στὴν ἑλληνικὴ Κυβέρνηση, στις 15 Μαΐου 1940: «…Είμαι ἄλλωστε πεπεισμένος ὅτι ἐὰν ἡ Ιταλία εἰσέλθῃ εἰς τὸν πόλεμον θὰ ἀκολουθήσῃ πιστῶς, παρὰ πᾶσαν ἀντίθετον δήλωσιν, τὴν μέθοδον τοῦ αἰφνιδιασμοῦ». Στὶς 18 Ιουνίου τὸν καλεῖ ὁ διευθυντὴς τοῦ ἰδιαιτέρου γραφείου τοῦ Ιταλοῦ ὑπουργοῦ τῶν ᾿Εξωτερικῶν, ὁ πρεσβευτὴς ᾿Ανφοῦζο, καὶ τοῦ ἀνακοινώνει ὅτι τὸ Ιταλικό Ναυαρχεῖο εἶχε διαπιστώσει, «κατὰ τρόπον ἀσφαλῆ», τὴν παρουσία σὲ λιμένες τῆς Κρήτης ξένων πολεμικῶν. Τόσο ὁ πρεσβευτής ὅσο καί, ἀμέσως ὕστερα, ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση, διαψεύδουν. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, δ᾿Ανφοῦζο ἀναγνωρίζει πὼς ἡ πληροφορία εἴταν λαθεμένη. Αὐτὸ δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ καλέσει πάλι, ὕστερα ἀπὸ ἑφτὰ ἡμέρες, τὸν ῞Ελληνα πρεσβευτή, γιὰ νὰ τοῦ ἀνακοινώσει χωρὶς περιφράσεις ὅτι ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ελλάδος στὴν ῎Αγκυρα «ἐργάζεται ἐναντίον τοῦ ῎Αξονος» καὶ ὅτι θὰ πρέπει να ἀντικατασταθεῖ. Τὴν ἴδια κατηγορία θὰ ἐπαναλάβει ὁ Τσιάνο αὐτοπροσώπως ὕστερα ἀπὸ τέσσερες ἡμέρες.
Αλλὰ ἡ προσπάθεια ἐξερεθισμοῦ καὶ ἡ ἀναζήτηση ἀπὸ τοὺς Ιταλούς ἀφορμῶν εἶταν ρυθμισμένη μὲ τρόπο πού ν᾿ ἀκολουθεῖ σταθερὴ ἀνιοῦσα. Στὶς 3 Ἰουλίου ὁ Τσιάνο καλοῦσε τὸν Ἕλληνα πρεσβευτή σὲ τόνο βάναυσο καὶ ὀργισμένο τοῦ δήλωνε ὅτι ἔχει ἀποδείξεις πὼς τὰ ἀγγλικὰ πολεμικὰ μεταχειρίζονται τοὺς ἑλληνικοὺς λιμένες γιὰ ἐπιθέσεις κατὰ τῶν ἰταλικῶν ναυτικῶν δυνάμεων. Προσέθετε πὼς ἡ κατάσταση αὐτὴ εἶναι ἀπαράδεκτη κι’ ὅτι ἂν δὲν σταματήσει αὐθωρεί, ἡ Ιταλία θὰ προβεῖ σὲ δράση. Μάταια διαμαρτύρονται, παρατάσσουν ἐπιχειρήματα ἀποστομωτικὰ ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση κι᾿ ὁ πρεσβευτὴς στὴ Ρώμη. Τὴν ἀπάντηση σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς αἰτιάσεις θὰ τὴ δώσει ὁ ἴδιος ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ιταλίας Γκράτσι, ἀλλὰ μετὰ τὸν πόλεμο, στα απομνημονεύματά του: «Βεβαιῶ μὲ τὸν κατηγορηματικώτερο τρόπο – γράφει καὶ μὲ πλήρη συνείδηση τῶν εὐθυνῶν μου, ἐκεῖνο ποὺ ὑποχρεώθηκα νὰ βεβαιώσω ἐπανειλημμένως σ᾿ ἐκείνους ποὺ διηύθυναν τὴν ἰταλικὴ πολιτική, μ᾿ ἐπίσημες ἀνακοινώσεις καὶ μὲ προσωπικὲς ἐπιστολές: δηλαδὴ ὅτι οὔτε μια βρεταννικὴ βάση, οὔτε ναυτικὴ οὔτε ἀεροπορική, ὑπῆρξε ποτὲ στὴν Ἑλλάδα πρὶν ἀπὸ τὴν 28η Οκτωβρίου 1940». Καὶ θὰ προσθέσει πιὸ πέρα: «Ἡ ἑλληνική κυβέρνηση τήρησε τὴν οὐδετερότητα μὲ ἀναμφισβήτητη νομιμοφροσύνη καὶ μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ διέθετε, ὥς τὴν ἔσχατη στιγμή». Η Ιταλικὴ κυβέρνηση ὅμως, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Γαλλία συνθηκολόγησε, εἶχε ἀποθρασυνθεῖ. ᾿Αποφασισμένη νὰ προχωρήσει τὸ ταχύτερο, πολλαπλασίαζε τις προκλήσεις. Βομβαρδιστικὰ ἀεροπλάνα χτυπᾶνε μιὰ μικρὴ μονάδα τοῦ ἑλληνικοῦ Ναυτικοῦ, ὕστερα τὸ ἀντιτορπιλλικὸ «Ὕδρα». Ἡ ἰταλικὴ ἀεροπορίᾳ δὲν παύει νὰ παραβιάζει τὸν ἑλληνικὸ ἐναέριο χῶρο. Τέσσερες βόμβες ἀπὸ ἀεροπλάνα πέφτουν γύρω σ᾽ ἄλλα ἑλληνικὰ πολεμικά, ἐλλιμενισμένα στὸν Κορινθιακό κόλπο, στὸ λιμένα τῆς Ναυπάκτου, ἢ ἀνάμεσα στὴ Σαλαμίνα καὶ τὴν Αἴγινα. Η κατάσταση ἀγριεύει στις 11 Αὐγούστου, ὅταν τὸ πρακτορεῖο Στέφανι, ποὺ οἱ εἰδήσεις του ἔχουν ἐπίσημη προέλευση, δημοσιεύει σ᾿ ὁλόκληρη τὸν Ιταλικό Τύπο, μ᾿ ἐντυπωσιακοὺς τίτλους, ἀνακοινωθὲν ὅτι «ὁ μέγας ᾿Αλβανὸς πατριώτης Νταούτ Χότζα δολοφονήθηκε στην στὴν ἑλληνοαλβανική μεθόριο ἀπὸ Ἕλληνες πράκτορες». Χωρίς ίχνος ὑποψίας γιὰ τὴν εἰρωνεία τοῦ πράγματος, το ἀνακοινωθὲν προσθέτει, ἀναφερόμενο στὴ συμπεριφορὰ τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς ᾿Αλβανοὺς τῆς Τσαμουριᾶς; «Σήμερον ὁ τυφλὸς δεσποτισμὸς ἐπιπίπτει περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην φορὰν κατὰ τῶν πληθυσμῶν αὐτῶν…
Ὁ Νταούτ Χότζας εἶταν ληστὴς γνωστότατος, ἐπικηρυγμένος ἀπὸ εἴκοσι χρόνια γιὰ φόνους κι᾿ ἄλλα ἐγκλήματα τοῦ κοινοῦ δικαίου. Τὸν εἶχαν σκοτώσει πάνω σὲ καυγᾶ δύο ᾿Αλβανοί, ποὺ τοὺς εἶχαν πιάσει οἱ ἑλληνικὲς ᾿Αρχὲς πρὶν ἀπὸ δύο μῆνες. Η Ιταλικὴ κυβέρνηση τὰ ἤξερε ὅλα αὐτά, όπως γινόταν κατάδηλο ἀπὸ διακοίνωσή της τοῦ περασμένου Ιουλίου πρὸς τὸ ἑλληνικὸ Ὑπουργεῖο Εξωτερικῶν. Τὸ Πρακτορεῖο ᾿Αθηνῶν, ἀμέσως τὴν ἑπόμένη ἡμέρα, τὰ εἶχε διαψεύσει· Τὴ διάψευσή του όμως αὐτή, ὁ ἰταλικὸς Τύπος φρόντιζε, παρὰ κάθε ἔθιμο, νὰ τὴν ἀποσιωπήσει. Ὕστερα ἀπὸ ἄλλες δύο ἡμέρες, στις 14 Αὐγούστου, τὰ Πρακτορεῖο ᾿Αθηνῶν ἔδινε στὴ δημοσιότητα, ἀναλυτικὰ τώρα, ὁλόκληρο τὸ ποινικὸ μητρῶο τοῦ Νταούτ Χότζα.
Αλλὰ τὴν Ιταλία τὴν ἐνδιέφεραν τώρα τὰ προσχήματα καὶ τίποτ᾽ ἄλλο. Τὴν ἴδια ἡμέρα, 14 Αὐγούστου, ὁ πρεσβευτὴς Ι. Πολίτης είχε τηλεγραφήσει ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴν κυβέρνηση: «Απὸ προχθὲς ἡ Ιταλία ἀπέβαλε τὸ προσωπεῖον ἔναντι ἡμῶν». Τὸ γνωστὸ φερέφωνο τοῦ φασιστικοῦ κόμματος, ὁ δημοσιογράφος Γκάϊντα, μ᾿ ἕνα ἄρθρο του, ἔδινε στὸν διευθυνόμενο Ιταλικὸ Τύπο τὸ σύνθημα: Γενικὴ ἐπίθεση κατὰ τῆς ῾Ελλάδος.
Καὶ ἀνατέλλει ἡ 15η Αὐγούστου τοῦ 1940. Πλήθη προσκυνητὲς κατάκλύζουν τὴ λευκὴ Τῆνο, στὸ βαθυγάλανο ἑλληνικὸ Αἰγαῖο. Εἶναι ἡ γιορτὴ τῆς Παναγίας. Στὸν ὁρμο τοῦ νησιοῦ, γιὰ ν᾿ ἀπονείμει τις καθιερωμένες τιμές, ἔχει φτάσει ἀπὸ τὰ ξημερώματα ἡ «Ελλη», τὸ παλαιό, ἱστορικὸ εὔδρομο τοῦ ἑλληνικοῦ Στόλου. Σημαιοστολισμένη, κάνει νὰ κυματίζουν τὰ χρώματα τοῦ ἔθνους πλάϊ στὸν θρησκευτικό πανηγυρισμό. Δὲν ἔχει όμως προχωρήσει τὸ πρωί, εἶναι ἀκόμα ὀχτώμιση ἡ ὥρα, όταν κρότος τρομαχτικός συγκλονίζει τὸ πλοῖο καὶ τὸ νησί. Μαῦροι καπνοὶ σηκώνονται ἀμέσως, τριγυρίζουν τὴν «Έλλη», ποὺ χτυπημένη κατάσαρκα, στὰ ὕφαλά της, ἀπὸ ἐχθρὸ κρυμμένο, ἀρχίζει νὰ γέρνει. Δύο ἀκόμα τορπίλλες σκάζουν μὲ φοβερὸ πάταγο, ἡ μιὰ σὲ ξέρα κοντὰ στὸ φανὸ τοῦ νησιοῦ, ἡ ἄλλη στὸν κυματοθραύστη. ‘Ο λαός, οἱ προσκυνητές, στὴν παραλία καὶ στὸ δρόμο ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὴν ἐκκλησία, ἀναστατώθηκαν, “Αδικα ἀγωνιζόταν τὸ πλήρωμα νὰ ρυμουλκήσει τὸ καράβι, νὰ τὸ φέρει σὲ μέρος ξέβαθο, νὰ τὸ σώσει. Τὰ ρυμούλκια κόβονται. Στὶς δέκα παρὰ δέκα, ἡ «Ελλη» δὲν ὑπῆρχε πιά· εἶχε βουλιάξει μέσα σὲ φλόγες.
Ποιός ἔκαμε τὸ ἔγκλημα; Ποιός πέταξε ἀπὸ μακρυὰ τὸ στιλέτο; Καμμιὰ ἑλληνικὴ ψυχὴ δὲν ἀμφιβάλλει: ῾Η γενναία πράξη ἔχει ἀποτυπωμένη τὴν ταυ τότητά της στὸν τρόπο της. Η ἔρευνα ἄλλωστε ποὺ θὰ γίνει στὸ βυθό τοῦ ὅρμου ἀμέσως τὴν ἐπόμενη ἡμέρα, θὰ φέρει στὸ φῶς τὸ τσακισμένο ἐπισκεπτήριο τοῦ δολοφόνου: Κομμάτια ἀπὸ τὶς τορπίλλες, μὲ πάνω ἀριθμὸ μητρώου καὶ στοιχεῖα Ιταλικά.
Κι᾿ ὅμως; ἂν καὶ ἀμφιβολία δὲν χωράει, ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἀποφασίζει νὰ μὴ μιλήσει, νὰ μὴ φανερώσει τὴν ἀλήθεια, γιὰ ν᾿ ἀποφύγει κάθε προστριβή. Σὲ ἀνακοινωθέν της δηλώνει πὼς δὲν κατόρθωσε νὰ ἐξακριβώσει τὴν ἐθνικότητα τοῦ ὑποβρυχίου ποὺ χτύπησε τὴν «Ελλη». Μόνο στις 30 Οκτωβρίου, ἀφοῦ πιὰ θὰ ἔχει ἀρχίσει ὁ πόλεμος, ἡ κυβέρνηση θὰ κάμει γνωστὴ τὴν ἀλήθεια. ῎Αν ὅμως ἡ ἐπίσημη Ελλάδα σωπαίνει, δὲν ξεγελιέται ἡ κοινὴ Γνώμη, ἐγχώρια καὶ ξένη. ῾Ο παγκόσμιος Τύπος στιγματίζει τὴν πράξη. Ο θόρυβος ποὺ ξεσηκώνεται διεθνῶς εἶναι τόσος ποὺ οἱ Ιταλοὶ δειλιάζουν, τὰ χάνουν, ἀγωνίζονται νὰ φανοῦν ἀνύποπτοι κι᾿ ἀθῶοι. Σοφίζονται καὶ νὰ ἐνοχοποιήσουν τὴν ᾿Αγγλία, ποὺ ἔχει τάχα συμφέρον ν᾿ ἀναστατωθοῦν τὰ Βαλκάνια. ᾿Ακόμα καὶ ὁ Τσιάνο, στὸ ῾Ημερολόγιό του, χωρὶς ν’ ἀναιρεῖ τὴν ἀλήθεια, δοκιμάζει νὰ ρίξει τὴν εὐθύνη γιὰ τὸ ἀνοσιούργημα στὸν Γενικὸ Διοικητὴ τῆς Δωδεκαννήσου Ντὲ Βέκι, «αὐτὸν τὸν μέθυσο» – ὅπως γράφει. Ὅμως ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ἡ ἑλληνικὴ συνείδηση ἔχει διαφωτιστεῖ ἀρκετά, εἰδοποιήθηκε. Ἡ ἱερόσυλη πράξη ποὺ ἐγκαινίασε συμβολικὰ τὴν ἐπίθεση κατὰ τῶν Ἑλλήνων στὸ νησὶ τῆς Θεοτόκου, θὰ κατασταλάξει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, θὰ τὴ βοηθήσει νὰ ὡριμάσει γοργὰ μέσα στοὺς δυόμιση μῆνες ποὺ θ᾽ ἀκολουθήσουν καὶ θὰ χρωματίσει μὲ ἱερότητα τὸν ἀγῶνα ποὺ προετοιμάζεται. Τὸ εἶχε νιώσει ἄραγε, ἢ ἀργότερα μόνο τὸ κατάλαβε ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ιταλίας Γκράτσι, ποὺ θὰ γράψει μιὰ μέρα στ᾿ ἀπομνημονεύματά του : « Τὸ ἔγκλημα τῆς Τήνου εἶχε γι᾿ ἀποτέλεσμα, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἔκαμε τὸ θαῦμα, νὰ δημιουργηθεῖ σ᾽ ὅλη τὴν Ἑλλάδα μιὰ ἀπόλυτη ἑνότητα ψυχῶν. Μοναρχικοὶ καὶ βενιζελικοί, ὁπαδοὶ καὶ ἀντίπαλοι τῆς 4ης Αὐγούστου, πείστηκαν πὼς ἕνα μόνον ἀδυσώπητο ἐχθρὸ εἶχε ἡ ῾Ελλάδα: τὴν Ιταλία. Καὶ πὼς ἂν δὲν γινόταν ν’ ἀποφευχθεῖ μιὰ σύγκρουση μὲ τὴν Ιταλία, θὰ εἶταν προτιμότερο ν᾿ ἀντιμετωπισθεῖ ὁ ἐχθρὸς μὲ ἀνδρισμό, παρὰ νὰ ὑποχωρήσει τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος μπροστὰ σ᾽ ἕναν ἐχθρὸ ποὺ δὲν δίσταζε νὰ μεταχειρίζεται τέτοια μέσα».
Τὴν ἴδια ἡμέρᾳ τοῦ τορπιλλισμοῦ τῆς «Ελλης», στὶς 6 τ᾽ ἀπόγεμα, δύο Ιταλικὰ βομβαρδιστικὰ ἀεροπλάνα ἔρριξαν βόμβες χωρὶς ἀποτέλεσμα πάνε στὸ ἀτμόπλοιο «Φρίντων», ποὺ βρισκόταν στὸ Μάλι τῆς Κρήτης. Εἶταν φανερὸ πὼς ἡ Ἰταλία ἀδιαφοροῦσε πιὰ γιὰ τὰ μέσα. Ο πρεσβευτής της δεν γελιέται στὸ χαρακτηρισμό.
Καὶ ὁ Χίτλερ ; Εἶταν σύμφωνος ἄραγε σ᾿ ὅλ᾽ αὐτά; Ξέρουμε σήμερα πὼς ὄχι — ἀλλὰ γιὰ λόγους πολύ διαφορετικοὺς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ὑποθέσει τότε μερικοὶ ρωμαντικοὶ Ἕλληνες. Δὲν εἶταν σύμφωνος ὁ Χίτλερ γιατί, από τον καιρὸ τῶν συσκέψεων στὸ Ὄμπερζάλτσμπουργκ, μέσα στὸν ἕνα χρόνο ποὺ εἶχε μεσολαβήσει, τὰ πράγματα είχαν πάρει διαφορετική τροπή. Η ἑλληνοϊταλικὴ ρήξη, θὰ εἶχε ἀντίχτυπο εὐρύτερο στὴν πολεμικὴ πολιτική του Αξονος. Η Γερμανία ήθελε κάθε προσπάθεια νὰ συγκεντρωθεῖ κατὰ Μεγάλης Βρεταννίας, ποὺ δὲν εἶχε πέσει. Ἔπειτα, ὁ Χίτλερ, εἶχε τὰ δικά σχέδια γιὰ τὴν Ἑλλάδα: Λογάριαζε νὰ τὴν ἐκβιάσει διπλωματικῶς ἢ νὰ ἐπιτεθεῖ πρῶτα κατὰ τῆς Κρήτης τὸν ἴδιο ἐκεῖνο χειμῶνα τοῦ 1940. Τὸ γράφει σ’ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Μουσολίνι. Ἡ ἐκκαθάριση τῶν Βαλκανίων άλλωστε τοῦ εἴταν ἀναγκαία, γιὰ ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ πλευροκοπηθεῖ ὅταν θὰ ἐπιχειροῦσε τὴν ἐκστρατεία ποὺ κιόλας λογάριαζε κατὰ τῆς Ρωσίας. Δεν τὸν συνέφερε μὲ κανένα τρόπο ν᾿ ἀφήσει στὸ Νότο μιὰ δυνατότητα νὰ τοῦ ανοιχτεῖ βαλκανικὸ μέτωπο, ὅπως στὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ὁ Μουσολίνι, ἀπεναντίας, ἤθελε νὰ προλάβει. Τοῦ χρειαζόταν κι’ αυτουνοῦ, γιὰ λόγους γοήτρου, μιὰ ἐντυπωσιακὴ νίκη, ὅπως οἱ πρόσφατες – γερμανικές. Αἴσθημα κατωτερότητος ἀπέναντι στὸ συνεταῖρο του εἶχε ἀρχίσει νὰ τὸν κατατρύχει. Ο σύνδεσμος τῶν δύο δικτατόρων εἶταν λυκοφιλία. Στ ἀνώτερο Αρχηγὸ τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου του στρατηγὸ Μπαντόλιο, θὰ πει ο Μουσολίνι τὸν Νοέμβριο: «Μᾶς εἰδοποίησαν ἐμᾶς οἱ Γερμανοὶ ὅταν χτύπησαν τὴ Νορβηγία, ἢ γι᾽ ἄλλες τους ἐπιχειρήσεις; Μᾶς ἀγνόησαν ἐντελῶς. Τώρα κι’ ἐγὼ τοὺς πληρώνω μὲ τὸ ἴδιο νόμισμα». ᾿
Εντούτοις θὰ βρεθεῖ στὴν ἀνάγκη, ὕστερα ἀπὸ πίεση τοῦ Γερμανού ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν Ρίμπεντροπ καὶ διάβημα τοῦ Στρατιωτικοῦ ακολούθου τῆς γερμανικῆς πρεσβείας στὴ Ρώμη, ν᾿ ἀναβάλει τὴν εἰσβολή στὴν Ἑλλάδα. Λογάριαζε νὰ τὴν κάνει ἀμέσως μετὰ τὸν τορπιλλισμὸ τῆς «Ελλης». Στὸ στρατηγὸ Βισκόντι Πράσχα, διοικητὴ τῶν ἰταλικῶν στρατευμάτ στὴν ᾿Αλβανία, θὰ σταλοῦν ἄλλες ὁδηγίες τώρα. Τὸ σχέδιο ὁριστικῆς καὶ τῆς Ἑλλάδος ἐπιθέσεως ὁ Πράσκα ἀρχίζει νὰ τὸ συντάσσει τὸ Σεπτέμβριο. Εἶναι τὸ περίφημο «Emmergenza G.», κατὰ τὴ συνθηματική του ὀνομασία. Προβλέπει ταυτόχρονη ἐπίθεση κατὰ τῆς ἑλληνικῆς Ηπείρου κι᾿ ἀποβάσεις στὴν Κέρκυρα, στὴν Κεφαλληνία καὶ στὴ Ζάκυνθο. Τέλος Σεπτεμβρίο τὸ σχέδιο στέλνεται στὴ Ρώμη γιὰ ἔγκριση ἀπὸ τὸ Γενικὸ ᾿Επιτελεῖο. Για τὴν προετοιμασία τῆς ἐφαρμογῆς του, εἶχαν ἀρχίσει κιόλας μετακινήσεις δυνάμεων ἀπὸ τὴ γιουγκοσλαβικὴ στὴν ἑλληνικὴ μεθόριο, ἐνῶ ἐνισχύσεις στέλνονταν ἀπὸ τὴν Ιταλία. Ως τὶς ἀρχὲς Οκτωβρίου, θὰ ἔχουν μεταφερθεί στ ᾿Αλβανία ἄλλοι 30.000 άνδρες, τάνκς, πυρομαχικά. Τὴν παραμονὴ τῆς εἰσβολῆς, τὸ σύνολο τῶν ἰταλικῶν δυνάμεων στὴν ᾿Αλβανία θὰ φτάνει τὶς 100.000 άνδρες.
Ωστόσο ἡ γενικὴ ἀτμόσφαιρα εἶχε ἀρχίσει πάλι νὰ βαραίνε πολύ. Στις 27 Σεπτεμβρίου ὑπογράφεται τὸ τριμερὲς Σύμφωνο Γερμανίας, Ιταλίας καὶ Ιαπωνίας, ἐνῶ στὶς 4 Οκτωβρίου, οἱ δύο δικτάτορες καὶ οἱ ὑπουργοί τους τῶν Ἐξωτερικῶν συναντιῶνται στὸ Μπρέννερ, χωριὸ τῶν Ιταλογερμανικῶν τώρα συνόρων – μετὰ τὸ «ἄνσλους» – όπου καὶ συζητεῖται ἀναλυτικὰ ἡ ὑπόθεση τῆς Ἑλλάδος. Ξαφνικά, στις 7 Οκτωβρίου, ὁ Μουσολίνι μαθαίνει ὅτι τὰ γερμανικὰ στρατεύματα κατέλαβαν τὴ Ρουμανία. Πρόσχημα: νὰ προστατέψουν τις πετρελαιοπηγές της ἀπὸ τοὺς ῎Αγγλους. Ἡ ἀγανάκτησή του ξεσπάζει: «Ὁ Χίτλερ – λέει στὸν Τσιάνο – μὲ φέρνει πάντοτε μπροστὰ σὲ τετελεσμένα γεγονότα. Θὰ τὸν πληρώσω μὲ τὸ ἴδιο νόμισμα. ᾿Απὸ τὶς ἐφημερίδες θὰ τὸ μάθει πὼς κατέλαβα τὴν Ἑλλάδα». Ἡ ἀπόφαση εἶχε παρθεῖ ἀπὸ καιρό· δὲν ἀπέμενε παρὰ νὰ ὁρίσει καὶ τὴν ἡμέρα. Αὐτὸ θὰ γίνει στις 14 0κτωβρίου. Τὴν ἴδια στιγμή, καλεῖται στὴ Ρώμη ὁ στρατηγός Πράσκα: Η ἐγκριτικὴ διαταγὴ τοῦ σχεδίου του ἐπιθέσεως εἶναι έτοιμη. Τὸ πρωί τῆς 15ης Οκτωβρίου, στις 11 ἡ ὥρα, είχε συγκληθεῖ τὸ μεγάλο Πολεμικό Συμβούλιο στὸ Παλάτσο Βενέτσια. Ἡ σύσκεψη θα γινόταν στὰ ἰδιαίτερο γραφεῖο τοῦ Μουσολίνι. Μετέχουν οἱ κεφαλὲς τῆς ἰταλικῆς στρατιωτικῆς ἡγεσίας: Είναι ὁ στρατάρχης Μπαντόλιο ἀνώτατος ἀρχηγὸς τοῦ Γενικοῦ ᾿Επιτελείου, ὁ στρατηγὸς Ροίτα ὑπαρχηγός του, ὁ στρατηγὸς Βισκόντι Πράσκα, ὁ τοποτηρητὴς τῆς κυβερνήσεως στὰ Τίρανα Τζακομίνι, ὁ ὑπουργὸς τῶν Εξωτερικῶν κόμης Τσιάνο, ὁ ὑφυπουργὸς τῶν Στρατιωτικῶν στρατηγὸς Σοντοῦ, ὁ ναύαρχος Καβανιάρι ἀρχηγὸς τοῦ Ναυτικοῦ ᾿Επιτελείου, ὁ στρατηγὸς Πρίκολο ἀρχηγὸς τοῦ ᾿Επιτελείου ᾿Αεροπορίας. Συνεδρίαση ἱστορική, γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ἀποτυπώνεται σὲ στενογραφημένα πρακτικά. Τὸν λόγο παίρνει πρῶτος φυσικὰ ὁ Μουσολίνι, ποὺ μπαίνει κατ᾽ εὐθεῖαν στὸ θέμα:«Σκοπός μας νὰ καθορίσωμεν τὰς λεπτομερείας μιᾶς ἐπιθέσεως ποὺ ἀπεφάσισα ἀπὸ πολλοῦ νὰ ἐξαπολύσω κατὰ τῆς Ἑλλάδος».
Ἐδῶ δὲν ὑπάρχουν πιὰ περιστροφὲς καὶ προσχήματα : βρισκόμαστε στὸ ἄντρο τοῦ θηρίου. Μιὰ χώρα ἀπὸ 45 ἑκατομμύρια, πάνοπλη, ὀργανωμένη μὲ σύστημα σκληρό, ἀπεφάσισε νὰ συντρίψει ἕνα λαὸ ἀπὸ ἑφτάμιση ἑκατομμύρια ψυχές, που φράζει τὸ δρόμο στὴν ἐξαπολυμένη μεγαλομανία της. Στὴ σύσκέψη τοῦ Παλάτσο Βενέτσια, ὁ Μουσολίνι καθόριζε ἀμέσως ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἐπιθέσεως: Θὰ εἶταν ἡ 26 Οκτωβρίου, «δίχως οὔτε μιᾶς ὥρας ἀναβολή». Καὶ προσέθεσε ὁ Ντοῦτσε: «῾Η ἐπιχείρησις αὐτὴ ἔχει ὡριμάσει ἀπὸ πολλοῦ εἰς τὴν σκέψιν μου καὶ τὴν ἀπεφάσισα πολὺ πρὶν ἢ λάβωμεν μέρος εἰς τὸν παρόντα πόλεμον». Εξηγοῦσε ὅτι δὲν προέβλεπε περιπλοκὲς ἀπὸ μέρος τῆς Γιουγκοσλαβίας καὶ τῆς Τουρκίας, ὅτι ἡ Ρουμανία εἶταν πιὰ ὑπὸ γερμανική κατοχή, στὴ δὲ Βουλγαρία προσφέρεται τώρα ἡ εὐκαιρία νὰ πραγματοποιήσει τὶς βλέψεις της γιὰ τὴ Μακεδονία.
Ο Τζακομίνι, ποὺ τοῦ ζήτησαν νὰ ἐκθέσει πρῶτος τὶς ἀπόψεις του, εἶπε ὅτι στὴν ᾿Αλβανία «ἡ ἐπιχείρησις ἀναμένεται ἀνυπομόνως». Ὅτι ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν ᾽Αλβανῶν εἶναι τόσος ὥστε, τὸν τελευταίο καιρό, παρατηρεῖ ται κάποια ἀπογοήτευση ποὺ ἀργεῖ νὰ ἐκδηλωθεῖ ἡ ἐνέργεια κατὰ τῆς Ἑλλάδος. Σ᾿ ἐρώτημα τοῦ Μουσολίνι πῶς εἶναι τὰ πνεύματα στὴν ῾Ελλάδα, ο Τζακομίνι ἀποκρίθηκε: «Φαίνεται πως οἱ Ἕλληνες ἔχουν χάσει τὸ ἠθικό τους».
Μίλησε ὕστερα ὁ Πράσκα. Δήλωσε πὼς ἡ ἐκστρατεία ἐμφανίζεται μὲ τοὺς καλλίτερους οἰωνούς. Ὅτι ἔχει προετοιμαστεῖ καὶ μελετηθεῖ ὡς τὴν τελευταία λεπτομέρεια. «Εἶναι τελεία ἐν τῇ μέτρῳ τοῦ ἀνθρωπίνως δυνατοῦ», εἶπε. «Ὅσο γιὰ τὸ ἠθικὸ τῶν Ιταλικῶν στρατευμάτων, εἶναι ὑπέροχο και ὁ ἐνθουσιασμός τους έχει φτάσει στὸ μάξιμουμ». «Τὰ μόνα κρούσματα ἀπειθαρχίας ποὺ συνήντησα — ἐξηγοῦσε μὲ αὐταρέσκεια ὁ Πράσκα εἶναι ἡ ἀσυγκράτητη ἐπιθυμία τῶν ἀξιωματικῶν, ποὺ φλέγονται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ πολεμήσουν».
Σ’ ἐρώτηση τοῦ Μουσολίνι γιὰ τὴν ἀναλογία τῶν δυνάμεων, ὁ ἀρχιστράτηγος τῆς ᾿Αλβανίας δήλωσε πὼς ἔχουν ὑπεροχὴ ἀπέναντι στοὺς ῞Ελληνες 2 πρὸς 1. « —Γνωρίζομεν ποῖον εἶναι τὸ ἠθικὸν τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν ;» ρωτάει ὁ Μουσολίνι. Ο Πράσκα : « Δὲν θὰ πολεμήσουν μ᾿ εὐχαρίστησιν ». Τὸ Συμβούλιο ὕστερα, κατὰ προτροπὴ τοῦ Μουσολίνι, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἀναζήτηση ἀφορμῆς γιὰ τὴν ἐπίθεση. Προσφέρθηκε ὁ Τσιάνο νὰ τὴ δημιουργήσει. Ο Μουσολίνι τὴν ἤθελε γιὰ τὶς 24 Οκτωβρίου, δύο ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν εἰσβολή. «Εἰς τὰς 24 θὰ δημιουργηθεῖ», βεβαίωσε ὁ κόμης. Θὰ εἶναι τὰ δῆθεν ἐπεισόδια στοὺς ῾Αγίους Σαράντα καὶ τὴν Καπέτιστα, ποὺ θὰ χρησιμοποιηθοῦν, πραγματικά, σὰν πρόσχημα γιὰ τὴν ἐπίθεση.
Συνετώτερος κάπως ἀπὸ τοὺς προλαλήσαντες, εἶχε φανεῖ ὁ Μπαντόλιο. Συνέστησε νὰ συνδυασθεῖ ἡ εἰσβολὴ στὴν ῾Ελλάδα μ᾿ ἐνέργεια στὴν Αἴγυπτο, πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς Μάρσα Ματρούχ. Κατὰ τὴ γνώμη του, χρειάζονταν εἴκοσι μεραρχίες στὴν ᾿Αλβανία καὶ διάστημα τριῶν μηνῶν γιὰ τὴ συγκέντρωση τῶν δυνάμεων. ᾿Αλλὰ ὁ Μουσολίνι εἴταν πιὰ ἀσυγκράτητος. Ὕστερα ἀπὸ συζήτηση πάνω σὲ εἰδικὰ σημεῖα : τὴν ὀργάνωση ἀλβανικῶν συμμοριῶν, τὸν ἐξοπλισμό τους, κλπ. ἔκλεισε τὴ συνεδρίαση στὶς δωδεκάμιση τὸ μεσημέρι μὲ τ᾿ ἀκόλουθα λόγια: «Ας ἀνακεφαλαιώσωμεν : ᾿Επίθεσις εἰς τὴν Ηπειρον. Παρακολούθησις καὶ πίεσις ἐπὶ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὡς δευτέρα φάσις, πορεία πρὸς τὰς ᾿Αθήνας.» . Ο Γκράτσι θὰ ἐξηγήσει μιὰ μέρα στ᾿ απομνημονεύματά του πὼς «τὴν ἐκστρατεία κατὰ τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὑπεύθυνοι κύκλοι τῆς Ρώμης τὴν θεωροῦσαν ἕνα εἶδος στρατιωτικὸ περίπατο καὶ τίποτ’ άλλο».
Μιὰ μικρὴ ἀπογοήτευση γιὰ τὸν Μουσολίνι θὰ εἶναι ὁ Βόρις τῆς Βουλγαρίας. Στὴν ἰδιόχειρη ἐπιστολὴ ποὺ θὰ τοῦ στείλει ὁ Ντοῦτσε μὲ τὴν παρακίνήση νὰ μετάσχει κι’ αὐτὸς στὸ εὐγενὲς ἐγχείρημα, ὁ Βόρις θ᾽ ἀπαντήσει ὅτι τὰ ὠφελήματα δὲν τοῦ φαίνονται τέτοια ποὺ νὰ τοῦ ἐπιτρέπουν ν᾿ ἀναλάβει τὴ σχετικὴ εὐθύνη ἀπέναντι στὴ χώρα του. «Φοβᾶται τοὺς Τούρκους προπαντός», σημειώνει στὸ Ημερολόγιό του & Τσιάνο. Ο Μουσολίνι ὅμως, διαβάζοντας τὴν ἀπάντηση ποὺ τοῦ εἶχε φέρει ὁ Ανφοῦζο ἀπὸ τὴ Σόφια, εἶχε ξεσπάσει : «Βασιλεῖς χωρίς καρδιὰ δὲν θὰ πετύχουν ποτὲ τίποτα.” Η πορεία τοῦ Πράσκα θὰ εἶναι ραγδαία καὶ θ’ ἀναγκάσει τὶς ἑλληνικὲς δυνάμεις τοῦ Βόρειου τομέως ν᾿ ἀποσυρθοῦν πρὸς τὴν ᾿Αθήνα, ἂν δὲν τὶς διαλύσουμε πρὶν ἐντελῶς κι᾿ ἀναγκαστεῖ ὁ καθένας τους νὰ πάει στὸ χωριό του”
Η ἡμερομηνία τῆς εἰσβολῆς, ὕστερα ἀπὸ ἐπιμονὴ τοῦ Γεν. Επιτελείου, θ᾽ ἀναβληθεῖ ἀπὸ τὶς 26 στὶς 28 Οκτωβρίου. Στὶς 27, ὅλα τὰ ὁπλιταγωγὰ τὰ συγκεντρωμένα στὸ Μπρίντιζι καὶ στὸν Τάραντα μὲ τὴ μεραρχία «Μπάρι», γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Κέρκυρας, ἀναγκάζονται ἀπὸ τὴν κακοκαιρία ν᾿ ἀναβάλουν τὸ ξεκίνημά τους γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Θὰ τὸ ἀναβάλουν γιὰ πάντα τὴν 1η Νοεμβρίου, ὕστερα ἀπὸ τὰ πρῶτα νέα τοῦ μετώπου : ῾Η ἀπροσδόκητη γιὰ τοὺς Ιταλούς, ἡ ἀπειλητική, ἀντίσταση τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων προκαλύψεως, ἀνάγκαζε τὸ ἰταλικὸ Γενικὸ ᾿Επιτελεῖο ν᾿ ἀποφανθεῖ πὼς ἡ μεραρχία Μπάρι χρειαζόταν τώρα «ἀπαραιτήτως» στὴν ᾿Αλβανία, νὰ ἐνισχύσει τὸν Πράσκα. Τὰ νησιὰ τοῦ Ἰονίου εἶχαν σωθεῖ.
Η ἐσωτερικὴ ἄλλωστε κατάσταση στὸ ἰταλικὸ Γενικὸ ᾿Επιτελεῖο κάθε ἄλλο παρὰ ἁρμονικὴ εἴταν. Ὁ Μπαντόλιο, ἂν καὶ δίχως σθένος ἀπέναντι στὸν Μουσολίνι, εἴταν ἀπαισιόδοξος γιὰ τὴν εἰσβολὴ στὴν Ἑλλάδα. Οἱ τρεῖς ἀρχηγοὶ τοῦ Γενικοῦ ᾿Επιτελείου εἶχαν κηρυχτεῖ ἀντίθετοι. Ὁ Ροάτα καταδολιευόταν τὸν Πράσκα. Ο Τζακομίνι εἶχε καταχραστεῖ μεγάλα ποσὰ προορισμένα γιὰ τὴν ἐξαγορὰ συνειδήσεων στὴν ᾿Αλβανία. Φῆμες θολὲς κι᾿ ἀνεξακρίβωτες κυκλοφοροῦσαν στοὺς ἐπίσημους διαδρόμους, παρασκηνιακὰ διαβήματα γίνονταν δίχως ἀποτέλεσμα ἀπὸ τοὺς στρατηγούς, ὁ ἕνας κρυβόταν ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ γενικὰ ἐπικρατοῦσε μιὰ ἀτμόσφαιρα χαμιτικὴ – ἡ μοῖρα τῶν ὁλοκληρωτισμῶν.
Ωστόσο, στις 22 Οκτωβρίου, στὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ρώμης, ὁ Τσιάνο ἀρχίζει νὰ συντάσσει τὸ περιλάλητο τελεσίγραφο, ποὺ προορίζεται νὰ ἐπιδοθεῖ στὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση τὴ νύχτα τῆς 27ης πρὸς τὴν 28η. «Φυσικὰ – σημειώνει στὸ ‘Ημερολόγιό του ὁ ἴδιος – πρόκειται γιὰ ἐπίσημο ἔγγραφα ποὺ δὲν ἀφήνει διέξοδο : ἢ ἀποδοχὴ τῆς κατοχῆς ἢ ἐκτέλεσι τῆς ἐναντίον τους ἐπιθέσεως». Λαμπρὰ πληροφορημένος ὁ πρεσβευτὴς τῆ ῾Ελλάδος στὴ Ρώμη, τηλεγραφοῦσε στις 23 Οκτωβρίου στὴν κυβέρνηση ὅτι κατὰ πληροφορίες στρατιωτικῆς πηγῆς, ἡ ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος ἐνέργεια ἔχει προσδιορισθεῖ γιὰ τὶς 25 ἕως 28 Οκτωβρίου. Στὸ μεταξύ, ὁ πρέσβυς Γκράτσι ἔπαιζε στὴν Αθήνα τὸ τελευταῖο καὶ γραφικώτερο μέρος τοῦ ρόλου του : Μὲ τὴν εὐκαιρία ποὺ τὸ Ἐθνικὸ Θέατρο θ᾽ ἀνέβαζε στὴν ᾿Αθήνα, μετὰ τὴ Θεσσαλονίκη, τὸ μελόδραμα τοῦ Τζάκομο Πουτσίνι «Μαντὰμ Μπατερ- φλάϋ», δεύτερο κατὰ σειρὰ ἔργο τῆς ἀρτισύστασης Λυρικῆς του Σκηνῆς, ὁ Ἰταλὸς πρεσβευτὴς εἶχε προτείνει νὰ κληθεῖ ὁ γιὸς τοῦ διάσημου συνθέτη νὰ παρακολουθήσει τὴν πρώτη ἐπίσημη παράσταση. Θὰ εἴταν μιὰ εὐκαιρία ν᾿ ἀναθερμανθοῦν οἱ σχέσεις τῶν δύο λαῶν στὸ καλλιτεχνικὸ καὶ στὸ κοινωνικὸ ἐπίπεδο, γιατὶ ἡ ἰταλικὴ πρεσβεία θὰ ἔδινε τὴν ἑπομένη μιὰ δεξίωση, ὅπου θὰ καλοῦσε ὅλη τὴ γνωστὴ ἀθηναϊκὴ κοινωνία. «Θὰ ἦτο μεγίστη τιμὴ» ἂν στὴ δεξίωση αὐτὴ δεχόταν νὰ προσέλθει ὁ πρωθυπουργός. Ο Ιωάννης Μεταξᾶς συμφώνησε, ἴσως γιὰ νὰ ἐξαντλήσει ἔτσι ὅλες τὶς δυνατότητες. «Ἔστω—εἶπε—. ῎Ας ἔλθει ὁ κύριος Πουτσίνι. “Ας δοθεῖ ἡ ἑορτή. Αλλὰ νά ξέρει ὁ κ. Γκράτσι ὅτι ἐγὼ δὲν θὰ παραστῶ. Οὔτε ἡ Κυβέρνησις». Κι᾿ ἐξηγοῦσε ὑπὸ ποιὲς συνθήκας θὰ μποροῦσαν, ἂν ἡ Ἰταλία τὸ ἤθελε πραγματικά, ν᾿ ἀποκατασταθοῦν οἱ σχέσεις.
Ὁ ᾿Αντώνιος Πουτσίνι, συνοδευμένος ἀπὸ τὴ γυναίκα του, ἦρθε. Στὸ σταθμὸ Λαρίσης τὸν ὑποδέχτηκε ἡ διοίκηση τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου κι᾿ ἀνώτερα στελέχη του. Η παράσταση τῆς «Μαντὰμ Μπατερφλάϋ» δόθηκε στις 25 Οκτωβρίου μὲ πολλὴ ἐπισημότητα κι’ ἐπιτυχία, παρὰ τὸ γενικὸ κλῖμα, τὸ ψυχολογικὰ ἀπρόσφορο ὕστερα ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ εἶχαν προηγηθεί. Η δεξίωση στὴν Ιταλικὴ πρεσβεία ἔγινε τὴ νύχτα τῆς 26ης πρὸς 27η Οκτωβρίου. Πάνω στὸ μεγάλο τραπέζι, είχαν τοποθετηθεῖ μικρὲς σημαῖες τῶν δύο ἐθνῶν· τὴν ἴδια ὅμως ὥρα, πίσω ἀπὸ τοὺς σκοτεινοὺς διαδρόμους τῆς πρεσβείας, μέσα στὰ γραφεῖα της, οἱ δύο γραμματεῖς ἀποκρυπτογραφοῦσαν τὸ τελεσίγραφο πρὸς τὴν ῾Ελλάδα, ποὺ ἔφτανε κατὰ δόσεις, μὲ τρόπο πρωθύστερο, σὲ τέσσερα μακροσκελῆ τηλεγραφήματα. Ο Γκράτσι, εἰδοποιημένος νὰ τὸ περιμένει μὲ προηγούμενο τηλεγράφημα, ἀπὸ τὸ πρωΐ, εἴταν νευρικός, ἀνήσυχος. Πολλαπλασίαζε τις περιποιήσεις του στους καλεσμένους του, σερβίριζε μόνος του τὶς κυρίες, στιγμὲς – στιγμές όμως στεκόταν σὰν ἀπορροφημένος σὲ σκέψεις καὶ εἶχε τότε βλέμματα ἀκατανόητα γιὰ τοὺς ἐκεῖ ‘Ελληνες. Νόμιζε πως ἡ εἰσβολὴ θ᾽ ἄρχιζε τὴν ἴδια ἐκείνη νύχτα, πὼς θ᾽ ἀναγκαζόταν νὰ διακόψει τὴ δεξίωση του. Μόνον ἀφοῦ πιά, στὶς πρωϊνὲς ὧρες, ἔφυγαν καὶ οἱ τελευταῖοι καλεσμένοι καὶ τὰ τηλεγραφήματα μπήκανε στὴν κανονική τους σειρά, μόνο τότε πληροφορήθηκε πὼς ἡ ἐπίθεση θὰ γινόταν τὰ χαράματα τῆς 28ης Οκτωβρίου. Τὸ τελεσίγραφο αὐτὸ ἔπρεπε νὰ τὸ ἐπιδώσει, στὸν Ελληνα πρωθυπουργὸ δίχως προειδοποίηση στὶς 3 τὸ πρωΐ…
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
«Το βιβλίο αυτό εδώ προβάλλει αξιώσεις στην αυστηρότερη ιστορική αλήθεια, όχι όμως και στην ιστορική πληρότητα. Δεν είναι σύνθεση επιστημονική. Γραμμένο εξάλλου από άνθρωπο που είχε την τύχη να αναπνεύσει τον τραγικό αέρα του μετώπου, αποκρούει με περιφρόνηση κάθε βέβηλη φαντασία, κάθε αδιάκριτη ανάμιξη του μυθιστορηματικού. Η εκστρατεία του 1940-41 είναι από μόνη της πολύ πλούσια σε περιεχόμενο για να χρειάζεται τη συμπλήρωση της σκηνοθεσίας. Ωστόσο, αυτή η εκστρατεία, που όλοι τη λένε “το Έπος”, έχει τούτο το παράδοξο: πως είναι ένα έπος άγνωστο θέλω να πω άγνωστο στις ζεστές του πτυχές, στην ανθρώπινη ουσία του. Φαινόμενο ψυχολογικό και ιστορικό απροσδόκητο, δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, αδικήθηκε από τα μετέπειτα γεγονότα, την πλησμονή των βιωμάτων: η Κατοχή, η Αντίσταση, το Κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα ενός νέου κόσμου, του κόσμου της πυρηνικής εποχής, ήρθαν να κατακαλύψουν τη στιγμή της Αλβανίας. Το κεφάλαιο τούτο της ελληνικής ιστορίας, ένα από τα πιο σημαντικά, κλείστηκε και τοποθετήθηκε στο αρχείο προτού μνημειωθεί. Όχι πως δεν υπάρχουν ιστορίες του ελληνοϊταλικού πολέμου: υπάρχουν, και αξιόλογες. Αλλά εκείνο που λείπει είναι ένα βιβλίο δίχως αξιώσεις, προσιτό στον μέσο αναγνώστη, τον ανειδίκευτο στα στρατιωτικά, στα διπλωματικά, και που διαβάζεται άνετα. Δεν ξέρω αν μπόρεσα να το δώσω. Πρέπει να πω ότι θέλησα να προλάβω προτού αποχωρήσει από τη ζωή η γενιά των μαχητών και χαθεί έτσι ανεπανόρθωτα η άχνα των ανθρώπων που έκαμαν την Ιστορία. Γιατί την Ιστορία τη συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία, που ο χρόνος τ’ αποχωρίζει: μια σειρά γεγονότα κι ένα άρωμα εποχής. Το πρώτο, τα γεγονότα, μπορείς να τ’ αποκαταστήσεις ακόμη κι ύστερα από αιώνες. Το δεύτερο όχι χάνεται, πετάει μαζί με τη στιγμή. Ακόμα κι εκείνοι που το ένιωσαν -όπως και όσο νιώθει κανένας το παρόν-, ακόμα κι αυτοί χάνουν την αίσθησή του όταν το πάρει ο άνεμος του χρόνου».
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
Σημαντικός έλληνας πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Εντάσσεται στη λεγόμενη «γενιά του ‘30», που έφερε τον αέρα της ανανέωσης στα ελληνικά γράμματα.
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου 1907 και ήταν γιος του δημάρχου της πόλης Δημητρίου Τερζάκη. Το 1915 μετακόμισε με την υπόλοιπη οικογένειά του στην Αθήνα, όταν ο πατέρας του εξελέγη βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αναγορεύθηκε διδάκτορας σε πολύ νεαρή ηλικία και ακολούθησε καριέρα δικηγόρου, παράλληλα με την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία. Το 1931, με δύο συλλογές διηγημάτων στο ενεργητικό του και έχοντας στα σκαριά το πρώτο του μυθιστόρημα («Δεσμώτες», 1932), αποφάσισε να εγκαταλείψει τη δικηγορία και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία.
Το 1940 στρατεύεται και υπηρετεί στο Αλβανικό Μέτωπο. Παραμένει στη ζώνη του πυρός ως το τέλος του πολέμου. Το 1945 κυκλοφορεί το ιστορικό μυθιστόρημα «Πριγκιπέσα Ιζαμπώ», που θεωρείται το αρτιότερο πεζογράφημά του και ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ζωντανεύει την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο μέσα από τον έρωτα της φράγκισσας πριγκίπισσας Ιζαμπούς (κόρη του αυθέντη της Καλαμάτας Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου) και του έλληνα επαναστάτη Νικηφόρου Σγουρού
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/337
© SanSimera.gr
Το Βιβλίο “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941, Έκδοσεις ΓΕΣ (1964 & 1990). είχε διανεμηθεί στα στελέχη του ΓΕΣ. Ολόκληρο το Βιβλίο είναι αναρτημένο στην Ηλεκτρονική μας Βιβλιοθήκη (εδώ)