ΠΟΛΕΜΟΣ 1940, Αναμνήσεις μιας Αδελφής

  • 2022.10.28
  • – Ζωής Τσουκαλά-Κακαρούκα 
  • – Νοσοκόμου

Απόφοιτος της Ανωτέρας Σχολής Αδελφών Νοσοκόμων του Ελληνικού ΕρυθρούΣταυρού, με ειδίκευση στη Δημόσια Υγιεινή.Υπηρέτησε στον πόλεμο του 1940 και στοΑγγλικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου νοσηλεύονταν Αγγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοίτραυματίες. Για την αναγνώριση των υπηρεσιών της, ο Σύνδεσμος των Αδελφών της ΝέαςΖηλανδίας της προσέφερε υποτροφία ενόςέτους στο Πανεπιστήμιο του Toronto, Canada,στον κλάδο οργάνωσης και διοίκησης ΣχολώνΑδελφών· η Κυβέρνηση της Αυστραλίας τιμητικό δίπλωμα ο Ε.Ε.Σ. και τοΥπουργείο Εθνικής Αμυνας διάφορα μετάλλια. Η UNICEF της προσέφερευποτροφία στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών στη Γενεύη Ελβετίας, στονκλάδο, «Δημόσια υγιεινή και κοινωνική εργασία». Υπηρέτησε ως Διευθύνουσα Σπουδών στην Κρατική Ανωτέρα Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών.

ΕΙΜΑΙ ΕΥΤΥΧΗΣ που ο Θεός με αξίωσε να ζήσω αυτά τα 50 χρόνια από τον πόλεμο του 1940 αλλά και να ‘χω τα παράθυρα της μνήμης μου ανοικτά, και να θυμάμαι και να ξαναζώ, εκείνες τις αξέχαστες ηρωϊκές στιγμές και εμπειρίες. 

Ημουν πολύ περήφανη, όταν πήρα το φύλλο πορείας από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και ένιωσα μεγάλη συγκίνηση, όταν βρέθηκα ανάμεσα σε τόσα φανταράκια μας, στο σιδηροδρομικό σταθμό το βράδυ της τρίτης ημέρας του πολέμου.

Περιμέναμε 2 ώρες να αναχωρήσουμε. Η ώρα της αναχώρησης ήταν μυστική. Και ξάφνου ακούστηκε από το μεγάφωνο του σταθμού η διαταγή. Επιβιβαστήκαμε. Οι αδελφές (ήμαστε τρεις), στο βαγόνι των αξιωματικών. Και μετά, μια συγκινητική φωνή «Στο καλό παιδιά, στο καλό και με τη Νίκη». 

«Νίκη» βροντοφώνησαν τα φανταράκια μας και άφησαν με μιας, τις αγκαλιές, τις μάνες, τα παιδιά, τις αδελφές, και μια Ελλάδα, η Ελλάδα μας έλαμψε μέσα τους τούτη τη στιγμή. Ξεκίνησαν όλοι με μια ψυχή. Οταν οι ρόδες του τρένου έπαιρναν στροφή έσκυψα στο παράθυρο, σήκωσα το χέρι μου να χαιρετήσω το πλήθος, και τότε άκουσα τη δυνατή κραυγή μιας μάνας. «Αδελφούλα μου, τα παιδιά μας σαν τα μάτια σου». 

Στο δρόμο για τη Φλώρινα είχαμε πολλούς βομβαρδισμούς, οι Ιταλοί προσπαθούσαν να χτυπήσουν τα τρένα και να καταστρέψουν τις σιδηροδρομικές γραμμές. 

Σε κάθε συναγερμό, βγαίναμε από το τρένο και ξαπλώναμε κάτω στα χωράφια. Στη Λάρισα έγινε ένας μεγάλος βομβαρδισμός ευτυχώς 5′ πριν φθάσει το τρένο μας στο σταθμό και οι βόμβες έπεσαν μερικά μέτρα μακρύτερα. Ετσι συνεχίσαμε. 

Ανέλαβα υπηρεσία στο ΣΙ’ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Διακομιδής, με διευθυντή το θαυμάσιο άνθρωπο, τον εξαιρετικό γιατρό Ιωάννη Κυριακό. Είμασταν 2 διπλωματούχες αδελφές και 30 εθελόντριες. 

Από τη Φλώρινα μεταφέρονταν στρατιώτες και υλικό προς το μέτωπο και τραυματίες προς τα μετόπισθεν και γι’ αυτό βομβαρδιζόταν πολύ συχνά. 

Θυμάμαι κάποια μέρα του Δεκεμβρίου μετά το βομβαρδισμό περιμέναμε με αγωνία. Οταν έληξε ο συναγερμός μεταξύ των τραυματιών έφθασε ένα στρατιώτης με βαριά δύσπνοια. Καθώς ήταν πεσμένος σ’ ένα όρυγμα, έσκασε κοντά του μια βόμβα, ο στρατιώτης δεν τραυματίστηκε, αλλά σκεπάστηκε με χώμα, εισέπνευσε σκόνη, και οι πνεύμονές του αχρηστεύτηκαν. Είχε μεγάλη δύσπνοια. Ο γιατρός μας δήλωσε: «Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». 

Σκέπτομαι τώρα, τι θα ήταν ο θάνατός του και η κηδεία του, χωρίς την παρουσία της αδελφής. Ευαισθησίες και συναισθηματισμοί θα μου πείτε, Κι όμως η γυναικεία παρουσία άλλαξε κάπως το πεζό σκηνικό της καθημερινής ζωής του πολέμου και η Νοσηλευτική μας ξέφυγε από τις βασικές αρχές της τυπικής εργασίας εν καιρώ ειρήνης. Εδώ δεν κάναμε απλώς το καθήκον μας, το κάναμε με ανάταση ψυχής.

 Εμεινα κοντά του. Πάλευε να αναπνεύσει. Μου έσφιγγε δυνατά το χέρι μου. Του σκούπιζα τα δάκρυα της απελπισίας που κυλούσαν από τα μάτια του. Με κοίταζε κατάματα. Πόσα μάτια μου έδωσαν το τελευταίο αποχαιρετισμό της ζωής τους, πριν κλείσουν για πάντα; Στιγμές ανθρώπινες, ιερές, ξεχωριστές. Ο άδικος θάνατος μας συνετάραξε.

Την επομένη ορίστηκε η ώρα της κηδείας. Η τιμητική συνοδεία των φαντάρων ετοιμάστηκε. Ετοιμάστηκα και εγώ. Εριξα την μπέρτα πάνω μου. «Πού πάτε με αυτόν τον καιρό προϊσταμένη; Η θερμοκρασία είναι υπό το μηδέν. Κοιμηθείτε μια ώρα, θα ξενυχτήσουμε το βράδυ» είπε ο διευθυντής. «Δεν πειράζει» είπα, «πρέπει να πάω με τα παιδιά». Στα αυτιά μου αντηχούσε η κραυγή της μάνας «τα παιδιά μας σαν τα μάτια σου». Στο δρόμο σαν περνούσαμε, αριστερά, δεξιά, άνοιγαν οι πόρτες έβγαιναν γυναίκες, έκαναν το σταυρό τους, έκλαιγαν. «Ελάτε μαζί μας» έλεγα, «μην πάει το παλικάρι μας μόνο του», ήλθαν αρκετές. Χιόνιζε, περπατήσαμε όλοι μαζί, όσο γρήγορα μπορούσαμε από φόβο μη μας πετύχει κανένας βομβαρδισμός. Περπατήσαμε βήμα, βήμα στο απάτητο χιόνι, μαζί μας περπάτησε και η πικραμένη μας ψυχή. Πυκνό πυκνό το χιόνι έπεφτε και ακουμπούσε απαλά απαλά σα χάδι μητρικό, πάνω στο φέρετρο. Ρίξαμε λίγο χώμα, κάναμε το σταυρό μας, σκουπίσαμε τα δάκρυά μας, τελειώσαμε. Δίπλωσα την παγωμένη και κοκκαλιασμένη σημαία που σκέπασε, που τίμησε το παλικάρι μας.

Αυτή την κηδεία την κάναμε όπως έπρεπε. Η άλλη, Θεέ μου πως θα γίνει η δεύτερη κηδεία; Τίναξα το κεφάλι μου αριστερά, δεξιά, έπεφτε το  χιόνι από την κουκούλα της μπέρτας μου. Μα αυτή η φοβερή σκέψη, ατίθαση εκεί, παρέμεινε, μου έσφιγγε την ψυχή.

Σε λίγες ημέρες, σκεφτόμουν, το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης θα ανακοινώσει το θάνατό του, ο ταχυδρόμος θα χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού του και τότε ο πρώτος που θα τον αντικρύσει θα ξεφωνίσει από χαρά,  χαρά που την περιμένουν κάθε μέρα. «Τρέξτε ο ταχυδρόμος, γράμμα από το Νίκο μας»,  ; Αχ μετά ο θρήνος, ο σπαραγμός της οικογένειας,και μετάμια δεύτερη κηδεία.

Γυρίσαμε στο Νοσοκομείο, έκατσα να ξαποστάσω για λίγο. Δόξα τω Θεώ που μπόρεσα να πάω. Τι ανακούφιση. Τι αξία θα ‘χε για μένα μιας ώρας ύπνος, εμπρός σε αυτό το τόσο ιερό καθήκον. Πολλές ημέρες δεν είχαμε χρόνο για ύπνο. Η εργασία μας σχεδόν όλο το 24ωρο. Θυμάμαι κάποια μέρα πέρασε ένα ανώτερο στρατιωτικό κλιμάκιο. Εφθασε στη Φλώρινα βράδυ. Ο Στρατηγός μάς χαιρέτησε, κοιμήθηκε στο Νοσοκομείο και το πρωί πριν ξεκινήσει για την Α’ γραμμή του μετώπου πέρασε, μας καλημέρησε, μας βρήκε στην ίδια θέση να εργαζόμαστε. Απόρησε. «Ακόμη εδώ;». Εκτός τούτου, ο ύπνος ήταν για μας χαμένη ζωή. Διότι η ζωή μας με τριόταν από λεπτό σε λεπτό, από ώρα σε ώρα. Και αυτό δεν είναι υπερβολή. Για λίγα λεπτά σκοτώθηκε η Αδελφή Καλογρίδου στα Γιάννενα. Οταν οι Γερμανοί προχωρούσαν προς την Ελλάδα είχε αρχίσει η οπισθοχώρηση. Τα φορτηγά αυτοκίνητα απομάκρυναν τις αδελφές. Είχε φύγει το πρώτο αυτοκίνητο φορτωμένο. Ηλθε το δεύτερο αλλά μαζί και ο θάνατος. Η αδελφή Καλογρίδου μπαίνει τελευταία, στριμώχνεται, κάθεται στο πάτωμα. Τότε κάποιος της λέει «Δε βλέπεις ότι δε χωράς, κατέβα, πηγαίνεις με το άλλο». Κατέβηκε.

Σε λίγη ώρα έγινε σφοδρός βομβαρδισμός. Τα γερμανικά στούκας πετούσαν πολύ χαμηλά, οι βόμβες έπεσαν πάνω στο μεγάλο Ερυθρό Σταυρό της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων που είχε μετατραπεί σε Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Το χειρουργείο λειτουργούσε εκείνη την ώρα. Σκοτώθηκαν πολλοί, μαζί τους και η αδελφή Καλογρίδου. Πολλοί δεν πρόλαβαν να βγουν έξω από το Νοσοκομείο, να φυλαχθούν στα ορύγματα που ήταν πιο ασφαλή ή δεν τόλμησαν. Είναι φοβερό να είσαι στο ύπαιθρο, να βλέπεις τα αεροπλάνα πάνω σου και να ακούς βόμβες να πέφτουν. Την άλλη μέρα είμαστε στο Νεκροταφείο. Ο αρχίατρος αποχαιρετά τους ηρωικούς νεκρούς και πάλι βομβαρδισμός. Βγήκαμε από την εκκλησία, σκορπιστήκαμε, όσοι πρόλαβαν μπήκαν στους νεοσκαμένους τάφους. Είναι η ώρα που αποχαιρετάς τη ζωή. Ο ανθυπίατρος Τουρτόγλου μου φωνάζει από έναν τάφο. «Προϊσταμένη έχω γράμμα στην τσέπη μου, δώστο στη μάνα μου». Ευτυχώς δε σκο- τώθηκε. Είναι η ώρα που αποχαιρετάς τη ζωή. Την αποχαιρετάς όμως παληκαρίσια. Δεν την κλαις τη ζωή, όπως την κλαις, όταν σου φέρει το μήνυμα του θανάτου η αρρώστεια.

Η περίθαλψη του τραυματία. Πίνακας της εποχής του ’40, της ζωγράφου Παπαδημάκη-Ανάφου. (Από τη συλλογή της κ. Ζωής Τσουκαλά-Κακαρούκα)

Στον πόλεμο, ο θάνατος περνά σαν αστραπή. Και έχεις συμφιλιωθεί με αυτόν, υπηρετείς, είσαι έτοιμος, κάθε στιγμή τον περιμένεις και ξέρεις ότι δε θα φύγεις από τη ζωή, σαν κακομοίρης κοινός θνητός, με πόνο και καημό, αλλά, όπως έγραφε η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ, θα περπατήσεις προς το θάνατο ηρωικά με μάτια ανοικτά. Και οι δικοί σου, μαζί με τη θλίψη για το θάνατό σου, θα ‘χουν και την περηφάνεια πως δε χάθηκες έτσι απλά, αλλά χάθηκες για την Πατρίδα, την Ελλάδα.

Και ο γιατρός στη Φλώρινα μετρούσε τη ζωή του από ώρα σε ώρα, όταν κάποια μέρα του έκαμα παρατήρηση για κάτι νεανικές αταξίες. «Μα και εσείς γιατρέ, τόσο σοβαρός και αξιοπρεπής». «Ναι, Προϊσταμένη και εγώ σε μια ώρα μπορεί να σκοτωθώ και να μην ζω».

Το καμπανάκι του νοσοκομείου κτύπησε δυνατά. Το πρώτο αυτοκίνητο με τραυματίες έφτασε, ήταν σούρουπο. Θα έρχονται όλη νύχτα, για να μην δίνουν στόχο στους βομβαρδισμούς. Τα φώτα των αυτοκινήτων σβηστά. Η κατάσταση των τραυματιών στα χέρια μου, για απόψε, 500 τραυματίες. Οι τραυματίες μεταφέρονταν κατ’ ευθείαν από το μέτωπο ή από τα ορεινά χειρουργεία. Η Φλώρινα το πρώτο Ελληνικό έδαφος. Τα περισσότερα πόδια με κρυοπαγήματα ήσαν δεμένα με επιδέσμους,

Οι νοσοκόμοι τους μετέφεραν πάνω στην πλάτη τους, από το αυτοκίνητο που ήταν στο δρόμο έως την είσοδο και την αίθουσα παραλαβής. Οι βαριά τραυματίες μεταφέρονταν με τα φορτία. Τα κρυοπαγήματα χωρίς νεκρωμένα δάκτυλα πλένονταν με αποστειρωμένη σαπουνάδα, μετά επάλειψη με ιώδιο, αφαίμαξη με ένα ξυραφάκι με τομές πάνω στο οίδημα, αντιτετανικός ορός, ρούχα καθαρά, ξηρά τροφή, κουραμάνα, ελιές-τυρί-ρέγγα και μπόλικα χαμόγελα από τις αδελφές, και μετά μακάριος ύπνος, όσοι είχαν έλθει με τα πρώτα αυτοκίνητα.

Αυτή την εποχή δεν υπήρχε τίποτε μιας χρήσεως. Τις σύριγγες τις βράζαμε στα κατσαρόλια, τους επιδέσμους τους βράζαμε με σαπούνι και οξυζενέ να καθαρίσουν και τα εσώρουχα που ήταν γεμάτα ψείρες έβραζαν σε ένα μεγάλο καζάνι.

Το περιβόητο DDT το οποίο μας έστελναν για τις ψείρες δεν τις σκότωνε, έκαμα και εγώ το πείραμα. Εβαλα σε ένα φιαλίδιο από κινίνο ψείρες, το γέμισα DDT, το έκλεισα και μετά από πολλές ώρες όταν το άνοιξα περπατούσαν ζωηρά. Οι ασυνείδητοι το είχαν νοθεύσει με ταλκ. Τα κρεβάτια ήταν λίγα και μόνο για τους βαριά τραυματίες. Οι υπόλοιποι περνούσαν το βράδυ καθισμένοι στο πάτωμα, στο διάδρομο, αριστερά, δεξιά πάνω στην κουβέρτα τους με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Το πρωί μεταφέρονταν στο τρένο και στα μετόπισθεν.

Τα βαριά κρυοπαγήματα στο χειρουργείο, και στο νοσοκομείο για λίγες ημέρες.

Μόλις προλαβαίναμε να κάνουμε γενική καθαριότητα και να ετοιμάσουμε για τη νέα παραλαβή, Από αυτό το διάδρομο η αδελφή πέρασε αγγελικά ντυμένη το χάραμα των Χριστουγέννων,

Νυξ ιερά σιωπηλή. «Χριστός γεννάται» ψάλλει η αδελφή, τα μάτια τους ανοίγουν μα κλείνουν ξανά, όνειρο θα ‘ναι βρε παιδιά.

Δεν είναι λίγο, ύστερα από τις φοβερές μάχες του πολέμου, να δεις, και να ακούσεις ένα ζωντανό άγγελο. Η αδελφή προχωρεί, ψάλλει, το κεράκι στο χέρι της σκορπίζει το φως στα πρόσωπα των τραυματιών. Ξυπνούνε τό- τε στη στιγμή, δακρύζουν, κλαίνε όλοι μαζί. Και οι αιχμάλωτοι Ιταλοί υψώ98 νουνε τα χέρια σε δέηση σε προσευχή και ψιθυρίζουν: «Ω Μαντόνα».

Σκεφτήκαμε πολύ αν έπρεπε να διαταράξουμε αυτόν τον πρώτο τους ύπνο που τόσο είχανε ονειρευτεί, αλλά το πρωί πριν φύγουν μας είπαν όλοι: «Τι ήταν αυτό αδελφή, αυτά τα Χριστούγεννα θα ‘ναι για μας αξέχαστα. Σας ευχαριστούμε πολύ». «Ναι και για μας παιδιά», είπα.

 «Από που είσαι παληκάρι μου» ρώταγα τον τραυματία, να τον απασχολήσω, να ξεχάσει τον πόνο, όταν έβγαζα σιγά σιγά την παγωμένη αρβύλα, και προσπαθούσα να ξεκολλήσω τα νεκρά δάκτυλα του ποδιού του. «Από το Λιανοκλάδι μάνα μου» απαντούσε. Δεν έμοιαζα για μάνα, ήμουν 24 χρόνων, με ολόξανθα μαλλιά, αλλά τα φανταράκια μας με ήθελαν με αυτή λέξη «μάνα» να δώσουν στην αδελφή τη μεγαλύτερη τιμή και σεβασμό. Κι άκουγες: «μάνα μου λίγο νερό», «μάνα μου πονώ», «μάνα μου σε ευχαριστώ».

Από το Λιανοκλάδι και απ’ όλη την βασανισμένη και ηρωική Ελλάδα μας πέρασαν, πέρασαν, έφυγαν μα θα τους θυμάμαι πάντα. Αυτές οι αναμνήσεις είναι για μένα σωστή δροσοσταλιά στη γεροντική μαραμένη μου ψυχή.


  • Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων 29 (Παράρτημα)(1995) 23-26.
  • Ανακοινώθηκε στην ημερίδα «Η Ελληνική Ιατρική στους αγώνες της δεκαετίας του ’40» (Αθήνα, 401 Στρ. Νοσοκ., 17.12.1994).93
  • Δημοσιεύθηκε από την Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας στον Ε’ Τόμο, σελ 92  της έκδοσης με τίτλο “ Η ΙΑΤΡΙΚΗ στη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία” 
  • Επιμέλεια Ανάρτησης ΕΕΥΕΔ : Τασιόπουλος Αργύρης