Θεόδωρου Φιλιππίδη
5 Απριλίου 2022
H διαχρονική σχέση των γιατρών με τη λογοτεχνία είναι ευρέως γνωστή και έχει επισημανθεί από πολλούς κριτικούς. Και είναι αμέτρητοι οι γιατροί που έμειναν στην ιστορία για το λογοτεχνικό τους κυρίως έργο, μολονότι υπηρέτησαν ευσυνείδητα και την ιατρική, ενίοτε μάλιστα με εξαιρετική επιτυχία που επισφραγίστηκε ακόμα και με βραβεία επιπέδου Nobel.
Πολλοί κριτικοί επίσης έχουν γράψει για την ευεργετική αλληλεπίδραση Ιατρικής-Λογοτεχνίας. O γιατρός και μέγας δραματουργός Αντον Τσέχωφ είπε το χαρακτηριστικό «η Ιατρική είναι η σύζυγός μου, αλλά πραγματικό έρωτα κάνω με τη Λογοτεχνία».
Βέβαια, από φιλοσοφική θεώρηση, η Ιατρική και η Λογοτεχνία χαρακτηρίζονται από μια κοινή κυρίαρχη ανθρωπιστική διάσταση και μοιάζουν μεταξύ τους, τόσο όσον αφορά στο αντικείμενο που διακονούν, όσο και στις ενέργειες, στις συμπεριφορές τους και στους επιδιωκόμενους στόχους. Έχει αποδειχθεί ότι αυτές οι δύο «Τέχνες» μπορούν να συμπορευτούν θαυμάσια και να αποτελούν πηγές έμπνευσης και ευαισθητοποίησης, αλληλεπιδρώντας στα επιστημονικά επιτεύγματα και στις ανθρωπιστικές αξίες. Η συνύπαρξη Ιατρικής και Λογοτεχνίας συνιστά ένα αδιάσπαστο «δίδυμο» που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ίδια τη ζωή και τη σταδιοδρομία του γιατρού ως θεραπευτή του σώματος και της ψυχής των συνανθρώπων του. Και πάλι ο ανεπανάληπτος Αντόν Τσέχοφ, στη σύντομη αυτοβιογραφία του, αναφέρει επί λέξει:«Είμαι βέβαιος πως το γεγονός ότι ασχολήθηκα με την Ιατρική έχει επηρεάσει σοβαρά τη λογοτεχνική μου δραστηριότητα. Αυτό έχει διευρύνει σημαντικά το πεδίοτων παρατηρήσεών μου και εμπλουτίσει τις γνώσεις μου, των οποίων την πραγματική αξία για μένα μόνον εκείνος που είναι ο ίδιος γιατρός μπορεί να καταλάβει».
Οι γιατροί που μεγαλούργησαν στα παγκόσμια λογοτεχνικά πεδία είναι πάρα πολλοί και ενδεικτικά μόνο αναφέρω (σε παρένθεση το [πιο γνωστό τους έργο) τους Φρανσουά Ραμπελέ (Γαργαντούας), Σόμερσετ Μομ, Άρτσιμπαλντ Κρόνιν, Άρθουρ Κόναν Ντόιλ (Σέρλοκ Χόλμς), Βασίλι Αξιόνοφ, Μάικλ Κράιτον (Τζουράσικ Παρκ), Στάνισλαβ Λεμ (Σολάρις), Ρίτσαρντ Χούκερ (συγγραφέας του ΜΑSH), Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Άξελ Μούντε (το χρονικό του Σαν Μικέλε), Φρήντριχ Σίλλερ, Άντον Τσέχωφ και Σελίν Φερνάν (Ταξίδι στην άκρη της νυχτας). Στα δικά μας Ελληνικά Γράμματα άφησαν το δημιουργικό στίγμα τους επίσης πολλοί γιατροί και ενδεικτικά αναφέρω τους Αδαμάντιο Κοραή, Ιωάννη Βηλαρά, Παύλο Νιρβάνα, Μανώλη Αναγνωστάκη, Τάκη Σινόπουλο, Στέλιο Σπεράντσα, Γιώργο Χειμωνά, Ηλια Παπαδημητρακόπουλο. Ίσως όμως ο διασημότερος όλων να είναι ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, διαπρεπής διηγηματογράφος, από τους πλέον άξιους εκπροσώπους της Ελληνικής ηθογραφίας και λαογραφίας και ένας από τους πατέρες της Ελληνικής αφηγηματικής πεζογραφίας.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε στα Λεχαινά Ηλείας το 1865, σε μια περιοχή που εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα φτωχή, την μάστιζε η ελονοσία και επιβίωνε με την παραγωγή και το εμπόριο της σταφίδας. Ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά 8 άλλα αδέλφια του (4 αγόρια και 4 κορίτσια). Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στα Λεχαινά και το Γυμνάσιο στην Πάτρα, όπου γνωρίστηκε με τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Πιθανώτατα επηρεάστηκε σημαντικά από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των συμπατριωτών του και από τα προβλήματα που προέκυπταν από την ελονοσία και έτσι το 1883 άρχισε να φοιτά στην Ιατρική Σχολή Αθηνών από την οποία αποφοίτησε τον Δεκέμβριο του 1888. Κατά τη διάρκεια της φοιτητικής ζωής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει λογοτέχνες όπως τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο.
Το 1889 στρατεύτηκε (κληρωτός γιατρός) και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι και στη Λάρισα κυρίως, επιδιώκει να γνωρίσει από κοντά τη φτώχεια, τη μιζέρια, τις δεισιδαιμονίες και γενικότερα τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Επισκέπτεται πολλές φορές τα Κράβαρα και τη Θεσσαλική ύπαιθρο, συλλέγει λαογραφικό υλικό, πεποιθήσεις, εικόνες ζωής, ως γιατρός καταγράφει τις μύχιες επιθυμίες και ανησυχίες ενός λαού που έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του και αποτυπώνει την θλίψη του σε «Οδοιπορικές σημειώσεις», που δημοσιεύει σε έντυπα της εποχής, κυρίως με ψευδώνυμα. Η απογοήτευσή του γίνεται μεγαλύτερη από την διαπίστωση ότι στην παραγκωνισμένη επαρχία απουσιάζει πλήρως η στοιχειώδης ιατρική περίθαλψη, με αποτέλεσμα να λυμαίνονται τους χωρικούς οι τσαρλατάνοι και οι «μάγοι».
Την περίοδο της παραμονής του στο Μεσολόγγι αποθησαυρίζει από τα Κράβαρα υλικό που θα χρησιμοποιήσει αργότερα, σέ ένα από τα σπουδαιότερα έργα του, τη νουβέλα «Ο Ζητιάνος» που δημοσιεύεται αργότερα (το 1897). Οι επισκέψεις του στα Κράβαρα και στην υπόλοιπη ορεινή Ρούμελη διευκολύνονται και από τη συμμετοχή του στο «Συμβούλιο Επιλογής Οπλιτών».
Τις πρώτες εντυπώσεις του από το φαινόμενο της ζητιανιάς τις δημοσίευσε αμέσως στην Εφημερίδα προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις από τους απανταχού Κραβαρίτες, κάποιοι μάλιστα τον κάλεσαν σε μονομαχία, ενώ κάποιοι άλλοι έστειλαν επιστολές διαμαρτυρίας στην εφημερίδα του. Μάλιστα από το Στράτευμα του επιβλήθηκε και ποινή φυλάκισης 20 ημερών «διότι εξύβρισε ολόκληρον επαρχίαν». Από τη θητεία του στη Λάρισα, άντλησε επίσης χρήσιμο υλικό για τον Ζητιάνο, από τη Θεσσαλική και Ευρυτανική ύπαιθρο. Στον Ζητιάνο ο Καρκαβίτσας βγάζει πολύ θυμό και στηλιτεύει με άτεγκτο ρεαλισμό τους πολιτικούς της εποχής, τον χρηματισμό των κρατικών υπαλλήλων, τα δικαστήρια, τους τσιφλικάδες. Παράλληλα όμως προσφέρει ανεκτίμητης αξίας πληροφορίες για την ένδυση της εποχής, τις οικογενειακες σχέσεις, τα ήθη και έθιμα και τις δεισιδαιμονίες που κατακλύζουν την ελληνική επαρχία …
Κατά διάρκεια της θητείας του υπηρέτησε επίσης στην Αθήνα και στην Κέρκυρα, όμως φαίνεται ότι επεδίωκε μεταθέσεις στην επαρχία, όπου μπορούσε να συλλέξει υλικό για ό,τι ετοίμαζε. Την τάση του να ζητά μεταθέσεις και να μη «στεριώνει» σε ένα τόπο, ο ίδιος την ονόμασε «αειφυγία» και υπήρξε χαρακτηριστικό σχεδόν όλης της ζωής του.
Το 1891 τελειώνει η στρατιωτική του θητεία, απολύεται ως έφεδρος δόκιμος ιατρός, εγκαθίσταται για λίγο στα Λεχαινά ασκώντας το επάγγελμα του γιατρού και ταυτόχρονα περιοδεύει στην Πελοπόννησο στέλνοντας σχετικά άρθρα στο περιοδικό Εστία (του Γ. Δροσίνη) με διακριτή την κριτική ανθρωπιστική του ματιά στα κοινωνικά φαινόμενα της εποχής. Μάλιστα, σε ένα από τα άρθρα του για τις φυλακές του Ναυπλίου παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη εικόνα για το τότε σωφρονιστικό σύστημα της Ελλάδας. Έχει καταγραφεί και συμμετοχή του σε συλλαλητήριο των σταθερά αδικημένων σταφιδοπαραγωγών της Ηλείας.
Από τα τέλη του 1891 μέχρι και το 1894 τον βρίσκουμε γιατρό στο ατμόπλοιο Αθήναι της Πανελληνίου Ατμοπλοϊκής Εταιρείας, που εκτελεί δρομολόγια στη Μεσόγειο, στα παράλια της Μικράς Ασίας και στη Μαύρη Θάλασσα. Οι εμπειρίες από αυτά τα τέσσερα χρόνια συνεχών ταξιδιών καταγράφηκαν αρχικά στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο του, με τον τίτλο Σ’ Ανατολή και Δύση και στη συνέχεια τροφοδότησαν την συλλογή διηγημάτων «Λόγια της πλώρης», που δημοσιεύτηκαν το 1899.
Η συλλογή αυτή είναι το γνωστότερο έργο του και ίσως η καλύτερη συλλογή του από τις συνολικά πέντε που δημοσίευσε. Σ΄’ αυτήν περιγράφει γλαφυρά αλλά και με ρεαλισμό τη βασανισμένη ζωή των ναυτικών μιας λίγο παλαιότερης εποχής. Απαθανατίζει ένα κόσμο που χανόταν και ζωντανεύει τις προλήψεις των ναυτικών, τον σκληρό αγώνα τους, τις παραδόσεις τους, τις χαρές και τις λύπες τους, φθάνοντας στην αποκορύφωση της διηγηματικής τέχνης. Όταν η Ατμοπλοϊκή Εταιρεία χρεωκοπεί, ο γιατρός Καρκαβίτσας, που είναι ήδη γνωστός και στους λογοτεχνικούς κύκλους, βρίσκεται για ένα διάστημα ως Γιατρός στην Άμπλιανη της Ευρυτανίας.
Το 1896 κατατάσσεται στον Ελληνικό Στρατό ως Ανθυπίατρος, σε ηλικία 31 ετών. Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου (συνταγματάρχη). Με την ιδιότητα του Στρατιωτικού Γιατρού συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις, που επιδίωκε ο ίδιος , όμως έζησε και τα μεγάλα γεγονότα που συντάραξαν τον Ελληνισμό.
Ως ανθυπίατρος ζεί το δράμα της ήττας του 1897 και πληγώνεται ανεπανόρθωτα επειδή επιπλέον ήταν και δεδηλωμένος οπαδός της Μεγάλης Ιδέας και είχε τον κρυφό και φανερό πόθο της εξύψωσης του Ελληνισμού και της πλήρους απελευθέρωσης των Ελλήνων. Την ίδια χρονιά βρέθηκε και ως Ανθυπίατρος στο Εκστρατευτικό Σώμα στην Κρήτη.
Ο Καρκαβίτσας ήταν σχετικά μικρόσωμος και ασθενικός. Στο Μητρώο του καταχωρούνται συχνά νοσήματα του ανώτερου αναπνευστικού, προβλήματα πνευμόνων κλπ, αργότερα όμως πιστοποιείται και γενικότερο πρόβλημα υγείας λόγω φυματίωσης, που βέβαια ήταν η μάστιγα της εποχής. Τα προβλήματα υγείας λίγο μόνον επηρέασαν τις δραστηριότητές του και συνέχισε με πάθος να επιτελεί τα καθήκοντά του ως Στρατιωτικός γιατρός και –θα έλεγα- με μεγαλύτερο πάθος να νοιάζεται και να δρά (και πολιτικά) για μια καλύτερη και μεγαλύτερη Ελλάδα, για μια καλύτερη γλώσσα, για καλύτερες συνθήκες Παιδείας και διαβίωσης των Ελλήνων. Ασπάζεται την προτροπή του Νικολάου Πολίτη και συμμετέχει στη συλλογή και δημοσίευση σπουδαίου Λαογραφικού έργου, καταγράφει Δημοτικά Τραγούδια (και τραγούδια του περιθωρίου). Παράλληλα ολοκληρώνει τον εν πολλοίς αλληγορικό Αρχαιολόγο (το 1904), προάγεται σε Υπίατρο, σιγά σιγά μειώνεται η λογοτεχνική παραγωγή του, όμως επιτελεί τα στρατιωτικά ιατρικά του καθήκοντα, επισκέπτεται το 1909 τη Σκιάθο (ως μέλος Στρατολογικής Επιτροπής) και εκεί συναντάται με τον Παπαδιαμάντη, οργανώνεται ως ενεργό μέλος στην ομάδα των Αξιωματικών (Στρατιωτικός Σύνδεσμος) που υποστήριξε το Κίνημα στο Γουδί του 1909, ενώ το 1910 συμμετέχει στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη, τον Λορέντζο Μαβίλη και άλλους, με σκοπό την αναμόρφωση της Παιδείας των Ελλήνων. Αγωνίζεται για την επιβολή της Δημοτικής Γλώσσας χωρίς ακρότητες, είναι ενεργό μέλος στην Εταιρεία της Εθνικής Γλώσσας και το 1911 επιβραβεύεται, μαζί με άλλους λογοτέχνες, με Κρατικό Βραβείο. Στα 1912 είναι ήδη Λοχαγός-Ιατρός και επί δύο χρόνια ζεί την εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων. Βρίσκεται σε συναισθηματική έξαρση, όμως ω στρατιωτικός γιατρός ζεί και την φρίκη των μαχών, αντιμετωπίζοντας νυχθημερόν τραυματίες με τα υποτυπώδη μέσα της εποχής.
Ο Σπύρος Μελάς τον συνάντησε στο μέτωπο και ο Καρκαβίτσας του διηγείται τις τρομακτικές στιγμές στη φονική μάχη των Γιαννιτσών, όπου περισυλλέγει και περιθάλπει τραυματίες κάτω από συνεχή πυρά πυροβολικού. Την ίδια περίοδο τα στρατεύματα ταλαιπωρούνται αφάνταστα και αποδεκατίζονται από επιδημία χολέρας. Στα έγγραφα της εποχής αναφέρεται η μετάβαση του Καρκαβίτσα στο Δεμίρ-Ισάρ (Σιδηρόκαστρο) για παραλαβή εμβολίων χολέρας. Η λήξη αυτών των πολέμων τον βρίσκει με επιδείνωση των προβλημάτων υγείας που πάντοτε είχε, επιβραβεύεται όμως το 1914 με προαγωγή στο βαθμό του Επιάτρου και το 1917 με το βαθμό του Αρχίατρου. Εν τω μεταξύ έχει αρχίσει η οδυνηρή περίοδος του Διχασμού και ο Καρκαβίτσας δεν αποδέχεται την προσχώρηση στην Προσωρινή Κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας του Βενιζέλου, αντιδρά και ως αποτέλεσμα της αντίδρασής του εκτοπίζεται πρώτα στην πατρίδα του τα Λεχαινά, μετά στη Γέρα της Μυτιλήνης κα, αμέσως μετά μεταφέρεται/φυλακίζεται στο Γεντί Κουλέ της Θεσσαλονίκης απ’ όπου σύντομα αποφυλακίζεται και αποστρατεύεται αυτεπάγγελτα με το Βαθμό του Αρχίατρου.
Τη διετία 1918-1920, παρά τα προβλήματα υγείας, δεν παραμένει αδρανής και με τον Ε. Παπαμιχαήλ, εκπονούν και παραδίδουν τα εξόχως διδακτικά Αναγνωστικά Δ’ και Ε’ Δημοτικού, που τις επόμενες δεκαετίες γαλούχησαν γενεές Ελληνοπαίδων.
Το 1920, μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, επανήλθε στο στρατό προαγόμενος σε Γενικό Αρχίατρο αλλά δύο χρόνια μετά με αίτησή του αποστρατεύτηκε για λόγους υγείας. Η υγεία του είχε επιδεινωθεί δραματικά κατά της περίοδο της εκτόπισης και στις 22 Οκτωβρίου του 1922 απεβίωσε στο σπίτι του στο Μαρούσι, πιθανώτατα από φυματίωση του λάρυγγα, σε ηλικία 57 ετών και αφού πρόλαβε να πληροφορηθεί την τραγική για τον Ελληνισμό κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας που τόσο τον είχε εμπνεύσει.
Ο Καρκαβίτσας δεν έκανε δική του οικογένεια. Για αρκετά χρόνια δεν παντρευόταν, επειδή κατά τα ήθη της εποχής έπρεπε να παντρευτούν πρώτα οι 4 αδερφές του, αργότερα δόθηκε με πάθος στην λογοτεχνία και στην ιατρική και ακολούθησαν οι εμπόλεμοι περίοδοι και τα προβλήματα της υγείας του. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του σύντροφός του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου, την οποία όρισε γενική κληρονόμο του, με διαθήκη που συνέταξε τέσσερις ημέρες πριν από τον θάνατό του.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, παρά τις αντιξοότητες, αγωνίστηκε σθεναρά και με πάθος και κατόρθωσε να καταγράψει τη ζωντανὴ Ελλάδα της εποχής του, την απεικόνισε πιστὰ καὶ μὲ ἐνάργεια στὶς σελίδες του και συνολικά θεμελίωσε τὸ διήγημα στην Ελλάδα, μαζὶ μὲ τὸν Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τον Βλαχογιάννη καὶ τὸν Κονδυλάκη. Η ταπεινή και βασανισμένη Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου στο έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα αποτυπώθηκε με τις χαρές και τους καημούς της, τη φτώχεια και τις πίκρες της, αλλά και με τα οράματά της. Ο νευρώδης, παραστατικός, γλαφυρός και ρεαλιστής Καρκαβίτσας άφησε σιην αιωνιότητα τις υπέροχες σελίδες του Ζητιάνου, αλλά και τα μοναδικά Λόγια της Πλώρης, χωρίς να υποτιμάται η συνεισφορά της Λυγερής, του Αρχαιολόγου και των Ταξιδιωτικών εντυπώσεών του.
ΚΥΡΙΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ
- Η Λυγερή
- Ο Ζητιάνος
- Λόγια της Πλώρης
- Παλιές Αγάπες
- Ο Αρχαιολόγος
- Διηγήματα του Γυλιού
- Ταξιδιωτικά