- – 2022.10.25
- – ΕΕΥΕΔ
Στα πλαίσια του εορτασμού της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης την 26η Οκτωβρίου 1912, η ΕΕΥΕΔ προσκάλεσε τον Συνάδελφο και Μέλος της, Υποστράτηγο (ΥΙ) ε.α Κυριακόπουλο Κωνσταντίνο να “εκφωνήσει” τον πανηγυρικό της ημέρας. Ο πανηγυρικός του είναι ένα εξαιρετικό κείμενο που περιγράφει τα γεγονότα που προηγήθηκαν της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης. Αναφέρεται στην διαφωνία Βασιλέως και Πρωθυπουργού για την κατά προτεραιότητα απελευθέρωση της πόλης. Ο αναγνώστης μεταφέρεται στο στο κλίμα και “άρωμα” της εποχής, μέσα από τα μηνύματα, δηλώσεις και δημοσιεύματα που περιλαμβάνονται στο άρθρο. Ευχαριστούμε τον Συγγραφέα για την συμμετοχή του στον εορτασμό της επετείου απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης.
ΔΣ/ΕΕΥΕΔ
Ο Κ. Κυριακόπουλος γεννήθηκε το 1940 στον Πύργο Ἠλείας. Εισήλθε στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή το 1958 και αποφοίτησε το 1964. Ειδικεύτηκε εις την Νευροχειρουργική. Ἀποστρατεύτηκε με τον Βαθμὸ του Ὑποστρατήγου (Υ.Ι.).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἄσκηση της Νευροχειρουργικῆς τὰ τελευταῖα 25 χρόνια ασχολήθηκε καὶ μὲ τὴν ἱστορία τῆς Στρατιωτικής Ἰατρικής και την νεώτερη Ἑλληνικὴ Ἱστορία γενικώτερα. Είναι εκ των συγγραφέων τῆς Ἱστορίας τοῦ 424 ΓΣΝΕ καὶ της Ἱστορίας της ΣΙΣ, βιβλίων ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὴν ΕΕΥΕΔ. Πλήρες βιογραφικό εδώ
Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης τὴν 26η Ὀκτωβρίου 1912
- – 2022.10.14
- – Κυριακόπουλος Κων.
- – Υποστράτηγος ΥΙ ε.α
Συνηθίζεται στὴν ἐκφώνηση πανηγυρικῶν νὰ παρουσιάζονται διθύραμβοι, χωρὶς ὅμως νὰ παρουσιάζωνται τὰ ἀκριβῆ ἱστορικὰ στοιχεῖα, μὲ συνέπεια ὁ πολὺς κόσμος νὰ παραμένει ἀδαὴς τῶν διαφόρων συμβάντων. Παρατηρεῖται μάλιστα τὸ φαινόμενο, ὅσο πιὸ ἄσχετοι νὰ εἶναι ὁρισμένοι τόσο νὰ ἐπιμένουν στὶς ἐσφαλμένες ἀπόψεις τους. Ὅμως ἕνας πανηγυρικὸς πρέπει νὰ ἀναφέρεται σὲ πραγματικὰ καὶ ὄχι ἐπιθυμητὰ γεγονότα.
Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα ἦταν ἡ αἰώνια πολύφερνη νύφη. Ἡ Ρωσία τὴν ἔβλεπε σὰν τὸν μόνο τρόπο νὰ βγοῦν στὸ Αἰγαῖο, διὰ μέσου κρατῶν ποὺ ἀνῆκαν στὴν ἐπιρροή της. Ἡ Αὐστροουγγαρία μετὰ τὴν Βοσνία-Ἐρζεγοβίνη, ποὺ εἶχε προσαρτήσει, ὀνειρευόταν τὴν ἔξοδό της στὸ Αἰγαῖο. Οἱ Σέρβοι καὶ οἱ Βούλγαροι τὴν ἤθελαν σὰν μέρος τῆς Μακεδονίας, ποὺ ὀνειρευόντουσαν στὴν ἐπικράτεια τους καὶ κυρίως γιὰ τὸ λιμάνι της. Οἱ Ἄγγλοι καὶ Γάλλοι δὲν εἶχαν βλέψεις γιὰ τὴν πόλη. Ἐνδιαφερόντουσαν ὅμως νὰ μὴν πέσει στὰ χέρια τῶν ἄλλων μεγάλων δυνάμεων, ἢ ἔστω τῶν βαλκάνιων συμμάχων ποὺ τὶς συμπαθοῦσαν. Ἔτσι κάθε προσπάθεια γιὰ τὸν ἔλεγχό της βρίσκοταν στὶς βλέψεις τους.
Ἡ Ἑλλάδα τὴν ἴδια περίοδο βρίσκοταν ὑπὸ τὸν διεθνῆ οἰκονομικὸ ἔλεγχο (κάτι ποὺ μᾶς θυμίζει τὴν σύγχρονη ἐποχὴ τῶν μνημονίων, ὅλα συνέπειες τῆς ἀσύνετης συμπεριφορᾶς τῶν ἰθυνόντων). Εἶχε προηγηθεῖ ὁ ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους ὀνομαζόμενος «ἀτυχὴς» πόλεμος τοῦ 1897, ποὺ τόσα δεινὰ εἶχε ἐπισωρεύσει στὸν Ἑλληνικὸ λαό. Ἡ ἀδιαφορία συνεχιζότανε πρᾶγμα ποὺ ἀνάγκασε τὸν στρατὸ ἑνωμένο μὲ τὸν λαὸ νὰ ἐπαναστατήσει τὸ 1909 στὸ Γουδί, ποὺ ἀποτέλεσε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἐπανάσταση ἀπετέλεσε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀναγέννησης τῆς Ἑλλάδας, ποὺ ἦταν τόσο ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἐπιβίωσή της, καμμιὰ σχέση δὲν εἶχε μὲ τὴν ἐθνοκτόνο δικτατορία τοῦ 1967. Προέβη σὲ ἀναδιάταξη τῶν ἐνόπλων Δυνάμεων, ἐνῶ εἶχε τὴν ἔμπνευση νὰ ἀναθέσει τὴν Κυβέρνηση στὸ ἀνατέλλον ἀστέρι τῆς Ἑλληνικῆς πολιτικῆς Σκηνῆς τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ Στρατὸ ἀμέσως ἔκανε πράξη τὴν ἀπομάκρυνηση τοῦ διαδόχου καὶ τῶν πριγκίπων ἀπὸ τὸ στρατό, ὅπου κατεῖχαν ἀνώτατες θέσεις, θεωρώντας τους, ὅπως πράγματι ἦσαν, ὑπαίτιους τῆς διαφθορᾶς, ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ στράτευμα. Ὁ Βενιζέλος, ὅταν ἀνέλαβε τὴν διακυβέρνηση τῆς Χώρας ἐπανέφερε τοὺς βασιλόπαιδες στὶς προηγούμενες θέσεις τους, παρὰ τὶς ἔντονες ἀντιρρήσεις τῶν μελῶν τῆς ἐπαναστατικῆς ἐπιτροπῆς. Ὁ Βενιζέλος εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς φρόντισε, παρὰ τὶς ἐγγενεῖς δυσχέρειες τῆς Ἑλληνικῆς γραφειοκρατικῆς διαδικασίας, γιὰ τὴν ταχεῖα παραγγελία στρατιωτικῶν ὑλικῶν ἀπαραίτητων γιὰ τὴν προβλεπόμενη πολεμικὴ ἀναμέτρηση, ἐνῶ συγχρόνως μετεκάλεσε ξένες (Γαλλικὴ καὶ Ἀγγλικὴ) στρατιωτικὲς ἀποστολές, γιὰ τὴν ἐκπαίδευση καὶ ἀναδιάρθρωση τῶν Ἑλληνικῶν ἐνόπλων δυνάμεων.
Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα τὸ κλῖμα στὰ Βαλκάνια ἦταν ἀρνητικὰ φορτισμένο κατὰ τῶν Νεοτούρκων. Ὁ ἐθνικισμὸς τοῦ κινήματος τῶν «Νεότουρκων», οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικὰ εἶχαν ὑπὸ τὸν ἔλεγχό τους τὴν ἐξουσία τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ συσπείρωση τῶν ὑπόλοιπων κρατῶν τῆς Βαλκανικῆς ἐναντίον τους.
Τὴν ἴδια περίοδο τὸ Κρητικὸ ζήτημα, δηλαδὴ ἡ ἕνωση τῆς Κρήτης μὲ τὴν Ἑλλάδα, ἐπιδείνωσε τὶς σχέσεις μεταξὺ τῆς χώρας μας καὶ τῆς Τουρκίας, ἐνῶ ἡ προσωρινὴ ἀπελευθέρωση τῶν Δωδεκανήσων κατὰ τὸν Ἰταλοτουρκικὸ πόλεμο εἶχε ἤδη σημάνει τὴν ἔναρξη τῶν Ἑλληνοτουρκικῶν τριβῶν.
Ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος, παρακολουθοῦσε τὶς τότε διπλωματικὲς ἐξελίξεις στὸ διεθνὲς περιβάλλον. Παράλληλα λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψη, ὅτι τὸ Ἑλληνικὸ κράτος βρισκόταν σὲ φάση ἀνασύνταξης καὶ ἀνασυγκρότησης ἀπέφευγε νὰ συγκρουσθεῖ μονομερῶς μὲ τὴν Τουρκία. Οἱ προσπάθειές του γιὰ ἀποφυγὴ τῆς ἔνοπλης σύγκρουσης τερματίστηκαν μὲ τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου κατὰ τῆς Τουρκίας ἀπὸ τὸ Μαυροβούνιο, στὶς 25 Σεπτεμβρίου 1912. Λίγο ἀργότερα μὲ ἀφορμὴ τὴν παραπάνω ἐξέλιξη, ἡ Ἑλλάδα συντάχθηκε στὸ στρατόπεδο τῆς Σερβίας καὶ τῆς Βουλγαρίας.
Στὶς 3 Οκτωβρίου, οἱ τρεῖς βαλκανικὲς χώρες ἀπέστειλαν τελεσίγραφο στὴν Ὑψηλὴ Πύλη μὲ τὸ ὁποῖο αἰτοῦνταν τὴν ἱκανοποίηση μιᾶς σειρᾶς ζητημάτων, ὅπως π.χ. τὴν ἐπικύρωση τῆς ἐθνικῆς αὐτονομίας τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων. Τὸ τελεσίγραφο ἀπορρίφθηκε καὶ οἱ στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις ἀντικατέστησαν τὴ διπλωματία.
Μὲ τὸ ξέσπασμα τοῦ Πολέμου, οἱ βαλκανικὲς χῶρες ἐστράφησαν ἐναντίον τῶν Ὀθωμανῶν καὶ ξεκίνησαν τὴν ἐπεκτατικὴ πορεία. Ἡ Ἑλλάδα μπῆκε στὸν πόλεμο στὶς 5 Ὀκτωβρίου 1912 συμμαχώντας μὲ τὶς ἄλλες τρεῖς Βαλκανικὲς δυνάμεις ἀπέναντι στὴν Οθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς Ἑλλάδας στὸ συνασπισμὸ τῆς Σερβίας, Βουλγαρίας καὶ Μευροβουνίου ὀφείλοταν στὸν διπλωματικὸ ἐλιγμὸ τοῦ Βενιζέλου, ποὺ εἶχε ἀποστείλει σὲ μυστικὴ ἀποστολὴ τὸν Ἰωάννη Μεταξᾶ μὲ ἐντολὴ νὰ τονίσει τὴν σημασία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ναυτικοῦ στὸν προετοιμαζόμενο πόλεμο, ἀφοῦ οἱ ἄλλες χῶρες ἐστεροῦνταν τονίζοντα;, ὅτι ἐν ἐναντία περιπτώσει ὁ Τουρκικὸς στόλος θὰ δροῦσε ἀνενόχλητος στὸ βόρειο Αἰγαῖο μὲ τρομακτικὲς συνέπειες γιὰ τὶς τρεῖς συνασπιμένες χῶρες. Ἔτσι ἡ Ἑλλάδα ἔγινε δεκτὴ στὴ συμμαχία, πρὸς μεγάλη στενοχώρια τῶν Βουλγάρων, ποὺ ἐξ ἀνάγκης ἐδέχθησαν τὴν Ἑλλάδα, κάτι ποὺ τοὺς κατέστρεφε τὰ προαιώνια σχέδιά τους γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Μακεδονίας καὶ ἰδιαίτερα τῆς Θεσσαλονίκης. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε μὲ τίποτε τὸν Μακεδονικὸ ἀγῶνα τοῦ 1904-1908 καὶ τὶς ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων φρικαλεότητες τῶν Βουλγάρων.
Ἡ Στρατιὰ Θεσσαλίας μὲ ἀρχιστράτηγο τὸν διάδοχο Κωνσταντῖνο πορεύεται πρὸς βορρᾶ καὶ δίνει νικηφόρες μάχες στὴ Δυτικὴ Μακεδονία. Οἱ τουρκικὲς δυνάμεις μετὰ τὴν ἧττα στὸ Σαραντάπορο, κατευθύνθηκαν στὰ Γιαννιτσᾶ δίνοντας ἀμυντικὴ μάχη γιὰ νὰ ἀνακόψουν τὴν Ἑλληνικὴ πορεία προς τὴν Θεσσαλονίκη, ὅμως ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς νίκησε στὴ μάχη καὶ προωθήθηκε στὴν πόλη. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν Μάχη τῶν Γιαννιτσῶν ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη.
Προκειμένου νὰ καθυστερήσουν τὸν Ἑλληνικὸ στρατό, οἱ Τοῦρκοι κατέστρεψαν τὶς γέφυρες τοῦ Λουδία, τοῦ Ἀξιοῦ καὶ τοῦ Γαλλικοῦ. Ταυτόχρονα, ἀγγελιοφόροι μετέφεραν τὸ μήνυμα, ὅτι μία βουλγαρικὴ μεραρχία βρισκόταν στὴν πεδιάδα τοῦ Λαγκαδᾶ. Ἡ κατασκευὴ νέας γέφυρας ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἀπαιτοῦσε χρόνο πολύ, ἀλλὰ καὶ ὑλικά. Ὁ κίνδυνος νὰ χαθεῖ ἡ Θεσσαλονίκη γινόταν ὅλο καὶ πιὸ ὁρατός. Με τὴ βοήθεια τῶν κατοίκων ἀπὸ τὶς γύρω περιοχὲς (Μάλγαρα, Κύμινα, Χαλάστρα, Σίνδος) στὶς 25 Ὀκτωβρίου ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς πέρασε τὸν Ἀξιὸ ποταμὸ καὶ ἑτοιμάστηκε νὰ ἐπιτεθεῖ στὴ Θεσσαλονίκη.
Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1912 μὲ τὴν εἴσοδο στὴν πόλη τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων. Τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς πόλεως προηγήθηκε παρασκήνιο καὶ ἐπίμονη προσπάθεια τοῦ Βενιζέλου νὰ πείσει τὸν ὑπερφύαλο Κωνσταντῖνο νὰ στραφεῖ πρὸς τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ὄχι πρὸς τὸ Μοναστήρι, ὅπως ἐπιθυμοῦσε. Δὲν γνωρίζουμε γιατί ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ ἐπιμονή του. Τὴν 20ὴ Ὀκτωβρίου οἱ Ἑλληνικὲς δυνάμεις κατόπιν ἀποφάσεως Κωνσταντίνου, προετοιμάζοταν νὰ κατευθυνόταν στὴν Βόρεια Μακεδονία, προς ἀπελευθέρωση αὐτῆς. Ὁ Βενιζέλος ἀντέδρασε ἐπίμονα σὲ αὐτή.
Ἀκολούθησε ὁ παρακάτω τηλεγραφικὸς διάλογος.
«Ἐλ. Βενιζέλος Ἀναμένω νὰ μοὶ γνωρίσητε τὴν περαιτέρω διεύθυνσιν, ἣν θ’ ἀκολουθήσῃ ἡ προέλασις τοῦ στρατοῦ Θεσσαλίας. Παρακαλῶ μόνον νὰ ἔχητε ὑπ’ ὄψιν, ὅτι σπουδαῖοι πολιτικοὶ λόγοι ἐπιβάλλουσι νὰ εὑρεθῶμεν μίαν ὥραν ταχύτερον εἰς Θεσσαλονίκην.
Κωνσταντῖνος Ὁ στρατὸς δὲν θὰ ὁδεύσῃ κατὰ τῆς Θεσσαλονίκης. Ἔχω καθῆκον νὰ στραφῶ κατὰ τοῦ Μοναστηρίου, ἐκτὸς ἂν μοῦ τὸ ἀπαγορεύετε.
Ἐλ. Βενιζέλος. Σᾶς το ἀπαγορεύω!»
Μετὰ τὴν ἔντονη διαφωνία τοῦ Βενιζέλου μὲ τὸν Κωνσταντῖνο, ἐπικράτησε ἡ διαταγὴ τοῦ Πρωθυπουργοῦ καὶ τὰ Ἑλληνικὰ στρατεύματα ὕστερα καὶ ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ Βασιλιᾶ Γεωργίου Α΄, κατόπιν ἔντονης παραστάσεως τοῦ Βενιζέλου πρὸς αὐτὸν ἐστράφησαν πρὸς ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης. Στὶς 25 Οκτωβρίου 1912, τὰ Ἑλληνικὰ στρατεύματα περικύκλωσαν τὴν Θεσσαλονίκη.
Ὁ Δούσμανης στὰ ἀπομνημονεύματά του, ποὺ ἐκδοθήκανε τὸ 1946, παρουσιάζει τὸ συμβὰν ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ Ἐπιτελείου τοῦ Κωνσταντίνου καὶ προβαίνει σὲ κρίσεις, ποὺ δείχνουν τὴν ἄποψη τῶν φιλοβασιλικῶν, ποὺ τόσα δεινὰ προκαλέσανε στὴν Ἑλλάδα τόσο τὸ 1897, ὅσο καὶ τὸ 1917 καὶ τὸ 1920-1922. Παραθέτουμε τὸ τμῆμα αὐτὸ τῶν ἀπομνημονευμάτων τοῦ Δούσμανη:
«Ὁ διάδοχος πειραχθεὶς ἐκ τῆς θλιβερᾶς ἐπεμβάσεως τοῦ πρωθυπουργοῦ ἀναμειχθέντος εἰς ἀλλότρια καθήκοντα ἀπήντησε διὰ τηλεγραφήματος, ὅπερ συνέταξεν ἰδίᾳ χειρὶ καὶ εἰς ὃ ἀνέφερεν ὅτι:
«Ἡ κατεύθυνσις τῆς ὑποχωρήσεως καὶ αἱ προθέσεις τοῦ πολέμου θὰ καθορίσωσι τὴν προέλασιν καὶ κατεύθυνσιν τῆς ὑπ’ ἐμὲ στρατιᾶς», προσθέσας σὺν τοῖς ἄλλοις «Νὰ παύσῃ τοῦ λοιποῦ ἡ Κυβέρνησις ἀναρμοδίως γνωματεύουσα καὶ (ἐκ τοῦ) μακρόθεν ἀναμιγνυομένη εἰς τὰς πολεμικὰς ἐπιχειρήσεις».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρκεῖ ἡ δήλωση τοῦ Γάλλου Προέδρου Κλεμανσώ, ποὺ εἶπε τὸ χαρακτηριστικό, «ἀλλοίμονο, ἂν ἀφήσουμε τοὺς στρατιωτικοὺς νὰ ἀποφασίζουν γιὰ τὸν Πόλεμο».
Δὲν εἶναι μόνο τὰ ὅσα ἀναφέρει, 44 χρόνια μετὰ τὰ ἀξιοσημείωτα γιὰ τὴν Ἑλλάδα γεγονότα, ποὺ εἶναι τόσο ἐξωφρενικά, ἀλλὰ σὲ ἄλλη πραγματεία του γράφει τὰ ἑξῆς ἐξωφρενικά.
«Ἡ Θεσσαλονίκη δὲν κατεκτήθη ὑφ’ ἡμῶν κατὰ τὸν ἐναντίον τῆς Τουρκίας πόλεμον τοῦ 1912. Ἡ Θεσσαλονίκη κατεκυρώθη ὑπὲρ ἡμῶν εἰς Κιλκίς, εἰς τὴν Κρέσναν, εἰς τὴν Τζουμαγιάν, ὅπου κατεστήσαμεν τοὺς Βουλγάρους ἀνικάνους νὰ ἀμφισβητήσωσι τὴν κατοχὴς τῆς Ἑλληνικωτάτης ἱστορικῶς ταύτης πόλεως τῆς Μακεδονίας». Ὁ φανατισμὸς τοῦ Δούσμανη δὲν ἔχει παρέλθει παρὰ τὶς ζημιές, ποὺ προκάλεσε στὴν Ἑλλάδα, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 1917 καὶ κατὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφή, ἀφοῦ ὑπῆρξε ἄτυπος σύμβουλος τοῦ Κωνσταντίνου. Ποιός ἀλήθεια γράφει ἱστορία μὲ ὑποθέσεις; Πίστευε ὁ Δούσμανης, ὅτι ἂν δὲν εἶχε καταληφθεῖ ἡ Θεσσαλονίκη ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸ Στρατό, λίγο πρὶν οἱ Βούλγαροι φτάσουν στὰ περίχωρά της, ὅτι ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς θὰ κέρδιζε τὸν Ἑλληνοβουλγαρικὸ πόλεμο τοῦ 1913; Μὲ τὴν Μακεδονία καὶ τὴν Θεσσαλονίκη κατεχόμενη ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους πῶς θὰ γινότανε ὁ ἐφοδιασμὸς τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων, ὅταν ἡ Θεσσαλονίκη δὲν κατεχότανε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες; Εὐτυχῶς ὅμως ποὺ δὲν ἐπικράτησαν οἱ ἄστοχες ἀπόψεις τοῦ Κωνσταντίνου.
Ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις γιὰ τὴν παράδοση τῆς πόλης μὲ τὸν Χασὰν Ταξὶν πασᾶ, τὸν Ὀθωμανὸ στρατηγὸ ἐπιφορτισμένο μὲ τὴν ὑπεράσπιση τῆς πόλης. Ὁ Ταξὶν Πασᾶς, ποὺ ὑπερασπιζόταν τὴ Θεσσαλονίκη, δὲν εἶχε ἄλλη δυνατότητα παρὰ νὰ ζητήσει μιὰ ἔντιμη συμφωνία γιὰ τὴν παράδοση τῆς πόλης. Στὶς 25 Ὀκτωβρίου οἱ ἀπεσταλμένοι του ζήτησαν νὰ ἐπιτραπεῖ στὸν Ταξὶν νὰ ἀποσυρθεί μὲ τὸ στρατὸ καὶ τὸν ὁπλισμό του στὸ Καραμπουρνοῦ καὶ νὰ παραμείνει ἐκεῖ μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου. Ἡ Ἑλληνικὴ πλευρὰ ἀπέρριψε τοὺς ὅρους του καὶ τοῦ πρότεινε τὴν παράδοση τοῦ στρατοῦ του καὶ τὴ μεταφορά του στη Μικρὰ Ἀσία μὲ δαπάνες τῆς Ἑλληνικῆς κυβερνήσεως. Ὁ Κωνσταντῖνος τηλεγράφησε στὴν Κυβέρνηση, τὸ ἀπόγευμα τῆς 26ης Ὀκτωβρίου, ὅτι ὁ Ταξὶν δέχεται τὶς προτάσεις του. «Ὅθεν διέκοψα ἀμέσως τὴν προέλασιν καὶ ἀπέστειλα δύο ἀξιωματικούς πρὸς σύνταξιν σχετικοῦ πρωτοκόλλου καταθέσεως τῶν ὅπλων καὶ παραδόσεως τῆς πόλεως, πρὸ τῆς ὁποίας εὑρίσκονται ἤδη τὰ στρατεύματα ἡμῶν».
Το Πρωτόκολλο παράδοσης τῆς Θεσσαλονίκης στὸν Ἑλληνικὸ στρατὸ ὑπογράφτηκε στὸ Διοικητήριο μετὰ τὴν τηλεγραφικὴ ἐντολὴ τοῦ πρωθυπουργοῦ πρὸς τὸν ἀρχιστράτηγο: «Νὰ ἀποδεχθῆτε τὴν προσφερομένην ὑμῖν παράδοσιν τῆς Θεσσαλονίκης καὶ νὰ εἰσέλθητε εἰς ταύτην ἄνευ χρονοτριβῆς». Καὶ στὸ σημεῖο αὐτό, ὁ Δούσμανης ἀναφέρει, ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἀπάντησε στὸν πρωθυπουργό, ὅτι «εἶμαι ὁ μόνος ἁρμόδιος νὰ κρίνω εὑρισκόμενος ἐπὶ τόπου, ἐπιβάλλων τοῦς ὅρους». Δὲν κρίνουμε σκόπιμο νὰ προβοῦμε σὲ κρίσεις γιὰ τὴν νοοτροπία τοῦ Κανωσταντίνου, ποὺ εἶχε μεγαλώσει μὲ τὴν ἄποψη τῆς «ἐλέῳ Θεοῦ βασιλείας».
Ὁ Ταξὶν παρέδωσε τὴν πόλη στοὺς Έλληνες, ἄνευ ὅρων μὲ 25.000 αἰχμαλώτους, μὲ συμφωνία ποὺ ὑπεγράφη στὸ χωριὸ Τοψὶν (σημερινὴ Γέφυρα).
Το ἱστορικὸ πρωτόκολλο μὲ δέκα άρθρα, γραμμένο στὴ γαλλικὴ γλώσσα, ὑπέγραψαν τελικὰ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ Χασὰν Ταξὶν πασᾶς καὶ ἀπὸ πλευράς τῶν Ἑλλήνων οἱ πληρεξούσιοι ἀξιωματικοὶ τοῦ ἐπιτελείου τοῦ Κωνσταντίνου, Βίκτωρ Δούσμανης καὶ Ἰωάννης Μεταξᾶς. Ἡ παράδοση τῆς πόλεως ἔγινε ἄνευ ὅρων καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 3 τοῦ πρωτοκόλλου: «Ἡ πόλις τῆς Θεσσαλονίκης παραδίδεται εἰς τὸν Ἑλληνικὸν στρατὸν ὣς τὴν συνομολόγησιν τῆς εἰρήνης». Οἱ Ἕλληνες φάνηκαν γενναιόδωροι καὶ ἔδοσαν τὸ δικαίωμα στοὺς ἀνώτερους Τούρκους ἀξιωματικοὺς νὰ διατηρήσουν τὰ ξίφη τους καὶ νὰ εἶναι ἐλεύθεροι στὴ Θεσσαλονίκη (ἄρθρο 4).
Ἦταν τὸ τέλος μιᾶς ἀγωνιώδους σειρᾶς διαπραγματεύσεων ἀνάμεσα στὴν Τουρκικὴ Διοίκηση καὶ τὸ Ἑλληνικὸ ἐπιτελεῖο τοῦ Κωνσταντίνου, ποὺ εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὴ βίλα Μοδιάνο, στὴ Γέφυρα, ποὺ στεγάζει σήμερα τὸ Μουσεῖο τῶν Βαλκανικών Πολέμων.
Νὰ πῶς παρουσιάστηκε στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις ἡ παράδοση τῆς πόλεως.
Στὴν παράδοση στοὺς Ἕλληνες -γιατὶ προέλαυνε καὶ ὁ βουλγαρικὸς στρατὸς μὲ σκοπὸ νὰ μπεῖ πρῶτος στὴν πόλη- συνέβαλαν, πέρα ἀπὸ τὶς στρατιωτικὲς ἀδυναμίες τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ καὶ ἡ προτίμηση τοῦ Τούρκου στρατηγοῦ νὰ παραδώσει τὴν πόλη στοὺς Ἕλληνες, παρὰ στοὺς Βουλγάρους.
Ὅπως ἀναφέρει ὁ Δούσμανης: «Ἡ σύνταξις τῆς συμβάσεως καὶ ἡ ὑπογραφὴ ἐπερατώθη περὶ τὴν 1.30 μετὰ μεσονύκτιον (τῆς 27ης), ἐσυμφωνήσαμεν ὅμως νὰ θέσωμεν ὡς ἡμερομηνίαν τὴν 26ην Ὀκτωβρίου, διότι ἐξ ὑπαιτιότητος τῶν Τούρκων ἐβραδύναμεν νὰ συναντηθῶμεν…»
Ὅσον ἀφορᾶ στὴν εἴσοδο τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων στὴν πόλη ἁπλῶς ἀναφέρουμε, ὅτι ὁ πρῶτος ἐπὶ κεφαλῆς ἀξιωματικὸς ποὺ μπῆκε στὴν πόλη ἦταν ὁ ὑπομοίραρχος Κωνσταντῖνος Μανωλκίδης -τότε ἡ Χωροφυλακὴ ἀποοτελοῦσε τμῆμα τοῦ Στρατοῦ- ὁ ὁποῖος εἶχε διαταγὴ νὰ παραλάβει καὶ νὰ συνοδεύσει τοὺς Τούρκους ἀξιωματικοὺς στὸ Ἑλληνικὸ στρατηγεῖο στὸ Τοψὶν στὸ πλαίσιο τῶν Ἑλληνοτουρκικῶν διαπραγματεύσεων γιὰ τὴν παράδοση τῆς πόλης. Διανυκτέρευσε μάλιστα τὸ βράδυ στὸ ξενοδοχεῖο «Ὄλυμπος Παλλάς», στὴν πλατεῖα Ἐλευθερίας. Πολλοὶ Ἕλληνες κάτοικοι τὴ πόλεως συνωστίζονταν στὶς τζαμαρίες τοῦ ξενοδοχείου γιὰ νὰ δοῦν ἀπὸ κοντὰ τὸν ἔνστολο Ἕλληνα ἀξιωματικό. Πρέπει ἐδῶ νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι οἱ Ἕλληνες ἀποτελοῦσαν μειοψηφία , ἀφοῦ κατὰ τὴν ἀπογραφὴ τοῦ 1910 κατοικοῦσαν στὴ Θεσσαλονίκη 65.000 Ἑβραῖοι, 35.000 Ἕλληνες, 30.000 Τοῦρκοι καὶ 2.200 κάτοικοι ἄλλων ἐθνοτήτων (Ἀρμένιοι, Βούλγαροι κτλ). Συνεπῶς μὲ ποιό δικαίωμα οἱ Βούλγαροι ἀπαιτοῦσαν τὴν ἀπὸ μέρους τους κατάληψη τῆς Θεσσαλονίκης;
Στὶς 27 Ὀκτωβρίου εἰσέρχονται στὴ Θεσσαλονίκη δύο τάγματα Εὐζώνων καὶ ὑψώνεται ἡ Ἑλληνικὴ σημαία στὸ Διοικητήριο τῆς πόλης. Τὴν ἑπόμενη μέρα τὸ πρωὶ εἰσέρχεται στὴν πόλη ὁ Κωνσταντῖνος μὲ τὸ ἐπιτελεῖο του. Ταυτόχρονα φθάνει μία βουλγαρικὴ μεραρχία ἔξω ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ὡστόσο τέσσερις Ἑλληνικὲς μεραρχίες ἔχουν ἤδη λάβει στρατηγικὲς θέσεις στὰ περίχωρα τῆς πόλης ἀποτρέποντας κάθε ἐνδεχόμενο κατάληψής της ἀπὸ τοὺς Βούλγαρους. Ἔτσι χάρη στὴ διορατικότητα τοῦ Βενιζέλου εἶχε ἀποφευχθεῖ μιὰ ἐθνικὴ τραγωδία, δηλαδὴ ἡ κατάληψη τῆς Θεσσαλονίκης ὄχι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους. Ὁ Βενιζέλος ἀντιλήφθηκε, ὅτι οἱ Βούλγαροι ἔδειχναν ὅλο καὶ μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἡ Ἑλλάδα κινδύνευε νὰ χάσει τὴν σημαντικότερη πόλη τῆς Μακεδονίας.
Στὶς 29 Οκτωβρίου ὁ βασιλιὰς Γεώργιος φτάνει στὴν πόλη. Ὁ Ἑλληνικὸς πληθυσμὸς τῆς Θεσσαλονίκης πανηγυρίζει καὶ ὑποδέχεται τὸν Ἑλληνικὸ στρατὸ καὶ τὴν ἡγεσία του μὲ ἐνθουσιασμό. Οἱ φόβοι τοῦ Βενιζέλου γιὰ τὶς βλέψεις τῆς Βουλγαρίας ἀναφορικὰ μὲ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὴ Μακεδονία εἶχαν ἐπιβεβαιωθεῖ.
Ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς ἀπελευθέρωσε τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν Ὀθωμανικὸ ζυγό, μόλις 20 ἡμέρες μετὰ τὴν κήρυξη τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ πολέμου.
Ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς μεραρχίας τῶν Βουλγάρων στρατηγὸς Τεοντορόφ, ζήτησε νὰ εἰσέλθει στὴν πόλη γιὰ νὰ στρατοπεδεύσει. Εἰσέπραξε τὴν ἀρνητικὴ ἀπάντηση τῶν Ἑλλήνων καὶ ὕστερα ἀπὸ διαπραγματεύσεις ἐπετράπη νὰ μποῦν στὴν πόλη γιὰ ὀλιγοήμερη ἀνάπαυση δύο τάγματα μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τους βουλγάρους πρίγκιπες Βόριδα καὶ Κύριλλο.
Ἐπικράτησε σύγχυση καὶ μπῆκε στὴ Θεσσαλονίκη ἕνα ὁλόκληρο βουλγαρικὸ σύνταγμα, γεγονὸς ποὺ ἐκνεύρισε τὸν Βενιζέλο. Οἱ Βούλγαροι δήλωναν ἐμφατικὰ παρόντες στὶς ἐξελίξεις στὴ Μακεδονία. Ὁ σπόρος τοῦ Β΄ Βαλκανικοῦ Πολέμου εἶχε ριχτεῖ.
Ἀπὸ τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες οἱ ξένοι ἀνταποκριτές, ποὺ βρίσκονταν στὴ Θεσσαλονίκη καὶ παρακολουθοῦσαν τὶς ἐξελίξεις τοῦ βαλκανικοῦ πολέμου, ἔκαναν γνωστὴ διεθνῆ κοινὴ γνώμη τὴν εἴσοδο τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Τὸ πρῶτο τηλεγράφημα τοῦ Αὐστριακοῦ πρακτορείου εἰδήσεων ἔγραφε: «Ταύτην τὴν στιγμὴν ἀγγέλλεται, ὅτι ἡ Θεσσαλονίκη παραδοθεῖσα κατελήφθη ὑπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ».
Τὴ Δευτέρα 29 Ὀκτωβρίου μὲ εἰδικὸ τρένο ἀπὸ τὴ Βέροια ἔφτασε στὴν πόλη ὁ βασιλιὰς Γεώργιος, ὅπου τὸν ὑποδέχτηκαν οἱ ἀρχὲς καὶ χιλιάδες κόσμου ποὺ εἶχε παραταχθεῖ κατὰ μῆκος τῶν πεζοδρομίων μέχρι τὴν βίλα Χατζηλαζάρου, στὴν περιοχὴ τῆς Ἀνάληψης, ὅπου κατέλυσε ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια.
Ἡ λαμπρὴ δοξολογία γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλης, χοροστατοῦντος τοῦ μητροπολίτου Γενναδίου καὶ παρουσία τοῦ βασιλιᾶ Γεωργίου ἔγινε στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, στὶς 30 Ὀκτωβρίου. Ὁ βασιλιὰς Γεώργιος ἐπισφράγισε τὴν κατάληψη τῆς Θεσσαλονίκης μὲ τὴν είσοδό του καὶ τὴ μόνιμη παραμονή του στὴν πόλη, μέχρι τὴν ἀνεξιχνίαστη ἀκόμη δολοφονία του τὴν 5η Μαρτίου 1913.
Στὸν Ἑλληνικὸ στρατό, ποὺ συνέχισε τὴν προέλαση στὰ ἐνδότερα, παραδόθηκαν 25.000 ὁπλῖτες τῆς 8ης Τουρκικῆς στρατιᾶς καὶ 1.000 ἀξιωματικοί.
Ἡ προσάρτηση τῆς Θεσσαλονίκης στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια ἀποτελεῖ μεγάλο σταθμὸ τῆς μετεπαναστατικῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, συνέβαλε δὲ σημαντικὰ στὴν πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος. Ἀξίζει λοιπὸν ὁ ἐτήσιος ἑορτασμὸς τῆς ἀπελευθέρωσής της.
Ἡ ἀναγγελία τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Θεσσαλονίκης στὴν Ἑλλάδα ἔγινε παντοῦ δεκτὴ μὲ ἐνθουσιασμό. Ἐκδηλώσεις χαρᾶς καὶ ἐπινίκειες γιορτὲς διοργανώθηκαν σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Οἱ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς εἶναι γεμάτες ἀπὸ νέα γιὰ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις. Ἀπὸ ὅσα γράφονται κρίνουμε σκόπιμο νὰ παρουσιάσουμε τὸ ἄρθρο τοῦ Κωστῆς Παλαμᾶ, ποὺ δημοσίευσε στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολι», τοῦ Βλάσση Γαβριηλίδη.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.
ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΟΥ Κ. Κ. ΠΑΛΑΜΑ.
Ὁ στίχος εἶναι σὰν παιγνίδι, ποὺ τρέμει κανεὶς τώρα μ’ ἐκεῖνο νὰ σὲ χαιρετίσῃ, τρέμει μήπως πάει νὰ συντριφτῇ στὸν ὄγκο σου μεγαλόπρεπο. Κι’ ὁ λιτὸς λόγος εἶναι κι’ ἐκεῖνος ἀνήμπορος νὰ παραστήσῃ τὴν ὀνειρώδη σου πραγματικότητα τὴν ὥρα τούτη. Ἤσουν ἡ Θέρμη ἡ πραγματική. Ἕνας Μακεδονίτης βασιλιὰς σὲ ξεβάφτισε. Σοῦ χάρισε τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας του, τῆς ἀδελφῆς τῆς τοῦ τρισμεγάλου κατακτητῆ, ποὺ σὰν αὐτὸν δὲν γέννησε ἀκόμα ὁ κόσμος. Κ’ ἔγινες ἡ Θεσσαλονίκη. Κ’ ἔκλεισες μέσα στὰ χώματά σου, κ’ ἔκλεισες μέσα στὴν ἱστορία σου, κορώνα τῆς Μακεδονίας, ἀράδ’ ἀράδα, ἀπὸ τὴ δόξα κι’ ἀπὸ τὴ δυστυχία κι’ ἀπ’ τὴν ὀμορφιὰ τῆς πανελλήνιας γῆς. Τρέμει τὸ χέρι μου, ποὺ πάνω νὰ χαράξω γιὰ σένα λόγια χλωμὰ καὶ λόγια πρόχειρα. Μὰ μὲ κάνει νὰ τολμῶ ἡ σκέψη. Καιροὶ ἐπικοὶ κλαγγάζουν καὶ τρομάζουν. Κάποιος εἶπε σοφά. Ἡ ποίηση δὲν στέκεται ἀγνάντια κι’ ἐνάντια στὰ πράγματα. Ἡ ποίηση εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ πραγματικοῦ. Τὸ βλέπουμε. Κι’ ἔτσι ὅ,τι ἀλλοτε θὰ ἤτανε λαμπρὸ καὶ κούφιο σὰν ρητορική, τὸ βλέπουμε χεροπιαστὸ σὰν τὴν ζωὴ νὰ μᾶς κυριεύει. Κι’ ἔτσι ἡ μεραφυσικὴ φυσικὴ γίνεται.
***
Μαῦρος ὁ οὐρανός. Βρέχει βρέχει. Μὰ πῶς ξαφνίζουν καὶ πῶς γιομίζουν τὸν ἀέρα οἱ καμπάνες. Καὶ πῶς ἀνταποκρίνονται στὰ κτυπήματά τους, μυστικώτερα, θρησκευτικώτερα, τελειωτικὰ οἱ χτύποι τῶν καρδιῶν. Θυμᾶστε σήμαντρο ἀναστάσιμο νὰ σᾶς προσκάλεσε ποτὲ ἄλλοτε σὲ πανηγύρι; Πῶς φέγγουν ἀπὸ ἥλιο ἄπλετο οἱ λογισμοὶ καὶ πῶς λαμποκοποῦν τὰ πρόσωπα. Στὴ χώρα δὲν εἶναι πιὰ ἐσὺ κι’ ἐγὼ κι’ ὁ ἄλλος. Στὴ χώρα εἴμαστ’ ἐμεῖς. Τὰ πάντα φαντάζουν γύρω μου σὰν ἕνας ἀκομμάτιστος μεγάλος.
Σημαίνουν οἱ καμπάνες πανευφρόσυμα, ἡ χώρα πέρα ὣς πέρα ἑνὸς θριάμβου ἀλλαλαγμός. Δακρύζουν καὶ τὰ μάτια τῶν ἀδάκρυτων. Ὅλοι σὰν νὰ περπατᾶμε στυλωμένοι ἀπάνου σὲ βάθρα τετράψηλα. Ἔξαφνα ὁ νοῦς μου γυρίζει πρὸς τὰ πίσω εἴκοσιέξι χρόνια. Μπροστά μου χύνεται ἡμέρα πανηγυρική. Δεκαεννεά χρόνων ἐνηλικιώνεται ὁ Διάδοχος Κωνσταντῖνος. Μεγάλη ἐθνικὴ γιορτὴ στὴ Μητρόπολη. Τὸ βασιλόπουλο δίνει τὸν ὅρκο τοῦ στρατιώτη. Βαθὺ ἀνατρίχιασμα. Σκιρτοῦν οἱ καρδιές. Ὀνειρεύονται οἱ ἐλπίδες. Τὰ μεγάλα ἰδανικὰ ξανασκορπᾶνε. Τὰ μεγάλα τους λόγια. Βροντερὰ σὰν τουφέκια καὶ σὰ μεθύσια διαβατικά.
Ἀπὸ ἄρθρο ἀνυπόγραφο δημοσιευμένο τὴν ἴδια τὴν ἡμέρα τοῦ ὅρκου κρατῶ λίγες γραμμὲς τοῦτες. «Ἂς ἑορτάσῃ τὴν ἡμέραν ταύτην τῆς ὁρκωμοσίας τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος. Ἠχοῦσιν ἀπὸ τοῦ Αἵμου, ἀπὸ τῆς Ροδόπης, ἀπὸ τῶν Ἀκροκεραυνίων, ἀπὸ τοῦ Ὀλύμπου ὑπερήφανοι φθόγγοι τὰ προανακρούσματα τοῦ μεγάλου ἀγῶνος».
Ἀπὸ ἕνα νεανικό μου στιχούργημα τυπωμένο στὴ φιλολογικὴ «Ἑστία» (30 Νοεμβρίου 1886) παίρνω τοὺς στίχους τούτους.
Καθὼς ἡ θύρα ἡ φανταστή,
τῶν ἀντρειωμένων ἔνοια
Ποῦ κλεῖ ρουμπίνια ὀνειρωτὰ καὶ πλούτη διαμαντένια
Καὶ στέκει αἰῶνες καὶ καιροὺς κλειστὴ καὶ στοιχειωμένη
Κι’ ἀνήμπορος κι’ ὁ γίγαντας μπροστά της ἀπομένει.
Ποῦ σειοῦνται ἀπὸ τὰ χέρια του σὰν τὰ δεντράκια οἱ βράχοι.
Μ’ ἕνα λόγο μαγικὸ ἀνοίγεται μονάχη
Ἔτσι κατάκλειστη μὰ τῆς Μοίρας στέκει ἡ πύλη.
Μὰ τὸ δικό σου τὄνομα φτάνει νὰ ποῦν τὰ χείλη.
Κι’ ἀνοίγει εὐθὺς καὶ βλέπουμε καρούς, ὁποὺ θἀρθοῦνε.
Κι’ ἀγαλλιάζουν οἱ καρδιὲς κι’ οἱ φαντασίες μεθοῦνε.
Μπρὸς ἡ πατρίδα ὁλόφωτη,
κι’ ἀνθίζουν σὰν καὶ πρῶτα
Στὸν Κολωνὸν ὁ νάρκισσος κι’ ἡ δάφνη στὸν Εὐρώτα.
Τότε καὶ τοῦ δημοσιογράφου οἱ παράγραφοι καὶ τοῦ στιχουργοῦ οἱ ρίμες, κοινοὶ τόποι τῆς πατριδολατρείας, ρητορικὰ γυμνάσματα ἐπιδεξίων θεματογράφων. Σήμερα τέτοιοι λόγοι, τέτοιοι στίχοι μᾶς παρουσιάζονται πλαισιωμένοι σὰν ἀπὸ προφητικοῦ ἀχτιδοστέφανο.
Καὶ μεγαλυνεῖ σε Θεὸς καὶ κραταιώσῃ σε ἐπὶ πλέον καὶ τὸ βασιλικὸν καὶ πάτριον ὑποδύσει σε πέδιλον. Ἔτσι χαιρετίζει σὲ ἕνα του γράμμα ἕνας συγγραφέας Βυζαντινὸς τὸ Θεόδωρο Ἄγγελο Κομνημὸ Δούκα ποὺ κατὰ τὸ 1223 συνέτριψε τὴν ἀρχὴ τοῦ Λατίνου καὶ ἱδρυτὴς ἔγινε τῆς μεγάλης αὐτοκρατορίας τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ πόλη ἔπεσε στὰ χέρια τοῦ Φράγκου, μὰ νὰ ἡ Νίκαια, μὰ νὰ ἡ Τραπεζούς, μὰ νὰ τὸ Δεσποτᾶτο τῆς Ἠπείρου καὶ νὰ τῆς Θεσσαλονίκης τὸ βασίλειο, νέα κάστρα γιὰ νὰ καταφύγῃ καὶ νὰ περιμαζωχτῇ σὲ πρὸς νέες μοῖρες ἡ ἀποδιωγμένη ὅμως ἀκατάλυτη ρήγισσα τοῦ Γένους.
Ὁ Κομνηνὸς μονάρχης μὲ πρωτεύουσά του τὴν «περίκλυτην καὶ περιλάλητον», καθὼς τὴν ὀνομάζουν οἱ ἱστορικοὶ πολιτεία. Χάϊδεψε, μὰ λιγοστὸ καιρό, τὸ μεγάλο του ὄνειρο, τὴ δόξα ἑνὸς κράτους, ποὺ ἁπλώνοταν ἀπὸ τὴν Ἀδριατικὴ στὴν Ἄσπρη Θάλασσα, ποὺ ἔφτανε στὸν Ἕβρο ποταμό, ποὺ κρατοῦσε χῶρες μέσα του, τὴν Ἤπειρο, τὴν Ἀρβανιτιά, τὴν Ἀκαρνανία, τὴ Θεσσαλία, τὴν Μακεδονία, τὴ Θράκη. Κι’ ἔστησε τὸ θρόνο του στὴ Θεσσαλονίκη, στὴ πόλι τὴ σφιχτὰ συνεταιρεισμένη μὲ τὸν κόσμο τὸν Ἑλληνικό, ἀπὸ ἐθνικὲς κι’ἀπὸ θρησκευτικὲς ἐνθύμησες ἕνα πλῆθος. Οἱ Θεσσαλονικιῶτες καὶ οἱ Χριστιανοὶ καὶ οἱ Ἑλληνολάτρες τοῦ καιροῦ ἐκείνου, μὲ πόθο ἀνοίξανε τὴν ἀγκαλιά τους νὰ δεχτοῦνε τὸν Λατινοφάγο βασιλέα. Τὸν πόθο τους ἐκφράζουν τὰ λόγια τοῦ Βυζαντινοῦ ἐπιστολογράφου, ποὺ σημείωσα παραπάνω. Μὰ ντύνονται νειᾶτα καινούρια τὰ παλιὰ λόγια τοῦτα καὶ πιὸ πολὺ τοὺς ἀξίζει νὰ γίνουνε χαιρετισμὸς καὶ σὰ λουλούδια νὰ κοποῦνε γιὰ νὰ ραντίσουνε τὸ μέτωπο τοῦ νέου νικητῆ, ποὺ μὲ τοῦ Κωνσταντίνου τὄνομα ἀνταμώνει κάτι ἀπὸ τὴν ὁρμὴ τῶν Κομνηνῶν. «Ἄμποτε νὰ σὲ μεγαλώνῃ ὁ Θεὸς καὶ περισσότερο νὰ σὲ δυναμώνῃ καὶ τὴν βασιλικὴ καὶ τὴν πατροπαράδοτη πορφύνα νὰ φορέσῃ!» Ἄμποτε.
***
Ὦ, πῶς ἀλλάζουν οἱ καιροί. Στὰ 904. Μιὰ Κυριακὴ τοῦ Ἀλωνάρη, ἕνα ὡραῖο γαληνὸ πρωί, ὀργὴ Κυρίου στὴ Θεσσαλονίκη. Σὰ μπόρα ξαφνικὴ ἀλαγάριαστη, καταπάνου της οἱ Σαρακηνοί. Ἀπὸ τὴν Τρίπολι τῆς Συρίας ὁδηγημένοι ἀπὸ ἕνα ἀρνησίθρησκο. Λέοντας τὄνομά του, σὲ πενηντατέσσερα καράβια. Γιγαντόσωμοι ἀραπάδες, θεριὰ ποὺ πολεμοῦσαν ὁλόγυμνοι. Οἱ πλούσιοι περισσοί, ἥσυχοι κάτοικοι, Ἕλληνες σπαρμένοι τὴν ὥρα ἐκείνη στοὺς δρόμους, στὶς ἐκκλησιὲς καὶ στὰ μεγάλα περιβόλια τῆς Θεσσαλονίκης. Πανικὸς ξεσπᾶ. Μὰ τρέχει ὁ καθένας νὰ ἁρματωθῇ. Οἱ γυναῖκες κλείνονται στοὺς ναοὺς καὶ στὰ μοναστήρια. Οἱ καταπέλτες τοῦ Σαρακηνοῦ ξερνοῦν τὴ φωτιά. Ἡ βοήθεια τῶν σκλαβούνων δοξαρευτῶν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο πάει τοῦ κάκου. Ἡ Θεσσαλονίκη πάρθηκε. Λέων ὁ Τριπολίτης ἔφυγε γοργά, γιατὶ εἶχε τὸν φόβο τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στόλου, ἔφυγε σέρνοντας σκλάβους εἴκοσι δύο χιλιάδες παλληκάρια καὶ λυγερές. Μέσα σ’ αὐτοὺς ὅλα τ’ ἀρχοντὀπυλα τῆς Μακεδονίας. Στοιβαγμένοι στὰ Σαρακηνὰ καράβια ἀράξανε στὸ Χάνδακα τῆς Κρήτης. Ἐκεῖ μοιραστήκανε τὰ λάφυρα. Αἲ πῶς ἀλλάζουν οἱ καιροί. Ὕμνους ἀλλαλάξατε τῷ Κυρίῳ.
Χαρὰ μεγάλη χαίρεσαι βασίλισσα τῆς Μακεδονίας, πρώτη χώρα ὕστερ’ ἀπὸ τὴ μεγάλη Πόλι, ποῦ μπροστά της δείχνεσαι πατρίκισσα Ζωστὴ στὸ πλάγι τῆς Αὐγούστας. «Πολυτίμητη καὶ κλεινὴ πόλις». Αἰῶνες ὅλους ἐσὺ πηγὴ ἀστείρευτη τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς καὶ γιὰ τὰ στρατιωτικά της τὰ κατορθώματα καὶ γιὰ τὴ δύναμί της τὴν ἐκπολιτιστική. Σὲ ζωγραφίζει ἡ ἱστορία νὰ κρατᾷς μὲ τὸ ἕνα χέρι τὸ σπαθί, μὲ τὸ ἄλλο τὸ Βαγγέλιο. Χώρα ἀπὸ τὲς δυνατώτερες καὶ τὶς πλουσιώτερες ρῆς Χριστιανοσύνης. ὉΠαῦλος κήρυξε σ’ ἐσένα τὸ νέο Θεό, σὲ σένα διάλεξε λημέρι του ὁ στρατιώτης
Ἅγιος τοῦ κόκκινου ἄλογου, ὁ τροπαιοφόρος καβαλλάρης. Ζωγράφοι ξακουστοὶ καὶ λογοτέχνες φύτρωσαν ἀπὸ τὰ χώματά σου. Παλληκαριὰ καὶ βιομηχανία, ἐμπόριο, τέχνη καὶ θρησκεία, ὁ νοῦς ὁ Ἑλληνικὸς πρόκοψε μέσα στὰ κάστρα σου, χύθηκε ἀπὸ τοὺς δρόμους σου. Τῆς θρησκείας καὶ τῆς τέχνης. Τοῦ ἐμπορίου καὶ τοῦ πολέμου ἡ χρυσόπορτες νὰ ξανανοίγωνται διάπλατες. Δέξου.
Εἶναι γιὰ τὸν Βυζαντινὸ αὐτοκράτορα ἢ γιὰ τὸν Ἕλληνα κληρονόμο τοῦ θρόνου οἱ στίχοι τοῦτοι ἀπὸ τὴ «Φλογέρα τοῦ βασιλᾶ» καὶ τὸ ποίημα εἶναι γιὰ νὰ ξαναπαραστήσῃ τὴν εἰκόνα ὡρισμένης ἱστορικῆς ἐποχῆς, ἢ τὴ δόξα ἀκέραια τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς.
Κ’ ἀπάνου ἀπ’ ὅλα ἡ δόξα του πάει πρὸς τὴ χώρα ποὺ εἶναι
Τὸ Πάγγαιο τὸ λογάρι της κ’ εἶν’ ἡ Θεσσαλονίκη
βασίλισσά της, κ’ ἡ Ἔδεσσα μάννα της, βρυσομάννα,
κ’ εἶναι τοῦ Σλάβου τὄνειρο καὶ τοῦ Ρωμιοῦ ἡ λαχτάρα.
Ἁπλώνεται καὶ ὀργώνεται κι’ ἀνθίζει καὶ πατιέται
Στὴ μέση τοῦ Ἀλιάκμονα καὶ τοῦ Ἀξιοῦ ποὺ πάντα
ποτάμια ντεληπόταμα, Βαρδάρι καὶ Βιστρίτσα
δὲ στέκουν, ὅλο ξεχειλᾶν κι’ ἀγριεύουνε καὶ τρέχουν,
καὶ τὴ φυλάγουν καὶ τὴ ζοῦν τὴ χώρα.
Κι’ ἀπάνου ἀπ’ ὅλα ἡ δόξα του πάει κ’ ἔρχεται στὴ χώρα
Καὶ διαβατάρα ἀπὸ παντοῦ, σπιτώθηκ ἐδῶ καὶ ἦρθε.
Κι’ ἀφοῦ ἀγωνίστηκε τρανὸς τὸ δοξασμένο ἀγῶνα,
στάθηκε. Ἀνάπαψη; Ποτέ!
Ὁ ποιητὴς δὲν εἶναι ὅ.τι γράφει. Ὅ.τι ἔγραψε.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
- Επιμέλεια ανάρτησης
- Τασιόπουλος Αργύρης, Υπτγος ε.α
- Γενικός Γραμματέας ΕΕΥΕΔ