Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης τὴν 26η Ὀκτωβρίου 1912

  • 2022.10.25
  • ΕΕΥΕΔ

Στα πλαίσια του εορτασμού της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης την 26η Οκτωβρίου 1912, η ΕΕΥΕΔ προσκάλεσε τον Συνάδελφο και Μέλος της, Υποστράτηγο (ΥΙ) ε.α Κυριακόπουλο Κωνσταντίνο να “εκφωνήσει” τον πανηγυρικό της ημέρας. Ο πανηγυρικός του είναι ένα εξαιρετικό κείμενο που περιγράφει τα γεγονότα που προηγήθηκαν της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης. Αναφέρεται στην διαφωνία Βασιλέως και Πρωθυπουργού για την κατά προτεραιότητα απελευθέρωση της πόλης. Ο αναγνώστης μεταφέρεται στο στο κλίμα και “άρωμα” της εποχής, μέσα από τα μηνύματα, δηλώσεις και δημοσιεύματα που περιλαμβάνονται στο άρθρο. Ευχαριστούμε τον Συγγραφέα για την συμμετοχή του στον εορτασμό της επετείου απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης.

ΔΣ/ΕΕΥΕΔ


Ο Κ. Κυριακόπουλος γεννήθηκε το 1940 στον Πύργο Ἠλείας. Εισήλθε στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή το 1958 και αποφοίτησε το 1964. Ειδικεύτηκε εις την Νευροχειρουργική. Ἀποστρατεύτηκε με τον Βαθμὸ του Ὑποστρατήγου (Υ.Ι.).

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἄσκηση της Νευροχειρουργικῆς τὰ τελευταῖα 25 χρόνια ασχολήθηκε καὶ μὲ τὴν ἱστορία τῆς Στρατιωτικής Ἰατρικής και την νεώτερη Ἑλληνικὴ Ἱστορία γενικώτερα. Είναι εκ των συγγραφέων τῆς Ἱστορίας τοῦ 424 ΓΣΝΕ καὶ της Ἱστορίας της ΣΙΣ, βιβλίων ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὴν ΕΕΥΕΔ. Πλήρες βιογραφικό εδώ


Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης τὴν 26η Ὀκτωβρίου 1912

  • 2022.10.14
  • Κυριακόπουλος Κων.
  • – Υποστράτηγος ΥΙ ε.α

Συνηθίζεται στὴν ἐκφώνηση πανηγυρικῶν νὰ παρουσιάζονται διθύραμβοι, χωρὶς ὅμως νὰ παρουσιάζωνται τὰ ἀκριβῆ ἱστορικὰ στοιχεῖα, μὲ συνέπεια ὁ πολὺς κόσμος νὰ παραμένει ἀδαὴς τῶν διαφόρων συμβάντων. Παρατηρεῖται μάλιστα τὸ φαινόμενο, ὅσο πιὸ ἄσχετοι νὰ εἶναι ὁρισμένοι τόσο νὰ ἐπιμένουν στὶς ἐσφαλμένες ἀπόψεις τους. Ὅμως ἕνας πανηγυρικὸς πρέπει νὰ ἀναφέρεται σὲ πραγματικὰ καὶ ὄχι ἐπιθυμητὰ γεγονότα.

Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα ἦταν ἡ αἰώνια πολύφερνη νύφη. Ἡ Ρωσία τὴν ἔβλεπε σὰν τὸν μόνο τρόπο νὰ βγοῦν στὸ Αἰγαῖο, διὰ μέσου κρατῶν ποὺ ἀνῆκαν στὴν ἐπιρροή της. Ἡ Αὐστροουγγαρία μετὰ τὴν Βοσνία-Ἐρζεγοβίνη, ποὺ εἶχε προσαρτήσει, ὀνειρευόταν τὴν ἔξοδό της στὸ Αἰγαῖο. Οἱ Σέρβοι καὶ οἱ Βούλγαροι τὴν ἤθελαν σὰν μέρος τῆς Μακεδονίας, ποὺ ὀνειρευόντουσαν στὴν ἐπικράτεια τους καὶ κυρίως γιὰ τὸ λιμάνι της. Οἱ Ἄγγλοι καὶ Γάλλοι δὲν εἶχαν βλέψεις γιὰ τὴν πόλη. Ἐνδιαφερόντουσαν ὅμως νὰ μὴν πέσει στὰ χέρια τῶν ἄλλων μεγάλων δυνάμεων, ἢ ἔστω τῶν βαλκάνιων συμμάχων ποὺ τὶς συμπαθοῦσαν. Ἔτσι κάθε προσπάθεια γιὰ τὸν ἔλεγχό της βρίσκοταν στὶς βλέψεις τους.

Ἡ Ἑλλάδα τὴν ἴδια περίοδο βρίσκοταν ὑπὸ τὸν διεθνῆ οἰκονομικὸ ἔλεγχο (κάτι ποὺ μᾶς θυμίζει τὴν σύγχρονη ἐποχὴ τῶν μνημονίων, ὅλα συνέπειες τῆς ἀσύνετης συμπεριφορᾶς τῶν ἰθυνόντων). Εἶχε προηγηθεῖ ὁ ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους ὀνομαζόμενος «ἀτυχὴς» πόλεμος τοῦ 1897, ποὺ τόσα δεινὰ εἶχε ἐπισωρεύσει στὸν Ἑλληνικὸ λαό. Ἡ ἀδιαφορία συνεχιζότανε πρᾶγμα ποὺ ἀνάγκασε τὸν στρατὸ ἑνωμένο μὲ τὸν λαὸ νὰ ἐπαναστατήσει τὸ 1909 στὸ Γουδί, ποὺ ἀποτέλεσε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἐπανάσταση ἀπετέλεσε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀναγέννησης τῆς Ἑλλάδας, ποὺ ἦταν τόσο ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἐπιβίωσή της, καμμιὰ σχέση δὲν εἶχε μὲ τὴν ἐθνοκτόνο δικτατορία τοῦ 1967. Προέβη σὲ ἀναδιάταξη τῶν ἐνόπλων Δυνάμεων, ἐνῶ εἶχε τὴν ἔμπνευση νὰ ἀναθέσει τὴν Κυβέρνηση στὸ ἀνατέλλον ἀστέρι τῆς Ἑλληνικῆς πολιτικῆς Σκηνῆς τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ Στρατὸ ἀμέσως ἔκανε πράξη τὴν ἀπομάκρυνηση τοῦ διαδόχου καὶ τῶν πριγκίπων ἀπὸ τὸ στρατό, ὅπου κατεῖχαν ἀνώτατες θέσεις, θεωρώντας τους, ὅπως πράγματι ἦσαν, ὑπαίτιους τῆς διαφθορᾶς, ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ στράτευμα. Ὁ Βενιζέλος, ὅταν ἀνέλαβε τὴν διακυβέρνηση τῆς Χώρας ἐπανέφερε τοὺς βασιλόπαιδες στὶς προηγούμενες θέσεις τους, παρὰ τὶς ἔντονες ἀντιρρήσεις τῶν μελῶν τῆς ἐπαναστατικῆς ἐπιτροπῆς. Ὁ Βενιζέλος εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς φρόντισε, παρὰ τὶς ἐγγενεῖς δυσχέρειες τῆς Ἑλληνικῆς γραφειοκρατικῆς διαδικασίας, γιὰ τὴν ταχεῖα παραγγελία στρατιωτικῶν ὑλικῶν ἀπαραίτητων γιὰ τὴν προβλεπόμενη πολεμικὴ ἀναμέτρηση, ἐνῶ συγχρόνως μετεκάλεσε ξένες (Γαλλικὴ καὶ Ἀγγλικὴ) στρατιωτικὲς ἀποστολές, γιὰ τὴν ἐκπαίδευση καὶ ἀναδιάρθρωση τῶν Ἑλληνικῶν ἐνόπλων δυνάμεων.

Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα τὸ κλῖμα στὰ Βαλκάνια ἦταν ἀρνητικὰ φορτισμένο κατὰ τῶν Νεοτούρκων. Ὁ ἐθνικισμὸς τοῦ κινήματος τῶν «Νεότουρκων», οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικὰ εἶχαν ὑπὸ τὸν ἔλεγχό τους τὴν ἐξουσία τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ συσπείρωση τῶν ὑπόλοιπων κρατῶν τῆς Βαλκανικῆς ἐναντίον τους.

Τὴν ἴδια περίοδο τὸ Κρητικὸ ζήτημα, δηλαδὴ ἡ ἕνωση τῆς Κρήτης μὲ τὴν Ἑλλάδα, ἐπιδείνωσε τὶς σχέσεις μεταξὺ τῆς χώρας μας καὶ τῆς Τουρκίας, ἐνῶ ἡ προσωρινὴ ἀπελευθέρωση τῶν Δωδεκανήσων κατὰ τὸν Ἰταλοτουρκικὸ πόλεμο εἶχε ἤδη σημάνει τὴν ἔναρξη τῶν Ἑλληνοτουρκικῶν τριβῶν.

Ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος, παρακολουθοῦσε τὶς τότε διπλωματικὲς ἐξελίξεις στὸ διεθνὲς περιβάλλον. Παράλληλα λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψη, ὅτι τὸ Ἑλληνικὸ κράτος βρισκόταν σὲ φάση ἀνασύνταξης καὶ ἀνασυγκρότησης ἀπέφευγε νὰ συγκρουσθεῖ μονομερῶς μὲ τὴν Τουρκία. Οἱ προσπάθειές του γιὰ ἀποφυγὴ τῆς ἔνοπλης σύγκρουσης τερματίστηκαν μὲ τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου κατὰ τῆς Τουρκίας ἀπὸ τὸ Μαυροβούνιο, στὶς 25 Σεπτεμβρίου 1912. Λίγο ἀργότερα μὲ ἀφορμὴ τὴν παραπάνω ἐξέλιξη, ἡ Ἑλλάδα συντάχθηκε στὸ στρατόπεδο τῆς Σερβίας καὶ τῆς Βουλγαρίας.

Στὶς 3 Οκτωβρίου, οἱ τρεῖς βαλκανικὲς χώρες ἀπέστειλαν τελεσίγραφο στὴν Ὑψηλὴ Πύλη μὲ τὸ ὁποῖο αἰτοῦνταν τὴν ἱκανοποίηση μιᾶς σειρᾶς ζητημάτων, ὅπως π.χ. τὴν ἐπικύρωση τῆς ἐθνικῆς αὐτονομίας τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων. Τὸ τελεσίγραφο ἀπορρίφθηκε καὶ οἱ στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις ἀντικατέστησαν τὴ διπλωματία.

Μὲ τὸ ξέσπασμα τοῦ Πολέμου, οἱ βαλκανικὲς χῶρες ἐστράφησαν ἐναντίον τῶν Ὀθωμανῶν καὶ ξεκίνησαν τὴν ἐπεκτατικὴ πορεία. Ἡ Ἑλλάδα μπῆκε στὸν πόλεμο στὶς 5 Ὀκτωβρίου 1912 συμμαχώντας μὲ τὶς ἄλλες τρεῖς Βαλκανικὲς δυνάμεις ἀπέναντι στὴν Οθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς Ἑλλάδας στὸ συνασπισμὸ τῆς Σερβίας, Βουλγαρίας καὶ Μευροβουνίου ὀφείλοταν στὸν διπλωματικὸ ἐλιγμὸ τοῦ Βενιζέλου, ποὺ εἶχε ἀποστείλει σὲ μυστικὴ ἀποστολὴ τὸν Ἰωάννη Μεταξᾶ μὲ ἐντολὴ νὰ τονίσει τὴν σημασία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ναυτικοῦ στὸν προετοιμαζόμενο πόλεμο, ἀφοῦ οἱ ἄλλες χῶρες ἐστεροῦνταν τονίζοντα;, ὅτι ἐν ἐναντία περιπτώσει ὁ Τουρκικὸς στόλος θὰ δροῦσε ἀνενόχλητος στὸ βόρειο Αἰγαῖο μὲ τρομακτικὲς συνέπειες γιὰ τὶς τρεῖς συνασπιμένες χῶρες. Ἔτσι ἡ Ἑλλάδα ἔγινε δεκτὴ στὴ συμμαχία, πρὸς μεγάλη στενοχώρια τῶν Βουλγάρων, ποὺ ἐξ ἀνάγκης ἐδέχθησαν τὴν Ἑλλάδα, κάτι ποὺ τοὺς κατέστρεφε τὰ προαιώνια σχέδιά τους γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Μακεδονίας καὶ ἰδιαίτερα τῆς Θεσσαλονίκης. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε μὲ τίποτε τὸν Μακεδονικὸ ἀγῶνα τοῦ 1904-1908 καὶ τὶς ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων φρικαλεότητες τῶν Βουλγάρων.

Ἡ Στρατιὰ Θεσσαλίας μὲ ἀρχιστράτηγο τὸν διάδοχο Κωνσταντῖνο πορεύεται πρὸς βορρᾶ καὶ δίνει νικηφόρες μάχες στὴ Δυτικὴ Μακεδονία. Οἱ τουρκικὲς δυνάμεις μετὰ τὴν ἧττα στὸ Σαραντάπορο, κατευθύνθηκαν στὰ Γιαννιτσᾶ δίνοντας ἀμυντικὴ μάχη γιὰ νὰ ἀνακόψουν τὴν Ἑλληνικὴ πορεία προς τὴν Θεσσαλονίκη, ὅμως ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς νίκησε στὴ μάχη καὶ προωθήθηκε στὴν πόλη. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν Μάχη τῶν Γιαννιτσῶν ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη.

Προκειμένου νὰ καθυστερήσουν τὸν Ἑλληνικὸ στρατό, οἱ Τοῦρκοι κατέστρεψαν τὶς γέφυρες τοῦ Λουδία, τοῦ Ἀξιοῦ καὶ τοῦ Γαλλικοῦ. Ταυτόχρονα, ἀγγελιοφόροι μετέφεραν τὸ μήνυμα, ὅτι μία βουλγαρικὴ μεραρχία βρισκόταν στὴν πεδιάδα τοῦ Λαγκαδᾶ. Ἡ κατασκευὴ νέας γέφυρας ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἀπαιτοῦσε χρόνο πολύ, ἀλλὰ καὶ ὑλικά. Ὁ κίνδυνος νὰ χαθεῖ ἡ Θεσσαλονίκη γινόταν ὅλο καὶ πιὸ ὁρατός. Με τὴ βοήθεια τῶν κατοίκων ἀπὸ τὶς γύρω περιοχὲς (Μάλγαρα, Κύμινα, Χαλάστρα, Σίνδος) στὶς 25 Ὀκτωβρίου ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς πέρασε τὸν Ἀξιὸ ποταμὸ καὶ ἑτοιμάστηκε νὰ ἐπιτεθεῖ στὴ Θεσσαλονίκη.

Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1912 μὲ τὴν εἴσοδο στὴν πόλη τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων. Τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς πόλεως προηγήθηκε παρασκήνιο καὶ ἐπίμονη προσπάθεια τοῦ Βενιζέλου νὰ πείσει τὸν ὑπερφύαλο Κωνσταντῖνο νὰ στραφεῖ πρὸς τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ὄχι πρὸς τὸ Μοναστήρι, ὅπως ἐπιθυμοῦσε. Δὲν γνωρίζουμε γιατί ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ ἐπιμονή του. Τὴν 20 Ὀκτωβρίου οἱ Ἑλληνικὲς δυνάμεις κατόπιν ἀποφάσεως Κωνσταντίνου, προετοιμάζοταν νὰ κατευθυνόταν στὴν Βόρεια Μακεδονία, προς ἀπελευθέρωση αὐτῆς. Ὁ Βενιζέλος ἀντέδρασε ἐπίμονα σὲ αὐτή.

Ἀκολούθησε ὁ παρακάτω τηλεγραφικὸς διάλογος.

«Ἐλ. Βενιζέλος Ἀναμένω νὰ μοὶ γνωρίσητε τὴν περαιτέρω διεύθυνσιν, ἣν θ’ ἀκολουθήσῃ ἡ προέλασις τοῦ στρατοῦ Θεσσαλίας. Παρακαλῶ μόνον νὰ ἔχητε ὑπ’ ὄψιν, ὅτι σπουδαῖοι πολιτικοὶ λόγοι ἐπιβάλλουσι νὰ εὑρεθῶμεν μίαν ὥραν ταχύτερον εἰς Θεσσαλονίκην.

Κωνσταντῖνος Ὁ στρατὸς δὲν θὰ ὁδεύσῃ κατὰ τῆς Θεσσαλονίκης. Ἔχω καθῆκον νὰ στραφῶ κατὰ τοῦ Μοναστηρίου, ἐκτὸς ἂν μοῦ τὸ ἀπαγορεύετε.

Ἐλ. Βενιζέλος. Σᾶς το ἀπαγορεύω

Μετὰ τὴν ἔντονη διαφωνία τοῦ Βενιζέλου μὲ τὸν Κωνσταντῖνο, ἐπικράτησε ἡ διαταγὴ τοῦ Πρωθυπουργοῦ καὶ τὰ Ἑλληνικὰ στρατεύματα ὕστερα καὶ ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ Βασιλιᾶ Γεωργίου Α΄, κατόπιν ἔντονης παραστάσεως τοῦ Βενιζέλου πρὸς αὐτὸν ἐστράφησαν πρὸς ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης. Στὶς 25 Οκτωβρίου 1912, τὰ Ἑλληνικὰ στρατεύματα περικύκλωσαν τὴν Θεσσαλονίκη.

Ὁ Δούσμανης στὰ ἀπομνημονεύματά του, ποὺ ἐκδοθήκανε τὸ 1946, παρουσιάζει τὸ συμβὰν ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ Ἐπιτελείου τοῦ Κωνσταντίνου καὶ προβαίνει σὲ κρίσεις, ποὺ δείχνουν τὴν ἄποψη τῶν φιλοβασιλικῶν, ποὺ τόσα δεινὰ προκαλέσανε στὴν Ἑλλάδα τόσο τὸ 1897, ὅσο καὶ τὸ 1917 καὶ τὸ 1920-1922. Παραθέτουμε τὸ τμῆμα αὐτὸ τῶν ἀπομνημονευμάτων τοῦ Δούσμανη:

«Ὁ διάδοχος πειραχθεὶς ἐκ τῆς θλιβερᾶς ἐπεμβάσεως τοῦ πρωθυπουργοῦ ἀναμειχθέντος εἰς ἀλλότρια καθήκοντα ἀπήντησε διὰ τηλεγραφήματος, ὅπερ συνέταξεν ἰδίᾳ χειρὶ καὶ εἰς ὃ ἀνέφερεν ὅτι:

«Ἡ κατεύθυνσις τῆς ὑποχωρήσεως καὶ αἱ προθέσεις τοῦ πολέμου θὰ καθορίσωσι τὴν προέλασιν καὶ κατεύθυνσιν τῆς ὑπ’ ἐμὲ στρατιᾶς», προσθέσας σὺν τοῖς ἄλλοις «Νὰ παύσῃ τοῦ λοιποῦ ἡ Κυβέρνησις ἀναρμοδίως γνωματεύουσα καὶ (ἐκ τοῦ) μακρόθεν ἀναμιγνυομένη εἰς τὰς πολεμικὰς ἐπιχειρήσεις».

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρκεῖ ἡ δήλωση τοῦ Γάλλου Προέδρου Κλεμανσώ, ποὺ εἶπε τὸ χαρακτηριστικό, «ἀλλοίμονο, ἂν ἀφήσουμε τοὺς στρατιωτικοὺς νὰ ἀποφασίζουν γιὰ τὸν Πόλεμο».

Δὲν εἶναι μόνο τὰ ὅσα ἀναφέρει, 44 χρόνια μετὰ τὰ ἀξιοσημείωτα γιὰ τὴν Ἑλλάδα γεγονότα, ποὺ εἶναι τόσο ἐξωφρενικά, ἀλλὰ σὲ ἄλλη πραγματεία του γράφει τὰ ἑξῆς ἐξωφρενικά.

«Ἡ Θεσσαλονίκη δὲν κατεκτήθη ὑφ’ ἡμῶν κατὰ τὸν ἐναντίον τῆς Τουρκίας πόλεμον τοῦ 1912. Ἡ Θεσσαλονίκη κατεκυρώθη ὑπὲρ ἡμῶν εἰς Κιλκίς, εἰς τὴν Κρέσναν, εἰς τὴν Τζουμαγιάν, ὅπου κατεστήσαμεν τοὺς Βουλγάρους ἀνικάνους νὰ ἀμφισβητήσωσι τὴν κατοχὴς τῆς Ἑλληνικωτάτης ἱστορικῶς ταύτης πόλεως τῆς Μακεδονίας». Ὁ φανατισμὸς τοῦ Δούσμανη δὲν ἔχει παρέλθει παρὰ τὶς ζημιές, ποὺ προκάλεσε στὴν Ἑλλάδα, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 1917 καὶ κατὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφή, ἀφοῦ ὑπῆρξε ἄτυπος σύμβουλος τοῦ Κωνσταντίνου. Ποιός ἀλήθεια γράφει ἱστορία μὲ ὑποθέσεις; Πίστευε ὁ Δούσμανης, ὅτι ἂν δὲν εἶχε καταληφθεῖ ἡ Θεσσαλονίκη ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸ Στρατό, λίγο πρὶν οἱ Βούλγαροι φτάσουν στὰ περίχωρά της, ὅτι ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς θὰ κέρδιζε τὸν Ἑλληνοβουλγαρικὸ πόλεμο τοῦ 1913; Μὲ τὴν Μακεδονία καὶ τὴν Θεσσαλονίκη κατεχόμενη ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους πῶς θὰ γινότανε ὁ ἐφοδιασμὸς τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων, ὅταν ἡ Θεσσαλονίκη δὲν κατεχότανε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες; Εὐτυχῶς ὅμως ποὺ δὲν ἐπικράτησαν οἱ ἄστοχες ἀπόψεις τοῦ Κωνσταντίνου.

Ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις γιὰ τὴν παράδοση τῆς πόλης μὲ τὸν Χασὰν Ταξὶν πασᾶ, τὸν Ὀθωμανὸ στρατηγὸ ἐπιφορτισμένο μὲ τὴν ὑπεράσπιση τῆς πόλης. Ὁ Ταξὶν Πασᾶς, ποὺ ὑπερασπιζόταν τὴ Θεσσαλονίκη, δὲν εἶχε ἄλλη δυνατότητα παρὰ νὰ ζητήσει μιὰ ἔντιμη συμφωνία γιὰ τὴν παράδοση τῆς πόλης. Στὶς 25 Ὀκτωβρίου οἱ ἀπεσταλμένοι του ζήτησαν νὰ ἐπιτραπεῖ στὸν Ταξὶν νὰ ἀποσυρθεί μὲ τὸ στρατὸ καὶ τὸν ὁπλισμό του στὸ Καραμπουρνοῦ καὶ νὰ παραμείνει ἐκεῖ μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου. Ἡ Ἑλληνικὴ πλευρὰ ἀπέρριψε τοὺς ὅρους του καὶ τοῦ πρότεινε τὴν παράδοση τοῦ στρατοῦ του καὶ τὴ μεταφορά του στη Μικρὰ Ἀσία μὲ δαπάνες τῆς Ἑλληνικῆς κυβερνήσεως. Ὁ Κωνσταντῖνος τηλεγράφησε στὴν Κυβέρνηση, τὸ ἀπόγευμα τῆς 26ης Ὀκτωβρίου, ὅτι ὁ Ταξὶν δέχεται τὶς προτάσεις του. «Ὅθεν διέκοψα ἀμέσως τὴν προέλασιν καὶ ἀπέστειλα δύο ἀξιωματικούς πρὸς σύνταξιν σχετικοῦ πρωτοκόλλου καταθέσεως τῶν ὅπλων καὶ παραδόσεως τῆς πόλεως, πρὸ τῆς ὁποίας εὑρίσκονται ἤδη τὰ στρατεύματα ἡμῶν».

Το Πρωτόκολλο παράδοσης τῆς Θεσσαλονίκης στὸν Ἑλληνικὸ στρατὸ ὑπογράφτηκε στὸ Διοικητήριο μετὰ τὴν τηλεγραφικὴ ἐντολὴ τοῦ πρωθυπουργοῦ πρὸς τὸν ἀρχιστράτηγο: «Νὰ ἀποδεχθῆτε τὴν προσφερομένην ὑμῖν παράδοσιν τῆς Θεσσαλονίκης καὶ νὰ εἰσέλθητε εἰς ταύτην ἄνευ χρονοτριβῆς». Καὶ στὸ σημεῖο αὐτό, ὁ Δούσμανης ἀναφέρει, ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἀπάντησε στὸν πρωθυπουργό, ὅτι «εἶμαι ὁ μόνος ἁρμόδιος νὰ κρίνω εὑρισκόμενος ἐπὶ τόπου, ἐπιβάλλων τοῦς ὅρους». Δὲν κρίνουμε σκόπιμο νὰ προβοῦμε σὲ κρίσεις γιὰ τὴν νοοτροπία τοῦ Κανωσταντίνου, ποὺ εἶχε μεγαλώσει μὲ τὴν ἄποψη τῆς «ἐλέῳ Θεοῦ βασιλείας».

Πρωτόκολλο Παραδόσεως της Θεσσαλονίκης υπογεγραμένο από τον Βίκτωρα Δούσμανη και τον Ιωάννη Μεταξά.

Ταξὶν παρέδωσε τὴν πόλη στοὺς Έλληνες, ἄνευ ὅρων μὲ 25.000 αἰχμαλώτους, μὲ συμφωνία ποὺ ὑπεγράφη στὸ χωριὸ Τοψὶν (σημερινὴ Γέφυρα).

Το ἱστορικὸ πρωτόκολλο μὲ δέκα άρθρα, γραμμένο στὴ γαλλικὴ γλώσσα, ὑπέγραψαν τελικὰ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ Χασὰν Ταξὶν πασᾶς καὶ ἀπὸ πλευράς τῶν Ἑλλήνων οἱ πληρεξούσιοι ἀξιωματικοὶ τοῦ ἐπιτελείου τοῦ Κωνσταντίνου, Βίκτωρ Δούσμανης καὶ Ἰωάννης Μεταξᾶς. Ἡ παράδοση τῆς πόλεως ἔγινε ἄνευ ὅρων καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 3 τοῦ πρωτοκόλλου: «Ἡ πόλις τῆς Θεσσαλονίκης παραδίδεται εἰς τὸν Ἑλληνικὸν στρατὸν ὣς τὴν συνομολόγησιν τῆς εἰρήνης». Οἱ Ἕλληνες φάνηκαν γενναιόδωροι καὶ ἔδοσαν τὸ δικαίωμα στοὺς ἀνώτερους Τούρκους ἀξιωματικοὺς νὰ διατηρήσουν τὰ ξίφη τους καὶ νὰ εἶναι ἐλεύθεροι στὴ Θεσσαλονίκη (ἄρθρο 4).

Ἦταν τὸ τέλος μιᾶς ἀγωνιώδους σειρᾶς διαπραγματεύσεων ἀνάμεσα στὴν Τουρκικὴ Διοίκηση καὶ τὸ Ἑλληνικὸ ἐπιτελεῖο τοῦ Κωνσταντίνου, ποὺ εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὴ βίλα Μοδιάνο, στὴ Γέφυρα, ποὺ στεγάζει σήμερα τὸ Μουσεῖο τῶν Βαλκανικών Πολέμων.

Νὰ πῶς παρουσιάστηκε στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις ἡ παράδοση τῆς πόλεως.

Στὴν παράδοση στοὺς Ἕλληνες -γιατὶ προέλαυνε καὶ ὁ βουλγαρικὸς στρατὸς μὲ σκοπὸ νὰ μπεῖ πρῶτος στὴν πόλη- συνέβαλαν, πέρα ἀπὸ τὶς στρατιωτικὲς ἀδυναμίες τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ καὶ ἡ προτίμηση τοῦ Τούρκου στρατηγοῦ νὰ παραδώσει τὴν πόλη στοὺς Ἕλληνες, παρὰ στοὺς Βουλγάρους.

Ὅπως ἀναφέρει ὁ Δούσμανης: «Ἡ σύνταξις τῆς συμβάσεως καὶ ἡ ὑπογραφὴ ἐπερατώθη περὶ τὴν 1.30 μετὰ μεσονύκτιον (τῆς 27ης), ἐσυμφωνήσαμεν ὅμως νὰ θέσωμεν ὡς ἡμερομηνίαν τὴν 26ην Ὀκτωβρίου, διότι ἐξ ὑπαιτιότητος τῶν Τούρκων ἐβραδύναμεν νὰ συναντηθῶμεν…»

Ὅσον ἀφορᾶ στὴν εἴσοδο τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων στὴν πόλη ἁπλῶς ἀναφέρουμε, ὅτι ὁ πρῶτος ἐπὶ κεφαλῆς ἀξιωματικὸς ποὺ μπῆκε στὴν πόλη ἦταν ὁ ὑπομοίραρχος Κωνσταντῖνος Μανωλκίδης -τότε ἡ Χωροφυλακὴ ἀποοτελοῦσε τμῆμα τοῦ Στρατοῦ- ὁ ὁποῖος εἶχε διαταγὴ νὰ παραλάβει καὶ νὰ συνοδεύσει τοὺς Τούρκους ἀξιωματικοὺς στὸ Ἑλληνικὸ στρατηγεῖο στὸ Τοψὶν στὸ πλαίσιο τῶν Ἑλληνοτουρκικῶν διαπραγματεύσεων γιὰ τὴν παράδοση τῆς πόλης. Διανυκτέρευσε μάλιστα τὸ βράδυ στὸ ξενοδοχεῖο «Ὄλυμπος Παλλάς», στὴν πλατεῖα Ἐλευθερίας. Πολλοὶ Ἕλληνες κάτοικοι τὴ πόλεως συνωστίζονταν στὶς τζαμαρίες τοῦ ξενοδοχείου γιὰ νὰ δοῦν ἀπὸ κοντὰ τὸν ἔνστολο Ἕλληνα ἀξιωματικό. Πρέπει ἐδῶ νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι οἱ Ἕλληνες ἀποτελοῦσαν μειοψηφία , ἀφοῦ κατὰ τὴν ἀπογραφὴ τοῦ 1910 κατοικοῦσαν στὴ Θεσσαλονίκη 65.000 Ἑβραῖοι, 35.000 Ἕλληνες, 30.000 Τοῦρκοι καὶ 2.200 κάτοικοι ἄλλων ἐθνοτήτων (Ἀρμένιοι, Βούλγαροι κτλ). Συνεπῶς μὲ ποιό δικαίωμα οἱ Βούλγαροι ἀπαιτοῦσαν τὴν ἀπὸ μέρους τους κατάληψη τῆς Θεσσαλονίκης;

29 Οκτωβρίου, o βασιλιάς Γεώργιος Α’ και αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος εισέρχονται στη Θεσσαλονίκη επικεφαλής του στρατού. Πηγή: © SanSimera.gr

Στὶς 27 Ὀκτωβρίου εἰσέρχονται στὴ Θεσσαλονίκη δύο τάγματα Εὐζώνων καὶ ὑψώνεται ἡ Ἑλληνικὴ σημαία στὸ Διοικητήριο τῆς πόλης. Τὴν ἑπόμενη μέρα τὸ πρωὶ εἰσέρχεται στὴν πόλη ὁ Κωνσταντῖνος μὲ τὸ ἐπιτελεῖο του. Ταυτόχρονα φθάνει μία βουλγαρικὴ μεραρχία ἔξω ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ὡστόσο τέσσερις Ἑλληνικὲς μεραρχίες ἔχουν ἤδη λάβει στρατηγικὲς θέσεις στὰ περίχωρα τῆς πόλης ἀποτρέποντας κάθε ἐνδεχόμενο κατάληψής της ἀπὸ τοὺς Βούλγαρους. Ἔτσι χάρη στὴ διορατικότητα τοῦ Βενιζέλου εἶχε ἀποφευχθεῖ μιὰ ἐθνικὴ τραγωδία, δηλαδὴ ἡ κατάληψη τῆς Θεσσαλονίκης ὄχι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους. Ὁ Βενιζέλος ἀντιλήφθηκε, ὅτι οἱ Βούλγαροι ἔδειχναν ὅλο καὶ μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἡ Ἑλλάδα κινδύνευε νὰ χάσει τὴν σημαντικότερη πόλη τῆς Μακεδονίας.

Στὶς 29 Οκτωβρίου ὁ βασιλιὰς Γεώργιος φτάνει στὴν πόλη. Ὁ Ἑλληνικὸς πληθυσμὸς τῆς Θεσσαλονίκης πανηγυρίζει καὶ ὑποδέχεται τὸν Ἑλληνικὸ στρατὸ καὶ τὴν ἡγεσία του μὲ ἐνθουσιασμό. Οἱ φόβοι τοῦ Βενιζέλου γιὰ τὶς βλέψεις τῆς Βουλγαρίας ἀναφορικὰ μὲ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὴ Μακεδονία εἶχαν ἐπιβεβαιωθεῖ.

Ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς ἀπελευθέρωσε τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν Ὀθωμανικὸ ζυγό, μόλις 20 ἡμέρες μετὰ τὴν κήρυξη τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ πολέμου.

Ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς μεραρχίας τῶν Βουλγάρων στρατηγὸς Τεοντορόφ, ζήτησε νὰ εἰσέλθει στὴν πόλη γιὰ νὰ στρατοπεδεύσει. Εἰσέπραξε τὴν ἀρνητικὴ ἀπάντηση τῶν Ἑλλήνων καὶ ὕστερα ἀπὸ διαπραγματεύσεις ἐπετράπη νὰ μποῦν στὴν πόλη γιὰ ὀλιγοήμερη ἀνάπαυση δύο τάγματα μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τους βουλγάρους πρίγκιπες Βόριδα καὶ Κύριλλο.

Ἐπικράτησε σύγχυση καὶ μπῆκε στὴ Θεσσαλονίκη ἕνα ὁλόκληρο βουλγαρικὸ σύνταγμα, γεγονὸς ποὺ ἐκνεύρισε τὸν Βενιζέλο. Οἱ Βούλγαροι δήλωναν ἐμφατικὰ παρόντες στὶς ἐξελίξεις στὴ Μακεδονία. Ὁ σπόρος τοῦ Β΄ Βαλκανικοῦ Πολέμου εἶχε ριχτεῖ.

Ἀπὸ τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες οἱ ξένοι ἀνταποκριτές, ποὺ βρίσκονταν στὴ Θεσσαλονίκη καὶ παρακολουθοῦσαν τὶς ἐξελίξεις τοῦ βαλκανικοῦ πολέμου, ἔκαναν γνωστὴ διεθνῆ κοινὴ γνώμη τὴν εἴσοδο τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Τὸ πρῶτο τηλεγράφημα τοῦ Αὐστριακοῦ πρακτορείου εἰδήσεων ἔγραφε: «Ταύτην τὴν στιγμὴν ἀγγέλλεται, ὅτι ἡ Θεσσαλονίκη παραδοθεῖσα κατελήφθη ὑπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ».

Τὴ Δευτέρα 29 Ὀκτωβρίου μὲ εἰδικὸ τρένο ἀπὸ τὴ Βέροια ἔφτασε στὴν πόλη ὁ βασιλιὰς Γεώργιος, ὅπου τὸν ὑποδέχτηκαν οἱ ἀρχὲς καὶ χιλιάδες κόσμου ποὺ εἶχε παραταχθεῖ κατὰ μῆκος τῶν πεζοδρομίων μέχρι τὴν βίλα Χατζηλαζάρου, στὴν περιοχὴ τῆς Ἀνάληψης, ὅπου κατέλυσε ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια.

Βίλα Χατζηλαζάρου, Περιοχή του Ι.Ν Αναλήψεως στη Θεσσαλονίκη
Εκκλησία τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, στη Θεσσαλονίκη

Ἡ λαμπρὴ δοξολογία γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλης, χοροστατοῦντος τοῦ μητροπολίτου Γενναδίου καὶ παρουσία τοῦ βασιλιᾶ Γεωργίου ἔγινε στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, στὶς 30 Ὀκτωβρίου. Ὁ βασιλιὰς Γεώργιος ἐπισφράγισε τὴν κατάληψη τῆς Θεσσαλονίκης μὲ τὴν είσοδό του καὶ τὴ μόνιμη παραμονή του στὴν πόλη, μέχρι τὴν ἀνεξιχνίαστη ἀκόμη δολοφονία του τὴν 5η Μαρτίου 1913.

Στὸν Ἑλληνικὸ στρατό, ποὺ συνέχισε τὴν προέλαση στὰ ἐνδότερα, παραδόθηκαν 25.000 ὁπλῖτες τῆς 8ης Τουρκικῆς στρατιᾶς καὶ 1.000 ἀξιωματικοί.

Ἡ προσάρτηση τῆς Θεσσαλονίκης στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια ἀποτελεῖ μεγάλο σταθμὸ τῆς μετεπαναστατικῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, συνέβαλε δὲ σημαντικὰ στὴν πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος. Ἀξίζει λοιπὸν ὁ ἐτήσιος ἑορτασμὸς τῆς ἀπελευθέρωσής της.


Ἡ ἀναγγελία τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Θεσσαλονίκης στὴν Ἑλλάδα ἔγινε παντοῦ δεκτὴ μὲ ἐνθουσιασμό. Ἐκδηλώσεις χαρᾶς καὶ ἐπινίκειες γιορτὲς διοργανώθηκαν σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Οἱ ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς εἶναι γεμάτες ἀπὸ νέα γιὰ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις. Ἀπὸ ὅσα γράφονται κρίνουμε σκόπιμο νὰ παρουσιάσουμε τὸ ἄρθρο τοῦ Κωστῆς Παλαμᾶ, ποὺ δημοσίευσε στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολι», τοῦ Βλάσση Γαβριηλίδη.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.

ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΟΥ Κ. Κ. ΠΑΛΑΜΑ.

Ὁ στίχος εἶναι σὰν παιγνίδι, ποὺ τρέμει κανεὶς τώρα μ’ ἐκεῖνο νὰ σὲ χαιρετίσῃ, τρέμει μήπως πάει νὰ συντριφτῇ στὸν ὄγκο σου μεγαλόπρεπο. Κι’ ὁ λιτὸς λόγος εἶναι κι’ ἐκεῖνος ἀνήμπορος νὰ παραστήσῃ τὴν ὀνειρώδη σου πραγματικότητα τὴν ὥρα τούτη. Ἤσουν ἡ Θέρμη ἡ πραγματική. Ἕνας Μακεδονίτης βασιλιὰς σὲ ξεβάφτισε. Σοῦ χάρισε τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας του, τῆς ἀδελφῆς τῆς τοῦ τρισμεγάλου κατακτητῆ, ποὺ σὰν αὐτὸν δὲν γέννησε ἀκόμα ὁ κόσμος. Κ’ ἔγινες ἡ Θεσσαλονίκη. Κ’ ἔκλεισες μέσα στὰ χώματά σου, κ’ ἔκλεισες μέσα στὴν ἱστορία σου, κορώνα τῆς Μακεδονίας, ἀράδ’ ἀράδα, ἀπὸ τὴ δόξα κι’ ἀπὸ τὴ δυστυχία κι’ ἀπ’ τὴν ὀμορφιὰ τῆς πανελλήνιας γῆς. Τρέμει τὸ χέρι μου, ποὺ πάνω νὰ χαράξω γιὰ σένα λόγια χλωμὰ καὶ λόγια πρόχειρα. Μὰ μὲ κάνει νὰ τολμῶ ἡ σκέψη. Καιροὶ ἐπικοὶ κλαγγάζουν καὶ τρομάζουν. Κάποιος εἶπε σοφά. Ἡ ποίηση δὲν στέκεται ἀγνάντια κι’ ἐνάντια στὰ πράγματα. Ἡ ποίηση εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ πραγματικοῦ. Τὸ βλέπουμε. Κι’ ἔτσι ὅ,τι ἀλλοτε θὰ ἤτανε λαμπρὸ καὶ κούφιο σὰν ρητορική, τὸ βλέπουμε χεροπιαστὸ σὰν τὴν ζωὴ νὰ μᾶς κυριεύει. Κι’ ἔτσι ἡ μεραφυσικὴ φυσικὴ γίνεται.

***

Μαῦρος ὁ οὐρανός. Βρέχει βρέχει. Μὰ πῶς ξαφνίζουν καὶ πῶς γιομίζουν τὸν ἀέρα οἱ καμπάνες. Καὶ πῶς ἀνταποκρίνονται στὰ κτυπήματά τους, μυστικώτερα, θρησκευτικώτερα, τελειωτικὰ οἱ χτύποι τῶν καρδιῶν. Θυμᾶστε σήμαντρο ἀναστάσιμο νὰ σᾶς προσκάλεσε ποτὲ ἄλλοτε σὲ πανηγύρι; Πῶς φέγγουν ἀπὸ ἥλιο ἄπλετο οἱ λογισμοὶ καὶ πῶς λαμποκοποῦν τὰ πρόσωπα. Στὴ χώρα δὲν εἶναι πιὰ ἐσὺ κι’ ἐγὼ κι’ ὁ ἄλλος. Στὴ χώρα εἴμαστ’ ἐμεῖς. Τὰ πάντα φαντάζουν γύρω μου σὰν ἕνας ἀκομμάτιστος μεγάλος.

Σημαίνουν οἱ καμπάνες πανευφρόσυμα, ἡ χώρα πέρα ὣς πέρα ἑνὸς θριάμβου ἀλλαλαγμός. Δακρύζουν καὶ τὰ μάτια τῶν ἀδάκρυτων. Ὅλοι σὰν νὰ περπατᾶμε στυλωμένοι ἀπάνου σὲ βάθρα τετράψηλα. Ἔξαφνα ὁ νοῦς μου γυρίζει πρὸς τὰ πίσω εἴκοσιέξι χρόνια. Μπροστά μου χύνεται ἡμέρα πανηγυρική. Δεκαεννεά χρόνων ἐνηλικιώνεται ὁ Διάδοχος Κωνσταντῖνος. Μεγάλη ἐθνικὴ γιορτὴ στὴ Μητρόπολη. Τὸ βασιλόπουλο δίνει τὸν ὅρκο τοῦ στρατιώτη. Βαθὺ ἀνατρίχιασμα. Σκιρτοῦν οἱ καρδιές. Ὀνειρεύονται οἱ ἐλπίδες. Τὰ μεγάλα ἰδανικὰ ξανασκορπᾶνε. Τὰ μεγάλα τους λόγια. Βροντερὰ σὰν τουφέκια καὶ σὰ μεθύσια διαβατικά.

Ἀπὸ ἄρθρο ἀνυπόγραφο δημοσιευμένο τὴν ἴδια τὴν ἡμέρα τοῦ ὅρκου κρατῶ λίγες γραμμὲς τοῦτες. «Ἂς ἑορτάσῃ τὴν ἡμέραν ταύτην τῆς ὁρκωμοσίας τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος. Ἠχοῦσιν ἀπὸ τοῦ Αἵμου, ἀπὸ τῆς Ροδόπης, ἀπὸ τῶν Ἀκροκεραυνίων, ἀπὸ τοῦ Ὀλύμπου ὑπερήφανοι φθόγγοι τὰ προανακρούσματα τοῦ μεγάλου ἀγῶνος».

Ἀπὸ ἕνα νεανικό μου στιχούργημα τυπωμένο στὴ φιλολογικὴ «Ἑστία» (30 Νοεμβρίου 1886) παίρνω τοὺς στίχους τούτους.

Καθὼς ἡ θύρα ἡ φανταστή,

τῶν ἀντρειωμένων ἔνοια

Ποῦ κλεῖ ρουμπίνια ὀνειρωτὰ καὶ πλούτη διαμαντένια

Καὶ στέκει αἰῶνες καὶ καιροὺς κλειστὴ καὶ στοιχειωμένη

Κι’ ἀνήμπορος κι’ ὁ γίγαντας μπροστά της ἀπομένει.

Ποῦ σειοῦνται ἀπὸ τὰ χέρια του σὰν τὰ δεντράκια οἱ βράχοι.

Μ’ ἕνα λόγο μαγικὸ ἀνοίγεται μονάχη

Ἔτσι κατάκλειστη μὰ τῆς Μοίρας στέκει ἡ πύλη.

Μὰ τὸ δικό σου τὄνομα φτάνει νὰ ποῦν τὰ χείλη.

Κι’ ἀνοίγει εὐθὺς καὶ βλέπουμε καρούς, ὁποὺ θἀρθοῦνε.

Κι’ ἀγαλλιάζουν οἱ καρδιὲς κι’ οἱ φαντασίες μεθοῦνε.

Μπρὸς ἡ πατρίδα ὁλόφωτη,

κι’ ἀνθίζουν σὰν καὶ πρῶτα

Στὸν Κολωνὸν ὁ νάρκισσος κι’ ἡ δάφνη στὸν Εὐρώτα.

Τότε καὶ τοῦ δημοσιογράφου οἱ παράγραφοι καὶ τοῦ στιχουργοῦ οἱ ρίμες, κοινοὶ τόποι τῆς πατριδολατρείας, ρητορικὰ γυμνάσματα ἐπιδεξίων θεματογράφων. Σήμερα τέτοιοι λόγοι, τέτοιοι στίχοι μᾶς παρουσιάζονται πλαισιωμένοι σὰν ἀπὸ προφητικοῦ ἀχτιδοστέφανο.

Καὶ μεγαλυνεῖ σε Θεὸς καὶ κραταιώσῃ σε ἐπὶ πλέον καὶ τὸ βασιλικὸν καὶ πάτριον ὑποδύσει σε πέδιλον. Ἔτσι χαιρετίζει σὲ ἕνα του γράμμα ἕνας συγγραφέας Βυζαντινὸς τὸ Θεόδωρο Ἄγγελο Κομνημὸ Δούκα ποὺ κατὰ τὸ 1223 συνέτριψε τὴν ἀρχὴ τοῦ Λατίνου καὶ ἱδρυτὴς ἔγινε τῆς μεγάλης αὐτοκρατορίας τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ πόλη ἔπεσε στὰ χέρια τοῦ Φράγκου, μὰ νὰ ἡ Νίκαια, μὰ νὰ ἡ Τραπεζούς, μὰ νὰ τὸ Δεσποτᾶτο τῆς Ἠπείρου καὶ νὰ τῆς Θεσσαλονίκης τὸ βασίλειο, νέα κάστρα γιὰ νὰ καταφύγῃ καὶ νὰ περιμαζωχτῇ σὲ πρὸς νέες μοῖρες ἡ ἀποδιωγμένη ὅμως ἀκατάλυτη ρήγισσα τοῦ Γένους.

Ὁ Κομνηνὸς μονάρχης μὲ πρωτεύουσά του τὴν «περίκλυτην καὶ περιλάλητον», καθὼς τὴν ὀνομάζουν οἱ ἱστορικοὶ πολιτεία. Χάϊδεψε, μὰ λιγοστὸ καιρό, τὸ μεγάλο του ὄνειρο, τὴ δόξα ἑνὸς κράτους, ποὺ ἁπλώνοταν ἀπὸ τὴν Ἀδριατικὴ στὴν Ἄσπρη Θάλασσα, ποὺ ἔφτανε στὸν Ἕβρο ποταμό, ποὺ κρατοῦσε χῶρες μέσα του, τὴν Ἤπειρο, τὴν Ἀρβανιτιά, τὴν Ἀκαρνανία, τὴ Θεσσαλία, τὴν Μακεδονία, τὴ Θράκη. Κι’ ἔστησε τὸ θρόνο του στὴ Θεσσαλονίκη, στὴ πόλι τὴ σφιχτὰ συνεταιρεισμένη μὲ τὸν κόσμο τὸν Ἑλληνικό, ἀπὸ ἐθνικὲς κι’ἀπὸ θρησκευτικὲς ἐνθύμησες ἕνα πλῆθος. Οἱ Θεσσαλονικιῶτες καὶ οἱ Χριστιανοὶ καὶ οἱ Ἑλληνολάτρες τοῦ καιροῦ ἐκείνου, μὲ πόθο ἀνοίξανε τὴν ἀγκαλιά τους νὰ δεχτοῦνε τὸν Λατινοφάγο βασιλέα. Τὸν πόθο τους ἐκφράζουν τὰ λόγια τοῦ Βυζαντινοῦ ἐπιστολογράφου, ποὺ σημείωσα παραπάνω. Μὰ ντύνονται νειᾶτα καινούρια τὰ παλιὰ λόγια τοῦτα καὶ πιὸ πολὺ τοὺς ἀξίζει νὰ γίνουνε χαιρετισμὸς καὶ σὰ λουλούδια νὰ κοποῦνε γιὰ νὰ ραντίσουνε τὸ μέτωπο τοῦ νέου νικητῆ, ποὺ μὲ τοῦ Κωνσταντίνου τὄνομα ἀνταμώνει κάτι ἀπὸ τὴν ὁρμὴ τῶν Κομνηνῶν. «Ἄμποτε νὰ σὲ μεγαλώνῃ ὁ Θεὸς καὶ περισσότερο νὰ σὲ δυναμώνῃ καὶ τὴν βασιλικὴ καὶ τὴν πατροπαράδοτη πορφύνα νὰ φορέσῃ!» Ἄμποτε.

***

Ὦ, πῶς ἀλλάζουν οἱ καιροί. Στὰ 904. Μιὰ Κυριακὴ τοῦ Ἀλωνάρη, ἕνα ὡραῖο γαληνὸ πρωί, ὀργὴ Κυρίου στὴ Θεσσαλονίκη. Σὰ μπόρα ξαφνικὴ ἀλαγάριαστη, καταπάνου της οἱ Σαρακηνοί. Ἀπὸ τὴν Τρίπολι τῆς Συρίας ὁδηγημένοι ἀπὸ ἕνα ἀρνησίθρησκο. Λέοντας τὄνομά του, σὲ πενηντατέσσερα καράβια. Γιγαντόσωμοι ἀραπάδες, θεριὰ ποὺ πολεμοῦσαν ὁλόγυμνοι. Οἱ πλούσιοι περισσοί, ἥσυχοι κάτοικοι, Ἕλληνες σπαρμένοι τὴν ὥρα ἐκείνη στοὺς δρόμους, στὶς ἐκκλησιὲς καὶ στὰ μεγάλα περιβόλια τῆς Θεσσαλονίκης. Πανικὸς ξεσπᾶ. Μὰ τρέχει ὁ καθένας νὰ ἁρματωθῇ. Οἱ γυναῖκες κλείνονται στοὺς ναοὺς καὶ στὰ μοναστήρια. Οἱ καταπέλτες τοῦ Σαρακηνοῦ ξερνοῦν τὴ φωτιά. Ἡ βοήθεια τῶν σκλαβούνων δοξαρευτῶν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο πάει τοῦ κάκου. Ἡ Θεσσαλονίκη πάρθηκε. Λέων ὁ Τριπολίτης ἔφυγε γοργά, γιατὶ εἶχε τὸν φόβο τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στόλου, ἔφυγε σέρνοντας σκλάβους εἴκοσι δύο χιλιάδες παλληκάρια καὶ λυγερές. Μέσα σ’ αὐτοὺς ὅλα τ’ ἀρχοντὀπυλα τῆς Μακεδονίας. Στοιβαγμένοι στὰ Σαρακηνὰ καράβια ἀράξανε στὸ Χάνδακα τῆς Κρήτης. Ἐκεῖ μοιραστήκανε τὰ λάφυρα. Αἲ πῶς ἀλλάζουν οἱ καιροί. Ὕμνους ἀλλαλάξατε τῷ Κυρίῳ.

Χαρὰ μεγάλη χαίρεσαι βασίλισσα τῆς Μακεδονίας, πρώτη χώρα ὕστερ’ ἀπὸ τὴ μεγάλη Πόλι, ποῦ μπροστά της δείχνεσαι πατρίκισσα Ζωστὴ στὸ πλάγι τῆς Αὐγούστας. «Πολυτίμητη καὶ κλεινὴ πόλις». Αἰῶνες ὅλους ἐσὺ πηγὴ ἀστείρευτη τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς καὶ γιὰ τὰ στρατιωτικά της τὰ κατορθώματα καὶ γιὰ τὴ δύναμί της τὴν ἐκπολιτιστική. Σὲ ζωγραφίζει ἡ ἱστορία νὰ κρατᾷς μὲ τὸ ἕνα χέρι τὸ σπαθί, μὲ τὸ ἄλλο τὸ Βαγγέλιο. Χώρα ἀπὸ τὲς δυνατώτερες καὶ τὶς πλουσιώτερες ρῆς Χριστιανοσύνης. ὉΠαῦλος κήρυξε σ’ ἐσένα τὸ νέο Θεό, σὲ σένα διάλεξε λημέρι του ὁ στρατιώτης

Ἅγιος τοῦ κόκκινου ἄλογου, ὁ τροπαιοφόρος καβαλλάρης. Ζωγράφοι ξακουστοὶ καὶ λογοτέχνες φύτρωσαν ἀπὸ τὰ χώματά σου. Παλληκαριὰ καὶ βιομηχανία, ἐμπόριο, τέχνη καὶ θρησκεία, ὁ νοῦς ὁ Ἑλληνικὸς πρόκοψε μέσα στὰ κάστρα σου, χύθηκε ἀπὸ τοὺς δρόμους σου. Τῆς θρησκείας καὶ τῆς τέχνης. Τοῦ ἐμπορίου καὶ τοῦ πολέμου ἡ χρυσόπορτες νὰ ξανανοίγωνται διάπλατες. Δέξου.

Εἶναι γιὰ τὸν Βυζαντινὸ αὐτοκράτορα ἢ γιὰ τὸν Ἕλληνα κληρονόμο τοῦ θρόνου οἱ στίχοι τοῦτοι ἀπὸ τὴ «Φλογέρα τοῦ βασιλᾶ» καὶ τὸ ποίημα εἶναι γιὰ νὰ ξαναπαραστήσῃ τὴν εἰκόνα ὡρισμένης ἱστορικῆς ἐποχῆς, ἢ τὴ δόξα ἀκέραια τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς.

Κ’ ἀπάνου ἀπ’ ὅλα ἡ δόξα του πάει πρὸς τὴ χώρα ποὺ εἶναι

Τὸ Πάγγαιο τὸ λογάρι της κ’ εἶν’ ἡ Θεσσαλονίκη

βασίλισσά της, κ’ ἡ Ἔδεσσα μάννα της, βρυσομάννα,

κ’ εἶναι τοῦ Σλάβου τὄνειρο καὶ τοῦ Ρωμιοῦ ἡ λαχτάρα.

Ἁπλώνεται καὶ ὀργώνεται κι’ ἀνθίζει καὶ πατιέται

Στὴ μέση τοῦ Ἀλιάκμονα καὶ τοῦ Ἀξιοῦ ποὺ πάντα

ποτάμια ντεληπόταμα, Βαρδάρι καὶ Βιστρίτσα

δὲ στέκουν, ὅλο ξεχειλᾶν κι’ ἀγριεύουνε καὶ τρέχουν,

καὶ τὴ φυλάγουν καὶ τὴ ζοῦν τὴ χώρα.

Κι’ ἀπάνου ἀπ’ ὅλα ἡ δόξα του πάει κ’ ἔρχεται στὴ χώρα

Καὶ διαβατάρα ἀπὸ παντοῦ, σπιτώθηκ ἐδῶ καὶ ἦρθε.

Κι’ ἀφοῦ ἀγωνίστηκε τρανὸς τὸ δοξασμένο ἀγῶνα,

στάθηκε. Ἀνάπαψη; Ποτέ!

Ὁ ποιητὴς δὲν εἶναι ὅ.τι γράφει. Ὅ.τι ἔγραψε.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ


  • Επιμέλεια ανάρτησης
  • Τασιόπουλος Αργύρης, Υπτγος ε.α
  • Γενικός Γραμματέας ΕΕΥΕΔ

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΝΙΚΟΓΛΟΥ – Ένας Έλληνας γιατρός στον βουλγαρικό στρατό (1912-1913)

  • Παύλου Αχ. Νταφούλη Στρατ. Ιατρού
  • Δέλτος 23 (2002)29-32
  • Η Ιατρική στη Σύγχρονη Ιατρική Ιστορία (Δ’ Τόμος)

ΕΧΟΥΝ ΓΡΑΦΕΙ ΠΟΛΛΑ για τη διαφωνία του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Βασιλέως Κωνσταντίνου σχετικά με την πορεία που θα ακολουθούσε ο ελληνικός στρατός κατά τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο και την πιθανότητα κατάληψης της Θεσσαλονίκης από τους Βουλγάρους. Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ο ακριβής ρόλος που διαδραμάτισε στα γεγονότα του Οκτωβρίου 1912 ένας Έλληνας γιατρός, ο Φίλιππος Νίκογλου

Ο Φίλιππος Νίκογλου γεννήθηκε στη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1871. Φοίτησε στα περίφημα Ζαρίφεια Εκπαιδευτήρια της Φιλιππούπολης και σπούδασε ιατρική στη Γερμανία. Εγκαταστάθηκε στη Σόφια, όπου άσκησε την ιατρική ως χειρουργός. Το 1885 η πατρίδα του, η Ανατολική Ρωμυλία, προσαρτήθηκε από τη Βουλγαρία, ενώ από το 1908 οι κάτοικοί της έγιναν και τυπικά Βούλγαροι, ανεξαρτήτως εθνικού φρονήματος 

Φίλιππος Νίκογλου (1871-1953)

Κατά την επιστράτευση του βουλγαρικού στρατού στις 7 Σεπτεμβρίου 1912, ο Βούλγαρος υπήκοος Φίλιππος Νίκογλου παρουσιάστηκε ως έφεδρος υπίατρος στο Σαμακόβιον, όπου συγκροτήθηκε το κινητό χειρουργείο της VII βουλγαρικής μεραρχίας. Σε αυτό υπηρετούσαν 8 γιατροί, με διευθυντή τον Εβραίο αρχίατρο Αλκαλάη. Στις 5 Οκτωβρίου 1912 το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Από τις πρώτες ημέρες των εχθροπραξιών ο Νίκογλου περιγράφει ως σοβαρά προβλήματα τη χολέρα που μεταδόθηκε στους Βούλγαρους από τους Τούρκους και τη δυσχέρεια στη μετακίνηση. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι τα χειρουργεία διέθεταν 18-20 άμαξες για τη μεταφορά των τραυματιών και 40-50 τραυματιοφορείς στρατιώτες, αλλά δυσκολεύονταν να ακολουθήσουν την ταχύτατη προέλαση των μαχομένων τμημάτων, η οποία υπαγορευόταν από στρατηγικούς και διπλωματικούς λόγους.

Η προηγηθείσα ελληνοβουλγαρική συνθήκη του Μαΐου του 1912 δεν προέβλεπε διανομή εδαφών μεταξύ των συμμάχων, οπότε ίσχυε η αρχή του τετελεσμένου γεγονότος. Στις 20 Οκτωβρίου λοιπόν ο ελληνικός στρατός απελευθέρωνε τα Γιαννιτσά, οπότε η VII βουλγαρική μεραρχία προσπάθησε με κάθε τρόπο να φτάσει πρώτη στη Θεσσαλονίκη. Αλλεπάλληλα τηλεγραφήματα του πρωθυπουργού Βενιζέλου και του υπουργού των Εξωτερικών Λάμπρου Κορομηλά επέσπευσαν την πορεία του ελληνικού στρατού προς την Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα την απελευθέρωσή της στις 26 Οκτωβρίου, ημέρα εορτής του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Οι πληροφορίες της κυβερνήσεως προέρχονταν από τον πρεσβευτή μας στη Σόφια Δημήτριο Πανά 

Αθανάσιο Σουλιώτης (Ψευδόνυμο-Νικολαΐδης)

Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα ποιά ήταν η πηγή των πολύτιμων αυτών πληροφοριών του Πανά. Ο Κορομηλάς είχε επιφορτίσει τον τότε λοχαγό Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη να παρακολουθεί την VII βουλγαρική μεραρχία του στρατηγού Θεοδορώφ. Ο Σουλιώτης είχε προηγουμένως διακριθεί για τη δράση του στην Οργάνωση Θεσσαλονίκης κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και αργότερα στην Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως. Ο Σουλιώτης λοιπόν διορίσθηκε στρατιωτικός σύνδεσμος με τον σερβικό στρατό και εφοδιασμένος με τα κατάλληλα έγγραφα κατέφθασε στις 19 Οκτωβρίου στο Κιουστεντήλ, όπου στρατοπέδευε η σερβική μεραρχία του Στεφάνοβιτς, αλλά και η βουλγαρική του Θεοδορώφ. Μετά από συνεννοήσεις με Σέρβους και Βουλγάρους αξιωματικούς ο Σουλιώτης μετέβη στην Ανω Τζουμαγιά με σκοπό να συναντήσει τον εκεί ευρισκόμενο Θεοδορώφ, δεν κατόρθωσε όμως να συναντήσει τον Βούλγαρο στρατηγό.

«Εξερχόμενος του Φρουραρχείου», γράφει ο Σουλιώστης, «συνήντησα τον ιατρόν Νίκογλου, Ελληνα, υπηρετούντα ως έφεδρον παρά τω Βουλγαρικώ στρατώ. Ούτως προθυμότατα πλησιάσας με, μοί είπεν ότι από της αρχής του πολέμου όλαι αι εμπιστευτικαί διαταγαί συνίστων να καταβληθεί πάσα προσπάθεια, όπως οι μακεδονικαί πόλεις και προπάντων η Θεσσαλονίκη καταληφθώσι προ της καταλήψεως αυτών υπό των Ελληνικών στρατευμάτων. Μοί επεβεβαίωσεν ότι ο Βόρις μετά του στρατηγού Ράτζο Πετρώφ και του πρεσβευτού Στάντσεφ διήλθον εξ Ανω Τζουμαγιάς, προξενοδοχείον, όπου είχε καταλύσει, και στρατιώτας της βασιλικής φρουράς, οδηγούντας βασιλικήν άμαξαν, προωρισμένην δια την επίσημον είσοδον του διαδόχου της Βουλγαρίας εις Θεσσαλονίκην».

Ο Σουλιώτης προσπαθεί να τηλεγραφήσει κρυπτογραφημένες τις πολύτιμες πληροφορίες στην πρεσβεία μας στη Σόφια και στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα, φοβούμενος όμως τη βουλγαρική λογοκρισία και καθώς δεν λαμβάνει απάντηση, υποκρίνεται τον ασθενή. Ο Νίκογλου πιστοποιεί την ασθένεια και προτείνει επιστροφή του ασθενούς στη Σόφια.

Ο Βούλγαρος Φρούραρχος πείθεται εύκολα να ξεφορτωθεί τον ανεπιθύμητο Ελληνα αξιωματικό, και ο Σουλιώτης διασχίζει τα χιονισμένα βουνά, φτάνει στον πλησιέστερο σιδηροδρομικό σταθμό, παίρνει το πρώτο τραίνο για Σόφια και παρουσιάζεται στον πρεσβευτή της χώρας μας, στον οποίο εκθέτει τη διαμορφωθείσα κατάσταση. Ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας ταγματάρχης Αμβρόσιος Φραντζής τηλεγραφεί τις πληροφορίες με τους κώδικες κρυπτογράφησης στο Υπουργείο Εξωτερικών, και ο υπουργός Λάμπρος Κορομηλάς, πρώην Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, ενημερώνει τον Βενιζέλο. Αξίζει να σημειωθεί πως όλα αυτά κατεγράφησαν από τον Σουλιώτη στις 27 Απριλίου 1931 σε σημείωμά του προς δημοσιογράφο, «ώστε η ιστορική αλήθεια να μη νοθεύεται». Ο Νίκογλου εξηγεί την εμπιστοσύνη του στον Ελληνα αξιωματικό, σημειώνοντας πως τον είχε συναντήσει παλαιότερα στη Σόφια, όπου ο Σουλιώτης γνώρισε τα μέλη της ελληνικής παροικίας, καλύπτοντας την εθνική του δράση εμφανιζόμενος ως ζωέμπορος.

Ο στρατηγός Βίκτωρ Δούσμανης υπηρετούσε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους στο Γενικό Στρατηγείο δίπλα στον Διάδοχο-αρχιστράτηγο και είχε πλήρη ενημέρωση για τα τεκταινόμενα. Στα Απομνημονεύματά του επιβεβαιώνει τα γραφόμενα του Σουλιώτη-Νικολαΐδη.

Στρατηγοί Βίκτωρ Δουσμάνης (1862-1949) και Θεόδωρος Πάγκαλος
(1878-1952)

Ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος στα Απομνημονεύματά του επιβεβαιώνει και αυτός την δράση του Νίκογλου: «Είναι ανάγκη να εκτεθή δια ολίγων, πως ο Βενιζέλος έσχε την πληροφορίαν περί της προελάσεως των Βουλγάρων εις Θεσσαλονίκην. Εις τον βουλγαρικόν στρατόν είχε στρατευθεί κατά τον πόλεμον ο Βούλγαρος υπήκοος, αλλ’ ακραιφνής Ελλην ιατρός Φ. Νίκογλου. Ενεκα τυχαίας ακριτομυθίας Βουλγάρου επιτελούς εις Κότσανα, ο Νίκογλου ήκουσεν ότι ο στρατηγός Θεοδορώφ διετάχθη να βαδίση με την μεραρχίαν του δρομαίως προς Θεσσαλονίκην, όπως την καταλάβη πριν φθάση αυτόθι ο Ελληνικός στρατός. Ο Νίκογλου ειδοποίησεν αμέσως τον εν Βουλγαρία λοχαγόν Σουλιώτη-Νικολαΐδην, σύνδεσμον ημών, όστις ετηλεγράφησεν αμέσως προς τον υπουργόν των Εξωτερικών Κορομηλάν, να πληροφορήση επειγόντως τον Διάδοχον περί των ανωτέρω». Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του στρατηγού στην άμεση πληροφόρησή του (για το γεγονός αυτό) από τον Βενιζέλο.

Ο Ιάσων Δημητριάδης τονίζει πώς, ενώ η διήγηση του Δούσμανη περί Νίκογλου είναι αληθής, αφήνεται να εννοηθεί από τον στρατηγό ότι η πληροφορία ελήφθη δέκα ημέρες νωρίτερα από την πραγματική ημερομηνία, προκειμένου ο Δούσμανης να δικαιολογήσει τις επιλογές του Επιτελείου. Για τον ρόλο του Νίκογλου, όπως προκύπτει από τις πηγές, γίνεται λόγος και από τους σύγχρονους ερευνητές, που ασχολήθηκαν με τον Μακεδονικό αγώνα και τους Βαλκανικούς πολέμους, όπως ο Μελάς, ο Ανεστόπουλος, ο Παπαγιαννόπουλος, ο Μέρτζος, ο Σερεπίσος, η Τζινίκου και ο Κουζινόπουλος.

Μετά την συνάντησή του με τον Σουλιώτη στην Ανω Τζουμαγιά ο Νίκογλου βρέθηκε στο Σιδηρόκαστρο, όπου, αφού εξασφάλισε διαμονή σε σπίτια για τους λοιπούς γιατρούς του χειρουργείου, ο ίδιος φιλοξενήθηκε στη Μητρόπολη. Εκεί πληροφορήθηκε από τον Ελληνα Μητροπολίτη την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Ελληνες. Κατά τη διαμονή του στη Μητρόπολη γράφει ότι θαύμασε την αξιοπρεπή και θαρραλέα στάση του Μητροπολίτη, ο οποίος αρνήθηκε να εγκαινιάσει χριστιανικό ναό σε ένα από τα τζαμιά της πόλης παρά την απειλητική απαίτηση Βουλγάρου κτηνιάτρου αξιωματικού. Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη οι χριστιανικές Βαλκανικές χώρες ελευθέρωσαν τον τόπο για να είναι όλοι, και οι Μουσουλμάνοι δηλαδή, ελεύθεροι.

Το χειρουργείο, ακολουθώντας τη μεραρχία, όδευσε προς Θεσσαλονίκη και στρατοπέδευσε κοντά στον Λαγκαδά. Οι γιατροί εξασφάλισαν άδεια να εισέρχονται στην απελευθερωμένη από τους Ελληνες πόλη. Συχνά επισκέπτονταν το εστιατόριο «Ολυμπος-Παλάς», όπου μια μέρα ο Φιλιππουπολίτης διπλωματικός υπάλληλος Χήσης Χατζηβασιλείου αναγνώρισε τον Νίκογλου. Κατόπιν υποδείξεως του αξιωματικού Κωνσταντίνου Μαζαράκη, του θρυλικού Κεπετάν-Ακρίτα του Μακεδονικού αγώνα, ο Χατζηβασιλείου προσκάλεσε τον Νίκογλου σε γεύμα της οικογεγείας του ιατρού Δημητρίου Ζάννα, του γνωστού «ντοκτόρ-μπέη» της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης. Στην οικία Ζάννα, πλησίον του Λευκού Πύργου, κατέλυαν, εκτός του Μαζαράκη, πολλοί Έλληνες αξιωματικοί, οι οποίοι ήσαν γνωστοί της οικογενείας από τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα. Μάλιστα, για λόγους ασφαλείας, έξω από την οικία υπήρχε φρουρός ένας από τους προσκόπους-αντάρτες Μακεδονομάχους, που είχε συγκροτήσει σε σώμα ο Μαζαράκης, και βοήθησαν σημαντικά τον Ελληνικό στρατό. Με ιδιαίτερη χαρά ο Νίκογλου αναγνώρισε στο πρόσωπο του αντάρτη-σκοπού τον συμπατριώτη του Τζουρίλα. Στο πλούσιο τραπέζι οι Ελληνες αξιωματικοί άντλησαν από τον Νίκογλου πολλές πληροφορίες για την οργάνωση και το ηθικό του βουλγαρικού στρατού και κυρίως των αξιωματικών, καθώς ήταν εμφανής στον ορίζοντα η επικείμενη ελληνο- βουλγαρική σύρραξη.

Κάποια από τα βουλγαρικά τμήματα, που κατέλυαν στη Θεσσαλονίκη, τελικώς μεταφέρθηκαν από τον ελληνικό στόλο στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) για να συμμετάσχουν στις εκεί εχθροπραξίες. Ο Νίκογλου στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης επιβιβάσθηκε στο θωρηκτό «Αβέρωφ». Τα πλήρωμα, μόλις συνειδητοποίησε πως ο αξιωματικός του βουλγαρικού στρατού ήταν Ελληνας, τον περιποιήθηκε ιδιαιτέρως, οι δε αξιωματικοί τοι πλοίου δεν παρέλειψαν να πάρουν και αυτοί με τη σειρά τους πληροφορίες για τον βουλγαρικό στρατό. Ο κυβερνήτης Σοφοκλής Δούσμανης σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Πέμπτη, 15 Νοεμβρίου 1912. Ηρθαν να μας επι σκεφθούν και δύο αξιωματικοί του βουλγαρικού στρατού, ιατροί και οι δύο, εξ Αγχιάλου, ακραιφνείς πατριώται, βαρέως φέροντες ότι υπηρετούν υπό τους Βουλγάρους». Είναι βέβαιο πως, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό για την ήττα των Τούρκων οι Ανατολικο-ρωμυλιώτες δεν μπορούσαν να διαγράψουν την απάνθρωπη συμπεριφορά των Βουλγάρων απέναντι στις άλλες εθνότητες και πρωτίστως απέναντι στους Έλληνες. Οι σφαγές και οι καταστροφές της Ανατολικής Ρωμυλίας του 1906 ήταν ακόμη νωπές.

Στο Θρακικό μέτωπο ο Νίκογλου συνάντησε τον συμπατριώτη του Απόστολο Δοξιάδη, ιατρό, έφεδρο και αυτόν στον βουλγαρικό στρατό. Ο Γ. Βεντήρης” αναφέρει ότι και ο Δοξιάδης μετέδωσε πληροφορίες για τις κινήσεις των βουλγαρικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη. Μετά την αποστράτευση ο Νίκογλου επέστρεψε στη Σόφια, όπου όμως έγινε γνωστή η δράση του, και το βουλγαρομακεδονικό κομιτάτο αποφάσισε την εξόντωσή του. Ενας Βούλγαρος γιατρός και καλός του φίλος τον ενημέρωσε για την προγραφή του από το κομιτάτο. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1913 ο Νίκογλου κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στην Αθήνα. Συναντήθηκε πάλι με τον Σουλιώτη, ο οποίος ανέφερε τα συμβάντα στην Ανω Τζουμαγιά στον βασιλέα Κωνσταντίνο. Ο τελευταίος εξέφρασε την επιθυμία να γνωρίσει προσωπικά τον Νίκογλου, προσέθεσε μάλιστα ότι επεβάλλετο η απονομή σ’ αυτόν παρασήμου για τις προσφερθείσες υπηρεσίες του στην πατρίδα. Το ελληνικό κράτος δια χειρός βασιλέως Παύλου παρασημοφόρησε τον Νίκογλου το 1950! «Κάλλιο αργά παρά ποτέ», σχολιάζει ο Πάγκαλος”.

Η πόλη της Θεσσαλονίκης τίμησε τον Νίκογλου με την μετονομασία της οδού Ανακτόρων, στο ύψος της νέας παραλίας, σε οδό Φιλίππου Νίκογλου. Σήμερα, στην οδό Νίκογλου, στην έπαυλη του Ισραηλίτη τραπεζίτη Γιακώβ Μοδιάνο, που χρησιμοποιήθηκε και ως ανάκτορο από τον βασιλέα Κωνσταντίνο, στεγάζεται το Εθνικό και Λαογραφικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης. Οι γειτονικοί δρόμοι Ιατρού Ζάννα και Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη συμπληρώνουν τον ιστορικό συνειρμό.

Το 1953 ο Στενημαχίτης χειρουργός πέθανε πλήρης ημερών στην Αθήνα. Από τον τύπο παρομοιάστηκε με τον Γιάννη Γούναρη, τον κυνηγό του Ομέρ Βρυώνη, που στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου ειδοποίησε τους πολιορκημένους για την επικείμενη έφοδο των Τούρκων κατά τις ώρες της Χριστουγεννιάτικης ακολουθίας, με επακόλουθο την αποτυχία της εφόδου και τη λύση της πολιορκίας.

Αναμφισβήτητα, ο Φίλιππος Νίκογλου είναι ένας από τους ανθρώπους, στους οποίους η Ελλάδα και ιδιαίτερα η πόλη της Θεσσαλονίκης οφείλει ευγνωμοσύνη για τη στάση τους εκείνες τις κρίσιμες για το μέλλον της ιστορικές στιγμές. Και η μεγαλύτερη τιμή στην προκειμένη περίπτωση είναι η διατήρηση της μνήμης του ιατρού Φιλίππου Νίκογλου από την Ανατολική Ρωμυλία.

Δέλτος 23 (2002)29-32.


Η ΝΟΣΗΛΕΙΑ ΤΟΥΡΚΩΝ ΑΙΜΑΛΩΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

  • του Γρ. Σκαμπαρδώνη
  • Υποστράτηγου Υγειονομικού
  • Αναδημοσίευση από Βιβλιο, Ιατρική Στην Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας.

Δημοσιέυουμε Στοιχεία ή αποσπάσματα από τις «Εκθέσεις πεπραγμένων» διαφόρων Υγειονομικών Υπηρεσιών του Ελληνικού Στρατού κατά τον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο του 1912-13, στις οποίες περιγράφεται η αντιμετώπιση των αιχμαλώτων Τούρκων τραυματιών και ασθενών και του Τουρκικού υγειονομικού προσωπικού από τους Ελληνες Υγειονομικούς.

  • Στη μάχη του Σαρανταπόρου (9-10 Οκτωβρίου 1912) το 4ο Ορεινό Χειρουργείο (Α.4 Χειρουργείο) της ΙΙ Μεραρχίας περιέθαλψε 69 τραυματίες. Από αυτούς οι 17 ήταν Τούρκοι. (1)
  • Ο Jean Laine, ανταποκριτής του περιοδικού «L’ illustration», σε ανταπόκρισή του από την Αθήνα στις 12-10-1912, καταχωρεί απόσπασμα επστολής του Τούρκου δεκανέα Μεχμέτ Μουσταφά προς τη μητέρα του στα Ιωάννινα, όπου αναφέρει:

«Ευρίσκομαι εις τας Αθήνας. Είμαι εις το νοσοκομείον. Είμαι ολίγον πληγωμένος, αλλά εντός ενός μηνός θα είμαι καλά, ενώ εις την χώραν μου θα μου εχρειάζοντο περισσότεροι των δέκα μηνών δια να θεραπευθώ. Με περιποιούνται πολύ. Η ευχή την οποίαν έκαμες όταν ανεχώρησα επραγματοποιήθη. Οι Έλληνες είναι πολύ ευγενείς και ιδιαιτέρως οι ιατροί και οι κυρίαι του Ερυθρού Σταυρού» (21).


  • Στις 7 Δεκεμβρίου 1912 η ΙΙ Μεραρχία απελευθέρωσε την Κορυτσά. Μια από τις πρώτες προτεραιότητες του Αρχιάτρου Γεωργίου Βλησμά, Διευθυντή Υγειονομικού της ΙΙ Μεραρχίας, ήταν η περίθαλψη των αιχμαλώτων ασθενών και τραυματιών. Παρά τις επείγουσες ανάγκες νοσηλείας Ελλήνων τραυματιών και ασθενών, όχι μόνο δεν εκτοπίσθησαν οι αιχμάλωτοι από το νοσοκομείο τους, αλλά αντιθέτως εξασφαλίσθηκε γι’ αυτούς και το προσωπικό τους η καλύτερη δυνατή περίθαλψη και μεταχείριση. Αξίζει να τονισθεί ότι πολύ πρόσφατες ήταν οι ωμότητες των Τούρκων, οι οποίοι από συστήματος, υποχωρώντας, εκτός άλλων βιαιοπραγιών κατά των κατοίκων τους, πυρπολούσαν τα χριστιανικά χωριά, όπως σημειώνεται και στην έκθέση αυτή από την οποία είναι τα παρακάτω χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«8 Δεκεμβρίου

Επεσκέφθην το Στρατ. Νοσοκομείον των Τούρκων ενώ εγκαταλείφθησαν υπέρ τους 300 ασθενείς, εξ ων 115 τραυματίαι. Μεταξύ τούτων υπήρχον και 4 Αξιωματικοί, ων 3 τραυματίαι. Πάντες οι Τούρκοι ιατροί εκ φόβου, ως με διεβεβαίωσαν, μη κακοποιηθώσιν, εκρύβησαν εν ταις οικίαις της πόλεως. Παρέμεινεν όμως εις ιατρός, Τουρκοκρής, όστις καίτοι λίαν αξιεπαίνως ειργάζετο δεν επήρκε εις την πολλήν εργασίαν, εξ άλλου δε εστερείτο και πολλών εφοδίων. Διέταξα τον ιατρόν τούτον, Αμοιράκην Βέην ονομαζόμενον, να παρουσιάση και τους άλλους ιατρούς, ίνα τακτοποιηθή η νοσηλεία των αστόργως εγκαταλειφθέντων ασθενών».

9 Δεκεμβρίου

Επεσκέφθην αύθις το Τουρκικόν Νοσοκομείον, εν ω παρουσιάσθησαν τρεις εισέτι ιατροί, δύο φαρμακοποιοί και δύο αξιωματικοί, ο μεν του οικονομικού, ο δε διοικητής των νοσοκόμων. Παρουσιάσθη επίσης και ο Χότζας,  δεν παρουσιάσθη όμως ο Αρχίατρος, όστις επεφυλάχθη να παρουσιασθή την επωμένην.

Κατήρτισα αμέσως πρόγραμμα εργασίας, αποσπάσας συνάμα ένα των ημετέρων ανθυπιάτρων Χειρουργών προς βοήθειαν. Η μεγάλη έλλειψις εφοδίων (στο Τουρκικό Νοσοκομείο) ηνάγκασεν ημάς να φροντίσωμεν δια την τροφοδοσίαν των αρρώστων και την θέρμανσιν των Καταστημάτων.

11 Δεκεμβρίου – 16 Φεβρουαρίου

Βαθμηδόν ο αριθμός των αρρώστων Οθωμανών ηλαττούτο, πολλών εξ αυτῶν κατόπιν θεραπείας αποσταλέντων ως αιχμαλώτων εις Θεσσαλονίκην. Μετά των αρρώστων τούτων απήλθον και τινες πλεονάζοντες Υγειονομικοί Αξιωματικοί και νοσοκόμοι,

Ενεκεν τούτων το εν των Καταστημάτων εξυκενώθη τελείως από τους αρρώστους Οθωμανούς εις δε το έτερον απέμειναν περί τους 25 μόνον, ους εφροντίσαμεν να διακομίσωσιν εις έτερον οίκημα μικρότερον, παραχωρηθέν υπό της Οθωμανικής Κοινότητος και ν’ αναθέσωμεν την διεύθυνσιν του Θεραπευτηρίου εις Οθωμανόν ιατρόν ανήκοντα εις την υπηρεσίαν του Δήμου, προς τούτο συγκατανεύσαντος και του Μουφτή, ούτινος εζητήθη η γνώμη.

Μετά τον καταρτισμόν του Θεραπευτηρίου τούτου οι υπολειφθέντες Οθωμανοί ιατροί, μη έχοντες υπηρεσίαν, εζήτησαν ν’ αναχωρήσωσι, παρακαλέσαντές με όπως χορηγήσω αυτοίς πιστοποιητικά ότι ειργάσθησαν. Τοιαυτα εχορήγησα αυτοίς και το Χότζα και ανεχώρησαν, εκφράσαντες προφορικώς και εγγράφως τας πολλάς ευχαριστίας των δι ην συνδρομήν παρέσχον αυτοίς εν τη εκτάκτως δυσκόλω αυτών υπηρεσία.(3)»


  • Τμήμα του 15ου Ορεινού Χειρουργείου (τύπου Α’) του Στρατού Ηπείρου μετέσχε στην επιχείρηση απελευθερώσεως της Πρέβεζας (20 Οκτωβρίου 1912). Μετά την περίθαλψη και διακομιδή 70 Ελλήνων τραυματιών στη Φιλιππιάδα, με διαταγή του Διευθυντού της Υγειονομικής Υπηρεσίας Στρατού Ηπείρου Αρχιάτρου Σταματίου Αντωνιάδη, το Χειρουργείο προωθήθηκε στην Πρέβεζα για να περιθάλψει Τούρκους αιχμαλώτους, οι οποίοι και διακομίσθησαν στο εσωτερικό της χώρας μαζί με τους Ελληνες για πληρέστερη περίθαλψη: «22-30 Οκτωβρίου: Το Χειρουργείον κατά το χρονικόν τούτο διάστημα παρέμεινεν εις Πρέβεζαν περιθάλπον τους 37 Τούρκους τραυματίας, ων δύο Αξιωματικοί και 4 παθολογικούς. Κατόπιν προφορικής διαταγής του κ. Αρχιάτρου μετεφέρθησαν οι τραυματίαι επί του διερχομένου επιτάκτου ατμοπλοίου «Ελένης», μεταφέροντος τραυματίας εις Πάτρας και Πειραιά. (4)

  • Η Υγειονομική Μοίρα της VI Μεραρχίας στο μέτωπο της Ηπείρου κατά την μάχη του Μπιζανίου προσέφερε τις υπηρεσίες της σε 27 εγκαταλειφθέντες Οθωμανούς αιχμαλώτους. «Εν Μπαρημάδι περισυλλέξαντες και περιθάλψαντες εις το χειρουργείον εγκαταλειφθέντας επί της Γαστρίτζης ασθενείς Οθωμανούς εμεριμνήσαμεν περί της διακομιδής 23 διασωθέντων εξ αυτών εις Ιωάννινα δια της Μοίρας Τραυματιοφορέων, οι δε λοιποί τέσσαρες απέθανον εκ δυσεντερίας, τύφου και εις εξ αιτίας άμα τη περισσυλογή.» (5)

  • Αξίζει να σημειωθεί ότι στις καταληφθείσες από τον Ελληνικό Στρατό πόλεις τα υπάρχοντα Στρατ. Οθωμανικά Νοσοκομεία δεν έπαυσαν να λειτουργούν κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών και μετά από αυτές και μάλιστα με την πλήρη συνδρομή των Ελληνικών Υγειονομικών Υπηρεσιών σε συνεργασία με την Ερυθρά Ημισέληνο. Το παρακάτω απόσπασμα από την έκθεση πεπραγμένων της Υγειονομικής Υπηρεσίας της Στρατιάς Ηπείρου (Διευθυντής ο Αρχίατρος Σταμάτιος Αντωνιάδης) περιγράφει τον τρόπο αντιμετωπίσεως “υπερτετρακισχιλίων” αιχμαλώτων ασθενών και τραυματιών στα Ιωάννινα, αμέσως μετά από την απελευθέρωσή τους (22 Φεβρουαρίου 1913):

«Μετά την αποχώρησιν εξ Ιωαννίνων του Γεν. Στρατηγείου… κύριον ημών μέλημα ως Υγειονομική Υπηρεσία των Μετόπισθεν, ήτο αφ’ ενός μεν όπως αραιώσωμεν την μεγάλην συγκέντρωσιν των εν τοις Στρατ, Οθωμ. Νοσοκομείοις (Κουραμπά και Φρουρίω) και τους διαφόροις οικήμασι και κτιρίοις (ως νοσοκομείων λειτουργούντων) υπερτετρακισχιλίων νοσηλευομένων ασθενών και τραυματιών, υπό λίαν προφανώς δυσμενείς συνθήκας, και αφ’ ετέρου όπως ληφθώσι πάντα τα δυνατά μέτρα δια τε την καθαριότητα της πόλεως και την άμεσον εκκένωσιν των εν τοις Στρατώσιν εισέτι παραμενόντων αιχμαλώτων (ων η θνησιμότης εξακολουθεί πάντοτε μεγάλη) και έναρξιν της απολυμάνσεως αυτών, εστίας όντων πάσης ρυπαρότητος και επικινδύνου μολύνσεως.

Ούτω δε εν τη θέσει «Κατσικά» (1 ώραν μακράν της πόλεως) και υπό σκηνάς, διεκομίσθησαν υπέρ τους δισχιλίους, οι εν αναρρώσει σχεδόν διατελούντες ως και οι τραυματίαι του Μπιζανίου, έτεροι δε βαρύτερον πάσχοντες εις το εν «Κουραμπά» Νοσοκομείον. Πλείστοι δ’ υγιείς εξήλθον των Νοσοκομείων και τοιουτοτρόπως βαθμηδόν εξεκενώθησαν και το Στρατ. Νοσοκομείον του Φρουρίου ως και πολλά έτερα καταληφθέντα οικήματα και περιωρίσθη επομένως η νοσηλεία εις τα δύο μόνον εν τη πόλει Οθωμ. Σχολεία (θηλέων και αρρένων), το Νοσοκομείον του Κουραμπά και το του Κατσικά, έως ου βραδύτερον η δύναμις των νοσηλευομένων αιχμαλώτων ηλαττώθη επαισθητώς, αποδοθέντων εις την Αιγυπτιακήν Ερυθράν Ημισέληνον προς μεταφοράν εις την Τουρκίαν πάντων των αναπήρων και ανικάνων καταστάντων ως εκ των παθήσεών των Αξιωματικών και οπλιτών. Και η μεν νοσηλεία αυτών εξετελείτο υπό του ιδίου αυτών ανωτέρου και κατωτέρου προσωπικού, τα δε μέσα της νοσηλείας παρείχοντο υπό της υπηρεσίας ημών, συμφώνως τω κανονισμώ των Νοσοκομείων. (6)


Στην έκθεση απολογισμού της δραστηριότητας του Πολεμικού Νοσοκομείου του Ιταλικού Ερυθρού Στρατού, το οποίο λειτούργησε στην Αρτα και κατόπιν στη Φιλιππιάδα από 27/10/1912 μέχρι 11/4/1913, αναφέρεται ότι κατά παράκληση της Βασιλίσσης «να νοσηλεύσει τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ασθενών αιχμαλώτων Τούρκων» («…S. M. la Reine m’ avait prié d’ accepter le plus grand nombre de prisonniers turcs malades.») το Νοσοκομείο αυτό νοσήλευσε 111 από αυτούς, οι περισσότεροι μάλιστα από τους οποίους παρουσίαζαν βαριά συμπτώματα πελλάγρας, λόγω των αθλίων συνθηκών διατροφής τους κατά την πεντάμηνη πολιορκία των Ιωαννίνων.


Εφιαλτική περιγράφεται από τον Αρχίατρο Γ. Βλησμά εικόνα του λήφθη από τις ελληνικές δυνάμεις στις 23 Φεβρουαρίου 1913,κατά τις επι Τουρκικού Στρατιωτικού “Νοσοκομείου” στο Λιασκοβίκι, το οποίο κατεχειρήσεις εκκαθαρίσεως της Β. Ηπείρου από τα τουρκικά στρατεύματα. Εκατό ασθενείς άσιτοι, υπό άθλιες συνθήκες, χωρίς γιατρούς ή νοσοκόμους, σε πλήρη εγκατάλειψη, περίμεναν μαρτυρικά το τέλος τους. Και πάλι θα εκδηλωθεί η ανθρωπιά των Ελλήνων Υγειονομικών. Παρά την έλλειψη υγειονομικών εφοδίων και τροφίμων στις ελληνικές μονάδες, οι οποίες δρούσαν μέσα σε εχθρικό περιβάλλον, θα “εξοικονομηθούν” τα απαραίτη τα για την καθαριότητα, τη διανομή τροφής και τη νοσηλεία των αιχμαλώτων ασθενών.

«24-25 Φεβρουαρίου

Πληροφορηθείς ότι περί τους 100 Οθωμανοί στρατιώται εγκαταλείφθησαν εις μίαν οικίαν πάσχοντες, μετέβην προς επίσκεψιν αυτών. Πάντες ούτοι ρυπαροί και εξηντλημένοι ανεξαιρέτως εις το έπακρον τινές τούτων μόλις ηδύναντο να εγείρωνται και να βαδίζωσι· οι πλείστοι εν απελπισία κατέχειντο επί δαπέδου πλήρους πάσης ακαθαρσίας, ζώντες και νεκροί αναμίξ. Φρικώδης αποφορά εκ της μεγάλης ακαθαρσίας. Ούτε κλίναι, ούτε ιατρός, ούτε νοσοκόμος, ούτε φάρμακα, ούτε τροφή, ούτε τίποτε, πάντες οι άρρωστοι ούτοι ήσαν καταδικασμένοι εις προσεχή και βέβαιον θάνατον. Εγνώριζον οι δυστυχείς ότι εξακόσιοι περίπου συνάδελφοί των εν διαστήματι μηνός ετάφησαν, θανόντες οι πλείστοι εξ ασιτίας. Την παραμονήν της αφίξεώς μας εις Λιασκοβίκι ετάφησαν εις ον χώρον και οι 600, άλλοι 18 εξαχθέντες εκ του λεγομένου Νοσοκομείου των.

 Κατά την επίσκεψίν μου ανεύρον άλλα 6 πτώματα και δύο ψυχορραγούντες.

Διέταξα την ταχείαν μεταφοράν των πτωμάτων και τον δια μεγάλης αγγαρείας καθαρισμόν του οικήματος. Εφρόντισα περί χορηγήσεως τροφής καθ’ εκάστην. Φάρμακα δεν είχαν (στο Τουρκικό «Νοσοκομείο») παντάπασι· ούτε εις το εν τη πόλει υπάρχον πενιχρότατον φαρμακείον υπήρχον τοιαῦτα. 

Εις αιχμάλωτον Επίατρον Οθωμανόν οδηγηθέντα σήμερον ενταύθα ανέθεσα την φροντίδα της νοσηλείας, καθόσον επείγουσα η αναχώρησις ημών. (8)


  • Το Οθωμανικό Στρατ. Νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το τέλος Απριλίου 1913, δηλαδή έξι μήνες μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, «μέχρις αποθεραπείας όλων των εν αυτώ νοσηλευομένων Τούρκων αιχμαλώτων, (9)» με το προσωπικό του, παρά την μεγάλη έλλειψη νοσοκομειακών κλινών στη Θεσσαλονίκη, τα δε μέσα νοσηλείας παρείχοντο από την Υγειονομική Υπηρεσία των Μετόπισθεν Μακεδονίας (Διευθυντής ο Αρχίατρος Σόλων Ν. Χωματιανός).
  • Τέλος, στην Εκθεση περί της Στρατιωτικής Υγειονομικής Υπηρεσίας κατά τους πολέμους 1912-1913 του Γεν. Αρχιάτρου Αιγ. Αιγιαλείδου, αναφέρεται ότι: …κατηρτίσθησαν εις διάφορα μέρη του Κράτους, …33 θεραπευτήρια μεθ’ όλων των αναγκαιούντων αυτοίς ειδών νοσηλείας, φαρμάκων, κ.λπ, προς νοσηλείαν ειδικώς των ασθενούντων αιχμαλώτων, (10)
  • Τα αφορώντα στην εκτέλεση της υγειονομικής υπηρεσίας για τους αιχμαλώτους είχαν κωδικοποιηθεί σε λεπτομερεστάτη εγκύκλια διαταγή του Υπουργείου των Στρατιωτικών.”(11) 

Οι μικρές αυτές ιστορίες ανθρωπιάς και πολιτισμού μέσα στη δίνη τουπολέμου «αφιερώνονται εξαιρετικά» στην προσπάθεια ελληνοτουρκικής συνεννόησης!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Βιβλίο Τραυματιών Α.4 Χειρουργείου/Υπηρεσία Στρατιωτικών Αρχείων.

2. Αναφέρεται στο βιβλίο Χρ. Ι. Γκιών-Στ. Γ. Θηραίου: «Η Ελλάς εις τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913», Αθήναι 1970, Εκδ. Οίκος «Κέκροψ», σελ. 218.

4. Εκθεσις πεπραγμένων 15.4 Χειρουργείου. Αρχεία Διευθύνσεως Ιστορίας Στρα-

5. Εκθεσις πεπραγμένων Αρχιατρείου VI Μεραρχίας κατά τον Ελληνοτουρκικόν πόλεμον. Αρχεία Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Φ. 1664/4/5.8. 111 Μεραρχία|Αρχιατρείον: Εκθεσις πεπραγμένων κατά τον Α’ πόλεμον (Βαλκανοτουρκικόν), 18 Σεπτεμβρίου 1912 μέχρι 18 Ιουλιυ 1913. Αρχεία Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Φ. 1650/Θ/1, σελ. 20-21,

6. Σταματίου Αντωνιάδου: Εχθεσις πεπραγμένων της Υγειον. Υπηρεσίας ΣτρατιάςΗπείρου κατά τον Βαλκανοτουρκικόν πόλεμον, Αρχεία Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Φ. 1622/ΣΤ/1, σελ. 15.

7. Lincoln de Castro: Ospedale di Guerra / Croce Rossa Italiana, Philippiade,

9. Σόλωνος Ν. Χωματιανού; Εκθεσις πεπραγμένων της Υγειον. Υπηρεσίας των Μετόπισθεν Μακεδονίας κατ’ αμφοτέρους τους Βαλκανικούς πολέμους. Αρχεία

Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Φ. 1612/4/1, σελ. 113.

10. Αιγιαλέως Αιγιαλείδου: Εκθεσις περί της Υγειονομικής Υπηρεσίας κατά τουςπολέμους 1912-1913. Αρχεία Διευθύνσεως Στρατού, Φ. 1679/H/1, σελ. 23.

11. Ε.Δ.Υ.Σ. (Επίσημον Δελτίον Υπουργείου Στρατιωτικών) – Αριθ. 4398, 14 Ιανουαρίου 1913: Περί εκτελέσεως της Υγειονομικής Υπηρεσίας παρά τοις αιχμαλώτους.


Επιμέλεια ψηφιοποίησης του άρθρου : Τασιόπουλος Αργύρης Γ. Γραμματέας ΕΕΥΕΔ

Το άρθρο σε μορφή pdf εδώ

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ 1912- 1913 – ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΕΕΥΕΔ 24.ΟΚΤ.2021 –

Ομιλία Στρατηγού ε.α Ζούκα Ιωάννη, Επίτιμου Διοικητή Γ’ΣΣ/NDC-GR

26 ΟΚΤ 2021

Ο Στρατηγός Ζούκας γεννήθηκε στο Καταφύγιο Καρδίτσης. Εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων το 1969 και αποφοίτησε το έτος 1973 ως Ανθυπολοχαγός Πεζικού. Αποφοίτησε πρώτος ή μεταξύ των τριών πρώτων από όλα τα Ελληνικά σχολεία επαγγελματικής εξέλιξης (Βασικό Τμήμα Σχολής ΠΖ. Προκεχωρημένο Τμήμα Σχολής ΠΖ, Σχολή Πολέμου, Σχολή Εθνικής Άμυνας.

Αποφοίτησε από Σχολείο των ΗΠΑ σχετικό με τα όπλα μαζικής καταστροφής, με άριστη επίδοση. Αποφοίτησε από το Βασιλικό Κολέγιο Στρατηγικών Σπουδών του Λονδίνου, με ιδιαίτερα θετική αξιολόγηση από τους Άγγλους. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και ομιλεί την Αγγλική.

Διαθέτει μεγάλη διοικητική εμπειρία, καθόσον διοίκησε όλα τα κλιμάκια Διοικήσεως, από Διμοιρία μέχρι και Σώμα Στρατού. Τρεις εκ των διοικήσεων που άσκησε ήταν στον Έβρο. Κατά την τελευταία διοίκησή του (Γ’ΣΣ/ΝDC-GR), σημαντικός αριθμός εκ των υφισταμένων του ήταν αλλοδαποί αξιωματικοί (Ευρωπαϊκών χωρών και Τουρκίας). Διοίκησε τη μεγαλύτερη Ειρηνευτική δύναμη που έστειλε ποτέ η χώρα στο εξωτερικό (Ταξιαρχία στο Κόσσοβο).

Διαθέτει μεγάλη ΝΑΤΟίκή εμπειρία αφού: Υπηρέτησε 3 χρόνια στο ΝΑΤΟ, στο Κόσσοβο συμμετείχε σε ειρηνευτική επιχείρηση του ΝΑΤΟ, χειρίστηκε από Ελληνικές θέσεις πολλά ΝΑΤΟϊκά θέματα και διοίκησε Νατοϊκό Στρατηγείο (Γ’ΣΣ/ΝDC-GR). Επίσης έχει βαθιά γνώση του διεθνούς περιβάλλοντος.Προήδρευε για ένα έτος επιτροπής αμυντικών Θεμάτων της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης (EYROLONGTERM-LAND), στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι περισσοτέρων από 15 χωρών.

Μετά την αποστρατεία του, έγινε μέλος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, της Ελληνικής Εταιρείας Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΕΣΜΕ), της Φιλοπτώχου Αδελφότητας Ανδρών Θεσσαλονίκης, του Ομίλου Φίλων του Αγίου Όρους και της Κιβωτού Ολιστικής Παιδείας των Ε.Δ. Επίσης δίνει διαλέξεις σε διάφορες σχολές (στρατιωτικές και μη), καλείται ως ομιλητής σε διάφορα συνέδρια και σεμινάρια, αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά και συμμετέχει σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συζητήσεις επί εθνικών και διεθνών θεμάτων.

Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου: Αναμνήσεις από τη διαδρομή ενός Στρατηγού.

Είναι παντρεμένος με τη Βασιλική Κουκουρίκου (καθηγήτρια Αγγλικών στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης) και έχουν μια κόρη (Μαρία γιατρό) και ένα γιο Νίκο– ελεύθερο επαγγελματία).


Η ΟΜΙΛΙΑ ……..

Αναφερόμενοι στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, εννοούμε τους δύο πολέμους που διεξήχθησαν στη Βαλκανική Χερσόνησο την προαναφερθείσα περίοδο και στους οποίους συμμετείχε η Ελλάδα. 0 πρώτος εξ αυτών άρχισε στις 25 Σεπτεμβρίου 1912 και τελείωσε την 17 Μαΐου 1913 με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, ενώ ο δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος άρχισε στις 19 Ιουνίου 1913 και τελείωσε την 10 Αυγούστου του ιδίου έτους, ημερομηνία κατά την οποία υπεγράφη η αντίστοιχη συνθήκη ειρήνης (Συνθήκη του Βουκουρεστίου). Στον πρώτο από τους εν λόγω πολέμους αντίπαλοι ήσαν οι τότε Σύμμαχοι (Ελλάδα-Βουλγαρία–Σερβία-Μαυροβούνιο), οι οποίοι από κοινού ενεργούσαν κατά των Οθωμανών. Στο Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο αντιπαρατέθηκαν οι ‘Ελληνες και οι Σέρβοι στους οποίους προστέθηκαν αργότερα και οι Ρουμάνοι, με κοινό αντίπαλο τους Βουλγάρους. Και οι δύο πόλεμοι ήταν για την Ελλάδα όχι απλώς νικηφόροι, αλλά κρινόμενοι εκ τους αποτελέσματος, αποτέλεσαν και γεγονός υψίστης εθνικής σημασίας που επηρέασε καίρια την περαιτέρω πορεία του Ελληνισμού.

Πως όμως φθάσαμε στους Βαλκανικούς Πολέμους και που οφείλεται ο Θρίαμβος των Ελληνικών όπλων στα πεδία των μαχών και οι επιτυχίες της Ελληνικής διπλωματίας στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων;

Η επανάσταση του 1821 είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία το Φεβρουάριο του 1830 του νεοελληνικού κράτους, το οποίο βεβαίως ήταν τότε περιορισμένο σε έκταση και πληθυσμό. Πολύ σύντομα δημιουργείται έντονη η επιθυμία, τόσο των απελευθερωμένων Ελλήνων, όσο και των αλύτρωτων αδελφών τους για απελευθέρωση και των υπολοίπων Ελληνικών εδαφών που τελούσαν ακόμη υπό Οθωμανική κατοχή. Η επιθυμία αυτή εκφράστηκε με τη Μεγάλη Ιδέα που αποτέλεσε έκτοτε τον κορυφαίο εθνικό αντικειμενικό σκοπό. Στα πλαίσια υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας στα 1864 προστίθενται στο νεοελληνικό κράτος τα Επτάνησα, ενώ στα 1881 προστίθεται η Θεσσαλία.

Ατυχώς στο υπόλοιπο του 19 αιώνα η Ελλάδα ζει τρία γεγονότα με ιδιαίτερα αρνητική επίδραση στην εθνική της υπόσταση. Στα 1893 η χώρα πτωχεύει, στα 1897 εμπλέκεται σε έναν ατυχή πόλεμο με τους Τούρκους από τον οποίο εξέρχεται ηττημένη και τον επόμενο χρόνο της επιβάλλεται Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος. Η είσοδος στον Ζ0° αιώνα βρίσκει την Ελλάδα εθνικά καταρρακωμένη. Από το 1904 μέχρι το 1908 διεξάγεται με επιτυχία ο Μακεδονικός Αγώνας, πλην όμως η ανόρθωση της οικονομίας και η εύρυθμη λειτουργία του κράτους δεν εξασφαλίζονται. Η Επανάσταση των Νεότουρκων στα 1908 οδηγεί σε περαιτέρω επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των αλύτρωτων Ελλήνων, ενώ το πολιτικό σύστημα αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών. Η επανάσταση στο Γουδί το 1909 παραγκωνίζει το ανεπαρκές πολιτικό σύστημα και φέρνει στα πράγματα τον οξυδερκέστατο και ικανότατο Ελευθέριο Βενιζέλο. 0 πρωθυπουργός Βενιζέλος αρχίζει άμεσα την αναδιοργάνωση του κράτους, ξεκινάει την ανόρθωση της Ελληνική οικονομίας και καλεί μια Γαλλική Στρατιωτική Αντιπροσωπεία που αναλαμβάνει την αναδιοργάνωση, τον εξοπλισμό και την εκπαίδευση του Ελληνικού Στρατού, καθώς και μια Αγγλική Αντιπροσωπεία στην οποία αναθέτει την αναδιοργάνωση και την εκπαίδευση του Πολεμικού Ναυτικού μας. Στόχος του η ανόρθωση της αυτοπεποίθησης των Ελλήνων, η προώθηση του διεθνούς κύρους της χώρας και η δημιουργία των προϋποθέσεων για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Το Μάρτιο του 1912 υπογράφεται η συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Βουλγάρων, Σέρβων και Μαυροβουνίων για κοινή δράση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ήδη αποτελούσε το μεγάλο ασθενή της ανατολής και αργά ή γρήγορα θα κατέρρεε. Το Μάιο του 1912 ο Βενιζέλος προσχωρεί στην τριμερή συμμαχία, έστω και αν σ’ αυτή συμμετείχε η Βουλγαρία η οποία από το 1904 έως το 1908 αποτελούσε τον πολεμικό μας αντίπαλο (Μακεδονικός Αγώνας), επειδή υπό τις νέες συνθήκες η κίνηση αυτή εξυπηρετούσε τα εθνικά μας συμφέροντα. ‘Ήδη ο ορίζων στα Βαλκάνια «γέμισε από σύννεφα» και η έναρξη πολεμικών συγκρούσεων ήταν θέμα χρόνου.

Στις 25 Σεπτεμβρίου 1912 αρχίζει ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος με επίθεση των Μαυροβουνίων κατά των Τούρκων. Η Ελλάδα μετά από μία γρήγορη επιστράτευση μπαίνει στον πόλεμο στις 5.10.1912 με διέλευση των στρατευμάτων μας της συνοριακής γραμμής παρά τη Μελούνα (βρίσκεται μεταξύ Τύρναβου και Ελασσόνας). Στα πλαίσια του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου ο Ελληνικός Στρατός διεξήγαγε σειρά νικηφόρων μαχών οι σημαντικότερες των οποίων ήταν η Μάχη του Σαρανταπόρου (9 και 10 Οκτωβρίου 1912), η Μάχη των Γιαννιτσών (19 και 20 Οκτωβρίου 1912) που οδήγησε στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και η Μάχη του Μπιζανίου (20 και 21 Φεβρουαρίου 1913) με την οποία απελευθερώθηκαν τα Ιωάννινα, αλλά και ολόκληρη η ‘Ήπειρος, συμπεριλαμβανομένης της Βορείου Ηπείρου. Στη διάρκεια του ιδίου πολέμου το Πολεμικό Ναυτικό μας κατατρόπωσε το Τουρκικό στο Βόρειο Αιγαίο και κυρίως στις ναυμαχίες τη Λήμνου και ‘Ελλης και απελευθέρωσε τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, πλην Δωδεκανήσου, καθώς και παραθαλάσσιες περιοχές της Ανατολικής Μακεδονία ς και Θράκης. Τελικά ο πόλεμος αυτός τελείωσε στις 17 Μαΐου 1913 με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου η οποία είχε γενική διατύπωση και προέβλεπε ότι στους συμμάχους περιέρχεται η περιοχή των Βαλκανίων που βρίσκεται δυτικά της γραμμής Αίμος – Μήδια. Μεταξύ των συμμάχων επεκράτησε η άποψη ότι τα εδάφη που απελευθέρωσε ή κατέκτησε ο καθένας στη διάρκεια του πολέμου ανήκαν σ’ αυτόν. Η Βουλγαρία που ήταν τότε ο ισχυρός των Βαλκανίων, είχε αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης που αποτελούσε τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη πόλη των Βαλκανίων. Τη Θεσσαλονίκη δεν κατόρθωσε να την καταλάβει, πλην όμως τα στρατεύματά της βρέθηκαν κοντά σ’ αυτή και ειδικότερα στη γραμμή Παγκαίο – Κερδύλλια – Βερτίσκος-Κιλκίς (χοντρικά). Ομοίως στο χώρο τον σημερινού κράτους των Σκοπίων η Βουλγαρία υπέβλεπε εδάφη τα οποία όμως στη διάρκεια των Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου κατέλαβε η Σερβία,

‘Όπως προαναφέρθηκε, η νικηφόρα Μάχη των Γιαννιτσών του Ελληνικού Στρατού, είχε αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης μετά από 482 έτη τουρκικής κατοχής. Η παράδοση της πόλης από τον Ταξήμ Πασσά, ο οποίος ήταν ο εκπρόσωπος του Σουλτάνου στη Θεσσαλονίκη, στην Ελληνική αντιπροσωπεία που μετέβη κατ’ εντολή του Αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου στο Κυβερνείο, έλαβε χώρα την 26.10.1912.

Την επομένη εισήλθε στην πόλη ο Αρχιστράτηγος εν μέσω άκρατου ενθουσιασμένου και ζητωκραυγών των Θεσσαλονικέων. Την επομένη ο Διοικητής της Βουλγαρικής δύναμης που είχε αποστολή την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και έφτασε πολύ κοντά στην πόλη, επισκέφθηκε τον Ταξήμ Πασσά και του ζήτησε την παράδοση της πόλης. Η απάντηση του Πασσά ήταν: Εμείς τη Θεσσαλονίκη την παραλάβαμε από τους ‘Ελληνόφωνες και σ’ αυτούς την παραδώσαμε. Στη συνέχεια και μετά από έγκριση των Ελλήνων επετράπη να εισέλθει στη Θεσσαλονίκη ένα Βουλγαρικό στρατιωτικό απόσπασμα για ξεκούραση. Το απόσπασμα αυτό παρέμεινε στην πόλη μέχρι την 18.6.1913 οπότε και παραδόθηκε στην Ελληνική Δύναμη.

Οι ανυποχώρητες βλέψεις που είχε η Βουλγαρία, τόσο στη Μακεδονία με έμφαση στη Θεσσαλονίκη, όσο και στο χώρο των Σκοπίων, κατέστησαν αναπόφευκτη τη διάρρηξη της τετραμερούς συμμαχίας ταυ Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την έκρηξη του Δεύτερου Βαλκανικού Πολέμου. Την 1 Ιουνίου 1913 η Ελλάδα συστήνει δεκαετή συμμαχία με τη Σερβία. Στις 16 Ιουνίου 1913 το Βουλγαρικό Πυροβολικό βομβαρδίζει Ελληνικές Θέσεις στη γραμμή Παγκαίο – Λαχανάς-Πολύκαστρο, καθώς και Σερβικές Θέσεις στη γραμμή αντιπαρατάξεως με τους Σέρβους. Η Ελλάδα αντιδρά και στις 19 και 20 Ιουνίου 1913 διεξάγει τη νικηφόρα μάχη του Κιλκίς – Λαχανά.

Ακολουθεί η Μάχη της Δοϊράνης, καθώς και μικρότερες συγκρούσεις στη Νιγρίτα και το Σιδηρόκαστρο. 0 Ελληνικός Στρατός προελαύνει πέραν των σημερινών συνόρων καταδιώκοντας τους συμπτυσσόμενους Βουλγάρους. Ακολουθούν οι σημαντικές μάχες της Κρέσνας και του Σιμιτλή. Μικρότερες επιτυχίες είχε και ο Σερβικός Στρατός, καθώς και ο Στρατός των Ρουμάνων που μπήκαν αργότερα στον πόλεμο. Τελικά οι εχθροπραξίες σταμάτησαν την 18 Ιουλίου 1913, ενώ ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος τελείωσε την 10η Αυγούστου 1913 με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου και με μεγάλο ηττημένο τη Βουλγαρία. Με τη συνθήκη αυτή, μεταξύ άλλων, τα προς Βοράν σύνορα της Ελλάδος μεταφέρονται εκεί όπου βρίσκονται σήμερα, προς Ανατολάς τα σύνορα μεταφέρονται στο Νέστο ποταμό (Καβάλα, Δράμα και Σέρρες προστίθενται στον εθνικό κορμό) και η Κρήτη ενσωματώνεται στην Ελλάδα. Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου de facto περιήλθαν στην Ελλάδα, ενώ de jure τα αποκτήσαμε με τη Συνθήκη των Σεβρών.

Από τα ήδη αναφερθέντα για τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 προκύπτει ότι οι νικηφόροι αυτοί πόλεμοι είχαν ως αποτέλεσμα το διπλασιασμό της εδαφικής έκτασης της Ελλάδος δια της ενσωμάτωσης στον εθνικό κορμό της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Κρήτης κατ των νήσων του Ανατολικού Αιγίου, πλην Δωδεκανήσου. Πέραν όμως αυτού, οι εν λόγω πόλεμοι αναπτέρωσαν το ηθικό των Ελλήνων, αποκατέστησαν την εθνική αυτοπεποίθηση του Ελληνισμού και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της Μεγάλης Ιδέας στα επόμενα χρόνια. Το τεράστιας εθνικής σημασίας αυτό γεγονός οφείλεται πρωτίστως στην ικανή και διορατική πολιτική ηγεσία της εποχής εκείνης, προεξάρχοντος του Ελευθερίου Βενιζέλου, στη μεγάλη και αγόγγυστη συμβολή του Ελληνικού λαού, στην υπεράνθρωπη προσπάθεια των Ενόπλων Δυνάμεων και στη θυσία πολύ μεγάλου αριθμού Αξιωματικών και Οπλιτών που έπεσαν στα πεδία των μαχών. Μόνον στη Μάχη του Κιλκίς-Λαχανά οι νεκροί και οι τραυματίες υπερέβησαν τις οχτώ χιλιάδες. Στους ηρωικούς αυτούς νεκρούς μας οφείλουμε ευχαριστίες για την εθνική τους προσφορά, ενώ στην ιερή μνήμη τους αποτίουμε φόρο τιμής και εκδηλώνουμε το σεβασμό μας.

Αναπαυτείτε γαλήνια ηρωικοί Αξιωματικοί και γενναίοι Οπλίτες μας, ο Ελληνισμός σας ευγνωμονεί.


Οι εικόνες – φωτογραφίες προστέθηκαν στο κείμενο της ομιλίας από την ΕΕΥΕΔ

Το κείμενο της ομιλίας σε μορφή pdf εδώ