22/11/1940 – Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΡΥΤΣΑΣ

  • 2023.11.22
  • ΕΕΥΕΔ

Απόσπασμα από το Βιβλίο του Άγγελου Τερζάκη Ελληνική Επομποιϊα 1940-1941:

Ηταν 22 Νοεβρίου, στὴν ᾿Αθήνα, εἶχε διαδοθεῖ ἀπὸ τὴ νύχτα πὼς ἡ Κορυτσᾶ πέφτει ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ κι’ ὁ πληθυσμὸς βρισκόταν στὸ πόδι. ᾿Από νωρὶς τὸ πρωί εἶχαν ἀρχίσει νὰ σημαιοστολίζουν, στοὺς δρόμους τριγύριζαν ἄνθρωποι που είχαν παρατήσει τις δουλειές τους καὶ περίμεναν νέα, ἔκαναν ὑποθέσεις, προεξοφλοῦσαν τὴν εἴδηση. Καθὼς τὸ μεσημέρι ζύγωνε καὶ ἀναγγελία ἐπίσημη δὲν γινόταν, ἄρχιζε κάτι σὰ διάχυτος ἐκνευρισμός. Ξάφνου ἀκούστε οἱ καμπάνες. Ὅλοι κατάλαβαν. Είταν ἡ ὥρα μία μετὰ τὸ μεσημέρι. Σὲ λίγα λεπτὰ κυκλοφόρησε καὶ παράρτημα. Τότε κύματα λαός, καὶ μαζὶ ἀγήματα ῎Αγγλοι στρατιώτες, Αυστραλοί, Καναδοί, ξεχύθηκαν στους κεντρικούς δρόμοὺς μὲ σημαῖες· οἱ διαβάτες ἀγκαλιάζονταν μεταξύ τους, ἔξω ἀπὸ τὸ ξενδοχεῖο τῆς Μεγάλης Βρεταννίας τὰ πλήθη συγκεντρωμένα ζητοῦσαν νὰ παρουσιαστεῖ ὁ πρωθυπουργός. ‘Ο Μεταξύ βγῆκε σ’ ένα παράθυρο, είπε συγκινημένος, γελαστός, πέντε λέξεις : «’Αγαπητοί μου, ἡ Κορυτσά κατελήφθη.

Οἱ ζητωκραυγὲς ξέσπασαν, έγιναν κύματα, ἁπλώθηκαν σ᾽ ὅλο τὸ μάκρος τῆς ὑπόλοιπης ἡμέρας. Οι δρόμοι τῆς ᾿Αθήνας ἀντιλαλοῦσαν ἀπὸ φιλαρμονικές καὶ θούρια. ᾿Απὸ τὸ ραδιόφωνο ἀκούγονταν διαγγέλματα: τοῦ Γεωργίου Β’, τοῦ πρωθυπουργού.

Καὶ καθὼς κανένας δὲν ἤξερε ποὺ ἀκριβῶς σὲ ποιό σημείο του μετώπο πολεμᾶνε οἱ δικοί του γιός, ἀδερφός, πατέρας, σύζυγος, ὁ καθένας να λογιζόταν μὲ βουρκωμένα μάτια πως κάτι ἀπὸ αὐτὴ τὴ νίκη, κάτι ἀπὸ ταύτῃ τὴν πράξη ὑψηλῆς δικαιοσύνης, χρωστιέται καὶ στὸν ἄνθρωπό του, στὰ σπλάχνα ποὺ τὸν ἔθρεψαν, στὴν ἀγκαλιὰ ποὺ τὸν ἀποζητοῦσε, στὸ χέρι ποὺ τὸν εἶχε εὐλογήσει τὴν ὥρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ.


*Ακολούθησαν τὰ σχόλια τοῦ ξένου Τύπου, συμμαχικοῦ κι’ οὐδέτερου.

*Η «Daily Mail ἔγραφε: «Εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν εὑρίσκετο τὸ γενικὸν στρατηγεῖον τῶν Ιταλῶν. Ο κόσμος ὁλόκληρος οφείλει συγχαρητήρια εἰς τὴν Ελλάδα. Αξίζει πράγματι νὰ δοθῆ εἰς τὸν λαὸν αὐτὸν πᾶσα βοήθεια *. Τὸ γόητρον τῆς Ἰταλίας οὐδέποτε είχε καταπέσει τόσον ἀπὸ τῆς καταλήψεως τῆς ἐξουσίας ὑπὸ τοῦ Μουσολίνι. θὰ ἔχει συνεπείας εἰς τὴν Ἰταλίαν».

Η κατάπτωσις τοῦ γοήτρου τοῦ Μουσολίνη ἀλλὰ κι’ ἀπὸ ἐπίσημα βῆμα, τῆς Βουλῆς τῶν λόρδων, ὁ ὑπουργὸς τῶν Ἐξωτερικῶν λόρδος Χάλιφαξ θὰ ἔλεγε: «Ποτὲ ἄλλοτε κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς μικρᾶς τῆς ἱστορίας τὸ ὄνομα τῆς Ἑλλάδος δὲν ἐστάθη τόσον ὑψηλὰ καὶ τὸ ὄνομα τῆς Ἰταλίας τόσον χαμηλά».

Στην Αμερική, ἡ ἀπήχηση τῆς νίκης δὲν εἶταν μικρότερη. «Ο ἑλληνικὸς στρατὸς — ἔγραφε ἡ «Κήρυξ – Βῆμα» – κατεδείχθη ἀντάξιος τῶν προγόνων του. Κατήνεγκε τὴν πρώτην μεγάλην ἧτταν, ἡ ὁποία ἐσημειώθη κατὰ τὸν μέγαν αὐτὸν πόλεμον, ὅστις διεξάγεται μεταξὺ ἰσχυρῶν κρατῶν καὶ τῶν μεγάλων αὐτοκρατοριῶν». Οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» παρατηροῦσαν ὅτι ἡ Κορυτσά θ᾽ ἀποτελέσει ἴσως τὴν ἀποφασιστική καμπὴ τοῦ πολέμου.

Αξιοσηµείωτο είναι επίσης ότι ακόµα και σε ταινίες που γυρίζονταν εκείνη την περίοδο στο Hollywood γινόταν αναφορά στην ελληνική νίκη στην Κορυτσά, ανάμεσά τους και η ταινία του Όρσον Ουέλς, Πολίτης Κέιν.

Η ΠΡΩΤΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Στις 7 Δεκεμβρίου του 1912, o Ελληνικός Στρατός εισέρχεται στην Κορυτσά αφού πρώτα απωθεί οθωμανικά στρατιωτικά τμήματα. Ωστόσο η μελλοντική επιδίκαση της περιοχής στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, ήταν εκείνη που έθεσε τέρμα στον ενθουσιασμό των ντόπιων Ελλήνων που ανέμεναν οριστική λήξη του προβλήματός τους, με την ένωσή τους με τη Μητέρα Ελλάδα.

* Μετά τον Β’ ΠΠ όταν ήλθε η ώρα της διανομής περιοχών, οι Μεγάλες Δυνάμεις που λίγο πριν εκθείαζαν τον Ελληνικό Λαό για τις θυσίες του, χωρίς ντροπή, αγνόησαν την Ελληνικότητα της Βορείου Ηπειρου και της Νότιας Βουλγαρίας και με το άρθρο 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (10.12.1947) επιδίκασαν στην Ελλάδα μόνο τα Δωδεκάνησα : «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμουμένας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λειψών, Σύμην, Κω και Καστελλόριζον, ως και τας παρακειμένας νησίδας».


Μίσος “βαθὺ καὶ ἀνίατον”

  • 2023.11.14
  • ΕΘΝΟΣ 19 ΝΟΕ 1940
  • Αποδελτίωση Α. Τασιόπουλος

H 14η Νοεμβρίου 1940 είναι ἀπὸ τὶς πιὸ ἀξιομνημόνευτες ημερομηνίες, τῆς Ελληνικής Ιστορίας. Την ημέρα αυτή , είχε ἀρχίσει η γενική Ελληνική επίθεση σ’ ὅλο τὸ πλάτος του μετώπου, ἀπὸ τὴ θάλασσα ίσαμε την Μεγάλη Πρέσπα. Οι επιτυχίες των Ελληνικών Δυνάμεων διαδεχόταν η μία την άλλη με αποκορύφωμα την απελευθέρωση της Κορυτσάς στις 22 Νοε. 1940. Ο Μουσολίνη γνώριζε την κατάσταση στο μέτωπο, την δυσμενή εξέλιξη και σε λόγο που εκφωνήσε την 18 Νοε. 1940, είπε μεταξύ άλλων ότι “οι Έλληνες μας μισούν και το μίσος τους είναι βαθύ και ανίατον. Τὸ διατί εἶνε μυστήριον

“Μίσος Βαθύ και ανίατον” ήταν ο τίτλος άρθρου σε εφημερίδα “Εθνος” της 19ης Νοε. 1940. Σκωπτικά ο αρθρογράφος με τα αρχικά “Τ. ΜΩΡ” (Τίμος Μωραϊτίνης) απαντά έμεσα στον Μουσολίνη, με μονόστυλο και “αποδέκτη” τους αχάριστους Έλληνες :

……… Τί κακο σᾶς ἔκανε ἡ ᾿Ιταλία, κύριοι εζήτησε νὰ καταλύσῃ τὴν ἀνεξαρτησίαν σας καὶ ἀντὶ νὰ σπεύσετε νὰ τῆς τὴν προσφέρετε σεις καὶ νὰ τῆς πῆτε καὶ εὐχαριστώ, τῆς εἴπατε : «Μολών λαβέ».

Επειτα σᾶς ἔστειλε μερικὰ ἀεροπλάνα, τὰ ὁποῖα ἐβομβάρδισαν εὐγενέστατα τις γυναίκες σας, τοὺς γέρους σας, τὰ μωρά καὶ ἐγκρέμισαν τὰ σπίτια. Καὶ ἀντὶ νὰ αἰσθανθῆτε χαράν καὶ εὐγνωμοσύνην, ἠσθάνθητε μίσος, μίσος «βαθὺ καὶ ἀνίατον»………. το πλήρες κείμενο του στην συνέχεια του άρθρου μας.

Τα ιστορικά γεγονότα της εποχής αυτής έχουν αναλυθεί και πολλά βιβλία έχουν γραφεί. Αυτό που δεν μπορεί να καταγραφεί είναι το “άρωμα της εποχής”. Η γενιά του ’40’, οι πρωταγωνιστές, που μπορούν να μας μεταφέρουν το άρωμα της εποχής, χρόνο με το χρόνο λιγοστεύουν και ο χρόνος αδυσώπητα θολώνει τις μνήμες των λίγων που αντιστέκονται σε αυτόν, επιπλέον η “Παγκοσμιοποίηση” στην πορεία της προς την ομογενοποίηση των λαών προσπαθεί να σβήσει τις ιστορικές μας μνήμες. Τι μας απομένει; μόνο σκόρπιες γραπτές μαρτυρίες και τα κιτρινισμένα φύλλα των εφημερίδων της εποχής.

Αποδελτιώσαμε από την εφημερίδα  ΕΘΝΟΣ της 19 Νοε. 1940, διάφορα άρθρα, διατηρώντας πιστά το κείμενο, ώστε να αισθανθούμε το «μοναδικό άρωμα» της εποχής εκείνης. Ας διαβάσουμε επιλεγμένα αποσπάσματα από την εφημερίδα έχοντας κατά νού ότι ήταν 19 Νοε. 1940 δύο ημέρες πριν την απελευθέρωση της Κορυτσάς. Στις 21 Νοεμβρίου οι Ιταλικές δυνάμεις, πιεζόμενες από τμήματα του 53ου συντάγματος Πεζικού της ΙΧ μεραρχίας του ελληνικού Γ’ Σ.Σ., υποχρεώθηκαν σε εγκατάλειψη του οροπεδίου της Κορυτσάς και σύμπτυξη προς το Πόγραδετς. 


2η Έκδοση του “ΕΘΝΟΥΣ”, 4 ΜΜ 19 Νοεμβρίου 1940

«Το κήρυγμα του μίσους»

Ο κόσμος ἐκλήθη χθὲς ἀπὸ ὅλους τοὺς ραδιοφωνικούς σταθμοὺς τῆς Ιταλίας νὰ ἀκούσῃ τὸν Μουσσολίνι. Ο λόγος του, ἐκφωνηθεὶς ἐνώπιον τοῦ ἀνωτάτου φασιστικού συμβουλίου, διεβιβάσθη εἰς τὰς κυριωτέρας γλώσσας καὶ τὴν ἑλληνικὴν. Εν τούτοις ὁ λόγος αὐτός εἶχεν ἐκφωνήθῇ κυρίως διὰ τὴν ἐσωτερικὴν κατανάλωσιν.

Ὁ Μουσσολίνι ἐδιάλεξεν ἐπίτηδες τὴν ἐπέτειον τῆς ἐπιβολῆς τῶν κυρώσεων κατά τῆς Ιταλίας, ὅταν, ὡς γνωστόν, διεξῆγε τὸν πόλεμον κατά τῆς Αἰθιοπίας, διὰ νὰ ὁμιλήσῃ πρὸς τὸν Ιταλικὸν λαόν. Εχει καλλιεργηθῇ ὑπὸ τοῦ φασισμοῦ ἡ ἐντύπωσις ότι ἡ Ιταλία τότε τὰ ἔβγαλε πέρα μόνη της έναντίον 52 Κρατῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ  τρεῖς Μεγάλαι δυνάμεις.

«…..αφού λοιπὸν τότε ἀντιμετωπίσαμε 52 Κράτη καὶ ἐνικήσαμεν, πῶς τώρα δὲν θὰ τὰ βγάλουμε πέρα μὲ τὴν μικρὰν ῾Ελλάδα;»

Αὐτὸ ἦταν τὸ νόημα τοῦ λόγou του Μουσσολίνι, ὁ ὁποῖος ἐθεώρησεν ἀπαραίτητο να παρηγορήσῃ τὸν λαόν του διά τὴν οἰκτρὰν ἀποτυχίαν τῆς εκστρατείας του ἐναντίον τῆς Ελλάδος.

Εἶπεν ὅτι ὁ πόλεμος έναντίον τῆς ῾Ελλάδος θὰ διαρκέσῃ εἴτε δύο, εἴτε δώδεκα μήνας. Οὕτω ἡ ἀρχικὴ προθεσμία τῶν τριῶν ἑβδομάδων γίνεται δύο ἕως δώδεκα μηνῶν!

Κατὰ πόσον ἡ δήλωσις αὔτῇ θὰ ἱκανοποιήσῃ τὸν Ιταλικὸν λαὸν δὲν γνωριζομεν. ‘Εκεῖνο όμως ποὺ ἐξάγομεν ὡς ἀλάθητον συμπέρασμα ἐκ μιᾶς τοιαύτης δηλώσεως εἶνε ότι ό Μουσσολίνι καλεῖ τὸν λαόν του νὰ ἐγκαταλείψῃ ὁριστικῶς τὴν ἐλπίδα ὅτι ἐντὸς τοῦ ἐφετεινοῦ χειμῶνος θὰ δυνηθῇ νὰ έχῃ κάποιον ἀποτέλεσμα εἰς τὸ ἑλληνικὸν Μέτωπον.

Εἰς ἁπλούστερα λόγια τοῦτο δὲν εἶνε τίποτε άλλο παρὰ ὁμολογία τῆς ἥττης.

Γενικῶς δὲ ὁ λόγος τοῦ Μουσσολίνι, λόγος έκφωνηθεὶς ἐν «βρασμῷ ψυχῆς», μὲ ἀσυγκράτητον θυμόν, προδίδοντα τὴν ἀλλοφροσύνην εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται ὁ θεατρικός ψευδοκαῖσαρ τῆς Ρώμης ἀπὸ τὸ πάθημά του εἰς τὴν Πίνδον, εἶνε θλιβερὸς λόγος ἡττημένου.

Διὰ τοῦτο τὸν βλέπομεν νὰ καταφεύγῃ εἰς κήρυγμα μισους, μὲ τὸ ὁποῖον ἐλπίζει νὰ διεγείρῃ τὸ πεσμένον ἠθικὸν φρόνημα τοῦ λαοῦ του, φύλαρχος τῆς ᾿Αφρικῆς δὲν θὰ ὡμίλει διαφορετικὰ πρὸς τὸ ἄξεστον πλῆθός του, τὸ ὁποῖον θὰ ἤθελε νὰ φανατίσῃ διὰ τῆς κηρύξεως ἱεροῦ πολέμου.

«῞Ολοι οι Ελληνες, εἶπεν ὠρυόμενος, μᾶς μισοῦν. Τὸ μισός των εἶνε βαθύ, ἀνίατον καὶ ἐμπνέει ὅλὰς τὰς τάξεις εἰς τὰς πόλεις καὶ εἰς τὰ χωρία. Τὸ διατί εἶνε μυστήριον».

Καὶ διὰ νὰ συγκινήσῃ περισσότερον τὸ Ιταλικόν του ἀκροατήριον προσέθεσεν, αλλάζων τὸν τόνον του εἰς ἑλαφράν εἰρωνείαν;

«Μᾶς μισοῦν ἴσως διότι o Σανταρόζα είχε τὴν ἀφέλειαν νὰ ἀποθάνῃ ἀγωνιζόμενος υπὲρ τῆς ῾Ελλάδος, ἴσως ἐπίσης διότι ἀργότερα τὸν ἐμιμήθη καὶ ὁ ᾿Αντώνιο Φράττι.. »

᾿Εν τούτοις ὁ Μουσσολίνι γνωρίζει καλλίτερα ἀπὸ πάντα άλλον Ιταλὸν ποίους μισεῖ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς καὶ διατί τοὺς μισεῖ· Γνωρίζει ἐπίσης ὅτι οἱ ῞Ελληνες τιμοῦν τὴν μνήμην τῶν φιλελλήνων, Ιταλῶν, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα ὑπάρχουν εἰς τὰς ὁδοὺς τῶν Αθηνῶν, ὡς ἐπίσης γνωρίζει ὅτι ἡμεῖς δὲν έχομεν λησμονήση καὶ τὸν Γαριβάλδη, τὸν οποῖον αὐτὸς ἐξεπίτηδες έλησμόνησε. Καὶ τὸν ἑλησμόνησε διότι ὁ ᾽Ιωσὴφ Γαριβάλδης, ἀγωνισθεὶς ὑπὲρ τῆς ῾Ελλάδος, νεώτερος αὐτὸς κλάδος τῆς ἡρωϊκῆς οἰκογενείας, υιός τοῦ ἐπίσης ἀγωνισθέντος υπὲρ της Ελλάδος, Ριτσιότι Γαριβάλδη εξεπατρίσθη μετά την επικράτηση τοῦ φασισμού εἰς τὴν Ιταλίαν.

Δὲν μισοῦμεν τὸ σύνολον τοῦ ιταλικοῦ λαοῦ, ἀλλὰ μισοῦμεν «βαθέως καὶ ἀνιάτως» τὸν δικτάτορα τῆς Ρώμης͵ καὶ τοὺς ἐκπροσώπους του, οἱ οποῖοι μετέβαλον τὴν Ιταλικὴν κατοχὴν τῆς Δωδεκανήσου εἰς τὴν αἰσχροτέραν ὑποδούλωσιν, τὴν ὁποίαν ἀναφέρει ἡ ιστορία.

Μισοῦμεν τὸν Μουσσολίνι καὶ τοὺς ἀνθρώπους του, οἱ ὁποῖοι ἐβομβάρδισαν τὰ γυναικόπαιδα εἰς τὴν ἀνοχύρωτον Κέρκυραν καὶ ἐζήτησαν ὡς λῃσταὶ λύτρα 50 ἑκατομμυρίων λιρεττῶν διὰ νὰ σταματήσουν τὴν περαιτέρω άνανδρον δρᾶσιν των·

Μισοῦμεν τὸν Μουσσολίνι διότι έστειλε τὸν πρεσβευτήν του ὡς διαρρήκτην εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωΐ νὰ ἐκβιάσῃ τὸν Πρωθυπουργὸν τῆς Ελλάδος διὰ νὰ δεχθῇ τὴν χειροτέραν ταπείνωσιν ποὺ ἐπρότεινε ποτε ἕνα Κράτος εἰς ἄλλο.

Αὐτὰ τὰ γνωρίζει ὁ δικτάτωρ τῆς Ρώμης, ἀλλὰ ἐν τῇ ἀλλοφροσύνῃ του ἐκ τῶν ἀτυχιῶν τοῦ ἑλληνικοῦ Μετώπου καὶ θέλων νὰ συσκοτίσῃ τὴν διαυγῆ κρίσιν τοῦ λαοῦ του, προέβη εἰς ἐμπαθὲς κήρυγμα μίσους, διὰ νὰ ἐξάψῃ τὰ καττώτερα συναισθήματα τῶν συμπατριωτών του καὶ νὰ τοὺς φανατίσῃ νὰ συνεχίσουν ἕνα ἀγῶνα ἄδικον καὶ καταδικασμένον εἰς ἀποτυχίαν.

᾿Αλλὰ εἰς τὸ κήρυγμά του ἔχει ἤδη τὴν ἀπάντησιν ἀπὸ τὴν Κορυτσᾶν μὲ τοὺς θριάμβους τῆς ἑλληνικῆς λόγχης, καὶ ἀπὸ τὴν Τεργέστην μὲ τὴν στάσιν τοῦ ιταλικοῦ συντάγματος, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ σταλῇ εἰς τὸ «κατηραμένον Μέτωπον» τῆς Πίνδου,

Η Ελλὰς θὰ ἔχῃ τὴν μεγάλην τιμήν, ἀγωνιζομένη διὰ τὴν ἐλευθερίαν της, νὰ συντελέσῃ καὶ εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν τοῦ Ιταλικοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸ καθεστώς τῶν συκοφαντῶν καὶ τῶν δολοφόνων.


Μίσος βαθὺ καὶ ἀνίατον

Στήλη ¨«Έθνους» ‘Αττικαὶ ἡμέραι, Τίμος Μωραϊτίνης

Ομιλῶν περὶ τῆς Ἑλλάδος. ὁ Ιταλός δικτάτωρ ἐτόνισε τὸ βαθύ, ἀνίατον καὶ γενικὸν μίσος κατὰ τῆς Ιταλίας, τὸ ὁποῖον συμμερίζονται ὅλαι αἱ ἑλληνικαὶ τάξεις εῖς εἰς τὰς πόλεις καὶ τὰ χωριά .

Καὶ ἐδοκίμασεν ὀδυνηρὰν ἔκπληξιν ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ αίσθημα αὐτό. Πολύ σωστά. Ευρέθη πρὸ τῆς ἀχαριστίας καὶ τῆς ἀγνωμοσύνης. Μᾶς ἐζήτησε τὸ σπίτι μας , τὴν ἀνεξαρτησίαν μας, την τιμήν μας καὶ τὴν ἐλευθερία μας καὶ ἀντὶ νὰ τοῦ πούμε, υποκλινόμενοι, «Περάστε, κύριε. Καθίστε. Τί θὰ πάρετε, καφέ ἢ μπύρα. Κανένα, όρεκτικό;» ἐπήραμε τὰ ὅπλα καὶ τὸν στρώσαμε στο κυνήγι. Πρωτοφανής ἀχαριστία καὶ ἐλεεινὴ συμπεριφορά. Καὶ ἐρωτᾷ δικαίως ὁ Κ. ᾿Αρχιφασίστας. ῞Ετσι φέρεται ὁ κόσμος ;

Έτσι συμπεριφέρεται ένας λαὸς ποὺ ζητοῦν νὰ τὸν ὑποδουλώσουν ;

Είχε τρόπους αὐτὸς, παρακαλώ :

Τὴν ἴδια ἔκπληξη και την ίδια, ἀπορία εκφράζει κάθε πολιτισμένος άνθρωπος. Τί κακο σᾶς ἔκανε ἡ ᾿Ιταλία, κύριοι Εζήτησε νὰ καταλύσῃ τὴν ἀνεξαρτησίαν σας καὶ ἀντὶ νὰ σπεύσετε νὰ τῆς τὴν προσφέρετε σεις καὶ νὰ τῆς πῆτε καὶ εὐχαριστώ, τῆς εἴπατε : «Μολών λαβέ».

Επειτα σᾶς ἔστειλε μερικὰ ἀεροπλάνα, τὰ ὁποῖα ἐβομβάρδισαν εὐγενέστατα τις γυναίκες σας, τοὺς γέρους σας, τὰ μωρά καὶ ἐγκρέμισαν τὰ σπίτια. Καὶ ἀντὶ νὰ αἰσθανθῆτε χαράν καὶ εὐγνωμοσύνην, ἠσθάνθητε μίσος, μίσος «βαθὺ καὶ ἀνίατον»,

Χθὲς τὰ ἰταλικὰ ἀεροπλάνα ἐπολυβόλησαν πάλιν τοὺς κατοίκους ἑνὸς χωρίου καὶ ἐφόνευσαν τα πρόβατά τους, τις κατσίκες τους καὶ τὰ γατιά τους. Πῶς ἔπρεπε νὰ φερθῆτε εἰς τὴν περίστασιν αὐτήν Στοιχειώδης ευγένεια ἐπέβαλλε νὰ τηλεγραφήσετε πρός τὸν γενναιόφρονα δωρητὴν της βόμβας : «Θραύσματα βόμβας ἐλήφθησαν. Δύο γρῃὲς καὶ δέκα κατσίκες νεκρές. Εὐχαριστοῦμεν».

Αλλο : 500 ἄνθρωποι έφονευθησαν εἰς τὰς πόλεις καὶ 100 σπίτια φτωχῶν ἀνθρώπων ἐγκρεμίσθηκαν Χάθηκε μια κάρτ-στὰλ μὲ λίγα λόγια :

«Καταφύγιον, 15 Νοεμβρίου.

Κον Μούσσολίνι, Ρώμην.

Απὸ ὑπόγειον βάθους 10 μέτρων ἀποστέλλομεν θερμὸν χαιρετισμόν.

Τίποτε ἀπὸ αὐτά. “Αχάριστοι, ὅπως είμαστε, ἀντὶ ἐκφράσεων ἐνθουσιασμοῦ καὶ ἀντὶ ἀνθοδέσμης, τοῦ ἐστείλατε ἕνα τσάρούχι. (Τ ΜΩΡ.)

Έθνος 19/11/1940 2η έκδοση στις 4 ΜΜ, οι ειδήσεις τρέχουν.

Γράμματα από το Μέτωπο :

Στα περισσότερα από τα γράμματα γίνεται αναφορά στην Παναγιά της Τήνου, δεν είναι τυχαίο ο λαός ποτέ δεν συγχώρησε την άναδρο πράξη τορπιλισμού της “Ελλης” ανήμερα της εορτής της Παναγίας. Ήταν μια βεβήλωση, μια Εθνική προσβολή και έπρεπε οι ένοχοι να πληρώσουν. Η προσβολή ήταν τεράστια οι Έλληνες, παραμέρισαν κάθε τι που τους χώριζε (σπάνιο φαινόμενο) και σαν μια γροθιά έκαναν το θαύμα.

Γράφει Στο «Έθνος» της 21/11/1940 ο Τίμος Μωραϊτίνης,και το θαύμα έγινεν. Ένας ύμνος μυ­ριόστομος ανεβαίνει προς τον ολογάλανον ελληνικόν ουρανόν: “Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια”. Ένας λαός γονυκλινής προσεύχεται και ένας στρατός προχωρεί.”

Δείτε την συνέχεια της επιστολής παρακάτω

(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ 1ης ΣΕΛΙΔΟΣ)

………….γιὰ ὕπνο, οὔτε καὶ τὰ σπίτια μας ἀκόμα σκεπτόμαστε. Τόσο εἶνε τὸ ἄχτι ποὺ ἔχουμε όλοι μας νὰ ρεζιλέψουμε καὶ νὰ πετάξουμε στην θάλασσα τὴν παλιοφυλή που νόμισε ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶνε ‘Αβησσυνία. Όλος ὁ στρατός μας πολεμάει λεβέντικα. Εἶχα ἀκούσῃ ἀπὸ μάχες, ἀλλὰ δὲν φανταζόμουνα ὅτι ἡ νίκη δίνει τόση χαρὰ καὶ τόσον ἐνθουσιασμόν. ῞Οτι έκανα τὸ μέρος μου καλὰ, ἔχετε τὴν ἀπόδειξη ὅτι ὁ λοχαγός μου μὲ ἐπρότεινε γιὰ λοχία, ἐπειδὴ μὲ μιὰ περίπολο μάχης ἔπιασα ὀκτὼ αἰχμαλλώτους. Γιὰ κρύο καὶ κακουχίες μὴ φοβόστε. Ἐδῶ τὰ νεῦρά μας γίνονται ἀτσαλένια. Σεῖς θὰ φαντάζεσθε πράμματα φοβερὰ καὶ τρομερὰ ἐνῶ ἐμᾶς δὲν μᾶς νοιάζει καθόλου. Γι’ αὐτὸ νὰ μὴ στενοχωριέσθε. ῞Αλλως τε γιὰ ὅλα τὰ Ἑλληνόπουλα τοῦ Μετώπου φροντίζει ἡ Μεγαλόχαρη τῆς Τήνου νὰ τὰ κρατῇ γερὰ καὶ νὰ τοὺς δίνῃ νίκες και μόνο νίκες. Θέλω νὰ μοῦ γράφετε τακτικά.


ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΥΣ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΗΣΥΧΑΣΟΥΝΕ. ΘΑ ΤΟΥΣ ΚΥΝΗΓΑΜΕ ΩΣ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ.

«’Αγαπητέ μου Πατέρα, Ἐπήρα τὸ πρῶτό σας γράμμα καθὼς ἦρθα στὸ μέτωπο. Ξέραμε ὅτι τὸ ταχυδρομεῖο θὰ ἀργοῦσε νὰ ἔλθῃ, γιατὶ ὅλα τὰ τραῖνα κουβαλοῦσαν στρατὸ ὥστε νὰ προλάσουμε τὸν αἰφνιδιασμὸ τοῦ Ἰταλού. Τώρα, όμως τακτοποιήθηκαν όλα. Σ’ εὐχαριστώ, πατέρα, καθὼς καὶ τὴν μητέρα, γιὰ ὅσα καλὰ λόγια μοῦ γράφετε. Πιστεύω ὅμως ὅτι καὶ σεῖς θὰ εἶσθε εύχαριστημένοι ἀπὸ ὅσα καλὰ καὶ μεγάλα ἐκάναμε ἕως τώρα. Μιὰ καὶ τοὺς πήραμε τὸν ἀέρα ἀπὸ τὴν πρώτη μάχη, δὲν τοὺς φοβόμαστε πιά, ‘Απεναντίας αὐτοὶ μᾶς τρέμουν. Δὲν θὰ τοὺς ἀφήσουμε νὰ ἡσυχάσουνε, ἀλλὰ θὰ τοὺς κυνηγάμε όσο βαστάνε τὰ πλεμόνια μας καὶ τὰ πόδια μας. Πιάνουμε κάθε ἡμέρᾳ αἰχμαλώτους καὶ λάφυρα, ἀλλὰ κανείς μας δὲν θέλει νὰ μείνῃ πίσω, γιὰ συνοδεία αιχμαλώτων ἢ γιὰ περισυλλογή λαφύρων. Ολος ο στρατός έχει μια ψυχὴ καὶ μεγάλον ἐνθουσιασμόν…»


ΘΑ ΠΙΑΣΟΥΜΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΎΣ. ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΜΠΟΡΗΤΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΤΑΙΖΕΤΕ ΓΙΑΤ’ ΕΙΝΕ ΘΕΟΝΗΣΤΙΚΟΙ.

«Σεβαστέ μου Πατέρα, …Τώρα σὲ δικαιώνω, πατέρα, ποὺ μούλεγες ότι στα 1912 έως 1913 πολεμούσατε μὲ ορμὴ σαν νὰ εἴχατε φτερὰ καὶ δὲν λογαριάζατε καθόλου τις κακουχίες. ἐγὼ τὰ ἑνόμιζα γιὰ ὑπερβολὲς όταν μᾶς τὰ ἔλεγες, ἀλλὰ τώρα ἔχω καὶ ἐγὼ τὴν ἴδια γνώμη. Πιστεύω θὰ μαθαίνετε ὅλα τὰ νέα μὲ λεπτομέρειες . Τοὺς ταράξαμε τοὺς μακαρονάδες λένε ὅτι κουβαλοῦν στρατό. Τόσο τὸ καλλίτερο, γιατὶ θὰ πιάσουμε πιὸ πολλοὺς αἰχμαλώτους. Σκέπτομαι ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἔλεγαν, ὅτι θὰ μᾶς φέρουν τὸν πολιτισμό, αὐτοὶ ποὺ εἶνε φορτωμένοι ἀπὸ ψεῖρα καὶ ποὺ κατάκλεψαν σὰν διαρρῆκται ὅσα χωριά εἶχαν τὴν ἀτυχία νὰ ὑποστοῦν γιὰ λίγες μέρες τὸν ζυγό τους.»


ΤΩΡΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΖΟΥΣΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΝΑ EΒΛΕΠΕ…(Επιστολὴ ἀξιωματικού)

«Σεβαστή μου Μητέρα, Ο συνταγματάρχης μου μὲ προέτεινε για προαγωγή στὸν ἀνώτερο βαθμὸ ἐπ᾿ ἀνδραγαθίᾳ, διότι ἐνεργήσας ἐξ ιδίας πρωτοβουλίας ἀντεπίθεσιν ἐναντίον υπερτέρου ἐχθροῦ, ἐξηνάγκασα αὐττὸν εἰς ἄτακτον ὑποχώρησιν, συλλαβὼν αἰχμαλώτους καὶ κυριέψας μίαν πολεμικὴν σημαίαν του έχει ὡς καὶ ἀλλὰ λάφυρα.

Τώρα, μητέρα μου, ἤθελα νὰ ἐζοῦσε ὁ πατέρας μου, γιὰ νὰ ἔβλεπε, αυτός που σκοτώθηκε δοξασμένος στο πεδίο της μάχης, οτι ήρθε τώρα ή σειρά του γυιού του νὰ ἐξακολουθήσῃ τὸν ἴδιο δρόμο. Ελπίζω να κάμω πιό πολλὰ ἀκόμη.»


Η ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ ΚΑΙ Η «ΕΛΛΗ»

Τ.Τ. 724, Την Τρίτη 11-1940.

‘Αγαπητέ αδελφέ Μανώλη. Σε φιλώ. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τὴν χαρὰ όλων μας των στρατιωτών για τα ηρωϊκά κατορθώματα τῶν συναδέλφων μας. Καθημερινώς, αδελφέ, ὅλοι μας φωναζομεν κάτω τα μακαρόνια και θὰ τοὺς πετάξωμεν ὅλους στὴ θάλασσα, όπως ὅλοι μας είμαστε άποφασισμένοι νὰ σκοτωθούμε μεχρις ἑνός. Γι’ αὐτό, ἀδελφέ, θὰ σου γράψω ένα ώραιο ποίημα τῆς «῞Ελλης», τοῦ ἱστορικού καραβιού μας. Θέλω νὰ τὸ διαβάσῃς μὲ προσοχή γιὰ νὰ τὸ καταλάβης.

Η «ΕΛΛΗ»

‘Ηταν ἡμέρα ἱερή, ἦταν ἡ ὥρα αγία

που οἱ Χριστιανοί προσεύχονταν μπροστὰ στὴν Παναγία.

῾Ο δολοφόνος κεῖ κοντὰ κρυμμένος μέσ’ τὸ κῦμα,

κρυφὰ μὲ δόλο καὶ ύπουλα σκυφτός κτυπᾷ τὸ θῦμα.

Κρότος πολὺς ἀκούστηκε, κακό, φοβερή  ἀντάρα.

Τὴν «Ἕλλην τορπιλλίσανε, ἀνάθεμα. κατάρα.

Τρέμουν ψηλὰ τὰ λάβαρα, ὅλες οἱ εικόνες τρίζουν,

ἡ Δέσποιναν πληγώνεται, τὰ μάτια της δακρύζουν,

ἐδάκρυσε ἡ Παναγιά, ἐπόνεσε ἡ καρδιά της.

Απλώνει τ’ ἅγια χέρια της, σκεπάζει τὰ παιδιά της,

γυρεύει ναῦρῃ τὸ φονιᾶ, γυρεύει νὰ τὸν πνιξη.

Μέσ’ τὰ σκοτάδια τὰ παχειά, στὸν ‘Αδη νὰ τὸν ρίξῃ.

Καὶ μεῖς ψηλὰ σηκώνουμε, στὸν Οὐρανὸ τὸ βλέμμα,

καὶ ὅρκο μεγάλο κάνουμε νὰ πάρουμε τὸ αἷμα.

Φίλησέ μου τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα. Σὲ φιλῶ γλυκά, ο ἀδελφός σου Κλέων Τσελεπιδάκης.»


ΘΑ ΤΟΥΣ ΕΠΙΒΑΛΟΥΜΕ ME ΤΗΝ ΛΟΓΧΗ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ…

«’Αδελφέ Κώστα,

Μη στενοχωρεῖσαι ποὺ μᾶς ἐπῆρε ἡ ἐπίταξε τὸ αὐτοκίνητο. Πόλεμος εἶνε καὶ πρῶτ᾽ ἀπ’ όλα πρέπει νὰ σώσουμε την Πατρίδα μας ἀπὸ τὰ βρωμερὰ Ιταλικὰ νύχια κι ύστερα έχει ὁ Θεός. Θὰ ξαναφτιάξουμε τις δουλειές μας, καὶ θὰ ζήσουμε ἐλεύθεροι καὶ περήφανοι. ῎Αλλως τε όλες τις ζημιές μας θὰ μᾶς τις πληρώσῃ ὁ Μουσσολίνι ὅταν θὰ τοῦ ἐπιβάλουμε μὲ τὴν λόγχη μας τοὺς ὄρους τῆς εἰρήνης»


ΜΙΑ ΣΗΜΑΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΧΟ ΜΟΥ

«Καίτη μου. Δὲν θέλω νὰ μοῦ στείλῃς φανέλλες και κάλτσες. Προτιμώ να μοῦ φτιάξης καὶ νὰ μοῦ στείλης μιὰ σημαία τῆς ξηρᾶς στὸ μέγεθος ποὺ ἔχουν τις σημαίες του στὰ σωματεῖα. Στὸ κέντρον μέσα σὲ ἕνα χρυσὸ κύκλο νὰ βάλῃς τὸν Ντίνο να να ζωγραφίσῃ τὴν Παναγία τῆς Τήνου. Μια τέτοια σημαία θέλω νὰ κάνω δώρο στο λόχο μας. Θὰ παραξενεύεσαι γιατί δὲν μὲ ἤξερες γιὰ θρήσκο. ἀλλὰ ἀπ’ ὅσα βλέπουν τὰ μάτια μου πιστεύω κ’ ἐγὼ ὅτι μιὰ θεϊκή δύναμις συντρόφεύει τὸν στρατόν μας. ῞Αλλως τε πῶς μποροῦσα νὰ μείνω μόνος ἐγὼ ἀσυγκίνητος μέσα στὸ κῦμα τῆς πίστεως ποὺ ἔχει ὅλος ὁ στρατός μας πρὸς τὴν Παναγία της Τήνου τὴν ὁποία πιστεύει προστάτιδά του…


Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΜΕΤΟΠΙΣΘΕΝ

Κινηματογράφος και καταφύγιον

NA KATAΣKEΥAZOYN ΟΛΟΙ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

Ὑπὸ τοῦ Ύφυπουργείου ᾿Ασφαλείας ἐξεδόθη ἡ κάτωθι ἀνακοίνωσις:

Φέρομεν εἰς γνῶσιν τοῦ Κοινοῦ, ὅτι ἡ ἐχθρικὴ ἀεροπορία δὲν φείδεται οὐδενὸς μέσου καὶ δὲν κάμνει οὐδεμίαν διακρισιν κατα τὰς αεροπορικὰς ἐπιδρομὰς έναντίον τοῦ ἀμάχου πληθυσμοῦ. Κατόπιν τούτου ὀφείλει ἕκαστος ιδιοκτήτης ἢ ἐνοικιαστὴς όπως ἐπισπεύσῃ τὴν κατασκευήν οἰκογενειακοῦ καταφύγιου, ἐκ διασκευῆς καταλλήλου χώρου.

᾿Ιδιαιτέρως ἐφιστῶμεν τήν προσοχὴν τῶν κατοίκων τῶν πόλεων ᾿Αθηνῶν καὶ Πειραιῶς, αἱ ὁποῖα ἐνδέχεται ν᾿ ἀποτελέσωσιν ἰδιαιτερον στόχον τῆς ἐχθρικῆς ἀεροπορίας καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐμφανίζεται ἐπείγουσα ἡ ἀνάγκη όπωςμεριμνήσωσι διὰ τὴν ἀπόκτησιν τοιούτων καταφυγίων, λίαν ἀπαραιτήτων διὰ τὴν αὐτοπροστασιαν αυτών.

Ωσαύτως ἐφιστῶμεν τὴν προσοχὴν τῶν κατοίκων, ὅπως συμμορφῶνται μὲ τὰς μέχρι τοῦδε περὶ συσκοτίσεως τῶν ἀκινήτων των ὁδηγίας

Επίσης οἱ ὁδηγοὶ παντὸς ὀχήματος ὀφείλουσι νὰ κινῶνται καὶ ΐστανται μὲ τὸν προκαθορισθέντα φωτισμόν.

Αἱ ἀστυνομικαὶ ᾿Αρχαὶ νὰ ἐν φαρμόσωσι μετὰ πάσης αὐστηρότητας τὰς μέχρι τοῦδε ἐκδοθείσας ὁδηγίας καὶ διαταγὰς καὶ νὰ διώξωσι μετά σκληρότητος τοὺς παρραβάτας αὐτῶν, διότι ἡ ἔστω καὶ ἐκ μέρους ἑνὸς ἀτόμου μὴ συμμώρφωσις, ἐνδέχεται νὰ ἔχη σοβαρώτάτας συνεπείας ἐπὶ τοῦ συνόλου.

Αἱ ἀστυνομικαὶ ᾿Αρχαὶ νὰ προβαίνωσι καὶ εἰς τὴν ἀφαίρεσιν τῆς ἀδείας τοῦ παραβάτου ὁδηγοῦ αὐτοκινήτου, ἐκτὸς τῆς ποινικής διώξεως αὐτοῦ.

᾿Αθῆναι τῇ 12 Νοεμβρίου 1940

Ο ὑφυπουργός Δημ. ‘Ασφαλείας Κ. ΜΑΝΙΑΔΑΚΗΣ


Έθνος 19/11/1940
Έθνος 19/11/1940
Έθνος 19/11/1940
Διαφημίσεις θεατρικών – κινηματογραφικών παραστάσεων και μάλιστα ο “ΤΟ ΣΙΝΕΑΚ διαφημίζει ότι είναι το ασφαλέστερο καταφύγιο (σε περίπτωση βομβαρδισμού)

και μια διαφήμιση από την εφημερίδα, η ζωή συνεχιζόταν…..


22 Νοεμβρίου 1940

Ελεύθερο Βήμα
«METΩΠON HΠEIPOY, 22 Νοεμβρίου (του απεσταλμένου μας Π. Παλαιολόγου).

H Ήπειρος ολόκληρος εις μίαν ψυχήν πανηγυρίζει ενθουσιωδώς την κατάληψιν της Kορυτσάς. O Mητροπολίτης Iωαννίνων Σπυρίδων, εθναπόστολος, περιερχόμενος το μέτωπον, με ησπάσθη ψιθυρίζων: «Ωμίλησεν ο Θεός. Oύτοι εν άρμασιν, ούτοι εν ίπποις, ημείς εν ονόματι Θεού». Οι στρατιώται αγκαλιάζουν αλλήλους. Mε ψυχήν πλημμυρισμένην από συγκίνησιν και υπερηφάνειαν, συγκεντρώνω από τραυματίας αξιωματικούς στοιχεία από τας προχθεσινάς και χθεσινάς μάχας εις το μέτωπον της Hπείρου. Xρειάζεται νέος Όμηρος διά την περιγραφήν της σημερινής εποποιΐας. Zώμεν εις μίαν ατμόσφαιραν μέθης και παραληρήματος».


Πηγή : Εφημερίδα “Εθνος”, Τρίτη 19 Νοεμβρίου 1940, αριθμός φύλλου 9.368

Επιμέλεια ψηφιοποίησης – ανάρτησης : Αργύρης Τασιόπουλος

Σχόλια Απενεργοποιημένα


Η Ιστοσελίδα δέχεται πλήθος μηνυμάτων υπό μορφή σχολίων. Τα σχόλια είναι γραμμένα σε διάφορες γνωστές και άγνωστες γλώσσες, στην πλειοψηφία τους είναι εγκωμιαστικά, πλην όμως σκοπό έχουν να προκαλέσουν δυσλειτουργίες με τον μεγάλο αριθμό τους. Η ΕΕΥΕΔ στα άρθρα που δέχονται επίθεση με SPAM σχόλια, απενεργοποιεί την λειτουργία υποδοχής σχολίων. Εάν επιθυμείτε αποστολή σχολίων τότε στείλετε τα στο email (eeyed.contact@gmail.com) και εμείς θα τα δημοσιεύσουμε.

ΤΑ ΠΡΟΑΝΑΚΡΟΥΣΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ

  • 2023.10.26
  • Ελληνική Εποποιϊα 1940 – 1941
  • Άγγελου Τερζάκη
  • Επιμέλεια ανάρτησης: Αργύρης Τασιόπουλος .

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η ΕΕΥΕΔ αντί Πανηγυρικού επέλεξε να παρουσιάσει αποσπάσματα από το Βιβλίο του Άγγελου Τερζάκη (1907-1979), Ελληνική Εποποιϊα 1940-1941. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, από όπου και τα αποσπάσματα , διακρίνουμε την αλόγιστη προσπάθεια ανασύστασης αυτοκρατόριών :

Ο Χίτλερ μίλησε δημοσίως στις 30 Ιανουαρίου 1941, στον ετήσιο λόγο του στο Sports Palace του Βερολίνου είπε: «Η χρονιά του 1941 θα είναι, όπως είμαι πεπεισμένος, το ιστορικό έτος της μεγάλης Ευρωπαϊκής Νέας Τάξης». Το σκοτεινό του όραμα περιλάμβανε τη δημιουργία του Παν-Γερμανικού Φυλετικού Κράτους, χτισμένο με τα δομικά υλικά της ναζιστικής ιδεολογίας, τη μαζική προσάρτηση εδαφών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, την αποίκισή τους με γερμανούς πολίτες και τη φυσική εξόντωση εβραίων και Σλάβων (Πολωνών και Ρώσων), Ρομά και όποιων ακόμα θεωρούσε «υπάνθρωπους» και «φυλετικά κατώτερους». 

Ο Μουσολίνι, μεθυσμένος ἀπὸ μεγαλαυχία, θ᾽ ἀποπειραθεί νὰ δώσει έκφραση σὲ όνειρο παλαιότερο: τὴν ἀνασύσταση της ρωμαϊκής αὐτοκρατορίας, ἢ τουλάχιστον τῆς ἐνετικής θαλασσοκρατίας. «Πρὶν πεθάνω – έλεγε στὰ 1922 σ᾿ ἕνα σωματοφύλακά του – βλέπω νὰ σχεδιάζεται πάνω στὸ γαλανὸ ἰταλικὸ οὐρανὸ μιὰ ἀναγεννώμενη αὐτοκρατορία τῶν Καισάρων».

Ζούμε σήμερα και πάλι την αλόγιστη προσπάθεια ανασύστασης παλαιών αυτοκρατοριών (Οθωμανικής, Σοβιετικής) . Δεν είναι λοιπόν νέο φαινόμενο, η ιστορία επαναλαμβάνεται και σήμερα. Ο Συγγραφέας παρουσιάζει, με ιστορικά στοιχεία, πως δύο από τα πλέον ισχυρά κράτη της εποχής κατέβαλαν προσπάθειες να αποκοιμήσουν την μικρή και αδύνατη Ελλάδα, διαβεβαιώνοντας για τις ειρηνικές προθέσεις τους, ώστε να την βρουν απροετοίμαστη και να την καταλάβουν αμαχητί. Ο αναγνώστης αναπόφευκτα συγκρίνει το χθές με το σήμερα και το βιβλίο φαντάζει αφάνταστα επίκαιρο.

Ο Αγγελος Τερζάκης (Συγγραφέας – Δοκιμιογράφος), το 1940 στρατεύεται και υπηρετεί στο Αλβανικό Μέτωπο. Παραμένει στη ζώνη του πυρός ως το τέλος του πολέμου. Μας λέγει ό ίδιος στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του

Πρέπει να πω ότι θέλησα να προλάβω προτού αποχωρήσει από τη ζωή η γενιά των μαχητών και χαθεί έτσι ανεπανόρθωτα η άχνα των ανθρώπων που έκαμαν την Ιστορία. Γιατί την Ιστορία τη συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία, που ο χρόνος τ’ αποχωρίζει: μια σειρά γεγονότα κι ένα άρωμα εποχής. Το πρώτο, τα γεγονότα, μπορείς να τ’ αποκαταστήσεις ακόμη κι ύστερα από αιώνες. Το δεύτερο όχι χάνεται, πετάει μαζί με τη στιγμή. Ακόμα κι εκείνοι που το ένιωσαν – όπως και όσο νιώθει κανένας το παρόν -, ακόμα κι αυτοί χάνουν την αίσθησή του όταν το πάρει ο άνεμος του χρόνου».



Αποσπάσματα από το Κεφάλαιο Α’ “Τα προανακρούσματα μιας εισβολής”

Aν εἶναι ἀλήθεια πὼς ἔνα έθνος ἄξιο να ζήσει χαλυβδώνεται, ὡριμάζει μέσα στὸν ἀγώνα, τότε καὶ ἡ ἰταλικὴ ἐπίθεση, ἡ εἰσβολὴ στὴν Ἑλλάδα τὸ φθινόπωρο τοῦ 1940, πρέπει νὰ κριθεῖ μὲ εἰδικὰ κριτήρια. Ας θεωρηθεῖ σὰν ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ ἐκεῖνα πού, ἐνῶ ξεκινᾶνε ἀπὸ μιὰ πρόθεση ταπεινὴ καὶ κακόβουλη, μετουσιώνονται χάρη στὸ πνεῦμα τῆς Ἱστορίας καὶ γίνονται πηγὲς φρονήματος, ζωῆς,

Γιὰ τὸν Ἕλληνα τῶν γενεῶν ποὺ ἔζησαν τις μεγάλες ἡμέρες τοῦ 1940 –1941 ο Ἑλληνοϊταλικὸς Πόλεμος, πραγματικά, είναι κάτι σημαντικὸ κι᾿ ἀπροσδόκητο. Σημαντικὸ εἶταν, ἀληθινά, περισσότερο ἀπὸ ὅσο μπορεῖ νὰ τὸ θεωρήσει ἡ ἁπλὴ ἀναδρομὴ στὴ μνήμη. Απροσδόκητο όμως μόνο κατὰ τὸμέτρο τῆς ἀξιοθρήνητης ὑποκρισίας τοῦ ἀντιπάλου, ποὺ πέτυχε νὰ συγκαλύψει τις προθέσεις του ὡς τὴν τελευταία σχεδόν στιγμή. Γιατὶ ἔτσι κάποτε ἕνα δυνατὸς μπορεῖ νὰ ταπεινώνεται ἀπὸ τὶς ἴδιες τοῦ τὶς μεθόδους καὶ πράξεις. Μ’ έκπληξη διαπιστώνει σήμερα ὁ ἐρευνητὴς τῆς νεώτερης Ιστορίας ὅτι, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς κιόλας τοῦ αἰώνα μας, εἶχαν φανεῖ οἱ ἐχθρικὲς προθέσεις ποὺ ἔτρεφε ἀπέναντι στὴν Ἑλλάδα ἡ Μεγάλη Δύναμη τῆς ᾿Αδριατικῆς.

Η κατάληψη τῆς Δωδεκανήσου μὲ τρόπο παραπειστικὸ καὶ πρόσχημα τὴν προσωρινότητα, τὴν ἀπελευθέρωση, ή βαθμιαία πολιτική διείσδυση τῆς Ιταλίας στὴν ᾿Αλβανία, προγεφύρωμα γιὰ μελλοντική δράση της στὴ Βαλκανική, ή διεκδίκηση τῆς Σμύρνης χωρίς κανένα δικαίωμα, ὁ βομβαρδισμὸς τῆς ἀνοχύρωτης Κέρκυρας γι᾿ ἀντίποινα ἑνὸς ἐγκλήματος ποὺ εἶχαν διαπράξει οἱ ἴδιοι οἱ Ἰταλοί, δὲν εἶναι παρὰ μόνον οἱ πιὸ θεαματικοὶ σταθμοὶ μιᾶς σειρᾶς ἀπὸ χαρακτηριστικὲς ἐνέργειες ποὺ ἐκφράζουν τις βλέψεις τῆς Ιταλικῆς πολιτικῆς μέσα στὸν ἐθνικὸ ἑλληνικὸ χῶρο. Βλέψεις, ἀλλοίμονο, προγενέστερες ἀπὸ τὸ φασιστικό καθεστώς.

Στὴν πραγματικότητα, εἴταν ὑποτροπὲς ἑνὸς στείρου συμπλέγματος ἡγεμονίας: Ο Μουσολίνι, μεθυσμένος ἀπὸ μεγαλαυχία; θ᾽ ἀποπειραθεῖ νὰ δώσει ἔκφραση σὲ ὄνειρο παλαιότερο: τὴν ἀνασύσταση τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἢ τουλάχιστον τῆς ἐνετικῆς θαλασσοκρατίας. «Πρὶν πεθάνω -έλεγε στὰ 1922 σ᾿ ἕνα σωματοφύλακά του – βλέπω νὰ σχεδιάζεται πάνω στὸ γαλανὸ ἰταλικὸ οὐρανὸ μιὰ ἀναγεννώμενη αὐτοκρατορία τῶν Καισάρων»  Ὑπάρχουν σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο ἀρχηγοὶ λαῶν, καθεστῶτα, ποὺ δὲν ἔχουν και ταλάβει πὼς ἡ Ἱστορία δὲν ἀντιγράφεται. Δημιουργεῖται, καὶ πάντοτε με νέους όρους, νέα πεπρωμένα, ἀνάλογα μὲ τὴ γενικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπινοι γένους. Ὁ Μουσολίνι εἶχε πιστέψει πὼς τὸ θράσος μπορεῖ ν’ ἀφοπλίσει τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ ἡ ὑποκρισία νὰ ἐξαφανίσει τὴ δίψα τῆς ἐλευθερίας. Αὐτὰ μεσὶς στὸν 20ο αιώνα κι᾿ ἀπέναντι σ’ ἕνα λαό πού, στὰ μάκρος πέντε χιλιάδων χρόνων, ἴσαμε τὸ πρόσφατο ἀκόμα παρελθόν, δὲν εἶχε πάψει νὰ δίνει ματωμένα πειστήρια τοῦ πάθους του γι’ ἀνεξαρτησία.

Κατὰ τὸ διάστημα ὡστόσο ποὺ ἀκολουθοῦσε τὴ Συνθήκη τῆς Λωζάννης (1923), ἡ χώρα μας όχι μόνο δὲν εἶχε πειράξει κανένα, ἀλλὰ καὶ εἶχε παλαίψει σκληρότατα γιὰ νὰ ὀρθοποδήσει ὕστερα ἀπὸ τὸ βαρύ τραῦμα τῆς μικράσιατικῆς καταστροφῆς. Η προσπάθειά της ν᾿ ἀπορροφήσει ἑνάμισυ ἑκατομμύριο πρόσφυγες καὶ ν’ ἀνασυνταχθεῖ στὸν οἰκονομικό, τὸ στρατιωτικό και τὸν πολιτικό τομέα, εἴταν πασίδηλες. Μὲ τὴν Ιταλία εἰδικότερα, εἴχαμε συνάψει Σύμφωνο φιλίας τὸν Σεπτέμβρη τοῦ 1928. Μόνος πιθανὸς κίνδυνος ἀπὸ τὸ Βορρᾶ: οἱ παλαιές, γνωστές, ἀνήσυχες βλέψεις τῆς Βουλγαρίας. Η χώρα αὐτή, καθὼς καὶ ἡ ᾿Αλβανία, παρέμενε ἔξω ἀπὸ τὸ Βαλκανικὸ Σύμφωνο του 1934, ποὺ συνέδεε τὴν Ἑλλάδα μὲ τὴ Γιουγκοσλαβία, τὴ Ρουμανία καὶ τὴν Τουρκία. Τὸ Σύμφωνο αὐτὸ ἀπέβλεπε στὴ διατήρηση τοῦ ὑφιστάμενου ἐδαφίκοῦ καθεστῶτος στὴ Βαλκανική. Ο κίνδυνος ἀπὸ τὴ Δύση, δηλαδὴ ἡ ἐπίθεση ἀπὸ μιὰ μεγάλη ἐξωβαλκανικὴ Δύναμη, ἂν καὶ γραμμένος ἀόριστα, ἀπὸ καιρό, στὸ ὑποσυνείδητο τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, δὲν φαινόταν καὶ πρακτικὰ ἐπικείμενος.

Ὡστόσο συνάζονταν τὰ σύννεφα ποὺ θὰ ἔκαναν νὰ ξεσπάσει μιὰ μέρα ὁ Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ὁ Πόλεμος τῶν Πέντε ἠπείρων. Η ἔμμεση ἀναμέτρηση στὴν Ἱσπανία, στὰ 1936, εἶχε ἀνησυχήσει κάθε συνετὰ ἄνθρωπο, γιατὶ ἔμοιαζε πολὺ μὲ δοκιμαστικὴ βολή. Η φασιστικὴ Ιταλία, ποὺ εἶχε δώσει ἐξετάσεις ἀνθρωπιστικοῦ πολιτισμοῦ στὰ ὀροπέδια τῆς Αἰθιοπίας, στρεφόταν ξαφνικά, τὸν Απρίλιο τοῦ 1939, κατὰ τῆς ᾿Αλβανίας τοῦ ᾿Αχμὲτ Ζώγου. Ὕστερα ἀπὸ ἕνα τελεσίγραφο, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν συνταχθεῖ γιὰ νὰ μὴν ἀφήνουν περιθώριο παρὰ μόνο στὴν ἀπόρριψή τους, βομβαρδίζονταν ἀπὸ τοὺς Ιταλοὺς στὶς 6 τὸ πρωὶ οἱ λιμένες τῶν ῾Αγίων Σαράντα, τοῦ Αὐλῶνος, τοῦ Δυρραχίου, τοῦ ῾Αγίου Ιωάννη τῆς Μεδούης. Μαζί, γινόταν ἀπόβαση ιταλικῶν στρατευμάτων πού, ὕστερα ἀπὸ μικρὴ ἀντίσταση, προχωροῦσαν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς χώρας, ἔμπαιναν στὴν ἀλβανικὴ πρωτεύουσα, τὰ Τίρανα, ἀνέτρεπαν τὸ καθεστώς. Τὸ στέμμα τῆς Άλβανίας θὰ προσφερόταν ψυχραιμότατα στὸ βασιλέα τῆς Ιταλίας καὶ Αὐτοκράτορα τῆς Αἰθιοπίας Βίκτωρα Ἐμμανουήλ τὸν Γ’.

Γίνεται ἔτσι πιὰ αἰσθητὸ πὼς ἡ φασιστικὴ Ιταλία ἔχει ἀποφασίσει νὰ κάμει μὲ στόμφο, ὅπως τῆς ἁρμόζει, τὴν ἐμφάνισή της στὴν Βαλκανική. Κατὰ τὸ διάστημα ποὺ θ’ ἀκολουθήσει τὴν κατάληψη τῆς Αλβανίας ὡς τὴν ἐπίθεση κατὰ τῶν Ἑλλήνων, ἐπὶ ἑνάμισυ χρόνο, ἡ Ιταλία τοῦ Μουσολίνι θὰ καταβάλει κάθε προσπάθεια γιὰ νὰ συγκαλύψει τὶς ἐπεκτατικές της προθέσεις καὶ ν᾿ ἀποκοιμίσει τον μικρό της ἀντίπαλο, ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα κι ὁ οὐσιαστικός της στόχος: τὴν ῾Ελλάδα. Φέρνουν ντροπὴ σὲ κάθε ἀμερόληπτο μελετητὴ τῆς Ἱστορίας οἱ περιστροφές, οι δολιχοδρομίες, οἱ δραστήριοι διπλωματικοὶ ἑλιγμοί, οἱ παλινωδίες καὶ οἱ αὐτοδιαψεύσεις τῆς κυβερνήσεως Μουσολίνι. Τὰ γεγονότα, ἀπὸ μόνα τους εὐγλωττότατα, ἀκολουθοῦν τὴν ἑπόμενη σειρά.

Ἡ ἀπόβαση στὴν ᾿Αλβανία καὶ ἡ κατάληψή της εἴταν φυσικὸ ν᾿ ἀνησυχήσουν ἰδιαίτερα τις δύο συνορεύουσες μ’ αὐτὴν χῶρες, Ἑλλάδα καὶ Γιουγκοσλαβία· πολύ περισσότερο ποὺ ἡ διαγραφόμενη τώρα στὸν ὁρίζοντα ἀπειλὴ δὲν προερχόταν ἀπὸ τὴν Ιταλία μόνη, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ῎Αξονα. Η ίδρυσή του εἶχε ἐξαγγελθεῖ δυόμιση χρόνια πρίν, τὴν 1ην Νοεμβρίου 1936, ἀπὸ τὸν Μουσολίνι. Γιὰ νὰ καθησυχάσει τις δύο ἀπειλούμενες χῶρες ὁ Ντοῦτσε – δηλαδή γιὰ νὰ ἐξαπατήσει τὴν Ἑλλάδα — διεβεβαίωνε ἐπισήμως τὴν ἀγγλικὴ κυβέρνηση καὶ τὴν ἑλληνικὴ πὼς εἶναι ἀνακριβεῖς οἱ ἀποδιδόμενες σ᾿ αὐτὸν προθέσεις. Στο μεταξύ, ἡ ἑλληνικὴ προσπάθεια εἴταν νὰ τηρηθεῖ στάση ὅσο γίνεται πιὸ ἄψογη: Στὸν ᾿Αχμὲτ Ζώγου, ποὺ εἶχε ζητήσει καταφύγιο στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος, γινόταν ὑπόδειξη ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ ὅσο μποροῦσε συντομώτερα.

Ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ἑλλάδος στὴ Ρώμη, εἰδοποιοῦσε τὸ ἰταλικὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν ὅτι θὰ ληφθοῦν ὅλα τ᾽ ἀπαιτούμενα μέτρα ὥστε, ὁποιαδήποτε πολιτικὴ δράση τοῦ πρόσφυγα ᾿Αλβανοῦ βασιληᾶ ν᾿ ἀποκλεισθεῖ. Ἡ ἱκανοποίηση τοῦ Μουσολίνι ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ αὐτὴ συμπεριφορὰ εἴταν τόση, ποὺ ἀνέθεσε στὸν ἐπιτετραμένο του τῶν ᾿Αθηνῶν νὰ εὐχαριστήσει προσωπικῶς τὸν ῞Ελληνα πρωθυπουργό. Τὴν ἑπομένη κιόλας, οἱ Ἰταλοὶ διέψευδαν κατηγορηματικὰ ὅλες τίς κυκλοφοροῦσες στὸ μεταξὺ ἀνησυχητικὲς φῆμες. Ὁ Μουσολίνι διεκήρυσσε τὸ σεβασμό του πρὸς τὸν ἑλληνικὸ χῶρο καὶ τὴν ἐπιθυμία του ν᾿ ἀναπτύξει σταθερὰ ἐγκάρδιες σχέσεις τῆς χώρας του μὲ τὴν Ελλάδα.

Τρεῖς φορὲς πηγαίνει νὰ βρεῖ τὸν Ἕλληνα πρεσβευτὴ στὸ Λονδῖνο ὁ Ιταλὸς ἐπιτετραμένος καὶ τὸν διαβεβαιώνει κατηγορηματικὰ γιὰ τὴν ἁγνότητα τῶν Ιταλικῶν προθέσεων. Ὁ ὑπουργὸς τῶν Εξωτερικῶν Τσιάνο, ἀπὸ τὸ βῆμα τῆς Ιταλικῆς Βουλῆς, στηλιτεύει τὶς ἀβάσιμες κι’ ἐπικίνδυνες – όπως τὶς χαρακτηρίζει – διαδόσεις, τις διαψεύδει. Γιὰ νὰ συντονίσει τὴν ἑλληνικὴ στάση πρὸς τὴν ἐπίσημη Ιταλική, ὁ πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος , ἂν καὶ χωρὶς βαθύτερη ἐμπιστοσύνη στὴν εἰλικρίνεια τῶν νέων γειτόνων, θὰ ὑποστηρίξει σὲ λόγο του πὼς ὁ ἑλληνικὸς λαὸς «δύναται ἥσυχος νὰ συνεχίσῃ τὰ εἰρηνικὰ αὐτοῦ ἔργα, μὲ τὴν βεβαιότητα, ὅτι ἡ κυβέρνησίς του ἀγρυπνεῖ διαρκῶς διὰ τὴν ἀσφάλειαν καὶ τὴν τιμήν του».

Αὐτὰ γίνονταν τὴν ἄνοιξη τοῦ 1939.

Τὶς ἀμέσως ἑπόμενες ἡμέρες τοῦ ᾿Απριλίου 1939, τὸ Γενικό Επιτελεῖο Στρατοῦ καταρτίζει τὸ πρῶτο σχέδιο ἐκστρατείας, μὲ χαρακτήρα καθαρῶς ἀμυντικό. Προβλέπεται σ’ αὐτὸ ἡ περίπτωση εἰσβολῆς ἀπὸ Βορρᾶ κι’ ἀπὸ Δύση μαζί, ἐπίθεση δηλαδὴ ἀπὸ τὴ Βουλγαρία κι᾿ ἀπὸ τὴν Ιταλία, μὲ τὴ Γιουγκοσλαβία πρόθυμη να επιτρέψει την διάβαση από το εδαφός της εχθρικών γιὰ τὴν Ἑλλάδα δυνάμεων. Ὑπελόγιζε ἀκόμα, τὸ σχέδιο αὐτὸ ἐκστρατείας, τὰ πρακτικὰ πλεονεκτήματα τοῦ ἀντιπάλου, συγκεκριμένα πὼς θὰ εἶχε τὴ πρωτοβουλία στὴν ἔναρξῃ τοῦ πολέμου, τὸ χρονικὸ προβάδισμα σὲ συγκέντρωση δυνάμεων, ἀφοῦ διέθετε χιόλας γύρω στις πέντε ἑτοιμοπόλεμες μέραχίες στὴν ᾿Αλβανία καὶ ὑπεροχὴ σὲ ἀεροπορία. Οἱ Ἕλληνες δὲν μποροῦσαν νὰ κινητοποιηθοῦν ἀμέσως χωρὶς αὐτὸ νὰ θεωρηθεῖ πρόκληση. Οχυρώσεις ἐξ ἄλλου, πρὸς τὸ ἀλβανικὸ μέτωπο, δὲν ὑπῆρχαν. ῎Αν στὶς ἐναντιότητες αὐτὲς προστεθεῖ ἡ δέσμευση ἑλληνικῶν δυνάμεων, λόγῳ Βουλγαρίας, στὸ μέτωπο τῆς ᾿Ανατολικῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης, ἡ ὀργανικὴ κλιμάκωση των ὑπολοίπων, που προορίζονταν ἴσα – ίσα γιὰ τὸ ἀλβανικὸ μέτωπο, ἀπὸ τὴ Φλώρινα ὡς τὴν Καλαμάτα, ἡ ὕπαρξη γιὰ τὴ μεταφορά τους καὶ τὴ συγκέντρωσή τους μιᾶς καὶ μόνης σιδηροδρομικῆς γραμμῆς, ποὺ θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ χτυπηθεῖ ἀπὸ τὴν ἐχθρικὴ ἀεροπορία, τότε θὰ γίνει νοητὸ γιατὶ τὸ σχέδιο προέβλεπε ἀμυντικὸ ἑλιγμὸ ποὺ θὰ μετέφερε στὴν ἀνάγκη τὸ μέτωπο βαθύτερα στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος. Ὁ ἀντικειμενικὸς σκοπὸς εἶταν νὰ καλυφθοῦν ἡ Θεσσαλία καὶ ἡ Θεσσαλονίκη ἀπὸ βάθος τέτοιο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ ὕστερα ἡ ἀναγκαία μετακίνηση καὶ συγκέντρωση δυνάμεων.

Τὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα ποὺ ἄρχισαν νὰ γίνονται στὴ δυτικὴ πτέρυγα τοῦ μελλοντικοῦ μετώπου, ἔδωσαν τὴν εὐκαιρία εὐτυχῶς, ὅταν ἡ ὥρα σήμανε,νὰ τροποποιηθεῖ στὴν πράξη τὸ σχέδιο αὐτὸ καὶ νὰ μὴ χρειαστεῖ σχεδόν καθόλου ἡ σύμπτυξη ἀλλά, ἀπεναντίας, ὁ ἑλιγμὸς ἀπὸ ἀμυντικὸς νὰ γίνει ἐπιθετικός. Θὰ εἶναι ἡ φάση ἐκείνη τοῦ πολέμου πού, ἑνάμιση χρόνο ἀργότερα, θὰ δοξάσει τὰ ἑλληνικὰ ὅπλα καὶ θὰ σώσει, ἀπὸ ἠθικὴ καὶ στρατηγικὴ ἄποψη, τὴν ὅλη συμμαχικὴ Ὑπόθεση.

῾Η ἐπίσημη Ιταλία, στο μεταξύ, διεβέβαίωνε γιὰ τὶς ἀγαθές της προθέσεις· οἱ πράξεις της ὅμως, καὶ ἰδιαίτερα οἱ στρατιωτικὲς, φανέρωναν τὸ ἀντίθετο. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1939, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἰταλικῶν στὴν ᾿Αλβανία δυνάμεων, δηλαδὴ πέντε μεραρχίες πεζικοῦ μαζὶ μὲ πενηνταεννέα ἐλαφρὲς πυροβολαρχίες καὶ δεκατέσσερες βαρειές, βρισκόταν συγκεντρωμένα στὰ ἑλληνικὰ σύνορα. Πρόσχημα: μεγάλα γυμνάσια. Ἡ ἰταλικὴ ἀεροπορία παρεβίαζε ἀδιάκοπα τὸν ἑλληνικὸ ἐναέριο χῶρο.

Τὸ ἑλληνικὸ Γενικό Επιτελεῖο ἀνησυχεῖ. Εἰσηγεῖται στὴν κυβέρνηση τὴν ἐπιστράτευση τῶν μονάδων ποὺ βρίσκονται ἀπέναντι στὴν ᾿Αλβανία: τῶν VIII καὶ ΙΧ μεραρχιῶν. ῾Η ἐπιστράτευσή τους, καθὼς καὶ τῆς ΙV ταξιαρχίας, διατάσσεται τὴ νύχτα τῆς 23ης Αὐγούστου. Τὴν ἡμέρα ποὺ εἶχε μόλις προηγηθεί, ἕνα γεγονὸς βαρυσήμαντο καὶ πολὺ ἀπειλητικὸ ἀναγγέλλεται: Η ὑπογραφὴ στὴ Μόσχα τοῦ γερμανο-σοβιετικοῦ Συμφώνου μὴ ἐπιθέσεως. Τὰ χέρια τοῦ “Αξονος λύνονταν ἀπὸ τὴν ᾿Ανατολή. Μποροῦσε τώρα ἀπερίσπαστος νὰ δράσει στὴ Δύση, στὸ Νότο.

Στὴν ῾Ελλάδα, συγκροτεῖται μιὰ ᾿Ανώτατη Διοίκηση μὲ τὸ ὄνομα Τμῆμα Στρατιᾶς Δυτικῆς Μακεδονίας καὶ δυνάμεις τὰ Β’ καὶ Γ’ Σώματα Στρατοῦ. Στις 29 Αυγούστου, πηγαίνει στὸν ᾿Αρχηγὸ τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου ἀντιστράτηγο ᾿Αλέξ. Παπάγο ὁ ᾿Ιταλὸς στρατιωτικὸς ἀκόλουθος καὶ τοῦ ζητάει πληροφορίες γιὰ τὶς συγκεντρώσεις ἑλληνικῶν στρατευμάτων. Διαβεβαιώνει ἐπισήμως, ἀπὸ μέρος τοῦ ᾿Ιταλοῦ ὑπουργοῦ τῶν Στρατιωτικῶν, ὅτι ἰσχύει πάντοτε ἡ ἐγγύηση ποὺ δόθηκε τὸν ᾿Απρίλιο γιὰ τὸ ἀπαραβίαστο τοῦ ἑλληνικοῦ ἐδάφους.

Τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, ὁ κόσμος ξυπνοῦσε τὸ πρωί μὲ μιὰ συγκλονιστικὴ εἴδηση. Εἴδηση ποὺ θὰ ἔρριχνε ἀμέσως φῶς διαφορετικὸ σὲ ὅλα: Είχε ἀρχίσει, ξαφνικά, ἐπίθεση τῶν Γερμανῶν κατὰ τῆς Πολωνίας. Εἴταν ἡ 1η Σεπτεμβρίου 1939. ῾Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπαζε.

Πόλεμος ποὺ — ὅπως πίστευε ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἄρχισε, ὁ Φύρερ τοῦ γεμανικοῦ ἔθνους ᾿Αδόλφος Χίτλερ – προοριζόταν νὰ εἶναι κεραυνοβόλος. Πόλεμος – ληστρικὴ ἐπιδρομή, βασισμένος στὸν τυχοδιωκτικὸ ὑπολογισμὸ ὅτι οἱ Δυτικὲς Δυνάμεις αἰφνιδιασμένες, πολιτικὰ ἄτολμες, παράλυτες ἀπὸ τὸ ἀπροσδόκητο χτύπητα, δὲν θὰ προλάβαιναν ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ ἤθελαν ν᾿ ἀντιδράσουν. Τὸ τελευταῖο τοῦτο, εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς κοσμοθεωρίας ποὺ τὸν προκάλεσε καὶ τὴ βαθμολογεῖ ἠθικά. ῾Ο ᾿Αδόλφος Χίτλερ ὑπελόγιζε στὴν ἀνανδρία τῶν ἄλλων: Τὴν Πολωνία οἱ σύμμαχοι θὰ τὴ θυσίαζαν, θὰ προτιμοῦσαν νὰ τὴν προδώσουν γιὰ νὰ πέσει βορὰ τῆς ἐξαγριωμένης ἐπιθετικῆς του ἀπληστίας, μήπως τὴ χορτάσει.

Τὰ πρῶτα ἀποτελέσματα δικαιώνουν κατὰ ἕνα ποσοστὸ τοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ Χίτλερ: ‘Η Πολωνία κυριεύεται μέσα σ’ ἕνα εἰκοσαήμερο, διανέμεται ἀνάμεσα στοὺς συνεταίρους, αὐτὸν καὶ τὸν Στάλιν. Οἱ Δυτικὲς Δυνάμεις ὅμως ἀνησυχοῦν, ξεσηκώνονται. Στις 3 Σεπτεμβρίου, κηρύσσουν τὸν πόλεμο κατὰ τῆς Γερμανίας ἡ ᾿Αγγλία καὶ ἡ Γαλλία. Τὰ Βαλκανικὰ κράτη ὡστόσο μένουν ἀσάλευτα, μὲ τὴν ἀφελῆ ἐλπίδα πὼς δὲν θὰ βρεθοῦν στὸ δρόμο τῆς θύελλας. ῎Αλλα τους κηρύσσουν οὐδετερότητα κι᾿ ἄλλα κάνουν ἐπίδειξη καλῆς διαγωγῆς πρὸς τὴ Γερμανία. Ἡ Ἑλλάδα, ποὺ δὲν τὴ γελᾶνε τὰ προαισθήματά της, βλέπει πὼς ὅλο καὶ περισσότερο μεγαλώνει ἡ δραματική της μόνωση, ἄρα καὶ τὸ βάρος τῆς εὐθύνης της ἀπέναντι στὶς παραδόσεις της, ἀπέναντι στὴν ἴδια της τὴν Ἱστορία.

Αὐτὸ δὲν σημαίνει καθόλου καὶ πὼς δὲν ἐστάθμιζε μὲ πολλὴ περίσκέψη τὴν πραγματικότητα, τ’ ἀντικειμενικά της δεδομένα. ᾿Απεναντίας: Τὸ Γενικό Επιτελεῖο Στρατοῦ, μόλις ὁ Μεγάλος Πόλεμος εἶχε ἀρχίσει,διετύπωνε πρὸς τὴν κυβέρνηση τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὶς ἀμυντικὲς ἀνάγκες τῆς χώρας. Συγκεκριμένα τονιζόταν ότι εἴχαμε τὸ ταχύτερο ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ὁπλισμὸ καὶ τὸ ὑλικὸ πολέμου ποὺ εἶχε παραγγελθεῖ στὴ Μεγάλη Βρεταννία καὶ στὴ Γαλλία. Ὅτι γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ μιὰ ἐνδεχόμενη ἐπιστράτευση καὶ συγκέντρωση δυνάμεων, θὰ ἔπρεπε νὰ τὴ συντρέξουν ὁ στόλος καὶ ἡ ἀεροπορία τῶν Συμμάχων. Οτι θὰ ἔπρεπε νὰ συνεργαστοῦν μὲ τὶς ἑλληνικὲς δυνάμεις καὶ ναυτικές, ἀεροπορικές, ἴσως καὶ κατὰ ξηρὰν δυνάμεις τῶν Συμμάχων, ὁπότε θὰ μποροῦσε ἡ δράση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, σὲ περίπτωση εἰσβολῆς, νὰ μεταβληθεῖ σ᾽ ἐπιθετική. “Οτι τὸ βάρος τοῦ βουλγαρικοῦ μετώπου θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἀναλάβει ἡ Τουρκία, ὥστε νὰ ἐλευθερωθοῦν ἑλληνικὲς δυνάμεις γιὰ τὸ ἰταλικὸ μέτωπο. Τέλος ὅτι θὰ πρέπει, ἂν φτάσουμε σὲ πολεμική σύρραξη, νὰ ἐξασφαλιστεῖ ὁ πολεμικὸς ἀνεφοδιασμὸς τῆς χώρας.

Ωστόσο ἡ Ιταλία, μετὰ τὴν ἔκρηξη τοῦ πολέμου, κατέβαλλε ἐνισχυμένες προσπάθειες νὰ βελτιώσει τις σχέσεις της μὲ τὴν ῾Ελλάδα, δηλαδὴ να πυκνώσει τὸ προπέτασμα καπνοῦ ποὺ ἔκρυβε τις προθέσεις της. Στὶς 17 Σεπτεμβρίου, ὁ πρεσβευτὴς Γκράτσι, ἔφερνε ἀπὸ τὴ Ρώμη, ὅπου εἶχε ἀπουσιά σει ἕνα ἑπταήμερο, κι᾿ ἐπέδιδε στὸν Πρωθυπουργὸ τῆς Ἑλλάδος ἀνακοίνωση ὅπου δηλωνόταν ὅτι: «῾Η Ιταλία ἔχει ἤδη δηλώσει, τὴν 1ην Σεπτεμβρίου ὅτι δὲν προτίθεται ν᾿ ἀναλάβη οὐδεμίαν πρωτοβουλίαν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων. Ἡ ἀπόφασις αὕτη τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου, ἥτις ἰσχύει ἐν γένει, ἰσχύει εἰδικῶς ἔναντι τῆς ῾Ελλάδος. ᾿Ακόμη καὶ ἐν τῇ περιπτώσει, ἣν ἡ τε λία, λαμβανομένης ὑπ’ ὄψιν τῆς θέσεώς της ὡς Μεγάλης Δυνάμεως δὲν δύνατ ν’ ἀποκλείση, μιᾶς ἐπεμβάσεως αὐτῆς εἰς τὸν πόλεμον, δὲν θ᾽ ἀναλάβῃ αὖτή πρωτοβουλίαν ἐπιχειρήσεων ἀπέναντι τῆς Ἑλλάδος».

Τὰ κείμενα τῶν δηλώσεων αὐτοῦ τοῦ τύπου, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ γεγονότα ποὺ ἐπακολούθησαν, εἶναι τόσο εὔγλωττα καθ᾿ ἑαυτά, ποὺ δὲν χρειάζονται σχολιασμό. Η κατάσταση, στὸ μεταξύ, εἶχε ἀρχίσει νὰ παρουσιάζει μιὰν ὕφεση. Η ἐπιστράτευση τῶν παραμεθορίων μονάδων ποὺ εἶχε διαταχθεῖ στις 23 Αὐγούστου, δημιουργοῦσε τώρα συνθῆκες εὐνοϊκὲς γιὰ τὴ συγκέτρωση ἑλληνικῶν δυνάμεων σὲ θέση περισσότερο προχωρημένη πρὸς τὰ βορά. Τροποποιεῖται ἔτσι καὶ τὸ σχέδιο ἐκστρατείας: Προβλέπεται κάλυψη της Δυτικῆς Μακεδονίας, εὐρεῖα κάλυψη τῶν Ἰωαννίνων καὶ καταβολὴ κα προσπάθειας ὥστε νὰ ἐμποδιστεῖ ὁ ἀντίπαλος νὰ καταλάβει τὶς Ηπειρωτκές ἀκτὲς καὶ τὸ στενὸ τῆς Κερκύρας. Κανένα τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ ἐδάφους δεν ἐγκαταλείπεται τώρα, ἔστω καὶ προσωρινά, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀκριανὴ παραμεθόρια λωρίδα ἀνάμεσα στὰ σύνορα καὶ τὸν ποταμὸ Καλαμᾶ, βάθους 20 – 25 χιλιομέτρων.

Αλλὰ ἡ ἁπλὴ σύγκριση τῶν ἐγγράφων εἶναι καὶ πάλι περισσότερο εὔγλωττη ἀπὸ τὰ σχόλια σ᾽ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἀξιοπιστία καὶ τὴν τακτικὴ τοῦ ἀντιπάλου. Τρεισήμιση μῆνες προτοῦ ὁ πρεσβευτὴς Γκράτσι δηλώσει ἐπισήμως ὅσα δήλωσε στὸν ῞Ελληνα πρωθυπουργό, ὁ Μουσολίνι ἔγραφε στὸν Χίτλερ: «Δι᾿ αὐτὸν τὸν λόγον πρέπει νὰ κυριεύσωμεν ὁλόκληρον τὴν περιοχὴν τοῦ Δουνάβεως καὶ τὰ Βαλκάνια, εὐθὺς μετὰ τὰς πρώτας ὥρας τοῦ πολέμου. Δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἱκανοποιηθῶμεν μὲ δηλώσεις οὐδετερότητος μόνον τῶν ἐκεῖ κρατῶν, ἀλλὰ πρέπει νὰ καταλάβωμεν τὰ ἐδάφη των καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιήσωμεν διὰ τὴν προμήθειαν τῶν ἀπαραιτήτων τροφίμων καὶ πολεμικῶν βιομηχανικῶν ἐφοδίων.

«Διὰ τῆς κεραυνοβόλου ἐπιχειρήσεως ἡ ὁποία πρέπει νὰ διεξαχθῆ ἀποφασιστικῶς, ὄχι μόνο αἱ δεχθεῖσαι τὴν Βρεταννικὴν ἐγγύησιν χῶραι, ὅπως ἡ ῾Ελλάς, ἡ Ρουμανία καὶ ἡ Τουρκία, θὰ τεθοῦν ἐκτὸς μάχης, ἀλλὰ θὰ ἐξασφαλίσωμεν καὶ ἡμεῖς τὰ νῶτα μας.»

Δημιουργήθηκε ἀργότερα ἡ ἐντύπωση στὴν ἑλληνικὴ Κοινὴ Γνώμη πὼς ὁ Χίτλερ ὄχι μόνον εἶταν ξένος πρὸς τὴν ἰταλικὴ ἐπιβουλή, ἀλλὰ καὶ ὅτι, ἂν μποροῦσε, θὰ τὴν εἶχε ἐμποδίσει. Σὰν παραχώρηση πρὸς σύμμαχο εἶχε θεωρηθεῖ ἡ συγκατάθεσή του νὰ ἐπιτεθεῖ ἡ Ιταλία. Ἡ ἀλήθεια είναι διαφορετική. Κατὰ τὶς συσκέψεις ποὺ εἴχαν γίνει στὶς 12 καὶ 13 Αὐγούστου 1939 στὸ “Ομπερζάλτσμπουργκ τῆς Βαυαρίας μεταξύ Χίτλερ, Ρίμπεντροπ καὶ Τσιάνο, ὄχι μόνο εἶχε ἀνακοινωθεῖ ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς στὸν Ἰταλὸ ὑπουργὸ ὅτι ὁ Πόλεμος ἀποφασίστηκε, ἀλλὰ καὶ εἶχε κριθεῖ ἡ τύχη τῆς ῾Ελλάδος καὶ τῆς Γιουγκοσλαβίας. Οι Γερμανοὶ εἴχαν προσπαθήσει νὰ πείσουν τὴν Ἰταλία διὰ τοῦ Τσιάνο νὰ ἐπιτεθεῖ κατὰ τῆς ῾Ελλάδος τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ θὰ ἔκαναν ἐκεῖνοι ἔναρξη χειρῶν ἀδίκων κατὰ τῆς Πολωνίας. Ο Τσιάνο, ἂν καὶ σύμφωνος στὴν οὐσία, βρισκόταν στὴ δυσάρεστη ἀνάγκη νὰ δηλώσει πὼς ἡ χώρα του δὲν εἶναι ἀκόμα ἕτοιμη γιὰ πόλεμο.

Galeazzo_Ciano 1936

Καὶ σημειώνει ὁ Τσιάνο στὸ ῾Ημερολόγιό του, πικρά, ὕστερα ἀπὸ τὶς συσκέψεις ἐκεῖνες: «Εμαθα πόσο λίγο μᾶς λογαριάζουν οἱ Γερμανοί. Ἡ γνώμη μου εἶναι, ὅτι ὁ πόλεμος πρέπει νὰ γίνει, ἐφ᾽ ὅσον αὐτὸς (ὁ Χίτλερ) και ὁ Ντοῦτσε εἶναι σύμφωνοι. Τὸ τί μπορεῖ νὰ συμβεῖ σ᾿ ἐμᾶς δὲν φαίνεται νὰ ἐνδιαφέρει καθόλου τὸν Χίτλερ καὶ τοὺς συνεργάτες του. Γνωρίζουν ὅτι ἡ ἔκβαση τοῦ ἀγῶνος θὰ ἐξαρτηθεῖ κυρίως ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ περιορίζονται νὰ μᾶς ὑποσχεθοῦν κάποιαν ἐλεημοσύνη».

Αλλὰ καὶ στὴν ᾿Αθήνα, ἐπισήμως πιά, ἡ Γερμανία κατέβαλλε προσπάθειες ν’ ἀποκοιμίσει τὴν Έλλάδα: Τὸν Ιανουάριο τοῦ 1940, ὁ Γερμανός Στρατιωτικὸς ᾿Ακόλουθος πληροφοροῦσε τὸν ‘Αρχηγὸ τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου πὼς εἶναι ἐξουσιοδοτημένος νὰ τοῦ δηλώσει ὅτι «ἐπέκτασις τοῦ πολέμου εἰς τὴν Βαλκανικήν, πρωτοβουλίᾳ τῆς Γερμανίας, ἀποκλείεται τελείως». Η συνομιλία εἶχε λήξει μὲ τὴ διαβεβαίωση καὶ πάλι τοῦ Στρατιωτικοῦ ακολούθου ὅτι «τὸ συμφέρον τῆς Γερμανίας εἶναι νὰ ἀποφευχθῆ κάθε ἀφορμὴ ἥτις θὰ εἶχε ὡς συνέπειαν τὴν ἐπέκτασιν τοῦ πολέμου εἰς τὰ Βαλκάνια».

Καὶ προκαλεῖται στὸ μέσον ἄνθρωπο, τὸν ἀνεξοικείωτο μὲ τὶς μεθόδους μιᾶς ὡρισμένης διπλωματίας, ἡ εὔλογη ἀπορία: Γιατί τόση ὑποκρισία; Γιατί τόση προσπάθεια δύο πανίσχυρων κρατῶν — ποὺ δὲν εἶχαν τότε οὐσιαστικὰ νὰ φοβηθοῦν κανένα, καὶ τὸ ἤξεραν – γιατὶ τόση προσπάθεια νὰ ἐξαπατήσουν τὴ μικρὴ Ελλάδα; Μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ συγκαλύψουν τις γενικώτερες προθέσεις τους; Η μήπως ἡ τακτικὴ αὐτὴ εἶναι ἡ καθιερωμένη σὲ τέτοιες περιστάσεις; Μήπως ἀποτελεῖ ρεαλιστικὴ ἀπλῶς διαχείρηση συμφερόντων, ὁπότε ἔχει ἐξασφαλίσει κι᾿ ἕνα εἶδος πολιτικοῦ ἀναμάρτητου ;

Πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ὑπάρχει ὡστόσο κάτι ἄλλο: Καθεστῶτα μὲ κοσμοθεωρία θεμελιωμένη σὲ προφητικοὺς ἰσχυρισμούς, ποὺ ἐνσαρκώνονται σὲ βουλιμίες Ιμπεριαλιστικές, πιστεύουν ότι γι᾽ αὐτὰ ἰσχύει ἄλλη ἠθικὴ καὶ ἄλλος κώδικας τιμῆς ἀπὸ ὅ,τι γιὰ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Μὲ τυφλὴ πίστη στὴν ὑποθετικὴ κι᾿ αὐτοθαυμαζόμενη ὑπεροχή τους, μὲ σκέψη ἔμμονη – δηλαδὴ ψύχωση – τὸν στόχο ποὺ ἔχουν τάξει στὸν ἑαυτό τους, τὰ τυπικὰ γνωρίσματα τῆς μεγαλομανίας, δημιουργοῦν γύρω τους ἕνα δηλητηριασμένο κλῖμα, ἕναν ἰδιότυπο πολιτικό μυστικισμό. Πείθουν πρῶτα τὰ στελέχη τους, ἔπειτα τὸν ὄχλο ποὺ ἄγεται καὶ φέρεται, πὼς εἶναι φορεῖς μιᾶς ἀνώτερης τάχα ἱστορικῆς ἐντολῆς. Μὲ μέτρο στὸ ἑξῆς τὸ ἐξημμένο τοῦτο ὅραμα, κρίνουν συνοπτικά, ἀποφασίζουν ἀδίσταχτα κι’ ἐπιχειροῦν τὰ πάντα. Κάθε μέσο τοὺς γίνεται πρόσφορο γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς «ἀποστολῆς» τους, γιατὶ ὑποτίθεται πὼς ἐξαγνίζονται ἀπ’ αὐτήν. Ὁ Χίτλερ πίστευε πὼς εἶναι ἐντεταλμένος νὰ κρατήσει τὸ σπαθί τῆς ἱερῆς γερμανικῆς Δίκης κατὰ τοῦ πνεύματος τῆς Συνθήκης τῶν Βερσαλλιῶν, ποὺ εἶχε ἐπισφραγίσει τὴν ἧττα τῆς πατρίδας του στὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ὁ Μουσολίνι πὼς εἶναι ὁ παράκλητος, ὁ Μεσσίας τῆς Ιταλίας, ὁ διάδοχος τῶν Καισάρων. Ειδικότερα, ὁ Φύρερ τῆς Γερμανίας εἶχε ἀναπτύξει, μ’ ἐπικουρία πολλὲς δανεικὲς ἰδέες, τὴ γνωστὴ κοσμοθεωρία του γιὰ τὴ βιολογικὴ ὑπεροχὴ καὶ τὸν ἡγεμονικό προορισμὸ τῆς γερμανικῆς φυλῆς. Ὁ Μουσολίνι, τυπικά, ἔπρεπε νὰ ἔχει τὸ προβάδισμα, σὰν πρῶτος διδάξας τὸν νεώτερο πολιτικό μεσσιανισμό. ᾿Αλλὰ εἶχε τὴν ἀτυχία, στὴν πράξη, νὰ βρεθεῖ οὐραγός του. Δὲν φαίνεται νὰ παρηγορήθηκε γι᾿ αὐτὸ ποτέ.

Τί εἶταν ὅμως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἀποφασίσει νὰ βάλει τέρμα στὴν Ἑλληνικὴ Ἱστορία ;

Ατομα καθὼς ὁ Μπενίτο Μουσολίνι, ὅταν κατορθώσουν νὰ ὑψωθοῦν στὸ βάθρο τῆς γενικῆς ῾Ιστορίας καὶ νὰ ἐπηρεάσουν ἀποφασιστικὰ τὶς τύχες μεγάλων ἀνθρώπινων συνόλων, προκαλοῦν, δικαιολογημένα, πολὺ μελαγχολικὲς σκέψεις γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα – τουλάχιστον γιὰ τὴ μερίδα της ἐκείνη πού, ἀθεράπευτα, περιμένει ἀπὸ θαυματοποιούς τὴν ὁποιαδήποτε σωτηρία της. Υπάρχουν βέβαια οἱ ἀπνευμάτιστοι, ποὺ κρίνουν τοὺς ἡγέτες αὐτοῦ τοῦ τύπου μ’ ἕνα κριτήριο δουλικὰ θετικιστικό. Λένε: «Γιὰ νὰ κατορθώσουν ὅ,τι κατόρθωσαν, θὰ πεῖ πὼς κάτι εἴταν». Ὑπάρχει όμως καὶ μιὰ ἄλλη κρίση, λεπτότερη, ποὺ θεωρεῖ πὼς ὅ,τι κατόρθωσαν οἱ τυχοδιῶκτες τῆς ἡγεσίας, χαρακτηρίζει τὰ σύνολα ποὺ τοὺς ἀνέχτηκαν, ὄχι τις δικές τους προσωπικές ἀρετές. Εἶναι μιὰ κρίση ποὺ ἀπαιτεῖ, σὲ τελευταία ἀνάλυση, μιὰ ποιότητα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, κάτι πέρα ἀπὸ τὸν τυφλὸ δυναμισμὸ τοῦ ζώου. Στὴν περίπτωση τοῦ Μπενίτο Μουσολίνι, ἡ κρίση αὐτὴ διαπιστώνει πὼς βρισκόμαστε ἀπέναντι σ’ ἕναν καμποτίνο μεθυσμένον ἀπὸ ἐγωλατρία ἀχαλίνωτη. Μὲ τὰ κατώτερα ὄργανα στὸν φυσιογνωμικό του τύπο τονισμένο, τὴ μασέλα, τὸ σαγόνι, μ᾿ ἕνα κρανίο δυσανάλογα στενὸ σὲ σχέση μὲ τὴ βαρειὰ βάση του, θύμιζε, στὴν ὥριμη ἰδιαίτερα ἡλικία του, κάποιους κομπάρσους ποὺ παίζουν στὰ λαϊκὰ κινηματογραφικὰ ἔργα μισόγυμνοι τοὺς μεσαιωνικούς δημίους. Ο ψύχραιμος παρατηρητής, ἂν ἔβλεπε τὸν ποντίφηκα αὐτὸν τοῦ φασισμοῦ σὲ μιά του δημόσια ἐμφάνιση, ἀγόρευση, ἐπίδειξη, παρέλαση, θὰ ξέκρινε τὸν κοῦφιο ἦθοποιὸ ποὺ μαστίζεται ἀπὸ ἕνα καὶ μόνο πάθος: νὰ πιάσει ὅσο μπορεί περισσότερο τόπο, νὰ διογκωθεῖ, νὰ ξεχειλίσει, νὰ ἐκτοπίσει.

Κι᾿ ὅμως, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ εἶναι — καὶ εἶταν — ἐπικίνδυνος. Μ᾿ ἕναν τεράστιο πολεμικὸ μηχανισμὸ στὴ διάθεσή του, τὴν ἀρραγῆ δύναμη τῆς ἀπολυταρχικῆς ἐξουσίας στὸ χέρι του, εἶχε τὴν ἀσυδοσία τοῦ ἀκαταλόγιστου πού, ἔτσι νὰ τοῦρθει, βάζει φωτιὰ στὸ φυτίλι. Τὸν κεραυνὸ σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο δὲν τὸν κρατᾶνε οἱ φίλοι τοῦ ἀνθρώπου καὶ οἱ συνετοί. Τὸν διαθέτουν οἱ ἀγροῖκοι.

Ἡ φασιστικὴ Ἰταλία, όπως εἴδαμε, ἀπὸ καιρὸ προετοίμαζε τὴν παραβίαση τῆς ἑλληνικῆς ἀνεξαρτησίας. Συνέβει όμως ένα περιστατικὸ ποὺ τὴν ἔκαμε νὰ χάσει τὴν ψυχραιμία της καὶ νὰ βάλει τὸ σχέδιό της σὲ ἄμεση ἐφαρμογή: Η αἰφνιδιαστικὴ ἔναρξη τοῦ Πολέμου ἀπὸ τὸν Χίτλερ καὶ προ- πάντων οἱ κεραυνοβόλες ἐπιτυχίες τοῦ Φύρερ στὰ πεδία τῶν μαχῶν.

Σ’ ἕνα μόνο μῆνα, εἶχαν σαρωθεῖ τὸ Βέλγιο, ἡ Ολλανδία, ἡ Δανία, τὸ Λουξεμβοῦργο, ἡ Γαλλία, ἀφοῦ πρίν εἴχαν ὑποκύψει ἡ Πολωνία καὶ ἡ Νορβηγία. Ὁ Μουσολίνι κυριεύεται τότε ἀπὸ φόβο, νομίζει πὼς ὁ πόλεμος τελειώνει χωρὶς αὐτόν, πὼς ἡ φασιστικὴ Ιταλία δὲν πρόλαβε νὰ ἐπωφεληθεῖ. Η μεγάλη, ἡ μοναδικὴ εὐκαιρία λοιπόν, χάνεται, Προφταίνει, μόλις δώδέκα ἡμέρες προτοῦ συνθηκολογήσει ἡ Γαλλία, νὰ τῆς κηρύξει τὸν πόλεμο : νὰ κηρύξει τὸν πόλεμο σ’ έναν ἑτοιμοθάνατο. Εἶναι ἡ μοῖρα τοῦ στόμφου καὶ τῆς ἀλαζονίας νὰ καταδικάζονται ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν πραγμάτων σὲ πράξεις εσχατης ἀνανδρίας. ῾Η ἐποχή μας βρίθει ἀπὸ τὰ σχετικὰ παραδείγματα. ᾿

Αλλὰ ἀπὸ τὶς 10 Ιουνίου τοῦ 1940, ἀπὸ τὴν ἡμέρα δηλαδὴ ὅπου ἡ Ἰταλία εἶχε κηρύξει τὸν πόλεμο κατὰ τῆς ᾿Αγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας, ἡ στάση τοῦ Μουσολίνι ἀπέναντι στὴν Ἑλλάδα ἄρχιζε ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζει. Ἴσαμε τη στιγμὴ ἐκείνη, εἴχαμε διαβεβαιώσεις του γιὰ σεβασμὸ τῆς ἀνεξαρτησίας, τοῦ ἀπαραβίαστου τῆς ἑλληνικῆς γῆς. Μετὰ τὴν 10η Ιουνίου ἡ Ἰταλικὴ κυβέρνησῃ ἀποφασίζει νὰ καταργήσει τὰ προσχήματα. ᾿Ακριβέστερα: θ᾽ ἀναζητήσει ἄλλα τώρα προσχήματα καὶ δικαιολογίες γιὰ τὴν ἐπίθεσή της. Η πρώτη στροφὴ τῆς πολιτικῆς τοῦ Μουσολίνι, σὰν μακρυνὴ προειδοποίηση, περιεχόταν κιόλας στὸ λόγο ποὺ εἶχε ἐκφωνήσει ἐκεῖνος γιὰ νὰ κηρύξει τὸν πόλεμο κατὰ τῆς ᾿Αγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας. Εἶχε πεῖ:

«. . . Ηδη, ὁπότε ὁ κύβος ἐρρίφθη καὶ ἡ θέλησίς μας ἔκαυσε τὰς γεφύρας ὄπισθέν μας, δηλῶ κατηγορηματικῶς ὅτι ἡ Ἰταλία δὲν σκοπεύει νὰ παρασύρῃ εἰς τὴν σύρραξιν ἄλλους λαοὺς συνορεύοντας μετ᾿ αὐτῆς ἀπὸ ξηρᾶς ἡ ἀπὸ θαλάσσης. Η Ελβετία, ἡ Γιουγκοσλαβία, ἡ ῾Ελλάς, ἡ Τουρκία καὶ ἡ Αἴγυπτος ἃς λάβουν ὑπὸ σημείωσιν τοὺς λόγους μου τούτους. Εξαρτᾶται ἀπὸ αὐτάς, καὶ μόνον ἀπὸ αὐτάς, ὅπως οἱ λόγοι αὐτοὶ πραγματοποιηθοῦν ἢ ὄχι».

Απὸ αὐτὰς» – δηλαδὴ ἀπὸ αὐτόν, κρυμμένον, ὅποτε τὰ θελήσει, κάτω ἀπὸ τὸ μανδύα τῆς δολοφονικῆς ἀνωνυμίας. Εἶταν ἀπειλὴ μὲ ὅλους τοὺς κανόνες, μέσα στὴν ἀκραιφνέστερη παράδοση τῆς τακτικῆς τῶν ὁλοκληρωτισμῶν. “Ας ἀνησυχοῦσε ὁ Τσιάνο δέκα μῆνες πρίν, γιὰ τὸ τότε ἀπροπαράσκευο τῆς χώρας του. Τὸ καλοκαῖρι κιόλας τοῦ 1940, ἡ Ιταλία διέθετε ἀπέναντί μας πλεονεκτήματα συντριπτικά, περισσότερα κι᾿ ἀπὸ τὰ αὐτονόητα γιὰ μεγάλη Δύναμη. ῎Ας τ᾿ ἀπαριθμήσουμε: Εἶχε τὴν πρωτοβουλία ν᾿ ἀρχίσει τὸν πόλεμο, δηλαδὴ διέθετε τὸ ὅπλο τοῦ αἰφνιδιασμοῦ, τὸ στρατηγικῶς ἀσυναγώνιστο. Οἱ δυνάμεις της εἶταν ἀπὸ καιρὸ ἐπιστρατευμένες, κατὰ τὸ μεγαλύτερό τους μέρος διαθέσιμες, ἐνῶ ἂν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ πλευρὰ γινόταν ἔστω καὶ μερικὴ ἐπιστράτευση, αὐτὸ θὰ ἐμφανιζόταν ἀμέσως σὰν πρόκληση. Ἡ ἀεροπορική, ἔπειτα, ὑπεροχὴ τῆς Ἰταλίας εἶταν τρομαχτική. Στρατεύματά της ἑτοιμοπόλεμα, κάπου 95.000 ἄντρες, βρίσκονταν στὴν ᾽Αλβανία, μαζὶ μὲ θωρακισμένα ταχυκίνητα μέσα Πολεμικὸ ὑλικό εἶχε ἀποθηκευτεῖ ἐκεῖ περισσότερο ἀπὸ ὅσο χρειαζόταν για τὶς ὑπάρχουσες ἐπὶ τόπου δυνάμεις. Τέλος, μποροῦσαν οἱ Ιταλοὶ νὰ μεταφέρουν ἀνεμπόδιστα κ.᾿ ἄλλα στρατεύματα στὴν ᾿Αλβανία: Ἡ ᾿Αδριατικὴ εἴτα πιὰ δική τους. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶχε γίνει καὶ ἡ κατάληψη τῆς ᾿Αλβανίας ἕνα χρόνο πρίν.

Τὴν ὕφεση τοῦ περασμένου χειμώνα ἀρχίζει τώρα νὰ τὴ διαδέχεται με προϊοῦσα ἔνταση. Μὲ πολλὴ ὀξυδέρκεια ὁ πρεσβευτὴς στὴ Ρώμη Ι. Πολίτη εἶχε τηλεγραφήσει στὴν ἑλληνικὴ Κυβέρνηση, στις 15 Μαΐου 1940: «…Είμαι ἄλλωστε πεπεισμένος ὅτι ἐὰν ἡ Ιταλία εἰσέλθῃ εἰς τὸν πόλεμον θὰ ἀκολουθήσῃ πιστῶς, παρὰ πᾶσαν ἀντίθετον δήλωσιν, τὴν μέθοδον τοῦ αἰφνιδιασμοῦ». Στὶς 18 Ιουνίου τὸν καλεῖ ὁ διευθυντὴς τοῦ ἰδιαιτέρου γραφείου τοῦ Ιταλοῦ ὑπουργοῦ τῶν ᾿Εξωτερικῶν, ὁ πρεσβευτὴς ᾿Ανφοῦζο, καὶ τοῦ ἀνακοινώνει ὅτι τὸ Ιταλικό Ναυαρχεῖο εἶχε διαπιστώσει, «κατὰ τρόπον ἀσφαλῆ», τὴν παρουσία σὲ λιμένες τῆς Κρήτης ξένων πολεμικῶν. Τόσο ὁ πρεσβευτής ὅσο καί, ἀμέσως ὕστερα, ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση, διαψεύδουν. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, δ᾿Ανφοῦζο ἀναγνωρίζει πὼς ἡ πληροφορία εἴταν λαθεμένη. Αὐτὸ δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ καλέσει πάλι, ὕστερα ἀπὸ ἑφτὰ ἡμέρες, τὸν ῞Ελληνα πρεσβευτή, γιὰ νὰ τοῦ ἀνακοινώσει χωρὶς περιφράσεις ὅτι ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ελλάδος στὴν ῎Αγκυρα «ἐργάζεται ἐναντίον τοῦ ῎Αξονος» καὶ ὅτι θὰ πρέπει να ἀντικατασταθεῖ. Τὴν ἴδια κατηγορία θὰ ἐπαναλάβει ὁ Τσιάνο αὐτοπροσώπως ὕστερα ἀπὸ τέσσερες ἡμέρες.

Αλλὰ ἡ προσπάθεια ἐξερεθισμοῦ καὶ ἡ ἀναζήτηση ἀπὸ τοὺς Ιταλούς ἀφορμῶν εἶταν ρυθμισμένη μὲ τρόπο πού ν᾿ ἀκολουθεῖ σταθερὴ ἀνιοῦσα. Στὶς 3 Ἰουλίου ὁ Τσιάνο καλοῦσε τὸν Ἕλληνα πρεσβευτή σὲ τόνο βάναυσο καὶ ὀργισμένο τοῦ δήλωνε ὅτι ἔχει ἀποδείξεις πὼς τὰ ἀγγλικὰ πολεμικὰ μεταχειρίζονται τοὺς ἑλληνικοὺς λιμένες γιὰ ἐπιθέσεις κατὰ τῶν ἰταλικῶν ναυτικῶν δυνάμεων. Προσέθετε πὼς ἡ κατάσταση αὐτὴ εἶναι ἀπαράδεκτη κι’ ὅτι ἂν δὲν σταματήσει αὐθωρεί, ἡ Ιταλία θὰ προβεῖ σὲ δράση. Μάταια διαμαρτύρονται, παρατάσσουν ἐπιχειρήματα ἀποστομωτικὰ ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση κι᾿ ὁ πρεσβευτὴς στὴ Ρώμη. Τὴν ἀπάντηση σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς αἰτιάσεις θὰ τὴ δώσει ὁ ἴδιος ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ιταλίας Γκράτσι, ἀλλὰ μετὰ τὸν πόλεμο, στα απομνημονεύματά του: «Βεβαιῶ μὲ τὸν κατηγορηματικώτερο τρόπο – γράφει καὶ μὲ πλήρη συνείδηση τῶν εὐθυνῶν μου, ἐκεῖνο ποὺ ὑποχρεώθηκα νὰ βεβαιώσω ἐπανειλημμένως σ᾿ ἐκείνους ποὺ διηύθυναν τὴν ἰταλικὴ πολιτική, μ᾿ ἐπίσημες ἀνακοινώσεις καὶ μὲ προσωπικὲς ἐπιστολές: δηλαδὴ ὅτι οὔτε μια βρεταννικὴ βάση, οὔτε ναυτικὴ οὔτε ἀεροπορική, ὑπῆρξε ποτὲ στὴν Ἑλλάδα πρὶν ἀπὸ τὴν 28η Οκτωβρίου 1940». Καὶ θὰ προσθέσει πιὸ πέρα: «Ἡ ἑλληνική κυβέρνηση τήρησε τὴν οὐδετερότητα μὲ ἀναμφισβήτητη νομιμοφροσύνη καὶ μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ διέθετε, ὥς τὴν ἔσχατη στιγμή». Η Ιταλικὴ κυβέρνηση ὅμως, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Γαλλία συνθηκολόγησε, εἶχε ἀποθρασυνθεῖ. ᾿Αποφασισμένη νὰ προχωρήσει τὸ ταχύτερο, πολλαπλασίαζε τις προκλήσεις. Βομβαρδιστικὰ ἀεροπλάνα χτυπᾶνε μιὰ μικρὴ μονάδα τοῦ ἑλληνικοῦ Ναυτικοῦ, ὕστερα τὸ ἀντιτορπιλλικὸ «Ὕδρα». Ἡ ἰταλικὴ ἀεροπορίᾳ δὲν παύει νὰ παραβιάζει τὸν ἑλληνικὸ ἐναέριο χῶρο. Τέσσερες βόμβες ἀπὸ ἀεροπλάνα πέφτουν γύρω σ᾽ ἄλλα ἑλληνικὰ πολεμικά, ἐλλιμενισμένα στὸν Κορινθιακό κόλπο, στὸ λιμένα τῆς Ναυπάκτου, ἢ ἀνάμεσα στὴ Σαλαμίνα καὶ τὴν Αἴγινα. Η κατάσταση ἀγριεύει στις 11 Αὐγούστου, ὅταν τὸ πρακτορεῖο Στέφανι, ποὺ οἱ εἰδήσεις του ἔχουν ἐπίσημη προέλευση, δημοσιεύει σ᾿ ὁλόκληρη τὸν Ιταλικό Τύπο, μ᾿ ἐντυπωσιακοὺς τίτλους, ἀνακοινωθὲν ὅτι «ὁ μέγας ᾿Αλβανὸς πατριώτης Νταούτ Χότζα δολοφονήθηκε στην στὴν ἑλληνοαλβανική μεθόριο ἀπὸ Ἕλληνες πράκτορες». Χωρίς ίχνος ὑποψίας γιὰ τὴν εἰρωνεία τοῦ πράγματος, το ἀνακοινωθὲν προσθέτει, ἀναφερόμενο στὴ συμπεριφορὰ τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς ᾿Αλβανοὺς τῆς Τσαμουριᾶς; «Σήμερον ὁ τυφλὸς δεσποτισμὸς ἐπιπίπτει περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην φορὰν κατὰ τῶν πληθυσμῶν αὐτῶν…

Ὁ Νταούτ Χότζας εἶταν ληστὴς γνωστότατος, ἐπικηρυγμένος ἀπὸ εἴκοσι χρόνια γιὰ φόνους κι᾿ ἄλλα ἐγκλήματα τοῦ κοινοῦ δικαίου. Τὸν εἶχαν σκοτώσει πάνω σὲ καυγᾶ δύο ᾿Αλβανοί, ποὺ τοὺς εἶχαν πιάσει οἱ ἑλληνικὲς ᾿Αρχὲς πρὶν ἀπὸ δύο μῆνες. Η Ιταλικὴ κυβέρνηση τὰ ἤξερε ὅλα αὐτά, όπως γινόταν κατάδηλο ἀπὸ διακοίνωσή της τοῦ περασμένου Ιουλίου πρὸς τὸ ἑλληνικὸ Ὑπουργεῖο Εξωτερικῶν. Τὸ Πρακτορεῖο ᾿Αθηνῶν, ἀμέσως τὴν ἑπόμένη ἡμέρα, τὰ εἶχε διαψεύσει· Τὴ διάψευσή του όμως αὐτή, ὁ ἰταλικὸς Τύπος φρόντιζε, παρὰ κάθε ἔθιμο, νὰ τὴν ἀποσιωπήσει. Ὕστερα ἀπὸ ἄλλες δύο ἡμέρες, στις 14 Αὐγούστου, τὰ Πρακτορεῖο ᾿Αθηνῶν ἔδινε στὴ δημοσιότητα, ἀναλυτικὰ τώρα, ὁλόκληρο τὸ ποινικὸ μητρῶο τοῦ Νταούτ Χότζα.

Αλλὰ τὴν Ιταλία τὴν ἐνδιέφεραν τώρα τὰ προσχήματα καὶ τίποτ᾽ ἄλλο. Τὴν ἴδια ἡμέρα, 14 Αὐγούστου, ὁ πρεσβευτὴς Ι. Πολίτης είχε τηλεγραφήσει ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴν κυβέρνηση: «Απὸ προχθὲς ἡ Ιταλία ἀπέβαλε τὸ προσωπεῖον ἔναντι ἡμῶν». Τὸ γνωστὸ φερέφωνο τοῦ φασιστικοῦ κόμματος, ὁ δημοσιογράφος Γκάϊντα, μ᾿ ἕνα ἄρθρο του, ἔδινε στὸν διευθυνόμενο Ιταλικὸ Τύπο τὸ σύνθημα: Γενικὴ ἐπίθεση κατὰ τῆς ῾Ελλάδος.

Καὶ ἀνατέλλει ἡ 15η Αὐγούστου τοῦ 1940. Πλήθη προσκυνητὲς κατάκλύζουν τὴ λευκὴ Τῆνο, στὸ βαθυγάλανο ἑλληνικὸ Αἰγαῖο. Εἶναι ἡ γιορτὴ τῆς Παναγίας. Στὸν ὁρμο τοῦ νησιοῦ, γιὰ ν᾿ ἀπονείμει τις καθιερωμένες τιμές, ἔχει φτάσει ἀπὸ τὰ ξημερώματα ἡ «Ελλη», τὸ παλαιό, ἱστορικὸ εὔδρομο τοῦ ἑλληνικοῦ Στόλου. Σημαιοστολισμένη, κάνει νὰ κυματίζουν τὰ χρώματα τοῦ ἔθνους πλάϊ στὸν θρησκευτικό πανηγυρισμό. Δὲν ἔχει όμως προχωρήσει τὸ πρωί, εἶναι ἀκόμα ὀχτώμιση ἡ ὥρα, όταν κρότος τρομαχτικός συγκλονίζει τὸ πλοῖο καὶ τὸ νησί. Μαῦροι καπνοὶ σηκώνονται ἀμέσως, τριγυρίζουν τὴν «Έλλη», ποὺ χτυπημένη κατάσαρκα, στὰ ὕφαλά της, ἀπὸ ἐχθρὸ κρυμμένο, ἀρχίζει νὰ γέρνει. Δύο ἀκόμα τορπίλλες σκάζουν μὲ φοβερὸ πάταγο, ἡ μιὰ σὲ ξέρα κοντὰ στὸ φανὸ τοῦ νησιοῦ, ἡ ἄλλη στὸν κυματοθραύστη. ‘Ο λαός, οἱ προσκυνητές, στὴν παραλία καὶ στὸ δρόμο ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὴν ἐκκλησία, ἀναστατώθηκαν, “Αδικα ἀγωνιζόταν τὸ πλήρωμα νὰ ρυμουλκήσει τὸ καράβι, νὰ τὸ φέρει σὲ μέρος ξέβαθο, νὰ τὸ σώσει. Τὰ ρυμούλκια κόβονται. Στὶς δέκα παρὰ δέκα, ἡ «Ελλη» δὲν ὑπῆρχε πιά· εἶχε βουλιάξει μέσα σὲ φλόγες.

Ποιός ἔκαμε τὸ ἔγκλημα; Ποιός πέταξε ἀπὸ μακρυὰ τὸ στιλέτο; Καμμιὰ ἑλληνικὴ ψυχὴ δὲν ἀμφιβάλλει: ῾Η γενναία πράξη ἔχει ἀποτυπωμένη τὴν ταυ τότητά της στὸν τρόπο της. Η ἔρευνα ἄλλωστε ποὺ θὰ γίνει στὸ βυθό τοῦ ὅρμου ἀμέσως τὴν ἐπόμενη ἡμέρα, θὰ φέρει στὸ φῶς τὸ τσακισμένο ἐπισκεπτήριο τοῦ δολοφόνου: Κομμάτια ἀπὸ τὶς τορπίλλες, μὲ πάνω ἀριθμὸ μητρώου καὶ στοιχεῖα Ιταλικά.

Κι᾿ ὅμως; ἂν καὶ ἀμφιβολία δὲν χωράει, ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἀποφασίζει νὰ μὴ μιλήσει, νὰ μὴ φανερώσει τὴν ἀλήθεια, γιὰ ν᾿ ἀποφύγει κάθε προστριβή. Σὲ ἀνακοινωθέν της δηλώνει πὼς δὲν κατόρθωσε νὰ ἐξακριβώσει τὴν ἐθνικότητα τοῦ ὑποβρυχίου ποὺ χτύπησε τὴν «Ελλη». Μόνο στις 30 Οκτωβρίου, ἀφοῦ πιὰ θὰ ἔχει ἀρχίσει ὁ πόλεμος, ἡ κυβέρνηση θὰ κάμει γνωστὴ τὴν ἀλήθεια. ῎Αν ὅμως ἡ ἐπίσημη Ελλάδα σωπαίνει, δὲν ξεγελιέται ἡ κοινὴ Γνώμη, ἐγχώρια καὶ ξένη. ῾Ο παγκόσμιος Τύπος στιγματίζει τὴν πράξη. Ο θόρυβος ποὺ ξεσηκώνεται διεθνῶς εἶναι τόσος ποὺ οἱ Ιταλοὶ δειλιάζουν, τὰ χάνουν, ἀγωνίζονται νὰ φανοῦν ἀνύποπτοι κι᾿ ἀθῶοι. Σοφίζονται καὶ νὰ ἐνοχοποιήσουν τὴν ᾿Αγγλία, ποὺ ἔχει τάχα συμφέρον ν᾿ ἀναστατωθοῦν τὰ Βαλκάνια. ᾿Ακόμα καὶ ὁ Τσιάνο, στὸ ῾Ημερολόγιό του, χωρὶς ν’ ἀναιρεῖ τὴν ἀλήθεια, δοκιμάζει νὰ ρίξει τὴν εὐθύνη γιὰ τὸ ἀνοσιούργημα στὸν Γενικὸ Διοικητὴ τῆς Δωδεκαννήσου Ντὲ Βέκι, «αὐτὸν τὸν μέθυσο» – ὅπως γράφει. Ὅμως ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ἡ ἑλληνικὴ συνείδηση ἔχει διαφωτιστεῖ ἀρκετά, εἰδοποιήθηκε. Ἡ ἱερόσυλη πράξη ποὺ ἐγκαινίασε συμβολικὰ τὴν ἐπίθεση κατὰ τῶν Ἑλλήνων στὸ νησὶ τῆς Θεοτόκου, θὰ κατασταλάξει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, θὰ τὴ βοηθήσει νὰ ὡριμάσει γοργὰ μέσα στοὺς δυόμιση μῆνες ποὺ θ᾽ ἀκολουθήσουν καὶ θὰ χρωματίσει μὲ ἱερότητα τὸν ἀγῶνα ποὺ προετοιμάζεται. Τὸ εἶχε νιώσει ἄραγε, ἢ ἀργότερα μόνο τὸ κατάλαβε ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ιταλίας Γκράτσι, ποὺ θὰ γράψει μιὰ μέρα στ᾿ ἀπομνημονεύματά του : « Τὸ ἔγκλημα τῆς Τήνου εἶχε γι᾿ ἀποτέλεσμα, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἔκαμε τὸ θαῦμα, νὰ δημιουργηθεῖ σ᾽ ὅλη τὴν Ἑλλάδα μιὰ ἀπόλυτη ἑνότητα ψυχῶν. Μοναρχικοὶ καὶ βενιζελικοί, ὁπαδοὶ καὶ ἀντίπαλοι τῆς 4ης Αὐγούστου, πείστηκαν πὼς ἕνα μόνον ἀδυσώπητο ἐχθρὸ εἶχε ἡ ῾Ελλάδα: τὴν Ιταλία. Καὶ πὼς ἂν δὲν γινόταν ν’ ἀποφευχθεῖ μιὰ σύγκρουση μὲ τὴν Ιταλία, θὰ εἶταν προτιμότερο ν᾿ ἀντιμετωπισθεῖ ὁ ἐχθρὸς μὲ ἀνδρισμό, παρὰ νὰ ὑποχωρήσει τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος μπροστὰ σ᾽ ἕναν ἐχθρὸ ποὺ δὲν δίσταζε νὰ μεταχειρίζεται τέτοια μέσα».

Μεταξάς – Γκρατσι

Τὴν ἴδια ἡμέρᾳ τοῦ τορπιλλισμοῦ τῆς «Ελλης», στὶς 6 τ᾽ ἀπόγεμα, δύο Ιταλικὰ βομβαρδιστικὰ ἀεροπλάνα ἔρριξαν βόμβες χωρὶς ἀποτέλεσμα πάνε στὸ ἀτμόπλοιο «Φρίντων», ποὺ βρισκόταν στὸ Μάλι τῆς Κρήτης. Εἶταν φανερὸ πὼς ἡ Ἰταλία ἀδιαφοροῦσε πιὰ γιὰ τὰ μέσα. Ο πρεσβευτής της δεν γελιέται στὸ χαρακτηρισμό.

Καὶ ὁ Χίτλερ ; Εἶταν σύμφωνος ἄραγε σ᾿ ὅλ᾽ αὐτά; Ξέρουμε σήμερα πὼς ὄχι — ἀλλὰ γιὰ λόγους πολύ διαφορετικοὺς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ὑποθέσει τότε μερικοὶ ρωμαντικοὶ Ἕλληνες. Δὲν εἶταν σύμφωνος ὁ Χίτλερ γιατί, από τον καιρὸ τῶν συσκέψεων στὸ Ὄμπερζάλτσμπουργκ, μέσα στὸν ἕνα χρόνο ποὺ εἶχε μεσολαβήσει, τὰ πράγματα είχαν πάρει διαφορετική τροπή. Η ἑλληνοϊταλικὴ ρήξη, θὰ εἶχε ἀντίχτυπο εὐρύτερο στὴν πολεμικὴ πολιτική του Αξονος. Η Γερμανία ήθελε κάθε προσπάθεια νὰ συγκεντρωθεῖ κατὰ Μεγάλης Βρεταννίας, ποὺ δὲν εἶχε πέσει. Ἔπειτα, ὁ Χίτλερ, εἶχε τὰ δικά σχέδια γιὰ τὴν Ἑλλάδα: Λογάριαζε νὰ τὴν ἐκβιάσει διπλωματικῶς ἢ νὰ ἐπιτεθεῖ πρῶτα κατὰ τῆς Κρήτης τὸν ἴδιο ἐκεῖνο χειμῶνα τοῦ 1940. Τὸ γράφει σ’ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Μουσολίνι. Ἡ ἐκκαθάριση τῶν Βαλκανίων άλλωστε τοῦ εἴταν ἀναγκαία, γιὰ ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ πλευροκοπηθεῖ ὅταν θὰ ἐπιχειροῦσε τὴν ἐκστρατεία ποὺ κιόλας λογάριαζε κατὰ τῆς Ρωσίας. Δεν τὸν συνέφερε μὲ κανένα τρόπο ν᾿ ἀφήσει στὸ Νότο μιὰ δυνατότητα νὰ τοῦ ανοιχτεῖ βαλκανικὸ μέτωπο, ὅπως στὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ὁ Μουσολίνι, ἀπεναντίας, ἤθελε νὰ προλάβει. Τοῦ χρειαζόταν κι’ αυτουνοῦ, γιὰ λόγους γοήτρου, μιὰ ἐντυπωσιακὴ νίκη, ὅπως οἱ πρόσφατες – γερμανικές. Αἴσθημα κατωτερότητος ἀπέναντι στὸ συνεταῖρο του εἶχε ἀρχίσει νὰ τὸν κατατρύχει. Ο σύνδεσμος τῶν δύο δικτατόρων εἶταν λυκοφιλία. Στ ἀνώτερο Αρχηγὸ τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου του στρατηγὸ Μπαντόλιο, θὰ πει ο Μουσολίνι τὸν Νοέμβριο: «Μᾶς εἰδοποίησαν ἐμᾶς οἱ Γερμανοὶ ὅταν χτύπησαν τὴ Νορβηγία, ἢ γι᾽ ἄλλες τους ἐπιχειρήσεις; Μᾶς ἀγνόησαν ἐντελῶς. Τώρα κι’ ἐγὼ τοὺς πληρώνω μὲ τὸ ἴδιο νόμισμα». ᾿

Εντούτοις θὰ βρεθεῖ στὴν ἀνάγκη, ὕστερα ἀπὸ πίεση τοῦ Γερμανού ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν Ρίμπεντροπ καὶ διάβημα τοῦ Στρατιωτικοῦ ακολούθου τῆς γερμανικῆς πρεσβείας στὴ Ρώμη, ν᾿ ἀναβάλει τὴν εἰσβολή στὴν Ἑλλάδα. Λογάριαζε νὰ τὴν κάνει ἀμέσως μετὰ τὸν τορπιλλισμὸ τῆς «Ελλης». Στὸ στρατηγὸ Βισκόντι Πράσχα, διοικητὴ τῶν ἰταλικῶν στρατευμάτ στὴν ᾿Αλβανία, θὰ σταλοῦν ἄλλες ὁδηγίες τώρα. Τὸ σχέδιο ὁριστικῆς καὶ τῆς Ἑλλάδος ἐπιθέσεως ὁ Πράσκα ἀρχίζει νὰ τὸ συντάσσει τὸ Σεπτέμβριο. Εἶναι τὸ περίφημο «Emmergenza G.», κατὰ τὴ συνθηματική του ὀνομασία. Προβλέπει ταυτόχρονη ἐπίθεση κατὰ τῆς ἑλληνικῆς Ηπείρου κι᾿ ἀποβάσεις στὴν Κέρκυρα, στὴν Κεφαλληνία καὶ στὴ Ζάκυνθο. Τέλος Σεπτεμβρίο τὸ σχέδιο στέλνεται στὴ Ρώμη γιὰ ἔγκριση ἀπὸ τὸ Γενικὸ ᾿Επιτελεῖο. Για τὴν προετοιμασία τῆς ἐφαρμογῆς του, εἶχαν ἀρχίσει κιόλας μετακινήσεις δυνάμεων ἀπὸ τὴ γιουγκοσλαβικὴ στὴν ἑλληνικὴ μεθόριο, ἐνῶ ἐνισχύσεις στέλνονταν ἀπὸ τὴν Ιταλία. Ως τὶς ἀρχὲς Οκτωβρίου, θὰ ἔχουν μεταφερθεί στ ᾿Αλβανία ἄλλοι 30.000 άνδρες, τάνκς, πυρομαχικά. Τὴν παραμονὴ τῆς εἰσβολῆς, τὸ σύνολο τῶν ἰταλικῶν δυνάμεων στὴν ᾿Αλβανία θὰ φτάνει τὶς 100.000 άνδρες.

Ωστόσο ἡ γενικὴ ἀτμόσφαιρα εἶχε ἀρχίσει πάλι νὰ βαραίνε πολύ. Στις 27 Σεπτεμβρίου ὑπογράφεται τὸ τριμερὲς Σύμφωνο Γερμανίας, Ιταλίας καὶ Ιαπωνίας, ἐνῶ στὶς 4 Οκτωβρίου, οἱ δύο δικτάτορες καὶ οἱ ὑπουργοί τους τῶν Ἐξωτερικῶν συναντιῶνται στὸ Μπρέννερ, χωριὸ τῶν Ιταλογερμανικῶν τώρα συνόρων – μετὰ τὸ «ἄνσλους» – όπου καὶ συζητεῖται ἀναλυτικὰ ἡ ὑπόθεση τῆς Ἑλλάδος. Ξαφνικά, στις 7 Οκτωβρίου, ὁ Μουσολίνι μαθαίνει ὅτι τὰ γερμανικὰ στρατεύματα κατέλαβαν τὴ Ρουμανία. Πρόσχημα: νὰ προστατέψουν τις πετρελαιοπηγές της ἀπὸ τοὺς ῎Αγγλους. Ἡ ἀγανάκτησή του ξεσπάζει: «Ὁ Χίτλερ – λέει στὸν Τσιάνο – μὲ φέρνει πάντοτε μπροστὰ σὲ τετελεσμένα γεγονότα. Θὰ τὸν πληρώσω μὲ τὸ ἴδιο νόμισμα. ᾿Απὸ τὶς ἐφημερίδες θὰ τὸ μάθει πὼς κατέλαβα τὴν Ἑλλάδα». Ἡ ἀπόφαση εἶχε παρθεῖ ἀπὸ καιρό· δὲν ἀπέμενε παρὰ νὰ ὁρίσει καὶ τὴν ἡμέρα. Αὐτὸ θὰ γίνει στις 14 0κτωβρίου. Τὴν ἴδια στιγμή, καλεῖται στὴ Ρώμη ὁ στρατηγός Πράσκα: Η ἐγκριτικὴ διαταγὴ τοῦ σχεδίου του ἐπιθέσεως εἶναι έτοιμη. Τὸ πρωί τῆς 15ης Οκτωβρίου, στις 11 ἡ ὥρα, είχε συγκληθεῖ τὸ μεγάλο Πολεμικό Συμβούλιο στὸ Παλάτσο Βενέτσια. Ἡ σύσκεψη θα γινόταν στὰ ἰδιαίτερο γραφεῖο τοῦ Μουσολίνι. Μετέχουν οἱ κεφαλὲς τῆς ἰταλικῆς στρατιωτικῆς ἡγεσίας: Είναι ὁ στρατάρχης Μπαντόλιο ἀνώτατος ἀρχηγὸς τοῦ Γενικοῦ ᾿Επιτελείου, ὁ στρατηγὸς Ροίτα ὑπαρχηγός του, ὁ στρατηγὸς Βισκόντι Πράσκα, ὁ τοποτηρητὴς τῆς κυβερνήσεως στὰ Τίρανα Τζακομίνι, ὁ ὑπουργὸς τῶν Εξωτερικῶν κόμης Τσιάνο, ὁ ὑφυπουργὸς τῶν Στρατιωτικῶν στρατηγὸς Σοντοῦ, ὁ ναύαρχος Καβανιάρι ἀρχηγὸς τοῦ Ναυτικοῦ ᾿Επιτελείου, ὁ στρατηγὸς Πρίκολο ἀρχηγὸς τοῦ ᾿Επιτελείου ᾿Αεροπορίας. Συνεδρίαση ἱστορική, γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ἀποτυπώνεται σὲ στενογραφημένα πρακτικά. Τὸν λόγο παίρνει πρῶτος φυσικὰ ὁ Μουσολίνι, ποὺ μπαίνει κατ᾽ εὐθεῖαν στὸ θέμα:«Σκοπός μας νὰ καθορίσωμεν τὰς λεπτομερείας μιᾶς ἐπιθέσεως ποὺ ἀπεφάσισα ἀπὸ πολλοῦ νὰ ἐξαπολύσω κατὰ τῆς Ἑλλάδος».

Ἐδῶ δὲν ὑπάρχουν πιὰ περιστροφὲς καὶ προσχήματα : βρισκόμαστε στὸ ἄντρο τοῦ θηρίου. Μιὰ χώρα ἀπὸ 45 ἑκατομμύρια, πάνοπλη, ὀργανωμένη μὲ σύστημα σκληρό, ἀπεφάσισε νὰ συντρίψει ἕνα λαὸ ἀπὸ ἑφτάμιση ἑκατομμύρια ψυχές, που φράζει τὸ δρόμο στὴν ἐξαπολυμένη μεγαλομανία της. Στὴ σύσκέψη τοῦ Παλάτσο Βενέτσια, ὁ Μουσολίνι καθόριζε ἀμέσως ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἐπιθέσεως: Θὰ εἶταν ἡ 26 Οκτωβρίου, «δίχως οὔτε μιᾶς ὥρας ἀναβολή». Καὶ προσέθεσε ὁ Ντοῦτσε: «῾Η ἐπιχείρησις αὐτὴ ἔχει ὡριμάσει ἀπὸ πολλοῦ εἰς τὴν σκέψιν μου καὶ τὴν ἀπεφάσισα πολὺ πρὶν ἢ λάβωμεν μέρος εἰς τὸν παρόντα πόλεμον». Εξηγοῦσε ὅτι δὲν προέβλεπε περιπλοκὲς ἀπὸ μέρος τῆς Γιουγκοσλαβίας καὶ τῆς Τουρκίας, ὅτι ἡ Ρουμανία εἶταν πιὰ ὑπὸ γερμανική κατοχή, στὴ δὲ Βουλγαρία προσφέρεται τώρα ἡ εὐκαιρία νὰ πραγματοποιήσει τὶς βλέψεις της γιὰ τὴ Μακεδονία.

Ο Τζακομίνι, ποὺ τοῦ ζήτησαν νὰ ἐκθέσει πρῶτος τὶς ἀπόψεις του, εἶπε ὅτι στὴν ᾿Αλβανία «ἡ ἐπιχείρησις ἀναμένεται ἀνυπομόνως». Ὅτι ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν ᾽Αλβανῶν εἶναι τόσος ὥστε, τὸν τελευταίο καιρό, παρατηρεῖ ται κάποια ἀπογοήτευση ποὺ ἀργεῖ νὰ ἐκδηλωθεῖ ἡ ἐνέργεια κατὰ τῆς Ἑλλάδος. Σ᾿ ἐρώτημα τοῦ Μουσολίνι πῶς εἶναι τὰ πνεύματα στὴν ῾Ελλάδα, ο Τζακομίνι ἀποκρίθηκε: «Φαίνεται πως οἱ Ἕλληνες ἔχουν χάσει τὸ ἠθικό τους».

Μίλησε ὕστερα ὁ Πράσκα. Δήλωσε πὼς ἡ ἐκστρατεία ἐμφανίζεται μὲ τοὺς καλλίτερους οἰωνούς. Ὅτι ἔχει προετοιμαστεῖ καὶ μελετηθεῖ ὡς τὴν τελευταία λεπτομέρεια. «Εἶναι τελεία ἐν τῇ μέτρῳ τοῦ ἀνθρωπίνως δυνατοῦ», εἶπε. «Ὅσο γιὰ τὸ ἠθικὸ τῶν Ιταλικῶν στρατευμάτων, εἶναι ὑπέροχο και ὁ ἐνθουσιασμός τους έχει φτάσει στὸ μάξιμουμ». «Τὰ μόνα κρούσματα ἀπειθαρχίας ποὺ συνήντησα — ἐξηγοῦσε μὲ αὐταρέσκεια ὁ Πράσκα εἶναι ἡ ἀσυγκράτητη ἐπιθυμία τῶν ἀξιωματικῶν, ποὺ φλέγονται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ πολεμήσουν».

Σ’ ἐρώτηση τοῦ Μουσολίνι γιὰ τὴν ἀναλογία τῶν δυνάμεων, ὁ ἀρχιστράτηγος τῆς ᾿Αλβανίας δήλωσε πὼς ἔχουν ὑπεροχὴ ἀπέναντι στοὺς ῞Ελληνες 2 πρὸς 1. « —Γνωρίζομεν ποῖον εἶναι τὸ ἠθικὸν τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν ;» ρωτάει ὁ Μουσολίνι. Ο Πράσκα : « Δὲν θὰ πολεμήσουν μ᾿ εὐχαρίστησιν ». Τὸ Συμβούλιο ὕστερα, κατὰ προτροπὴ τοῦ Μουσολίνι, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἀναζήτηση ἀφορμῆς γιὰ τὴν ἐπίθεση. Προσφέρθηκε ὁ Τσιάνο νὰ τὴ δημιουργήσει. Ο Μουσολίνι τὴν ἤθελε γιὰ τὶς 24 Οκτωβρίου, δύο ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν εἰσβολή. «Εἰς τὰς 24 θὰ δημιουργηθεῖ», βεβαίωσε ὁ κόμης. Θὰ εἶναι τὰ δῆθεν ἐπεισόδια στοὺς ῾Αγίους Σαράντα καὶ τὴν Καπέτιστα, ποὺ θὰ χρησιμοποιηθοῦν, πραγματικά, σὰν πρόσχημα γιὰ τὴν ἐπίθεση.

Συνετώτερος κάπως ἀπὸ τοὺς προλαλήσαντες, εἶχε φανεῖ ὁ Μπαντόλιο. Συνέστησε νὰ συνδυασθεῖ ἡ εἰσβολὴ στὴν ῾Ελλάδα μ᾿ ἐνέργεια στὴν Αἴγυπτο, πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς Μάρσα Ματρούχ. Κατὰ τὴ γνώμη του, χρειάζονταν εἴκοσι μεραρχίες στὴν ᾿Αλβανία καὶ διάστημα τριῶν μηνῶν γιὰ τὴ συγκέντρωση τῶν δυνάμεων. ᾿Αλλὰ ὁ Μουσολίνι εἴταν πιὰ ἀσυγκράτητος. Ὕστερα ἀπὸ συζήτηση πάνω σὲ εἰδικὰ σημεῖα : τὴν ὀργάνωση ἀλβανικῶν συμμοριῶν, τὸν ἐξοπλισμό τους, κλπ. ἔκλεισε τὴ συνεδρίαση στὶς δωδεκάμιση τὸ μεσημέρι μὲ τ᾿ ἀκόλουθα λόγια: «Ας ἀνακεφαλαιώσωμεν : ᾿Επίθεσις εἰς τὴν Ηπειρον. Παρακολούθησις καὶ πίεσις ἐπὶ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὡς δευτέρα φάσις, πορεία πρὸς τὰς ᾿Αθήνας.» . Ο Γκράτσι θὰ ἐξηγήσει μιὰ μέρα στ᾿ απομνημονεύματά του πὼς «τὴν ἐκστρατεία κατὰ τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὑπεύθυνοι κύκλοι τῆς Ρώμης τὴν θεωροῦσαν ἕνα εἶδος στρατιωτικὸ περίπατο καὶ τίποτ’ άλλο».

Μιὰ μικρὴ ἀπογοήτευση γιὰ τὸν Μουσολίνι θὰ εἶναι ὁ Βόρις τῆς Βουλγαρίας. Στὴν ἰδιόχειρη ἐπιστολὴ ποὺ θὰ τοῦ στείλει ὁ Ντοῦτσε μὲ τὴν παρακίνήση νὰ μετάσχει κι’ αὐτὸς στὸ εὐγενὲς ἐγχείρημα, ὁ Βόρις θ᾽ ἀπαντήσει ὅτι τὰ ὠφελήματα δὲν τοῦ φαίνονται τέτοια ποὺ νὰ τοῦ ἐπιτρέπουν ν᾿ ἀναλάβει τὴ σχετικὴ εὐθύνη ἀπέναντι στὴ χώρα του. «Φοβᾶται τοὺς Τούρκους προπαντός», σημειώνει στὸ Ημερολόγιό του & Τσιάνο. Ο Μουσολίνι ὅμως, διαβάζοντας τὴν ἀπάντηση ποὺ τοῦ εἶχε φέρει ὁ Ανφοῦζο ἀπὸ τὴ Σόφια, εἶχε ξεσπάσει : «Βασιλεῖς χωρίς καρδιὰ δὲν θὰ πετύχουν ποτὲ τίποτα.” Η πορεία τοῦ Πράσκα θὰ εἶναι ραγδαία καὶ θ’ ἀναγκάσει τὶς ἑλληνικὲς δυνάμεις τοῦ Βόρειου τομέως ν᾿ ἀποσυρθοῦν πρὸς τὴν ᾿Αθήνα, ἂν δὲν τὶς διαλύσουμε πρὶν ἐντελῶς κι᾿ ἀναγκαστεῖ ὁ καθένας τους νὰ πάει στὸ χωριό του”

Η ἡμερομηνία τῆς εἰσβολῆς, ὕστερα ἀπὸ ἐπιμονὴ τοῦ Γεν. Επιτελείου, θ᾽ ἀναβληθεῖ ἀπὸ τὶς 26 στὶς 28 Οκτωβρίου. Στὶς 27, ὅλα τὰ ὁπλιταγωγὰ τὰ συγκεντρωμένα στὸ Μπρίντιζι καὶ στὸν Τάραντα μὲ τὴ μεραρχία «Μπάρι», γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Κέρκυρας, ἀναγκάζονται ἀπὸ τὴν κακοκαιρία ν᾿ ἀναβάλουν τὸ ξεκίνημά τους γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Θὰ τὸ ἀναβάλουν γιὰ πάντα τὴν 1η Νοεμβρίου, ὕστερα ἀπὸ τὰ πρῶτα νέα τοῦ μετώπου : ῾Η ἀπροσδόκητη γιὰ τοὺς Ιταλούς, ἡ ἀπειλητική, ἀντίσταση τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων προκαλύψεως, ἀνάγκαζε τὸ ἰταλικὸ Γενικὸ ᾿Επιτελεῖο ν᾿ ἀποφανθεῖ πὼς ἡ μεραρχία Μπάρι χρειαζόταν τώρα «ἀπαραιτήτως» στὴν ᾿Αλβανία, νὰ ἐνισχύσει τὸν Πράσκα. Τὰ νησιὰ τοῦ Ἰονίου εἶχαν σωθεῖ.

Η ἐσωτερικὴ ἄλλωστε κατάσταση στὸ ἰταλικὸ Γενικὸ ᾿Επιτελεῖο κάθε ἄλλο παρὰ ἁρμονικὴ εἴταν. Ὁ Μπαντόλιο, ἂν καὶ δίχως σθένος ἀπέναντι στὸν Μουσολίνι, εἴταν ἀπαισιόδοξος γιὰ τὴν εἰσβολὴ στὴν Ἑλλάδα. Οἱ τρεῖς ἀρχηγοὶ τοῦ Γενικοῦ ᾿Επιτελείου εἶχαν κηρυχτεῖ ἀντίθετοι. Ὁ Ροάτα καταδολιευόταν τὸν Πράσκα. Ο Τζακομίνι εἶχε καταχραστεῖ μεγάλα ποσὰ προορισμένα γιὰ τὴν ἐξαγορὰ συνειδήσεων στὴν ᾿Αλβανία. Φῆμες θολὲς κι᾿ ἀνεξακρίβωτες κυκλοφοροῦσαν στοὺς ἐπίσημους διαδρόμους, παρασκηνιακὰ διαβήματα γίνονταν δίχως ἀποτέλεσμα ἀπὸ τοὺς στρατηγούς, ὁ ἕνας κρυβόταν ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ γενικὰ ἐπικρατοῦσε μιὰ ἀτμόσφαιρα χαμιτικὴ – ἡ μοῖρα τῶν ὁλοκληρωτισμῶν.

Ωστόσο, στις 22 Οκτωβρίου, στὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ρώμης, ὁ Τσιάνο ἀρχίζει νὰ συντάσσει τὸ περιλάλητο τελεσίγραφο, ποὺ προορίζεται νὰ ἐπιδοθεῖ στὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση τὴ νύχτα τῆς 27ης πρὸς τὴν 28η. «Φυσικὰ – σημειώνει στὸ ‘Ημερολόγιό του ὁ ἴδιος – πρόκειται γιὰ ἐπίσημο ἔγγραφα ποὺ δὲν ἀφήνει διέξοδο : ἢ ἀποδοχὴ τῆς κατοχῆς ἢ ἐκτέλεσι τῆς ἐναντίον τους ἐπιθέσεως». Λαμπρὰ πληροφορημένος ὁ πρεσβευτὴς τῆ ῾Ελλάδος στὴ Ρώμη, τηλεγραφοῦσε στις 23 Οκτωβρίου στὴν κυβέρνηση ὅτι κατὰ πληροφορίες στρατιωτικῆς πηγῆς, ἡ ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος ἐνέργεια ἔχει προσδιορισθεῖ γιὰ τὶς 25 ἕως 28 Οκτωβρίου. Στὸ μεταξύ, ὁ πρέσβυς Γκράτσι ἔπαιζε στὴν Αθήνα τὸ τελευταῖο καὶ γραφικώτερο μέρος τοῦ ρόλου του : Μὲ τὴν εὐκαιρία ποὺ τὸ Ἐθνικὸ Θέατρο θ᾽ ἀνέβαζε στὴν ᾿Αθήνα, μετὰ τὴ Θεσσαλονίκη, τὸ μελόδραμα τοῦ Τζάκομο Πουτσίνι «Μαντὰμ Μπατερ- φλάϋ», δεύτερο κατὰ σειρὰ ἔργο τῆς ἀρτισύστασης Λυρικῆς του Σκηνῆς, ὁ Ἰταλὸς πρεσβευτὴς εἶχε προτείνει νὰ κληθεῖ ὁ γιὸς τοῦ διάσημου συνθέτη νὰ παρακολουθήσει τὴν πρώτη ἐπίσημη παράσταση. Θὰ εἴταν μιὰ εὐκαιρία ν᾿ ἀναθερμανθοῦν οἱ σχέσεις τῶν δύο λαῶν στὸ καλλιτεχνικὸ καὶ στὸ κοινωνικὸ ἐπίπεδο, γιατὶ ἡ ἰταλικὴ πρεσβεία θὰ ἔδινε τὴν ἑπομένη μιὰ δεξίωση, ὅπου θὰ καλοῦσε ὅλη τὴ γνωστὴ ἀθηναϊκὴ κοινωνία. «Θὰ ἦτο μεγίστη τιμὴ» ἂν στὴ δεξίωση αὐτὴ δεχόταν νὰ προσέλθει ὁ πρωθυπουργός. Ο Ιωάννης Μεταξᾶς συμφώνησε, ἴσως γιὰ νὰ ἐξαντλήσει ἔτσι ὅλες τὶς δυνατότητες. «Ἔστω—εἶπε—. ῎Ας ἔλθει ὁ κύριος Πουτσίνι. “Ας δοθεῖ ἡ ἑορτή. Αλλὰ νά ξέρει ὁ κ. Γκράτσι ὅτι ἐγὼ δὲν θὰ παραστῶ. Οὔτε ἡ Κυβέρνησις». Κι᾿ ἐξηγοῦσε ὑπὸ ποιὲς συνθήκας θὰ μποροῦσαν, ἂν ἡ Ἰταλία τὸ ἤθελε πραγματικά, ν᾿ ἀποκατασταθοῦν οἱ σχέσεις.

Αφίσα για την παρουσίαση του έργου του Πουτσίνι

Ὁ ᾿Αντώνιος Πουτσίνι, συνοδευμένος ἀπὸ τὴ γυναίκα του, ἦρθε. Στὸ σταθμὸ Λαρίσης τὸν ὑποδέχτηκε ἡ διοίκηση τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου κι᾿ ἀνώτερα στελέχη του. Η παράσταση τῆς «Μαντὰμ Μπατερφλάϋ» δόθηκε στις 25 Οκτωβρίου μὲ πολλὴ ἐπισημότητα κι’ ἐπιτυχία, παρὰ τὸ γενικὸ κλῖμα, τὸ ψυχολογικὰ ἀπρόσφορο ὕστερα ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ εἶχαν προηγηθεί. Η δεξίωση στὴν Ιταλικὴ πρεσβεία ἔγινε τὴ νύχτα τῆς 26ης πρὸς 27η Οκτωβρίου. Πάνω στὸ μεγάλο τραπέζι, είχαν τοποθετηθεῖ μικρὲς σημαῖες τῶν δύο ἐθνῶν· τὴν ἴδια ὅμως ὥρα, πίσω ἀπὸ τοὺς σκοτεινοὺς διαδρόμους τῆς πρεσβείας, μέσα στὰ γραφεῖα της, οἱ δύο γραμματεῖς ἀποκρυπτογραφοῦσαν τὸ τελεσίγραφο πρὸς τὴν ῾Ελλάδα, ποὺ ἔφτανε κατὰ δόσεις, μὲ τρόπο πρωθύστερο, σὲ τέσσερα μακροσκελῆ τηλεγραφήματα. Ο Γκράτσι, εἰδοποιημένος νὰ τὸ περιμένει μὲ προηγούμενο τηλεγράφημα, ἀπὸ τὸ πρωΐ, εἴταν νευρικός, ἀνήσυχος. Πολλαπλασίαζε τις περιποιήσεις του στους καλεσμένους του, σερβίριζε μόνος του τὶς κυρίες, στιγμὲς – στιγμές όμως στεκόταν σὰν ἀπορροφημένος σὲ σκέψεις καὶ εἶχε τότε βλέμματα ἀκατανόητα γιὰ τοὺς ἐκεῖ ‘Ελληνες. Νόμιζε πως ἡ εἰσβολὴ θ᾽ ἄρχιζε τὴν ἴδια ἐκείνη νύχτα, πὼς θ᾽ ἀναγκαζόταν νὰ διακόψει τὴ δεξίωση του. Μόνον ἀφοῦ πιά, στὶς πρωϊνὲς ὧρες, ἔφυγαν καὶ οἱ τελευταῖοι καλεσμένοι καὶ τὰ τηλεγραφήματα μπήκανε στὴν κανονική τους σειρά, μόνο τότε πληροφορήθηκε πὼς ἡ ἐπίθεση θὰ γινόταν τὰ χαράματα τῆς 28ης Οκτωβρίου. Τὸ τελεσίγραφο αὐτὸ ἔπρεπε νὰ τὸ ἐπιδώσει, στὸν Ελληνα πρωθυπουργὸ δίχως προειδοποίηση στὶς 3 τὸ πρωΐ…


ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

«Το βιβλίο αυτό εδώ προβάλλει αξιώσεις στην αυστηρότερη ιστορική αλήθεια, όχι όμως και στην ιστορική πληρότητα. Δεν είναι σύνθεση επιστημονική. Γραμμένο εξάλλου από άνθρωπο που είχε την τύχη να αναπνεύσει τον τραγικό αέρα του μετώπου, αποκρούει με περιφρόνηση κάθε βέβηλη φαντασία, κάθε αδιάκριτη ανάμιξη του μυθιστορηματικού. Η εκστρατεία του 1940-41 είναι από μόνη της πολύ πλούσια σε περιεχόμενο για να χρειάζεται τη συμπλήρωση της σκηνοθεσίας. Ωστόσο, αυτή η εκστρατεία, που όλοι τη λένε “το Έπος”, έχει τούτο το παράδοξο: πως είναι ένα έπος άγνωστο θέλω να πω άγνωστο στις ζεστές του πτυχές, στην ανθρώπινη ουσία του. Φαινόμενο ψυχολογικό και ιστορικό απροσδόκητο, δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, αδικήθηκε από τα μετέπειτα γεγονότα, την πλησμονή των βιωμάτων: η Κατοχή, η Αντίσταση, το Κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα ενός νέου κόσμου, του κόσμου της πυρηνικής εποχής, ήρθαν να κατακαλύψουν τη στιγμή της Αλβανίας. Το κεφάλαιο τούτο της ελληνικής ιστορίας, ένα από τα πιο σημαντικά, κλείστηκε και τοποθετήθηκε στο αρχείο προτού μνημειωθεί. Όχι πως δεν υπάρχουν ιστορίες του ελληνοϊταλικού πολέμου: υπάρχουν, και αξιόλογες. Αλλά εκείνο που λείπει είναι ένα βιβλίο δίχως αξιώσεις, προσιτό στον μέσο αναγνώστη, τον ανειδίκευτο στα στρατιωτικά, στα διπλωματικά, και που διαβάζεται άνετα. Δεν ξέρω αν μπόρεσα να το δώσω. Πρέπει να πω ότι θέλησα να προλάβω προτού αποχωρήσει από τη ζωή η γενιά των μαχητών και χαθεί έτσι ανεπανόρθωτα η άχνα των ανθρώπων που έκαμαν την Ιστορία. Γιατί την Ιστορία τη συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία, που ο χρόνος τ’ αποχωρίζει: μια σειρά γεγονότα κι ένα άρωμα εποχής. Το πρώτο, τα γεγονότα, μπορείς να τ’ αποκαταστήσεις ακόμη κι ύστερα από αιώνες. Το δεύτερο όχι χάνεται, πετάει μαζί με τη στιγμή. Ακόμα κι εκείνοι που το ένιωσαν -όπως και όσο νιώθει κανένας το παρόν-, ακόμα κι αυτοί χάνουν την αίσθησή του όταν το πάρει ο άνεμος του χρόνου».
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)


ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Σημαντικός έλληνας πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Εντάσσεται στη λεγόμενη «γενιά του ‘30», που έφερε τον αέρα της ανανέωσης στα ελληνικά γράμματα.

Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου 1907 και ήταν γιος του δημάρχου της πόλης Δημητρίου Τερζάκη. Το 1915 μετακόμισε με την υπόλοιπη οικογένειά του στην Αθήνα, όταν ο πατέρας του εξελέγη βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων.

Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αναγορεύθηκε διδάκτορας σε πολύ νεαρή ηλικία και ακολούθησε καριέρα δικηγόρου, παράλληλα με την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία. Το 1931, με δύο συλλογές διηγημάτων στο ενεργητικό του και έχοντας στα σκαριά το πρώτο του μυθιστόρημα («Δεσμώτες», 1932), αποφάσισε να εγκαταλείψει τη δικηγορία και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία.

Το 1940 στρατεύεται και υπηρετεί στο Αλβανικό Μέτωπο. Παραμένει στη ζώνη του πυρός ως το τέλος του πολέμου. Το 1945 κυκλοφορεί το ιστορικό μυθιστόρημα «Πριγκιπέσα Ιζαμπώ», που θεωρείται το αρτιότερο πεζογράφημά του και ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ζωντανεύει την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο μέσα από τον έρωτα της φράγκισσας πριγκίπισσας Ιζαμπούς (κόρη του αυθέντη της Καλαμάτας Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου) και του έλληνα επαναστάτη Νικηφόρου Σγουρού
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/337

© SanSimera.gr


Το Βιβλίο “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941, Έκδοσεις ΓΕΣ (1964 & 1990). είχε διανεμηθεί στα στελέχη του ΓΕΣ. Ολόκληρο το Βιβλίο είναι αναρτημένο στην Ηλεκτρονική μας Βιβλιοθήκη (εδώ)

ΕΝΑΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΖΙΚΟΥ  ΘΥΜΑΤΑΙ

  • 2022.11.13
  • Κ. Δ. Γαρδίκα  Ομότ. Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών Υπιάτρου, (το 1940) 

Ο Καθηγητής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Δ. Γαρδίκας (1913-2003). Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, με καταγωγή από τα Λαγκάδια Γορτυνίας, ο Κ. Δ. Γαρδίκας σπούδασε στην Ιατρική Σχολής Αθηνών, απ’ όπου απεφοίτησε το 1935, και αναγορεύτηκε Διδάκτωρ το 1942. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, όπου αναγορεύθηκε Master of Science (1947) και Doctor of Philosophy (1949). Υπηρέτησε ως νοσοκομειακός γιατρός στον «Ευαγγελισμό» από το 1939 έως το 1981, με εξαίρεση τις περιόδους του Ελληνοϊταλικού Πολέμου και των σπουδών του στη Βρετανία . Διευθυντής της Παθολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» από το 1955, Καθηγητής Προπαιδευτικής Παθολογίας και Ειδικής Νοσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας από το 1968, συνδύασε την κλινική παθολογία με τη συνεχή εκπαίδευση νέων γιατρών και φοιτητών. Διακρίθηκε επίσης στον τομέα της έρευνας, ιδρύοντας το 1969 πρότυπη ερευνητική Μονάδα στον «Ευαγγελισμό», ενώ θεωρείται ως ο εισηγητής στην Ελλάδα της αιματολογίας στην κλινική πράξη. (Πηγή Βιογραφικού  https://www.healthview.gr/)

Κ. Δ. Γαρδίκας

EΝΑΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΖΙΚΟΥ  ΘΥΜΑΤΑΙ *

ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ Ελλάδα της παρακμής, που ηδονιζόμαστε ακούγοντας τον Διονύση Σαββόπουλο  να μας αποκαλεί Έλληνες με το γνωστό χυδαίο πρόθεμα, το έπος του ’40 ηχεί σαν ένας απόμακρος  μύθος, η δε ανάμνησή του άσκοπη ενασχόληση. Και δίκαια αναρωτιόμαστε σαν τον ήρωα του Τεπελενιού: «Πως καταντήσαμε λοχία…».  Και έχουν περάσει 50 μόνο χρόνια…  

Εκείνο το πρωί δεν ξεχνιέται. Ξυπνήσαμε με τις σειρήνες και ρωτούσαμε γιατί. Από στόμα σε στόμα, μάθαμε ότι μας είχαν κηρύξει πόλεμο οι Ιταλοί. Αργότερα μαθεύτηκε ότι στις 3 το πρωί ο Γκράτσι είχε επιδώσει στο Μεταξά θρασύ τελεσίγραφο. Η μικρή Ελλάδα χωρίς δισταγμό απάντησε: ΟΧΙ! Είναι μαθημένη να λέει όχι. Η μοίρα καμιά φορά επιλέγει τους αδύνάτους της γης να αντιμετωπίζουν τους ισχυρούς. 

Το πρωί εκείνο, ισοδυναμούσε με αιώνα. Σε τέτοιες ώρες η έννοια του χρόνου καταργείται. Νέοι, γέροι, παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους σαν σε  ξέφρενο πανηγύρι. Μόνο τα γιορτινά τους δεν είχαν φορέσει. Και όλο  έλεγαν με ανακούφιση: Επί τέλους! Ολοι βέβαια ξέρουν τα δεινά του πολέμου. Κατόρθωσαν όμως να τα ξεχάσουν. Δεν γινόταν αλλιώς. Τον τελευταίο καιρό μας είχαν φερθεί πολύ πρόστυχα οι Ιταλοί, και με τον  άνανδρο τορπιλισμό της Ελλης, την ημέρα της Μεγαλόχαρης, είχε προστεθεί στην προστυχιά και η βλαστήμια.  

Κάτι που δίνει μοναδικότητα στο έπος του ’40 είναι ότι όλοι μπήκαν με  ενθουσιασμό στον αγώνα, χωρίς καμιά οργανωμένη ψυχολογική προετοιμασία, χωρίς πατριδοκάπηλους λόγους, χωρίς θούρια ή εμβατήρια, χωρίς  «Μαύρη είναι η νύχτα στα Βουνά κ.λπ.». Ο καθένας μας χωριστά, χωρίς  καμμιά συνεννόηση, καταλάβαμε ότι πρέπει να πούμε το ΟΧΙ χωρίς δισταγμό. Και το είπαμε.  

Μέσα στο γενικό εκείνο πανηγύρι, εγώ 27 χρονών γιατρός στον “Ευαγγελισμό”, βρήκα τη στρατιωτική στολή και το μπαουλάκι εκστρατείας που  τα είχα από την Σχολή Εφέδρων Σύρας καθώς και το στρατιωτικό μου απολυτήριο. Μετά, πετάχτηκα στον “Ευαγγελισμό” για κάτι εκκρεμότητες,  αποχαιρέτησα ένα θλιμμένο πρόσωπο και γύρισα σπίτι. Φόρεσα τη στολή  μου. Η μεγάλη στιγμή, ο αποχωρισμός των γονιών μου. Με τον πατέρα μου  δεν περίμενα δυσκολίες. Πολεμιστής του 1897 και εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους ήξερε τον αδυσώπητο Νόμο της ανάγκης. Αλλά με τη  μάνα μου όμως; Και τότε βρέθηκα μπροστά στο θαύμα. Η μάνα μου ευαίσθητο και εύθραυστο πλάσμα ήταν παροιμιώδης ως φοβιτσιάρα. Και  όμως…, αυτή που κάθε φορά που ο κανακάρης της πήγαινε καμιά διήμερη  εκδρομή κάπου κοντά, στη Βουλιαγμένη, να πούμε, ή στο Σούνιο, έκλαιγε  απαρηγόρητα, εκείνη τη στιγμή στύλωσε τα πόδια της, όρθωσε το αδύναμο  κορμί της και με φίλησε χωρίς ένα δάκρυ. Δεν υστερούσε σε τίποτε από τις  μανάδες της Σπάρτης του Τυρταίου:  

Αγετ’ω Σπάρτας Ευάνδρω

Κώροι πατέρων πολιστάν

……………….

Μη φειδόμενοι ζωάς

ου γαρ πάτριον τα Σπάρτας,

Δεν ήταν η μάνα μου μόνο που δεν έκλαψε. Αδάκρυτες οι γυναίκες αποχαιρετούσαν τους άνδρες τους, αδάκρυτες και οι κοπέλλες αποχαιρετούσαν τους καλούς τους. Και αυτές που ο δικός τους είχε καταφέρει να μη  πάει στο μέτωπο, νοιώθαν ταπεινωμένες και ντροπιασμένες.  

Η ιστορία αναφέρει μόνο τις ηρωίδες της Πίνδου και τις αδελφές νοσοκόμους. Και δίκαια βέβαια, αλλά και οι άλλες οι πολλές, περήφανες για  τον δικών τους στο μέτωπο, κλεισμένες μέσα, πιστές με πνιγμένο κάθε ερωτικό πόθο, πλέκαν κάλτσες, γράφαν γράμματα. – Αχ! αυτά τα γράμματα  που χιλιοδιαβάζονταν όταν έφθαναν- και περίμεναν. Αυτή ήταν η καθολική συμβολή των γυναικών στον αγώνα.  

11 η ώρα το πρωί, κατατάγηκα στα Παραπήγματα, υπίατρος ιατρός  Τάγματος του 1ου Συντάγματος Πεζικού. Και από κει.…….. 

Τι έκανες στο Μεγάλο Πόλεμο Μπαμπά; έγραφαν οι γνωστές αφίσες  του Kitchener στην Αγγλία στον 1ο Παγκόσμιο. Τι έκανες στον Πόλεμο Θανάση, ρωτάει αργότερα ο Θανάσης Βέγγος.  Και μένα τώρα όταν οι ξαγγονούλες μου, τις ώρες που λέμε παλιές ιστορίες με ρωτούν: Τι έκανες στον Πόλεμο Παππού; τους λέω: Χρυσά μου, ο  παππούς σας δεν ήταν ήρωας, Ιταλούς ούτε έπιασε, ούτε τους τρόμαξε  μόλις τον είδαν. Ενα βράδυ έφυγε με νηοπομπή από το Σκαραμαγκά. Στον  καθένα μας, δίναν ένα σωσίβιο. Στους κουτούς που ρωτούσαν γιατί, τους  λέγαν ξερά: Γι’ασκήσεις. Στη συνέχεια χίλιοι άνθρωποι, το Τάγμα, αρχίσαμε την πορεία. Εγώ με τον άλλον γιατρό πίσω από τη φάλαγγα, βοηθούσαμε αυτούς που από κούραση πέφταν. Περπατάγαμε, περπατάγαμε. Και  να βρέχει αδιάκοπα. Μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο. Αμίλητοι περπατάγαμε.  Μόνο τα πόδια μας δούλευαν. Τελικά φτάσαμε στη θρυλική Κορυτσά που  την είχαν από μέρες ελευθερώσει πραγματικά παληκάρια, πριν, από μας.  Η πόλη κόχλαζε από Ελληνισμό, Είδα από κοντά, τους Βορειοηπειρώτες  να κλαίνε σαν τα μικρά παιδιά. Παντού κυμάτιζε η κυανόλευκη στα σπίτια,  στα μαγαζιά, στις πλατείες. Και όμως πρόσφατα, Ελληνας, τέως Υπουργός,  τους αποκάλεσε Αλβανούς που μιλούν Ελληνικά! Καλά, όλες εκείνες οι γαλανόλευκες έχουν ξεχαστεί; Η ιστορική αμνησία ενός Εθνους είναι προμήνυμα ολέθρου του. Κακόμοιροι Βορειοηπειρώτες! Δύο φορές προδομένοι από τους ισχυρούς της Γης. Στα μαγαζιά ακούγαμε τη φωνή της θρυλικής Σοφίας Βέμπο. Την Βέμπο που την έχουμε σχεδόν ξεχάσει, γιατί  ίσως είμαστε μικροί για να τη θυμόμαστε: Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά, σας θυμόμαστε όλες… Την ακούγαμε  και κλαίγαμε και κλαίγοντας αντλούσαμε κουράγιο. Και σε διψασμένες νεανικές φαντασιώσεις, νοιώθαμε τα κορίτσια της Ελλάδος πλάι μας, σχεδόν  ερωτικά.  

Από την Κορυτσά, μέσα από κατσικομονοπάτια ανεβήκαμε σε πελώρια  βουνά. Ολα χιονισμένα. Η μια χιονοθύελλα μετά την άλλη. Τελικά φτάσαμε στον προορισμό μας, μια βουνοκορφή στο βουνό Τομόρι. Εγώ γιατρός διλοχίας Προφυλακών, με τους Ιταλούς τριακόσια μέτρα μακρυά μας.  Εκεί περάσαμε το βαρύ χειμώνα. Σε μια καλυβούλα από κλωνιά κοιμόμαστε ο υπολοχαγός, ο επιλοχίας, ο μάγειρας, οι δύο τηλεφωνητές και εγώ,  στο πλάι για να χωράμε, και έπρεπε να γυρίζουμε στο άλλο πλάι μαζί.  Τον ερχομό του καινούργιου χρόνου, είχαμε πει να τον γιορτάσουμε.  Και τα μεσάνυχτα βγήκαμε έξω στο ήρεμο βαθύ σκοτάδι του βουνού,  αγκαλιαστήκαμε και αλληλοφιληθήκαμε. Τις ευχές που δίναμε τις έχω ξεχάσει. Ανθρωποι άγνωστοι μεταξύ μας πριν από δύο μήνες, με τεράστιες  διαφορές παιδείας, καλλιέργειας και κοινωνικής τάξεως, νοιώθαμε όχι  απλώς σαν αδέλφια. Είχαμε γίνει Ενα.  

Μεγάλες μάχες σαν αυτές του Γράμμου, της Κλεισούρας ή του Τεπελενιού δεν δώσαμε, αλλά και σε μας κάθε φορά που οι Ιταλοί ξεμύταγαν, τα  παιδιά μας τους γύριζαν πίσω. Τα μουλάρια εξαντλημένα από τις μακρές  πορείες στα βουνά, ψοφούσαν το ένα μετά το άλλο. Ο εφοδιασμός δύσκολος. Κάποτε μείναμε νηστικοί χωρίς ψωμί για τρεις ημέρες. Κανένας  δεν βαρυγγόμιασε. Σε μια εξαντλητική πορεία έννοιωσα ισχυρό πόνο στο  στήθος. Νόμιζα ότι πέθαινα. Ξαπόστασα σε μία κοτρώνα βογγώντας. Σιγά  σιγά ο πόνος λιγόστεψε. Τελικά στο νοσοκομείο Κορυτσάς, μου βρήκαν  αυτόματο πνευμοθώρακα. Με αναρρωτική άδεια έφτασα στην Αθήνα,  λίγες ημέρες πριν μπουν οι Γερμανοί. Μετά αρκετά χρόνια με κάλεσαν να  παραλάβω ένα μικρό παρασηματάκι. Δεν πήγα να το πάρω. Εννοιωθα ότι είχα κάνει τόσο λίγα.

Υστερα από το ταπεινό μου αυτό πολεμικό οδοιπορικό μερικές εμπειρίες και γενικότερες κάπως παρατηρήσεις.  

1. Μη περιμένετε από έναν νεαρό υπιατράκο να σχολιάσει γενικότερα την ιστορία του Αλβανικού Πολέμου. Αλλά εδώ μερικές λέξεις οργής. Δεν αποδυθήκαμε στον αγώνα ούτε γι’ ανταλλάγματα ούτε για να μας θαυμάζει ο κόσμος. Αλλά κανείς δεν φανταζόταν ότι στη συνέχεια όλα, όλα θα ξεχνιόνταν τόσο γρήγορα. Γνωστός μου Αγγλος δεν ήξερε καν τον αγώνα μας και μου μιλούσε για τις ηρωικές μάχες του Σερβικού στρατού, ενώ όλοι μας ξέρουμε ότι ούτε μια τουφεκιά δεν έρριξε. Αλλά οι ανακρίβειες εγγίζουν την γελοιότητα. Σε πρόσφατη Ιστορία του Cambell για τον Β’ Παγκόσμιο  Πόλεμο, διάβαζα ότι 13% των αιχμαλώτων που πιάστηκαν από τους Ιαπωνέζους ήταν Σέρβοι! Τώρα, πώς βρέθηκαν εκεί για να τους πιάσουν, θα το εξακριβώσει η ιστορία. Και η οργή δυναμώνει, γιατί στην προσπάθεια να  ξεχαστεί το ‘40 πρωτοστάτησαν Αλλά υπάρχει καιρός.  Η αληθινή ιστορία γράφεται μετά το κλιμακτήριό της.

Οπως στα μετόπισθεν, έτσι και στο μέτωπο, το ηθικό ήταν άριστο. Δεν πολεμούσαμε για συμφέροντα, ή για δύναμη, αλλά μόνο για την ύπαρξή μας σαν ελεύθερος λαός. Στην Ιστορία των Πολέμων, συχνά δεν μπορεί να πει κανείς ποιός έχει δίκιο, γιατί στους πολέμους δεν καλούν διαιτητές. Αλλά δεν υπάρχει σχεδόν, προηγούμενο Εθνος που να αποδυθεί σε μία τέτοια θανάσιμη πάλη με τόσο καθαρή συνείδηση ότι πολεμά μόνο για την διατήρηση των αρχών που είναι ζωτικές για τον πολιτισμένο κόσμο. Δεν ήσαν οι Ιταλοί οι εχθροί μας. Εχθρός ήταν ο τυραννικός τους δικτάτορας που τους οδηγούσε στο έγκλημα. Τους Ιταλούς δεν τους μισούσαμε. Αλλωστε εμείς οι Ελληνες είμαστε πολύ αδέξιοι στο να μισούμε. Πολεμούσαμε για την πατρίδα μας αυτήν την αόριστη και μυστηριώδη έννοια. Είναι το σπίτι ή η καλύβα μας, οι τάφοι των γονιών μας, ο τόπος που μάθαμε τη μητροδίδακτη γλώσσα, ο τόπος που γεννιόμαστε, μοχθούμε και πεθαίνουμε, ο τόπος που χαιρόμαστε τα παιδά και τα εγγόνια μας. Είναι ο τόπος που βρίσκονται όσοι μας αγάπησαν και όσους αγαπήσαμε.  Είναι η γωνιά που ένα σούρουπο πήραμε το πρώτο κρυφό φιλί, είναι ο τόπος που βαθειές ρίζες βαραίνουν τα ποδάρια μας καθώς περπατάμε.  Είναι τέλος ο τόπος όπου από κάθετο μαστοφόρο γινόμαστε άνθρωποι.  Την απέχθεια προς την ξενητειά βρίσκει κανείς στο Ζ της Ιλιάδος. Ο  Εκτωρ παρηγορεί την δύσμοιρη Ανδρομάχη που θα πέσει σκλάβα και της  λέει «Σε βλέπω να κουβαλάς νερό από ξένα πηγάδια».

2. Ως προς το αίσθημα του φόβου, όταν ένας από τους ήρωες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο στρατάρχης Gort ρωτήθηκε εάν ένιωσαν ποτέ  φόβο, απάντησε: Και βέβαια, όλα τα ζώα νοιώθουν φόβο. Το θάρρος ενός  στρατού ελεύθερου λαού, είναι αποτέλεσμα θελήσεως και αυτοελέγχου.  Με αυτά υπερνικιέται ο φόβος, αλλά και η έγκριση του σκοπού για τον οποίον πολεμάς, καταλαγιάζει τον φόβο.

Το θάρρος είναι ηθική ιδιότης. Δειλία δεν είναι συνώνυμη με φόβο. Δεν  είναι δειλός όποιος μπορεί και ελέγχει και καταστέλλει τον φόβο. Θάρρος  στη μάχη, κατά τον Αριστοτέλη, είναι αποτέλεσμα της λογικής του ατόμου.  Αλλά και το αίσθημα αξιοπρέπειας και ο φόβος εξευτελισμού υπερνικούν  τον φόβο.  Σε μια σφοδρή αεροπορική επίθεση στα Γρεβενά, χώθηκα σ’ ένα χαντάκι. Όταν βγήκα, η χλαίνη μου ήταν γεμάτη από φρέσκια αλογίσια κοπριά. Για να μην γελοιοποιηθώ, καθ’ ο αξιωματικός, προσπάθησα όταν  βγήκα να την απομακρύνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Εννοιωθα ντροπή.  Δεν το ξανάκανα. Παρίστανα τον τολμηρό, ίσως και τον μισοήρωα. Και δεν  ξέρετε πόσο ωραία νοιώθει κανείς να περνιέται για ήρωας!  

3. Ενώ περιστατικό δειλίας δεν συνάντησα, συχνό ήταν το φαινόμενο της  πλήρους σωματικής και ψυχικής εξαντλήσεως. Στρατιώτες, σκοτώστε με.  Τέτοιο ψυχικό κουρέλιασμα έννοιωσα και εγώ μια νύχτα του Δεκέμβρη.  Επρεπε να διασχίσουμε πεζοί ένα πλατύ ποτάμι. Το νερό παγωμένο, ορμητικό παρέσυρε τα κιβώτια, ντζετζερέδες, μουλάρια, τα πάντα. Κάθε θόρυβος απαγορευόταν γιατί ιταλικό παρατηρητήριο πυροβολικού παρακολουθούσε. Με ένα χοντρό κλαρί προχωρούσα μαρτυρικά για να φθάσω  στην αντίπερα όχθη. Παντού κόλαση. Και τότε συνέλαβα τον εαυτό μου να  εύχομαι να πάθω καμιά βαριά αρρώστια για να πεθάνω σε κρεβάτι.  Εδινα τα πάντα για ένα κρεβάτι. Ακόμη και τη ζωή μου. Και εδώ θέλω να  τονίσω το ρόλο του γιατρού των Μονάδων. Πρέπει να οσφραίνεται τα  πρώτα συμπτώματα της ψυχικής εξαντλήσεως και να τα αντιμετωπίζει με τα  απλά μέσα, πριν λάβουν ψυχιατρικές διαστάσεις ή οδηγήσουν σε λιποταξία.

4. Στο μέτωπο διαπίστωσα γι’ άλλη μια φορά ότι ουδέν ισχυρότερο της  γλυκύτητος. Μια μέρα βαδίζοντας σ’ ένα μονοπάτι γλίστρησα και άρχισα  να κατρακυλάω προς το ποτάμι που έτρεχε κάτω ορμητικά. Για να καθυστερήσω τον όλεθρό μου, πιανόμουν απεγνωσμένα από θάμνο σε θάμνο,  αλλά μάταια. Αξαφνα ακούω: Εγώ είμαι εδώ, κύριε υπίατρέ μου. Η υπόμνηση του βαθμού μου εκείνη τη στιγμή ηχούσε ειρωνικά. Με αστραπιαία  ταχύτητα αυτός που φώναζε, πέφτει κατά γης, φωνάζει δύο άλλους, να πέσουν απάνω του για να μην τον παρασύρω και σιγά-σιγά με ανεβάζει. Είχα  σωθεί. Ποιός ο σωτήρας μου; “Ένας αλκοολικός”, το χειρότερο ρεμάλι του  Τάγματος που μόνον εγώ τον αντιμετώπιζα με ανθρωπιά.

Επαγγελματίες ειρηνιστάδες που διαλαλούν την ειρηνοφιλία τους, δεν  χρειαζόμαστε. Ποιος λογικός άνθρωπος θέλει πόλεμος και πιο πολύ απ’  όλους αυτοί που τον έζησαν. Ακόμα έχω μπροστά μου έναν πρόσφατα σκοτωμένον Ιταλό αξιωματικό, ένα λεβέντη. Τα θολά του μάτια μοιάζανε να  κυττοῦν μακριά τη γυναίκα του και τα παιδάκια του. Δεν εννοιωσα λύπη,  όσο ντροπή. Σε μία στιγμή νόμισα ότι τον είχα σκοτώσει αγώ. Μάλιστα σε  μία έξαρση τρέλας ταυτίστηκα μαζί του, έννοιωσα σαν αυτόχειρας.  

Όλοι μας θέλουμε ειρήνη, Προπαντός υμείς τα κατάλοιπα μιας γενιάς  που γαλουχήθηκε με την Μεγάλη Ιδέα, με τον μύθο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και με το «σώπασε κυρά Δέσποινα και στις εικόνες μη κλαίτε, πάλι  με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θάναι”, ύστερα από 4 πολέμους που  ζήσαμε, δεν ζητάμε τίποτε, δεν έχουμε μύθους και όνειρα. Αλλά εάν κανείς  απειλήσει τα πονεμένα μας χώματα δεν θα μετρήσουμε θυσίες, όπως και  εκείνο το πρωί που δεν ξεχνιέται.    


ΠΗΓΕΣ

Ανακοινώθηκε σε εορταστική εκδήλωση επ’ ευκαιρία συμπληρώσεως 50 χρόνων από τον Πόλεμο 1940-1941, (Αίθουσα Φιλολ. Συλλόγ. “Παρνασσός”,  Αθήνα, 23.10.1990).    

Τιμή στους γιατρούς που πήραν μέρος  στον πόλεμο 1940-1941, (1993) 19.25.   (Εκδοση Ελλην. Χειρουργ. Εταιρίας, Αθήνα 1993, σσ. 19-25 ) .

Ιατρική στη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία. (Ε’Τόμος)  2003 από Εταιρία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας 

 


Πλήρες Βιογραφικό και ένα εξαιρετικό άρθρο με τίτλο ” ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ?” του καθηγητή Γαρδίκα είναι αναρτημένο στην Βιβλιοθήκη μας εδώ.

Επιμέλεια Ανάρτησης : Τασιόπουλος Αργύρης

ΤΟ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΜΑΣ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ ’40

  • του Γ. Αθανάσαινα  
  • – Ιατρού (Π.Ν.) (εα).
  • – Ιατρικό Περισκόπιο 3 (1994) 47-51. 

Το 1871 με την κατάληψη της Ρώμης και τον αυτοεγκλεισμό του Ποντίφικα στο Βατικανό, ολοκληρωνόταν το Risorgimento (*), ο αγώνας για την ενότητα της Ιταλίας. Από τα πολυάριθμα κρατίδια της ιταλικής χερσονήσου δημιουργήθηκε μια νέα μεγάλη μεσογειακή δύναμη.

Risorgimento, ο αγώνας για την ενότητα της Ιταλίας https://laclassedifrancesco.wordpress.com/2016/11/21/il-risorgimento/

Μία από τις πτυχές της εξωτερικής πολιτικής της ήταν να θεωρηθεί αυτονόητη συνέχεια του Risorgimento, ότι αποτελούσε το φυσικό κληρονόμο και να προβάλλει αξιώσεις στις “πάλαι ποτέ” κτήσεις των ενωθέντων κρατιδίων. 

Ιδιαίτερα οι βλέψεις αυτές στρέφονταν προς τον ελληνικό χώρο, κυρίως προς τα Επτάνησα και την Κύπρο λόγω της μακρόχρονης Βενετικής κυριαρχίας, αλλά και τη Ρόδο, παλιό τιμάριο των Ιπποτών της Μάλτας, μιά και η Μάλτα περιλαμβανόταν στα επεκτατικά όνειρα της Ρώμης. 

Οι βλέψεις αυτές επρόκειτο να οδηγήσουν σε σύγκρουση δύο πανάρχαιους, ιστορικούς, μεσογειακούς λαούς με αμοιβαίο θαυμασμό για κοινές αρετές και αλληλοκατανόηση για τις κοινές αδυναμίες. 

Το 1914, με τη δημιουργία της Αλβανίας, η Ιταλία πέτυχε να αποκτήσει ένα προγεφύρωμα πίεσης και επέμβασης στο βαλκανικό χώρο, το οποίο οριστικοποίησε το 1939 με την, χωρίς προσχήματα, κατάληψη αυτής της χώρας. 

Από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η Ιταλία, αν και στο πλευρό των νικητριών δυνάμεων βγήκε εξουθενωμένη οικονομικά και κατακερμασμένη κοινωνικά και πολιτικά. Από αυτή τη δίνη ξεπήδησε ο Φασισμός του Μουσουλίνι. Φυσικό επακόλουθο για ένα τέτοιο καθεστώς ήταν να «εγκρίνει και επαυξήσει» τις επεκτατικές βλέψεις και την προβολή του γοήτρου της χώρας ως μεγάλης δύναμης. 

Πρώτη προσπάθεια εφαρμογής αυτής της γραμμής ήταν ο βομβαρδισμός και η προσωρινή κατάληψη της Κέρκυρας από τον ιταλικό στόλο το 1923, την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής. 

Από τότε, ενώ η ισχύς της Ιταλίας αυξανόταν, στην Ελλάδα οι κλυδωνισμοί που ακολουθούσαν το διχασμό και την καταστροφή, με τις αλλεπάλληλες πολιτικές και πολιτειακές μεταβολές, οδηγούσαν σε διάλυση. 

Στο γενικότερο ευρωπαϊκό χώρο η Ρωσική Επανάσταση με την επακόλουθη εγκαθίδρυση του σταλινικού ολοκληρωτισμού και η άνοδος του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, δημιούργησαν νέα κατάσταση, με μεγάλο μέρος της ηπείρου κατεχόμενο ή κάτω από την επιρροή ολοκληρωτικών καθεστώτων, μαύρων ή κόκκινων. 

Η αποδυνάμωση εξ άλλου της Βρετανίας και της Γαλλίας από τα «ειρηνιστικά» και ευδαιμονιστικά κινήματα και κηρύγματα, αύξανε την κατακτητική διάθεση των τριών δικτατόρων, Χίτλερ, Μουσουλίνι και Στάλιν, κι έτσι η σύρραξη που θα οδηγούσε στη γενική ανάφλεξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε προδιαγραφεί. 

Στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του 30 η πολιτική πόλωση οδήγησε στην αδυναμία των δύο μεγάλων κομμάτων να σχηματίσουν κυβέρνηση και η Βουλή την ανέθεσε στον Ιωάννη Μεταξά, ηγέτη μικρού κόμματος, παλαιό στρατιωτικό κύρους, αλλά με αντικοινοβουλευτικές ιδέες, ο οποίος τελικά μπροστά στο χάος άφησε τα προσχήματα και ανέλαβε τη δικτατορική άσκηση της εξουσίας. 

Η κυβέρνηση Μεταξά προσπάθησε να ανασυντάξει το πολεμικό δυναμικό της χώρας, οχυρώνοντας τα προς τη Βουλγαρία σύνορά μας και ενισχύοντας τις ένοπλες δυνάμεις. Ιδιαίτερα για το ναυτικό παραγγέλθηκαν και παραλήφθηκαν από αγγλικά ναυπηγεία δύο τελευταίου τύπου αντιτορπιλικά, το «Βασιλεύς Γεώργιος» και το «Βασίλισσα Ολγα». Η γενικότερη στρατηγική της εθνικής μας άμυνας, σε περίπτωση ιταλικής επίθεσης καθορίστηκε ως εξής:  

α. Την κατά ξηράν άμυνα θα αναλάμβανε μόνος του ο Ελληνικός Στρατός.

β. Απόπειρα κατάληψης εθνικών εδαφών από εχθρικές αποβατικές δυνάμεις θα αντιμετωπιζόταν με την κάλυψη του Αγγλικού Στόλου. 

Για να κρατηθούν όμως οι από θαλάσσης επιτιθέμενες εχθρικές δυνάμεις, μέχρις ότου επέμβει ο Αγγλικός Στόλος, κρίθηκε αναγκαία η οχύρωση των ζωτικότερων και πιο ευαίσθητων σημείων των ελληνικών παραλίων. 

Εις το Ναυτικό ανατέθηκε αυτή η οχύρωση καθώς και η αντιαεροπορική άμυνα της χώρας και συγκεκριμένα των βάσεων, λιμένων, κέντρων εφοδιασμού, κύριων αρτηριών και μεγάλων δημογραφικών κέντρων, με εξαίρεση την αντιαεροπορική άμυνα των εις το μέτωπο αναπτυγμένων Σωμάτων Στρατού. 

Η οργάνωση και προστασία των θαλασσίων μεταφορών στα χωρικά μας ύδατα και η κατά το δυνατόν παρεμπόδιση των θαλασσίων μεταφορών του αντιπάλου είχαν ανατεθεί επίσης στο Ναυτικό, ενώ ο Αγγλικός Στόλος θα εκάλυπτε τις μεταφορές από το εξωτερικό. 

Οργανώθηκαν έτσι έξι Ναυτικές Αμυντικές Περιοχές: Δυτικής Ελλάδος, Νοτίου Αιγαίου, Ευβοίας, Βορείου Αιγαίου, Ανατολικών Νήσων και Κρήτης. Οι τέσσερις πρώτες με τα οχυρά και τα επάκτια πυροβολεία, τα ανθυποβρυχιακά δίκτυα και τα ναρκοπέδια σχημάτισαν την «Εσωτερική θαλάσσια Οδό» η οποιά περιελάμβανε τους κόλπους: Αμβρακικό, Πατραϊκό, Κορινθιακό, Σαρωνικό, Παγασητικό και Θερμαϊκό και σαν τεράστιο πέταλο περιέκλειε τον κορμό της κεντρικής Ελλάδος και κάλυπτε τις βόρειες ακτές της Πελοποννήσου. 

Για την οχύρωση αυτή χρησιμοποιήθηκαν και πολλά βαρέα πυροβόλα παλαιών πολεμικών όπως του «Λήμνος» και του «Φετίχ Μπουλέν», του τουρκικού πολεμικού που είχε βυθίσει το 1912 ο Βότσης στη Θεσσαλονίκη.

Αποτέλεσε χαρακτηριστικό ηράκλειο άθλο για την εποχή εκείνη η μεταφορά και εγκατάσταση στην κορυφή Τούρλος της Αίγινας των 2 δίδυμων πύργων του θωρηκτού «Λήμνος» βάρους του καθενός 900 τόνων. Με την αντιαεροπορική άμυνα καλύφθηκαν οι περιοχές: Αθηνών-Πειραιώς-Ναυστάθμου-Χαλκίδας, Βόλου, Πατρών και με την Υπηρεσία Επιτήρησης Συναγερμού Αέρος-Θαλάσσης ολόκληρη η χώρα. Για την επάνδρωση της Α/Α άμυνας και μόνο, διέθεσε το Ναυτικό περισσότερο προσωπικό από όσο για τον Στόλο. 

Βόρειο Ναυτικό Οχυρό Αίγινας

Ο Ελληνικός Στόλος με σύνολο εκτοπίσματος 15 χιλιάδων τόνων είχε να αντιμετωπίσει τον Ιταλικό, μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις της εποχής σε παγκόσμια κλίμακα – με σύνολο εκτοπίσματος 658 χιλιάδων τόνων, μια συντριπτική διαφορά 1 προς 44. Και ενώ ο Ιταλικός περιλάμβανε πολλά νεότευκτα μεγάλα πολεμικά, πραγματικά θαύματα ναυπηγικής, ο Ελληνικός αποτελείτο κατ’ ουσίαν από 10 αντιτορπιλικά: τα νεότεύχτα «Β. Γεώργιος» και «Β. Ολγα», τα 4 τύπου Dardo και τα 4 θηρία. Τα υπόλοιπα ήταν ο θρυλικός αλλά γηραιός «Αβέρωφ», το πλωτό συνεργείο «Ηφαιστος», 6 παλαιά υποβρύχια, 12 παμπάλαια τορπιλλοβόλα, 4 αλιευτικά και ο «Παλάσκας», ένα πλοίο που είχε περισσέψει από τα αποξηραντικά έργα της Μακεδονίας. Κυκλοφορούσε το μη αφιστάμενο της πραγματικότητας ευφυολόγημα, ότι ολόκληρος ο Ελληνικός Στόλος μπορούσε να φορτωθεί στην Ιταλική Ναυαρχίδα.

Αντιτορπιλικό “Βασίλισα Ολγα”

«Παρά την απόλυτον υπεροχήν ην εκέκτητο ο εχθρός εις τον αέρα, η επιστράτευσις και η συγκέντρωσις του Ελληνικού Στρατού επραγματοποιήθησαν ακωλύτως και εντός των κεκανονισμένων προθεσμιών. Εις την επιτυχή διεξαγωγή της επιστρατεύσεως και της συγκεντρώσεως του Ελληνικού Στρατού, πολυτίμως συνέβαλε και το Ελληνικόν Πολεμικόν Ναυτικόν, όπερ δια της προστασίας των θαλασσίων στρατιωτικών μεταφορών και της εξασφαλίσεως των δια θαλάσσης συγκοινωνιών, εξεπλήρωσε πλήρως, παραδειγματικώς και αποτελεσματικώς τον κύριον σκοπόν της εν τω πολέμω αποστολής του. Η Ελληνική Ανωτάτη Διοίκησις μετ’ εμπιστοσύνης πλέον αποβλέπουσα εις την εξέλιξιν του αγώνος και εις το δυνατόν της αναλήψεως επιθετικών επιχειρήσεων, ευθύς ως η πρόοδος της συγκεντρώσεως επέτρεψε τούτο, απέσπασε την πρωτοβουλίαν της ενεργείας από τον εχθρόν.”

Αλέξανδρος Παπάγος

Αρχιστράτηγος

Χαρακτηριστικό είναι το σήμα που απηύθυνε ο Άγγλος αρχιναύαρχος προς όλα τα συμμαχικά πλοία της Μεσογείου, με την πτώση της Ιταλίας: «Προς: Απαντα τα πλοία. Κατά την ιστορικήν ταύτην στιγμήν της παραδόσεως του Ιταλικού Στόλου, της όλης πομπής προς Μάλταν, τιμής ένεκεν, θα ηγείται το ελληνικό αντιτορπιλικό Βασίλισσα Ολγα».

Το ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟ ΣΩΜΑ του Πολεμικού Ναυτικού με την κήρυξη του πολέμου αποτελέστηκε από 541 μονίμους ιατρούς, 29 εφέδρους εκ μονίμων, 109 εφέδρους εξ εφέδρων 35 επικούρους (σύνολο 224), καθώς και 1 μόνιμο Αξιωματικό Νοσοκόμο, 6 μονίμους και 7 εφέδρους Φαρμακοποιούς.

Αναπτύχθηκαν τα εξής Νοσοκομεία: το Ναυτικό Νοσοκομείο Ναυστάθμου (το Κεντρικό και δύο παραρτήματα: ένα στη Σαλαμίνα και ένα στα Παλούκια) το Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιώς στο οποίο υπαγόταν και η χειρουργική πτέρυγα του Τζανείου. Ακόμη έξη Ναυτικά Νοσοκομεία: Πόρου, Καστορίου, Πατρών, Αίγινας, Π. Φαλήρου και Αιδηψού. Εις τα νοσοκομεία αυτά νοσηλεύτηκαν κατά χιλιάδες, κυρίως στρατιώτες του μετώπου, τραυματίες και πάσχονες από κρυοπαγήματα.

Εκτός από τα Νοσοκομεία, το Υγειονομικό εκάλυψε με ιατρούς και τις Ναυτικές Αμυντικές Περιοχές, τα οχυρά, τους σταθμούς αντιαεροπορικής άμυνας και τις Ναυτικές Διοικήσεις.

Τα Πολεμικά πλοία είχαν επανδρωθεί με ιατρούς και ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στις μονάδες κρούσεως. Στα περισσότερα αντιτορπιλικά είχαν τοποθετηθεί μόνιμοι ιατροί. Εδρασαν ακόμη έξη πλωτά νοσοκομεία, τόσο για τη μεταφορά όσο και για την περίθαλψη τραυματιών του μετώπου.

Αυτά ήταν το εκπαιδευτικό Αρης και πέντε ειδικώς μετασκευασθέντα επιβατηγά τα: Αττική, Εσπερος, Ελληνίς, Σωκράτης, Πολικός. Το τραγικό τέλος τους είναι χαρακτηριστικό της απανθρωπιάς του πολέμου.

Οι Ιταλοί περιορίστηκαν σε μια ανεπτιτυχή επίθεση κατά του «Σωκράτη». Με την επίθεση όμως των Γερμανών όλα τα Πλωτά Νοσοκομεία, γνωστοποιημένα σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες, έχοντας τα χρώματα του Ερυθρού Σταυρού και ολόφωτα τη νύχτα, βυθίστηκαν από τους ξανθούς ιππότες του φον Ριχτόφεν, οι οποίοι και επί παρουσία πληθώρας άλλων στόχων προτιμούσαν, σύμφωνα με άνωθεν διαταγή, τα νοσοκομειακά και στη συνέχεια αποτελείωσαν με τα πολυβόλα τους – τους ναυαγούς πλέον- τραυματίες.

Νοσοκομειακό Σωκράτης  (Πηγή φωτό: nautilia.gr)

Η αυλαία της εποποιίας στον ελλαδικό χώρο πέφτει.

Το μεγαλύτερο μέρος του διασωθέντος από τις γερμανικές επιθέσεις Στόλου μας αποπλέει για την Κρήτη και τη Μ. Ανατολή.

Τριών Υ/Β μας οι κυβερνήτες, με ηρωική μέχρι τότε δράση, διαφωνούν θεωρώντας μάταιη τη συνέχιση του αγώνα. Τα παραλαμβάνουν οι ύπαρχοί τους κι άλλοι αξιωματικοί κι εκεί στην προβλήτα της βάσεως Υ/Β σηκώνουν τις μαύρες σημαίες της καταδρομής ενώ οι σειρήνες τους ουρλιάζουν. Όπως μου αφηγήθηκαν αυτόπτες: «όλα γύρω στη Σαλαμίνα, το Πέραμα και την Αττική, καπνού, φλόγες, εκρήξεις. Και τότε ψηλά στην πόρτα του Ν.Ν. Σαλαμίνος φάνηκαν δύο μικρά άσπρα σημαδάκια που τρέχουν, πλησιάζουν, μεγαλώνουν. Είναι οι δύο σεμνές αδελφές Πιτσίκα, που κάτω από τις επευφημίες των πληρωμάτων πηδούν με τα μπογαλάκια τους μέσα στα Υ/Β που ξεκινούν, ενώ οι κυβερνήτες τους που απομένουν, παρακολουθούν από την προβλήτα άφωνοι την σκηνή».

Κι απ’ το αντικρυνό Αιγάλεω, ανάμεσα απ’ τους καπνούς των ανατινάξεων, θα ορθώθηκε γιγαντιαία απ’ τον πανάρχαιο θρόνο της η σκιά του Ξέρξη, που σκεπάζοντας με τον μανδύα τα μάτια του θα φώναξε μέσα από τους αιώνες: «Οι μεν άνδρες γεγόνασί μοι γυναίκες, αι δε γυναίκες άνδρες» ενώ η ηχώ απ’ τη Σαλαμίνα αντιλαλούσε: «Ω παίδες Ελλήνων, ίτε…. νυν υπέρ πάντων αγών». «

“Η συμβολή των ιατρών εν τοις πλοίοις υπήρξεν λίαν αξιόλογος, ου μόνον από απόψεως ιατρικής περιθάλψεως αλλα και ενισχύσεως του ηθικού των πληρωμάτων… διότι πάντες εγνώριζον ότι εις περίπτωσιν ασθενείας ή τραυματισμού των θα ετύγχανον αμέσου βοηθείας και ταχείας και ασφαλούς διακομιδής εις τα πλησιέστερα Νοσοκομεία. Μετά την μάχην δε ενώ οι λοιποί αξιωματικοί κεκμηκότες εκ της μάχης ανεπαύοντο, μόνος ο ιατρός εν τω θεραπευτηρίω, άγρυπνος και άνευ αναπαύσεως… προσέτρεχε ένθα η φωνή του καθήκοντος τον εκάλει. “

Ναύαρχος- Ιατρός Σταυριανόπουλος

 «Οι ιατροί μας, ως πάντοτε, ανεδείχθησαν πλήρως εις το ύψος της θέσεώς των, επί τε των πλοίων και των εν τη ξηρά Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων». Πεσόντες;

  1. Ο έφεδρος Πλωτάρχης Ιατρός Ξενοφών Κοντιάδης ο οποίος γεννήθηκε το 1903 στη Μασσαλία, μεγάλωσε και σπούδασε στη Γαλλία και ήλθε διοδρομία, μετά τις σπουδές του στην Ελλάδα, όπου ακολούθησε πανεπιστημιακή στα Τον Μάϊο του 1940 έγινε τακτικός καθηγητής χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, Με τον πόλεμο, ως έφεδρος Πλωτάρχης Ιατρός, τοποθετήθηκε στο Ν.Ν.Πατρών και περί τα τέλη Δεκεμβρίου 1940 τοποθετείται ως Διευθυντής του Ν.Ν. Πειραιώς. Δεν αποδέχεται την τοποθέτηση αυτή και ζητά επιμόνως μετάθεση σε νοσοκομειακό κέντρο του μετώπου. Την 1.1.1941 τοποθετείται στο Σ.Ν. Ιωαννίνων, όπου την 20η Απριλίου φονεύεται από γερμανική βόμβα μέσα στο χειρουργείο ενώ χειρουργούσε τραυματία στρατιώτη.
  2. Ο μόνιμος Ανθυποπλοίαρχος Ιατρός Σταμάτιος Μανιαρίζης που γεν- νήθηκε στην Κέρκυρα το 1908, κατετάγη ως Σημαιοφόρος Ιατρός Π.Ν. στις 11.5.1938. Από 1.11.1939 υπηρετεί διαδοχικά σε διάφορα αντιτορπιλικά και από τις 10.6.1940 στο «Υδρα» όπου φονεύθηκε στις 22.4.1941 από θραύσματα βόμβας πάνω στη γέφυρα του βυθιζόμενου πλοίου του ενώ πα- ρείχε τις πρώτες βοήθειες σε τραυματίες. 3. Ο Εφεδρος Σημαιοφόρος Οδοντίατρος Βασίλειος Αναστασίου γεννήθηκε το 1912 στην Αλεξάνδρεια. Στις 28.10.1940 κατατάχθηκε στο στρατό και πολέμησε στην Αλβανία. Με την κατάρρευση κατήλθε στην Μ. Ανατολή και κατατάχτηκε στο Π.Ν. Υπηρέτησε στον «Αβέρωφ» με τον οποίο πήγε ως τις Ινδίες, και κατόπιν στο Ν.Ν. Αλεξανδρείας. Μετά ζήτησε και τοποθετήθηκε ως κυβερνήτης «επιδρομικού πλοίου» στο θρυλικό στολίσκο ημιολιών. Σκοτώθηκε από πολυβολισμούς γερμανικού αεροπλάνου πάνω στο αντιαεροπορικό του βενζινόπλοιού του, με το οποίο ανταπέδιδε τα πυρά στον εχθρό. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ακόμη τη δράση σε δύσκολες στιγμές δύο άλλων ιατρών:
  3. Ο ιατρός Ανδρέας Καποδίστριας του Α/Τ «Αδρία», όταν τούτο προσέκρουσε σε νάρκη και αποκόπηκε η πλώρη του (22.10.1943), επειδή καταστράφηκε το θεραπευτήριο, χειρουργούσε με τα εργαλεία του κουρείου και με κολώνια ως αντισηπτικό επί 48 ώρες «ακούραστος, ψύχραιμος, φιλομειδής». Στη συνέχεια επιβιβάστηκε στο καΐκι που μετέφερε τους Ελληνες και Βρετανούς τραυματίες στη Σμύρνη, συνεχίζοντας τη θεραπεία τους.
  4. Ο ιατρός Εμμανουήλ Γουργουρής του «Β. Ολγα», κατά την βύθιση του πλοίου του στις 14.9.1943 στη Λέρο, παρέμεινε περιθάλποντας τους τραυματίες και μετά την διαταγή εγκαταλείψεως του πλοίου. Οταν τούτο κόπηκε στα δύο και ανετράπη τα νερά εισόρμησαν στο θεραπευτήριο. Τότε μόνο καταδύθηκε και διέφυγε. Ανασύρθηκε τελικά στην επιφάνεια αναίσθητος και μισοπεθαμένος.

Ναύαρχος Καββαδίας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σταυριανόπουλου Θ: Υποναυάρχου Ιατρού Π.Ν. Η Υγειονομική Υπηρεσία του Π. Ναυτικού κατά τους Απελευθερωτικούς Αγώνες του Εθνους, Αθήνα 1978.

Φωκά Δ: Αντιναυάρχου Π.Ν. Εκθεσις επί της δράσεως του Β.Ν. κατά τον πόλεμο 1940-1944. Εκδοσις Ιστορικής Υπηρεσίας Β.Ν., Αθήναι 1953.

Χατζή Κ: Πλοιάρχου Π.Ν. Στοιχεία από τη δράση της Υγειονομικής υπη ρεσίας του Π.Ν. κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ιατρική Επιθεώ ρηση Δυνάμεων 2: 65-93, 1988, Ιατρικό Περισκόπιο 3 (1994) 47-51.


Σημείωση :

Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, στην ιταλική χερσόνησο υπήρχαν πολλά διαφορετικά κράτη. Από αυτά, το μοναδικό στο οποίο βασίλευε Ιταλός μονάρχης ήταν το βασίλειο του Πεδεμοντίου και της Σαρδηνίας. Σε αυτό βασίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, και η προσπάθεια ενοποίησης. Πρωτεργάτες υπήρξαν ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Β΄ και ο μετριοπαθής φιλελεύθερος πρωθυπουργός Καμίλο Καβούρ. Παράλληλα, ο πολιτικός Τζουζέπε Ματσίνι ίδρυσε το κίνημα Νέα Ιταλία με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου και δημοκρατικού ιταλικού κράτους. Στα 1859 – 1860 το Πεδεμόντιο απέσπασε από την Αυστρία περιοχές της βόρειας Ιταλίας, ενώ ο Ιταλός επαναστάτης Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, κάνοντας απόβαση στη Σικελία στις 11 Μαΐου 1860, κήρυξε την επανάσταση στη νότια Ιταλία και την ένωση αυτών των περιοχών με το Πεδεμόντιο. Έτσι, το 1861 σχηματίστηκε το ενιαίο Βασίλειο της Ιταλίας, που ως το 1870 είχε λάβει την εδαφική μορφή που έχει σήμερα η Ιταλία. (Wikipedia)


Επιμέλεια Ανάρτησης : Τασιόπουλος Αργύρης

28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940, Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΟΡΤΗ

..και μετά ο πόλεμος……και σήμερα ;

……όσο για το αύριο !

2022.10.23

Ταξιάρχου ΥΙ ε.α Βαζαίου Λάμπρου

Δεκαεπτά ακριβώς ημέρες πριν γεννηθώ, στις 13 Νοεμβρίου του 1940, τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου για την ακρίβεια, άρχισε η μεγάλη περιπέτεια της χώρας και της κοινωνίας μας.! Αν και κάθε τι που αρχίζει στην ζωή συνηθίζει κάποτε να τελειώνει, δεν είμαι σίγουρος πως έτσι έγινε ή θα γίνει στην περίπτωση μας.

Μετά από 82 χρόνια, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο, έχουμε την αίσθηση εκκρεμότητας που επιμένει. Κάτι δεν τελειώνει, κάτι δεν θέλει να τελειώσει, κάτι που δεν δίνει εξηγήσεις, κάτι που κυκλοφορεί άλλοτε τυχαία, άλλοτε απειλητικά, χωρίς να δείχνει πως βαρέθηκε, χωρίς να δείχνει καμία προθυμία για αποχώρηση έστω για διακριτική απομάκρυνση! Έγινε μέρος της Εθνικής μας Παθολογίας, μας συνήθισε όπως φαίνεται και πολύ φοβάμαι πως και εμείς το συνηθίσαμε. Αποφάσισα λοιπόν για φέτος να κουβεντιάσω γι’αυτό το «κάτι», να μιλήσουμε ήρεμα και χωρίς εντάσεις και προκαταλήψεις όλοι όσοι μπορούμε να καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι, όλοι όσοι δεχόμαστε τους ίδιους κραδασμούς από τα ηχεία του χρόνου και της ζωής. Μαζί μας ο παλιός φίλος Σημειολόγος, ο μαθητής του Δάσκαλου, του Ουμπέρτο Έκο.

Εκείνα τα ξημερώματα λοιπόν την πόρτα του κήπου ενός μέτριου αστικού σπιτιού της Κηφισιάς χτύπησε ο σωφέρ του πρεσβευτικού αυτοκινήτου της Ιταλικής Πρεσβείας. Υπήρχε ένας, έτσι διαβεβαιώνουν οι σύγχρονοι, μόνον φρουρός χωροφύλακας στην είσοδο. Βαθειά νύκτα ήταν και μάλλον όλα λειτουργούσαν με την προβλεπόμενη νωχέλεια. Ο τρίχρωμος Ιταλικός επισείων μπέρδεψε τον φρουρό και μετάδωσε με το εσωτερικό τηλέφωνο στο εσωτερικό του σπιτιού πως ο πρεσβευτής της Γαλλίας ζητούσε να γίνει δεκτός εκτάκτως, τέτοια ώρα, από τον πρωθυπουργό Μεταξά. Η αξία της σημειολογίας είναι στην αποδελτίωση των λεπτομερειών και των μηνυμάτων που κουβαλάνε. Όσα μέχρι τώρα κατέγραψα έφτιαξαν το σκηνικό της βραδιάς και άρχισαν να ταιριάζουν τα κομμάτια της ιστορίας.

Δεν αναφέρθηκαν πολυπρόσωπες φρουρές, ή οργανωμένη υπηρεσία υποδοχής με άμεσες διαδικασίες. Το μικρό σαλόνι του σπιτιού με την απλή αστική αισθητική της εποχής υποδέχθηκε τον αμήχανο Γκράτσι. Στα απομνημονεύματα του ο Ιταλός διπλωμάτης αυτό αφήνει να εννοηθεί. Η αποστολή του και το μήνυμα που μετέφερε τον βάραιναν. Το ιταμό περιεχόμενο αλλά και η λωποδίτικη μεθόδευση της χρονικής παράβασης στην κήρυξη του πολέμου, του ήταν αφόρητα όπως έγραψε. Είναι λογικό ο ευπρεπής διπλωμάτης να ζορίζεται που τον ανάγκασαν να φερθεί έτσι οι αλητήριοι της φασιστικής νομεκλατούρας.

Ο Σημειολόγος βρίσκει λογική αλληλουχία στην σκηνή αυτή, με την επόμενη. Ο Πρωθυπουργός Μεταξάς παρουσιάζεται με την ρόμπα του, μόλις είχε ξυπνήσει, και υποδέχεται ήσυχα, ήρεμα, ευγενικά τον νυκτερινό επισκέπτη. Απροσδόκητη και έξω από κάθε έννοια κοινωνικής διαδικασίας συνάντηση δύο ηλικιωμένων κυρίων στο απλό καθημερινό σαλονάκι της Κηφισιάς. Δεν άλλαξε ο οικοδεσπότης, δεν φόρεσε το κοστούμι του, τον δέχθηκε με την ενδυμασία εκείνης της στιγμής, με την ρόμπα επάνω από το νυχτικό του. Μένει σε εμάς και τον Σημειολόγο να βρούμε την ερμηνεία. Δεν ήταν αστική απρέπεια προς τον επισκέπτη. Είχαν αγωγή οι άνθρωποι τότε. Ήταν μας λέει ο Σημειολόγος η υπενθύμιση της διατεταγμένης απρέπειας που διέπραξε ο Ιταλός. Νύχτα, ξαφνικά, απροειδοποίητα, χτυπάς το κουδούνι του Πρωθυπουργού και φέρνεις τον πόλεμο και τον όλεθρο στην χώρα του. Φαίνεται πως ο Μεταξάς, παλιά καραβάνα της πολιτικής, ήθελε να περάσει μήνυμα και το πέρασε.

Μετά την ανάγνωση, του μόλις προ ολίγου αποκρυπτογραφηθέντος κειμένου που ουσιαστικά ήταν συρραφή ανακριβειών, αθλιοτήτων και ύπουλων απειλών του φασιστικού υπόκοσμου, έγινε για λίγο σιγή, όπως περιγράφουν οι ίδιοι. Την σιωπή έσπασε ο Μεταξάς λέγοντας πολύ ήσυχα, σκουπίζοντας τα γυαλιά του «alorscestlaguerre!». Τέσσερεις λέξεις Γαλλικά, που σφράγισαν την μοίρα δύο λαών, την ζωή χιλιάδων ανθρώπων που δεν τους ρώτησαν άν ήθελαν να πεθάνουν η να πάψουν να είναι αρτιμελείς, η ακόμη περισσότερο αν είχαν την διάθεση να γίνουν ήρωες, η δειλοί, η λιποτάκτες, ή περήφανοι μαχητές, η ακόμη χειρότερο να υποθηκεύσουν τον τρόπο ζωής τους, το μέλλον των παιδιών τους και ότι άλλο είναι η πραγματική περιουσία του πολίτη μιας χώρας . Οι προσεκτικά μελαγχολικές αναφορές στα απομνημονεύματα των δύο ανδρών είναι απίστευτα ακριβείς σημειολογικά. Φαίνεται πως οι δύο έμπειροι πολιτικά και κοινωνικά άνδρες τα σκέφθηκαν όλα αυτά και καταγράφουν πως χώρισαν αμίλητοι και βαθειά σκεπτικοί. Ο Σημειολόγος τους ακολούθησε μέχρι την πόρτα του κήπου. Ο σκοπός χωροφύλακας μάλλον χαιρέτησε τον επισκέπτη της νύχτας, το αυτοκίνητο ξεκίνησε και το σπίτι πίσω τους ξύπνησε για να ετοιμασθεί για όσα ερχόντουσαν.

Αυτό ήταν το ΟΧΙ ! Εκκωφαντικό στην χαμηλόφωνη και κοινωνικά καθώς πρέπει εκδοχή της σκληρής απάντησης του Πρωθυπουργού. Εδώ ο Σημειολόγος ψάχνεται και αναρωτιέται μαζί με τον δημοσιογράφο που λίγο μετά έγραψε:

«Ο Μεταξάς είπε το Όχι, ενώ ήταν αυτός που δικαιολογημένα, από ιδεολογική άποψη, μπορούσε να πει το Ναι. Στην περίπτωση αυτή στο Υπουργικό Συμβούλιο που ακολούθησε όλοι οι υπουργοί θα συμφωνούσαν, φιλώντας με σεβασμό το χέρι του!».

Δεν είναι εύκολο για τον Σημειολόγο μας να χωνέψει την αντίφαση. Το φασιστικό Ιταλικό καθεστώς, κηρύσσει τον πόλεμο στο φασιστικό Ελληνικό καθεστώς γιατί το τελευταίο αρνείται να υποταχθεί. «Alorscestlaguerre» απαντά ο Έλληνας ηγέτης της φασιστικής δικτατορίας στον πρεσβευτή του Ιταλικού φασιστικού κράτους! Ο μαθητής του Ουμπέρτο Εκο σήκωσε τα χέρια! Μετά από πολλή κουβέντα όμως καταλήξαμε. Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις την διαδρομή ψυχή – μυαλό του Έλληνα, του διαχρονικού ΄Ελληνα. Από τον ανυπάκουο Προμηθέα, την Αντιγόνη των θεσμών και της θυσίας, από τον Λεωνίδα και και τον Θεμιστοκλή στο Μεσολόγγι και το Κούγκι, από το «έθος ει αεί στασιάζειν οι Έλληνες», στον φόνο του Καποδίστρια, μια ανάσα δρόμος είναι για γυρίσματα του χρόνου! Έτσι ο Ντούτσε που ήταν δάσκαλος στο επάγγελμα κατάφερε γελοιοποιούμενος να αποδειχθεί απίστευτα ανιστόρητος. Ο Σημειολόγος άρχισε τώρα να μουρμουράει μήπως πρέπει να συνδέσει το μοναδικό χιουμοριστικό ξεφάντωμα της Ελλάδας σε βάρος των Ιταλών με την αμφίεση του Μεταξά στην συνομιλία με τον Γκράτσι! Εδώ εγώ δεν μπορώ να τον βοηθήσω. Αρκετά έχω εκτεθεί με τις σημειολογικές ακροβασίες του φίλου μου.

Είναι όμως ώρα να ζητήσω κατανόηση και συγνώμη από τους διακεκριμένους ιστορικούς, τους στρατηγικούς αναλυτές, τους σοβαρούς πολιτικούς επιστήμονες . Οι μελέτες, οι απόψεις και οι θέσεις τους σεβαστές, ακριβείς και τεκμηριωμένες έχουν οριοθετήσει το περίγραμμα της ιστορίας και της πορείας της χώρας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Σημειολόγος όμως με παρέσυρε για να μου δείξει πως με τα δικά του εργαλεία μπορούμε να ανοίξουμε τις κλειδαρότρυπες της ιστορίας και να κρυφοκυττάξουμε τα κρυμμένα της. Θα ομολογήσω την αμαρτία μου. Είναι ελκυστικό το ταξείδι με τον μαθητή του Ουμπέρτο Εκο. Στον δρόμο μου θύμισε πως δεν πρέπει να ξεχνάμε τον Γιάννη Τσιγάντε που δεν αποχωρίστηκε το μονόνκλ του ούτε την ώρα που προδομένος, αγωνίστηκε μέχρι την τελευταία του σφαίρα ξεπαστρεύοντας τους καραμπινιέρους που τον είχαν ζώσει στο σπίτι της στάσης Αγγελοπούλου. Πρόλαβε έτσι και κατέστρεψε όλο το αρχείο της οργάνωσης . Δεν ήταν όμως στην εκκλησία για να ακούσει να λένε, στο μνημόσυνο το δικό του και του μεγάλου του αδελφού, του Χριστόδουλου , του Χριστόδουλου Τσιγάντε του Ιερού Λόχου:

«Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν πως τέτοιους άνδρες βγάζει το Έθνος μας , θα λένε για σας!»

Την Τρίτη 29 Οκτωβρίου 1940 ο Γεώργιος Βλάχος το κύριο άρθρο της Καθημερινής το επιγράφει: «ΤΟ ΣΤΙΛΕΤΟΝ».

Τὸ ΟΧΙ μὲ τὴν πένα τοῦ Γεωργίου Ἀ. Βλάχου (https://pheidias.antibaro.gr/1940/gab.htm)

Γράφει …….Τον πόλεμον τούτον δεν τον εζητήσαμεν, δεν τον προκαλέσαμεν, δεν τον ηθελήσαμεν. Μας επεβλήθη. Μας επεβλήθη κατά τον χυδαιότερον και κατά τον σκαιότερον τρόπον……

και πιο κάτω….. «θα το υποδεχθώμεν, το υπεδέχθημεν ήδη – με το μέτωπον υψηλά, με το στήθος προτεταμένον, με τας χείρας ενόπλους, με κάτι ανώτερον από τον χάλυβα , τα αεροπλάνα και το πετρέλαιον. Με το θάρρος και τα πτερά της ψυχής. Θα αποθάνομεν όλοι χωρίς να πρέπει και χωρίς να το θέλομεν. Αλλά εάν οι Ιταλοί κατορθώσουν να νικήσουν ένα λαό ο οποίος έχει αποφασίσει να αποθάνει , έ τότε θα είναι η από αιώνων πρώτη μεγάλη και παράδοξος νίκη των! Αλλ’αυτό δεν θα συμβή. Η Ελλάς θα νικήση, θα νικήση η αυτοθυσία, το θάρρος, η Ιδέα – και το στιλέτον θα ηττηθή».

Ο Σημειολόγος το απάγγειλε θριαμβευτικά. Το στιλέτον, λέει και εξηγεί, είναι το όπλο των ύπουλων, των δειλών. Στην συνέχεια μιλώντας με δασκαλίστικο ύφος επιμένει: Άκου για να μαθαίνεις λοιπόν. Ο Γ.Α.Β. λίγες ώρες μετά την κήρυξη του πολέμου κάνει την υπέρβαση. Μιλά για τους Ιταλούς φασίστες που κρατούν το όπλο των κακοποιών της νύχτας! Με το δεδομένο πως οι ομάδες των Facio, κρατούσαν και χρησιμοποιούσαν στιλέτα, αυτόματα οι συνειρμοί οδηγούν εκεί που πρέπει. Το κοινωνικό στίγμα συνοψίζει ο Σημειολόγος είναι σαφές και ανεξίτηλο. Κακοποιοί της νύχτας, ύπουλοι και θρασύδειλοι οι ντροπιασμένοι της Αλβανίας!

Οι Έλληνες όμως λέει λαχανιασμένος από την ταχύτητα του λόγου του, κατάλαβαν γρήγορα με τι είχαν να κάνουν. Η χλεύη και το ρεζίλεμα των «φρατέλων» τους βόηθησε όσο τίποτε να ξεπεράσουν τις απίστευτες, τις τραγικές δυσκολίες.

Πάλι στον Γ.Α.Β. της Καθημερινής μας πηγαίνει διαβάζοντας συγκινημένος και ας μην το δείχνει…..

«….Δεν είμεθα όλοι μέχρι της παραμονής της ημέρας αυτής ούτε ήρωες ούτε φανατικοί πατριώται. Μέτριοι άνθρωποι, φρόνιμοι της φαμίλιας και της δουλειάς, όχι το σπίτι και τα παιδιά και τους εαυτούς μας αλλά ούτε και το περιεχόμενο της τσέπης μας είμεθα πρόθυμοι να πετάξωμεν εις τον έρανον της Πατρίδος. Και επαρουσιάσθη ο έρανος του αίματος το αξέχαστον εκείνο πρωϊ. Και η Ελλάς αμέσως χωρίς λογαριασμούς, χωρίς σκέψιν άνοιξε όλες τις φλέβες της. Ήταν αγών υπέρ της Πατρίδος. Αυτήν ηγάπησαν έξαφνα με οργήν και με πάθος, αριστεροί και δεξιοί, αστοί και κομμουνισταί, εθνικόφρονες και αναρχικοί, …..την Ελλάδα».

Έχει μεγάλη και δυνατή συνέχεια η ράτσα μας, ο τόπος μας, η ιστορία μας, η ιστορία της καρδιάς μας, σχολίασα στον «Ανεξάρτητο».

Το θύμισα μετά απαντώντας και συμφωνόντας με τον φίλο Σημειολογο.

Εδώ εγώ θα κλείσω.

Ο φίλος Σημειολόγος επιμένει πως τα είπαμε όλα.

Του χρόνου, να είμαστε καλά να ξαναθυμηθούμε όλα αυτά που πρέπει να μην ξεχνάμε γιατί……

«Είναι υποθήκευση του μέλλοντος η άρνηση του παρελθόντος».

Θα κλείσω λοιπόν για να πάμε να ακούσουμε όλοι έστω για λίγο την Σοφία Βέμπο

και τι λέτε ; πάμε στην παρέλαση ;

ΛΑΜΠΡΟΣ

ΥΓ. Και μετά ήρθαν οι Γερμανοί !

Και μάλλον δεν ξανάφυγαν, Ο Θεός να μας φυλάει .


  • Επιμέλεία Ανάρτησης : Τασιόπουλος Αργύρης

ΠΟΛΕΜΟΣ 1940, Αναμνήσεις μιας Αδελφής

  • 2022.10.28
  • – Ζωής Τσουκαλά-Κακαρούκα 
  • – Νοσοκόμου

Απόφοιτος της Ανωτέρας Σχολής Αδελφών Νοσοκόμων του Ελληνικού ΕρυθρούΣταυρού, με ειδίκευση στη Δημόσια Υγιεινή.Υπηρέτησε στον πόλεμο του 1940 και στοΑγγλικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου νοσηλεύονταν Αγγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοίτραυματίες. Για την αναγνώριση των υπηρεσιών της, ο Σύνδεσμος των Αδελφών της ΝέαςΖηλανδίας της προσέφερε υποτροφία ενόςέτους στο Πανεπιστήμιο του Toronto, Canada,στον κλάδο οργάνωσης και διοίκησης ΣχολώνΑδελφών· η Κυβέρνηση της Αυστραλίας τιμητικό δίπλωμα ο Ε.Ε.Σ. και τοΥπουργείο Εθνικής Αμυνας διάφορα μετάλλια. Η UNICEF της προσέφερευποτροφία στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών στη Γενεύη Ελβετίας, στονκλάδο, «Δημόσια υγιεινή και κοινωνική εργασία». Υπηρέτησε ως Διευθύνουσα Σπουδών στην Κρατική Ανωτέρα Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών.

ΕΙΜΑΙ ΕΥΤΥΧΗΣ που ο Θεός με αξίωσε να ζήσω αυτά τα 50 χρόνια από τον πόλεμο του 1940 αλλά και να ‘χω τα παράθυρα της μνήμης μου ανοικτά, και να θυμάμαι και να ξαναζώ, εκείνες τις αξέχαστες ηρωϊκές στιγμές και εμπειρίες. 

Ημουν πολύ περήφανη, όταν πήρα το φύλλο πορείας από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και ένιωσα μεγάλη συγκίνηση, όταν βρέθηκα ανάμεσα σε τόσα φανταράκια μας, στο σιδηροδρομικό σταθμό το βράδυ της τρίτης ημέρας του πολέμου.

Περιμέναμε 2 ώρες να αναχωρήσουμε. Η ώρα της αναχώρησης ήταν μυστική. Και ξάφνου ακούστηκε από το μεγάφωνο του σταθμού η διαταγή. Επιβιβαστήκαμε. Οι αδελφές (ήμαστε τρεις), στο βαγόνι των αξιωματικών. Και μετά, μια συγκινητική φωνή «Στο καλό παιδιά, στο καλό και με τη Νίκη». 

«Νίκη» βροντοφώνησαν τα φανταράκια μας και άφησαν με μιας, τις αγκαλιές, τις μάνες, τα παιδιά, τις αδελφές, και μια Ελλάδα, η Ελλάδα μας έλαμψε μέσα τους τούτη τη στιγμή. Ξεκίνησαν όλοι με μια ψυχή. Οταν οι ρόδες του τρένου έπαιρναν στροφή έσκυψα στο παράθυρο, σήκωσα το χέρι μου να χαιρετήσω το πλήθος, και τότε άκουσα τη δυνατή κραυγή μιας μάνας. «Αδελφούλα μου, τα παιδιά μας σαν τα μάτια σου». 

Στο δρόμο για τη Φλώρινα είχαμε πολλούς βομβαρδισμούς, οι Ιταλοί προσπαθούσαν να χτυπήσουν τα τρένα και να καταστρέψουν τις σιδηροδρομικές γραμμές. 

Σε κάθε συναγερμό, βγαίναμε από το τρένο και ξαπλώναμε κάτω στα χωράφια. Στη Λάρισα έγινε ένας μεγάλος βομβαρδισμός ευτυχώς 5′ πριν φθάσει το τρένο μας στο σταθμό και οι βόμβες έπεσαν μερικά μέτρα μακρύτερα. Ετσι συνεχίσαμε. 

Ανέλαβα υπηρεσία στο ΣΙ’ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Διακομιδής, με διευθυντή το θαυμάσιο άνθρωπο, τον εξαιρετικό γιατρό Ιωάννη Κυριακό. Είμασταν 2 διπλωματούχες αδελφές και 30 εθελόντριες. 

Από τη Φλώρινα μεταφέρονταν στρατιώτες και υλικό προς το μέτωπο και τραυματίες προς τα μετόπισθεν και γι’ αυτό βομβαρδιζόταν πολύ συχνά. 

Θυμάμαι κάποια μέρα του Δεκεμβρίου μετά το βομβαρδισμό περιμέναμε με αγωνία. Οταν έληξε ο συναγερμός μεταξύ των τραυματιών έφθασε ένα στρατιώτης με βαριά δύσπνοια. Καθώς ήταν πεσμένος σ’ ένα όρυγμα, έσκασε κοντά του μια βόμβα, ο στρατιώτης δεν τραυματίστηκε, αλλά σκεπάστηκε με χώμα, εισέπνευσε σκόνη, και οι πνεύμονές του αχρηστεύτηκαν. Είχε μεγάλη δύσπνοια. Ο γιατρός μας δήλωσε: «Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». 

Σκέπτομαι τώρα, τι θα ήταν ο θάνατός του και η κηδεία του, χωρίς την παρουσία της αδελφής. Ευαισθησίες και συναισθηματισμοί θα μου πείτε, Κι όμως η γυναικεία παρουσία άλλαξε κάπως το πεζό σκηνικό της καθημερινής ζωής του πολέμου και η Νοσηλευτική μας ξέφυγε από τις βασικές αρχές της τυπικής εργασίας εν καιρώ ειρήνης. Εδώ δεν κάναμε απλώς το καθήκον μας, το κάναμε με ανάταση ψυχής.

 Εμεινα κοντά του. Πάλευε να αναπνεύσει. Μου έσφιγγε δυνατά το χέρι μου. Του σκούπιζα τα δάκρυα της απελπισίας που κυλούσαν από τα μάτια του. Με κοίταζε κατάματα. Πόσα μάτια μου έδωσαν το τελευταίο αποχαιρετισμό της ζωής τους, πριν κλείσουν για πάντα; Στιγμές ανθρώπινες, ιερές, ξεχωριστές. Ο άδικος θάνατος μας συνετάραξε.

Την επομένη ορίστηκε η ώρα της κηδείας. Η τιμητική συνοδεία των φαντάρων ετοιμάστηκε. Ετοιμάστηκα και εγώ. Εριξα την μπέρτα πάνω μου. «Πού πάτε με αυτόν τον καιρό προϊσταμένη; Η θερμοκρασία είναι υπό το μηδέν. Κοιμηθείτε μια ώρα, θα ξενυχτήσουμε το βράδυ» είπε ο διευθυντής. «Δεν πειράζει» είπα, «πρέπει να πάω με τα παιδιά». Στα αυτιά μου αντηχούσε η κραυγή της μάνας «τα παιδιά μας σαν τα μάτια σου». Στο δρόμο σαν περνούσαμε, αριστερά, δεξιά, άνοιγαν οι πόρτες έβγαιναν γυναίκες, έκαναν το σταυρό τους, έκλαιγαν. «Ελάτε μαζί μας» έλεγα, «μην πάει το παλικάρι μας μόνο του», ήλθαν αρκετές. Χιόνιζε, περπατήσαμε όλοι μαζί, όσο γρήγορα μπορούσαμε από φόβο μη μας πετύχει κανένας βομβαρδισμός. Περπατήσαμε βήμα, βήμα στο απάτητο χιόνι, μαζί μας περπάτησε και η πικραμένη μας ψυχή. Πυκνό πυκνό το χιόνι έπεφτε και ακουμπούσε απαλά απαλά σα χάδι μητρικό, πάνω στο φέρετρο. Ρίξαμε λίγο χώμα, κάναμε το σταυρό μας, σκουπίσαμε τα δάκρυά μας, τελειώσαμε. Δίπλωσα την παγωμένη και κοκκαλιασμένη σημαία που σκέπασε, που τίμησε το παλικάρι μας.

Αυτή την κηδεία την κάναμε όπως έπρεπε. Η άλλη, Θεέ μου πως θα γίνει η δεύτερη κηδεία; Τίναξα το κεφάλι μου αριστερά, δεξιά, έπεφτε το  χιόνι από την κουκούλα της μπέρτας μου. Μα αυτή η φοβερή σκέψη, ατίθαση εκεί, παρέμεινε, μου έσφιγγε την ψυχή.

Σε λίγες ημέρες, σκεφτόμουν, το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης θα ανακοινώσει το θάνατό του, ο ταχυδρόμος θα χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού του και τότε ο πρώτος που θα τον αντικρύσει θα ξεφωνίσει από χαρά,  χαρά που την περιμένουν κάθε μέρα. «Τρέξτε ο ταχυδρόμος, γράμμα από το Νίκο μας»,  ; Αχ μετά ο θρήνος, ο σπαραγμός της οικογένειας,και μετάμια δεύτερη κηδεία.

Γυρίσαμε στο Νοσοκομείο, έκατσα να ξαποστάσω για λίγο. Δόξα τω Θεώ που μπόρεσα να πάω. Τι ανακούφιση. Τι αξία θα ‘χε για μένα μιας ώρας ύπνος, εμπρός σε αυτό το τόσο ιερό καθήκον. Πολλές ημέρες δεν είχαμε χρόνο για ύπνο. Η εργασία μας σχεδόν όλο το 24ωρο. Θυμάμαι κάποια μέρα πέρασε ένα ανώτερο στρατιωτικό κλιμάκιο. Εφθασε στη Φλώρινα βράδυ. Ο Στρατηγός μάς χαιρέτησε, κοιμήθηκε στο Νοσοκομείο και το πρωί πριν ξεκινήσει για την Α’ γραμμή του μετώπου πέρασε, μας καλημέρησε, μας βρήκε στην ίδια θέση να εργαζόμαστε. Απόρησε. «Ακόμη εδώ;». Εκτός τούτου, ο ύπνος ήταν για μας χαμένη ζωή. Διότι η ζωή μας με τριόταν από λεπτό σε λεπτό, από ώρα σε ώρα. Και αυτό δεν είναι υπερβολή. Για λίγα λεπτά σκοτώθηκε η Αδελφή Καλογρίδου στα Γιάννενα. Οταν οι Γερμανοί προχωρούσαν προς την Ελλάδα είχε αρχίσει η οπισθοχώρηση. Τα φορτηγά αυτοκίνητα απομάκρυναν τις αδελφές. Είχε φύγει το πρώτο αυτοκίνητο φορτωμένο. Ηλθε το δεύτερο αλλά μαζί και ο θάνατος. Η αδελφή Καλογρίδου μπαίνει τελευταία, στριμώχνεται, κάθεται στο πάτωμα. Τότε κάποιος της λέει «Δε βλέπεις ότι δε χωράς, κατέβα, πηγαίνεις με το άλλο». Κατέβηκε.

Σε λίγη ώρα έγινε σφοδρός βομβαρδισμός. Τα γερμανικά στούκας πετούσαν πολύ χαμηλά, οι βόμβες έπεσαν πάνω στο μεγάλο Ερυθρό Σταυρό της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων που είχε μετατραπεί σε Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Το χειρουργείο λειτουργούσε εκείνη την ώρα. Σκοτώθηκαν πολλοί, μαζί τους και η αδελφή Καλογρίδου. Πολλοί δεν πρόλαβαν να βγουν έξω από το Νοσοκομείο, να φυλαχθούν στα ορύγματα που ήταν πιο ασφαλή ή δεν τόλμησαν. Είναι φοβερό να είσαι στο ύπαιθρο, να βλέπεις τα αεροπλάνα πάνω σου και να ακούς βόμβες να πέφτουν. Την άλλη μέρα είμαστε στο Νεκροταφείο. Ο αρχίατρος αποχαιρετά τους ηρωικούς νεκρούς και πάλι βομβαρδισμός. Βγήκαμε από την εκκλησία, σκορπιστήκαμε, όσοι πρόλαβαν μπήκαν στους νεοσκαμένους τάφους. Είναι η ώρα που αποχαιρετάς τη ζωή. Ο ανθυπίατρος Τουρτόγλου μου φωνάζει από έναν τάφο. «Προϊσταμένη έχω γράμμα στην τσέπη μου, δώστο στη μάνα μου». Ευτυχώς δε σκο- τώθηκε. Είναι η ώρα που αποχαιρετάς τη ζωή. Την αποχαιρετάς όμως παληκαρίσια. Δεν την κλαις τη ζωή, όπως την κλαις, όταν σου φέρει το μήνυμα του θανάτου η αρρώστεια.

Η περίθαλψη του τραυματία. Πίνακας της εποχής του ’40, της ζωγράφου Παπαδημάκη-Ανάφου. (Από τη συλλογή της κ. Ζωής Τσουκαλά-Κακαρούκα)

Στον πόλεμο, ο θάνατος περνά σαν αστραπή. Και έχεις συμφιλιωθεί με αυτόν, υπηρετείς, είσαι έτοιμος, κάθε στιγμή τον περιμένεις και ξέρεις ότι δε θα φύγεις από τη ζωή, σαν κακομοίρης κοινός θνητός, με πόνο και καημό, αλλά, όπως έγραφε η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ, θα περπατήσεις προς το θάνατο ηρωικά με μάτια ανοικτά. Και οι δικοί σου, μαζί με τη θλίψη για το θάνατό σου, θα ‘χουν και την περηφάνεια πως δε χάθηκες έτσι απλά, αλλά χάθηκες για την Πατρίδα, την Ελλάδα.

Και ο γιατρός στη Φλώρινα μετρούσε τη ζωή του από ώρα σε ώρα, όταν κάποια μέρα του έκαμα παρατήρηση για κάτι νεανικές αταξίες. «Μα και εσείς γιατρέ, τόσο σοβαρός και αξιοπρεπής». «Ναι, Προϊσταμένη και εγώ σε μια ώρα μπορεί να σκοτωθώ και να μην ζω».

Το καμπανάκι του νοσοκομείου κτύπησε δυνατά. Το πρώτο αυτοκίνητο με τραυματίες έφτασε, ήταν σούρουπο. Θα έρχονται όλη νύχτα, για να μην δίνουν στόχο στους βομβαρδισμούς. Τα φώτα των αυτοκινήτων σβηστά. Η κατάσταση των τραυματιών στα χέρια μου, για απόψε, 500 τραυματίες. Οι τραυματίες μεταφέρονταν κατ’ ευθείαν από το μέτωπο ή από τα ορεινά χειρουργεία. Η Φλώρινα το πρώτο Ελληνικό έδαφος. Τα περισσότερα πόδια με κρυοπαγήματα ήσαν δεμένα με επιδέσμους,

Οι νοσοκόμοι τους μετέφεραν πάνω στην πλάτη τους, από το αυτοκίνητο που ήταν στο δρόμο έως την είσοδο και την αίθουσα παραλαβής. Οι βαριά τραυματίες μεταφέρονταν με τα φορτία. Τα κρυοπαγήματα χωρίς νεκρωμένα δάκτυλα πλένονταν με αποστειρωμένη σαπουνάδα, μετά επάλειψη με ιώδιο, αφαίμαξη με ένα ξυραφάκι με τομές πάνω στο οίδημα, αντιτετανικός ορός, ρούχα καθαρά, ξηρά τροφή, κουραμάνα, ελιές-τυρί-ρέγγα και μπόλικα χαμόγελα από τις αδελφές, και μετά μακάριος ύπνος, όσοι είχαν έλθει με τα πρώτα αυτοκίνητα.

Αυτή την εποχή δεν υπήρχε τίποτε μιας χρήσεως. Τις σύριγγες τις βράζαμε στα κατσαρόλια, τους επιδέσμους τους βράζαμε με σαπούνι και οξυζενέ να καθαρίσουν και τα εσώρουχα που ήταν γεμάτα ψείρες έβραζαν σε ένα μεγάλο καζάνι.

Το περιβόητο DDT το οποίο μας έστελναν για τις ψείρες δεν τις σκότωνε, έκαμα και εγώ το πείραμα. Εβαλα σε ένα φιαλίδιο από κινίνο ψείρες, το γέμισα DDT, το έκλεισα και μετά από πολλές ώρες όταν το άνοιξα περπατούσαν ζωηρά. Οι ασυνείδητοι το είχαν νοθεύσει με ταλκ. Τα κρεβάτια ήταν λίγα και μόνο για τους βαριά τραυματίες. Οι υπόλοιποι περνούσαν το βράδυ καθισμένοι στο πάτωμα, στο διάδρομο, αριστερά, δεξιά πάνω στην κουβέρτα τους με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Το πρωί μεταφέρονταν στο τρένο και στα μετόπισθεν.

Τα βαριά κρυοπαγήματα στο χειρουργείο, και στο νοσοκομείο για λίγες ημέρες.

Μόλις προλαβαίναμε να κάνουμε γενική καθαριότητα και να ετοιμάσουμε για τη νέα παραλαβή, Από αυτό το διάδρομο η αδελφή πέρασε αγγελικά ντυμένη το χάραμα των Χριστουγέννων,

Νυξ ιερά σιωπηλή. «Χριστός γεννάται» ψάλλει η αδελφή, τα μάτια τους ανοίγουν μα κλείνουν ξανά, όνειρο θα ‘ναι βρε παιδιά.

Δεν είναι λίγο, ύστερα από τις φοβερές μάχες του πολέμου, να δεις, και να ακούσεις ένα ζωντανό άγγελο. Η αδελφή προχωρεί, ψάλλει, το κεράκι στο χέρι της σκορπίζει το φως στα πρόσωπα των τραυματιών. Ξυπνούνε τό- τε στη στιγμή, δακρύζουν, κλαίνε όλοι μαζί. Και οι αιχμάλωτοι Ιταλοί υψώ98 νουνε τα χέρια σε δέηση σε προσευχή και ψιθυρίζουν: «Ω Μαντόνα».

Σκεφτήκαμε πολύ αν έπρεπε να διαταράξουμε αυτόν τον πρώτο τους ύπνο που τόσο είχανε ονειρευτεί, αλλά το πρωί πριν φύγουν μας είπαν όλοι: «Τι ήταν αυτό αδελφή, αυτά τα Χριστούγεννα θα ‘ναι για μας αξέχαστα. Σας ευχαριστούμε πολύ». «Ναι και για μας παιδιά», είπα.

 «Από που είσαι παληκάρι μου» ρώταγα τον τραυματία, να τον απασχολήσω, να ξεχάσει τον πόνο, όταν έβγαζα σιγά σιγά την παγωμένη αρβύλα, και προσπαθούσα να ξεκολλήσω τα νεκρά δάκτυλα του ποδιού του. «Από το Λιανοκλάδι μάνα μου» απαντούσε. Δεν έμοιαζα για μάνα, ήμουν 24 χρόνων, με ολόξανθα μαλλιά, αλλά τα φανταράκια μας με ήθελαν με αυτή λέξη «μάνα» να δώσουν στην αδελφή τη μεγαλύτερη τιμή και σεβασμό. Κι άκουγες: «μάνα μου λίγο νερό», «μάνα μου πονώ», «μάνα μου σε ευχαριστώ».

Από το Λιανοκλάδι και απ’ όλη την βασανισμένη και ηρωική Ελλάδα μας πέρασαν, πέρασαν, έφυγαν μα θα τους θυμάμαι πάντα. Αυτές οι αναμνήσεις είναι για μένα σωστή δροσοσταλιά στη γεροντική μαραμένη μου ψυχή.


  • Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων 29 (Παράρτημα)(1995) 23-26.
  • Ανακοινώθηκε στην ημερίδα «Η Ελληνική Ιατρική στους αγώνες της δεκαετίας του ’40» (Αθήνα, 401 Στρ. Νοσοκ., 17.12.1994).93
  • Δημοσιεύθηκε από την Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας στον Ε’ Τόμο, σελ 92  της έκδοσης με τίτλο “ Η ΙΑΤΡΙΚΗ στη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία” 
  • Επιμέλεια Ανάρτησης ΕΕΥΕΔ : Τασιόπουλος Αργύρης

ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ ΤΟΥ ’40’

  • 2022.10.27
  • ΕΕΥΕΔ. –

Στα πλαίσια του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου, η ΕΕΥΕΔ προσκάλεσε τον Συνάδελφο και Μέλος της κ. Γκόνη Γεώργιο, Υποστράτηγο ε.α, να “εκφωνήσει” τον πανηγυρικό της 28ης Οκτωβρίου 1940. Σας παρουσιάζουμε τις εορταστικές σκέψεις του Συναδέλφου, με τον τίτλο “Δοξαστικόν του Έπους του ’40’. Είναι ένα εξαιρετικό κείμενο που πέρα από την παραστατική περιγραφή και αναφορά των γεγονότων της εποχής εκείνης αναδεικνύει και τις εκπληκτικές ομοιότητες με την σημερινές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας.

Ο Γκόνης Γεώργιος γεννήθηκε το 1949. Καταγεται από τους Αμπελόκηπους Πυλίας Μεσσηνίας. Εισήλθε στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή (ΣΙΣ) την 05 -12 -1967 και αποφοίτησε ως Ανθυπίατρος (ΥΙ) την 23-09-1973. Ελαβε την ειδικότητα της Γενικής Χειρουργικής (1982). Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1985). Μετεκπαιδευτηκε στο εξωτερικό. Αποστρατεύτηκε το 2004 με τον βαθμό του Υποστρατήγου. Το πλήρες βιογραφικό του είναι εδώ


ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ ΤΟΥ 40

Ξεχωριστή τιμή για εμένα η πρόσκληση για το δοξαστικό της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940. Ευχαριστώ τον Πρόεδρο, τον Γραμματέα και τα μέλη του ΔΣ της ΕΕΥΕΔ. Διαισθάνομαι και τολμώ το βάρος της τιμητικής πρόκλησης.

Συνεορτάζω μαζί με τους φίλους και όλους τους εκλεκτούς συναδέλφους.

Λίγοι λαοί έχουν την τιμή και το προνόμιο να γιορτάζουν εθνικές επετείους με το νόημα και το μεγαλείο που έχουν οι εθνικές γιορτές των Ελλήνων. Είναι βαριά η κληρονομιά για εμάς και στο ασταμάτητο γύρισμα του χρόνου είναι ανάγκη ν’ αναβαπτιζόμαστε συχνά στις κρυστάλλινες ιδέες και τα ιδανικά της φυλής μας, για να αντιλαμβανόμαστε πιο καλά τη θέση μας στο χώρο και στον χρόνο, σαν άνθρωποι και σαν Έλληνες. Η καθιέρωση επετείων δεν στοχεύει μόνον στην απόδοση τιμών σε εκείνους που μεγαλούργησαν και θυσιάστηκαν, κυρίως πηγάζει ως εσωτερική θεμελιώδης ανάγκη των επιγόνων.

Ζωτική ανάγκη η επίγνωση της συλλογικής μας ταυτότητας, μέσα από την διατήρηση ζωντανής και καθαρής της συλλογικής μας μνήμης. Όπως κάθε άνθρωπος υποβαθμίζεται δραματικά με κάθε έκπτωση της μνήμης του, έτσι και κάθε ξεθώριασμα της συλλογικής μνήμης οδηγεί σε απώλεια της ταυτότητας. Πάντα μια τέτοια απώλεια δρα φυγόκεντρα και διαλυτικά για κάθε κοινωνικό σύνολο. Χωρίς κοινή συλλογική μνήμη δεν δημιουργείται η αίσθηση του «ανήκειν», δεν υπάρχει αίσθηση ταυτότητας, δεν μπορεί να συγκροτηθεί έθνος. Μόνον μέσα από τις κοινές μνήμες και την ίδια γλωσσική έκφραση αναπτύσσονται δεσμοί και συνεκτική ταυτότητα.

Είναι επομένως ανάγκη, μέσα από τις γιορταστικές επετείους, να φρεσκάρουμε τις μνήμες μας ,να συνειδητοποιούμε ποιοι είμαστε. Να διατηρούμε την ταυτότητά μας.

Είναι ανάγκη να μελετούμε και να γνωρίζουμε τις αρετές μας σαν λαός και στηριζόμενοι σε αυτές να οικοδομούμε ένα λαμπρότερο μέλλον.

Είναι ανάγκη να αναγνωρίζουμε τις αδυναμίες και τα λάθη μας για να μην τα επαναλαμβάνουμε.

Μνήμη και τιμή, τα καίρια, σε κάθε δοξαστικό κάλεσμα!

Η 28 Οκτωβρίου, κάθε χρόνο, είναι ημέρα μνήμης, τιμής, δόξας, ημέρα περισυλλογής. Το ξεχωριστό αυτής της επετείου, για εμάς τους τωρινούς Έλληνες, έγκειται στην χρονική εγγύτητα των γεγονότων. Δεν εορτάζονται κάποια λαμπρά κατορθώματα μακρινών προγόνων. Δρώντες πρωταγωνιστές ήταν οι παππούδες ή και πατεράδες μας! Είναι πολύ νωπή η παρακαταθήκη, της γενιάς που μόλις έσβησε περνώντας σε αυτό που αποκαλούμε αιωνιότητα, για να ξεχαστεί. Πολλά τα μηνύματα της επετείου, μία η κορωνίδα. Υπέρτατη αξία η ελευθερία.

Μόνον οι ελεύθερα σκεπτόμενοι και δρώντες άνθρωποι μπορεί να είναι ευδαίμονες και να δημιουργούν πολιτισμούς υψηλής ποιότητας που να αντέχουν στον χρόνο και να στοχεύουν στο κάλος.

«Την γλώσσαν μου έδωσαν ελληνικήν», ομολογεί με τρυφερή υπερηφάνεια και ευθύνη ο ποιητής. Δεν μπορεί να μην αισθάνεσαι υπερήφανος όταν γνωρίζεις ότι μιλάς την γλώσσα με την οποία προσδιορίστηκαν, πρωτοπόρα και με εκπληκτική σαφήνεια, οι υπέρτατες αξίες του ανθρώπου. Με την ίδια γλώσσα αναζητήθηκε η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, με τη φύση, με τους συνανθρώπους του, με τον εαυτόν του. Εδώ, με το ίδιο όργανο επικοινωνίας και σκέψης, συγκροτήθηκαν οι πόλεις, αναπτύχθηκε πολιτισμός και προτάθηκε η Δημοκρατία. Συμπύκνωση του πολιτισμού των Ελλήνων αποτελούν τα προτάγματα της γενιάς του 40.

Πίστη και απόλυτη προτεραιότητα στην ελευθερία! Υπερηφάνεια να νοιώθεις Έλληνας!

Σε στιγμές κρίσης όταν τα ερωτήματα για την ανθρώπινη ύπαρξη προβάλουν αμείλικτα δεν έχουν θέση οι μέσες λύσεις και οι συμβιβασμοί. Τούτο βέβαια δεν πρέπει να λογίζεται ως αντίφαση, στην αριστοτελική προσέγγιση της αρετής, όπου, μέσα από την αναζήτηση του μέτρου, απορρίπτεται κάθε ακρότητα.

Σε στιγμές κρίσεις όλα θα πρέπει να απλοποιούνται. Κάθε ένας ξεχωριστά, κάθε λαός στο σύνολό του, θα πρέπει να επιλέγει το ιδανικό του και τις υπέρτατες αξίες του, ξεκάθαρες και γυμνές από όποια φτιασιδώματα και ωραιοποιήσεις.

Κανένα παράδοξο στην λογική ανακολουθία ότι «η ζωή είναι το υπέρτατο αγαθό και τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από τη ζωή, αλλά αν δεν υπάρχει και κάτι που να τοποθετείται ψηλότερα και από την ζωή, τότε η ζωή δεν αξίζει τίποτα». Με άλλα λόγια, όταν θα πρέπει να απαντήσεις στο ερώτημα της ελευθερίας, της τιμής, της αξιοπρέπειας, η απάντηση πρέπει να είναι αυθόρμητη, γρήγορη και ξεκάθαρη. Θα πρέπει να είσαι έτοιμος να πεθάνεις όρθιος για να μην ζήσεις γονατιστός. Ένα ναι ή ένα όχι, χαράζουν δύο τελείως διαφορετικές πορείες, χωρίς δυνατότητες επιστροφής.

Όταν την δραματική εκείνη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1940, και ενώ είχε ήδη αρχίσει η παράλογη και δραματική ανθρωποθυσία του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ο Ιταλός πρέσβης επέδωσε το ιταμό τελεσίγραφο, στον τότε Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, ζητώντας την υποταγή της Ελλάδας, πήρε για απάντηση εκείνο το λακωνικό και αθάνατο «ΟΧΙ».

Έλεγε ο νεοκαίσαρας Μουσολίνη ότι έχει οκτώ εκατομμύρια λόγχες για να κατακτήσει την Μεσόγειο, αλλά εκείνο το βράδυ άκουσε το «ΟΧΙ» από οκτώ εκατομμύρια στόματα, που το χρέος τα καλούσε. Ήχησαν στις πόλεις και τα χωριά οι καμπάνες της ελληνικής χριστιανοσύνης, στέλνοντας κάλεσμα εγρήγορσης – θυσίας σε όλους και δέησης στην Μεγαλόχαρη.

Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αρκετές φορές, μεγαλύτερη σημασία έχει η απόφαση και η θέληση για αγώνα, παρά το αποτέλεσμα του ίδιου του αγώνα. Δεν είναι παράδοξο, επομένως, το ότι εμείς οι Έλληνες γιορτάζουμε την έναρξη του πολέμου και όχι την νίκη μας, με το τέλος του πολέμου, όπως συμβαίνει σε άλλες νικήτριες ευρωπαϊκές χώρες.

Μακριά από εμάς ότι επιχαίρουμε στον πόλεμο!

Γιορτάζουμε την απόφαση των προγόνων μας να προτάξουν την ελευθερία τους και την τιμή της πατρίδας, πάνω από την ζωή τους. Ο καθένας ξεχωριστά, και όλοι μαζί στο σύνολο, έβαλαν τις ίδιες προτεραιότητες. Η σωτηρία της πατρίδας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, έγινε ο υπέρτατος σκοπός. Το ιερό χρέος.

Έχει η ζωή τόσες αγάπες δυνατές και ποικιλόμορφες, τόσες πλανεύτρες χαρές που πολλές φορές θαμπώνουν τον δρόμο και ξεστρατίζουμε. Την γενιά όμως του 40 την φώτισε και την οδήγησε το ιερό χρέος. Οι μνήμες από την οδυνηρή και ανεπανόρθωτη καταστροφή του 22 ήταν κομμάτι της ζωής όλων. Ακραία ενωτικός, για εκείνη την πληγωμένη γενιά, ο άμεσος κίνδυνος της προσβολής της τιμής και του «αφανισμού» της ύπαρξης.

Φαίνεται ότι όποιος καταφέρνει να περάσει το κατώφλι που οδηγεί στο ιερό χρέος είναι έτοιμος για κάθε ηρωισμό. Η θυσία, η όποια θυσία, εάν και όταν έλθει, είναι θέμα τύχης. Κανένας εχέφρων δεν πάει στον πόλεμο για να πεθάνει, αρκεί να είναι έτοιμος και για αυτό.

Το αποτέλεσμα της αποφασιστικότητας των Ελλήνων δεν άργησε να φανεί. Εκείνο το πρώτο, ηχηρό στη σφιγμένη σιωπή του «ΟΧΙ», δεν παρέμεινε κενός λόγος. Έγινε πράξη, έγινε τιμωρία της πρόκλησης, της προσβολής, της αλαζονείας. Έγινε νίκη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ο απλός περίπατος, που φαντασιώνονταν η φασιστική υπεροψία μετατράπηκε σε οδυνηρή περιπέτεια.

Ο Ελληνικός στρατός, τα παιδιά της Ελλάδος, πάνω στα κακοτράχαλα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου, με το πείσμα που γεννά η αδικία, όχι μόνον απέκρουσαν τον εισβολέα αλλά περνώντας στην αντεπίθεση έφεραν την Ελληνική σημαία σε πατρίδες ποτισμένες με τον ιδρώτα Ελλήνων. Η Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, οι Άγιοι Σαράντα, η Χιμάρα, όλη η Βόρειος Ήπειρος, γιόρταζε μαζί με όλη την Ελλάδα. Οι νικηφόρες μάχες συνεπήραν όλους, και αυτούς πάνω στα βουνά και τους πίσω. Η φωνή της Σοφίας Βέμπο αντιλαλούσε ως θούριος, ως κλάμα, ως μοιρολόι, ως προσευχή, ως ελπίδα, ως χλευασμός, στον ιταμό εισβολέα. Οι μαχόμενοι λαοί της Ευρώπης, ελεύθεροι ή υπόδουλοι, αναθάρρησαν. Οι δυνάμεις του σκοτεινού ολοκληρωτισμού δεν ήταν αήττητες. Δεν ήταν τυχαίο που ο Ουίνστον Τσώρτσιλ όρισε το πως πολεμούν οι ήρωες! Σαν Έλληνες!

Όμως, τι ήταν άραγε αυτό που ανέτρεψε την λογική των αριθμών και των συσχετισμών;

Ναι, ήταν απόλυτα αναγκαία προϋπόθεση η πάνδημη απόφαση για αγώνα και η διάθεση για θυσία, όμως από μόνα τους αυτά δεν αρκούν. Ο ρεαλισμός επιβάλει να αναγνωρίσουμε ότι ίσως η απόφαση για θυσία, να γινόταν ατελέσφορη ανθρωποθυσία, αν δεν συνοδεύονταν από ρεαλιστική στρατιωτική ηγεσία και οργάνωση. Η πολεμική προπαρασκευή, με τον απαραίτητο, στα πλαίσια του εφικτού, εξοπλισμό, με την σιωπηρή κινητοποίηση, με την σωστή διάταξη των δυνάμεων, με τις κατάλληλες οχυρώσεις, με την εκπαίδευση και την ευελιξία προσαρμογής στις διαμορφούμενες καταστάσεις, υπήρξαν καθοριστικές παράμετροι. Σύμμαχος και εχθρός, συνάμα, ήταν οι χιονισμένες πλαγιές και λαγκαδιές, τα απόκρημνα ψηλά βουνά που δεν επέτρεψαν στον εχθρό ν΄ αξιοποιήσει την αριθμητική και υλική του υπεροχή.

Οδυσσέας Ελύτης στο κέντρο

Βαρύ το τίμημα σε ανθρώπινες ζωές και αμέτρητος ο πόνος. Την φρικτή εικόνα του πολέμου την «ζωγραφίζει» με συγκλονιστικούς στίχους, ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης, που συμμετείχε, ως έφεδρος Ανθυπολοχαγός, σε εκείνο το έπος.

« κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη

άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,

……..

κι ανάμεσ΄ απ΄τα φρύδια

μικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας

μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο

………

Ω, μην κοιτάτε, ώ μην κοιτάτε από που του

από που του ‘φυγε η ζωή.»

terribile

Από την πλευρά των Ιταλών, το μέτρο του παραλογισμού του πολέμου μας το δίνει μια λέξη, μια κραυγή-στεναγμός, που διήρκεσε όσο μισή ανάσα. Ήταν ο καθολικός Ιερέας που κατόρθωσε να ψελλίσει “terribile” , όταν αντίκρισε την ανώφελη και αποκρουστική ανθρωποθυσία, με τα αμέτρητα διαμελισμένα νεανικά κορμιά μπροστά από το θρυλικό ύψωμα 731, στη μεγάλη εαρινή επίθεση των Ιταλών.

Η Ελληνική νίκη στην Αλβανία ήταν το πρώτο χαρμόσυνο και ελπιδοφόρο μήνυμα για την νίκη των δυνάμεων της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Διαλύθηκε ο μύθος για το αήττητο του άξονα. Ο χρόνος άρχισε να μετράει υπέρ των συμμάχων. Ο Χίτλερ, κυνικός και αδίστακτος ρεαλιστής, αναγκάσθηκε να σπεύσει σε βοήθεια για να αποκαταστήσει το γόητρο του συμμάχου του και κυρίως να φέρει σε πέρας τον στρατηγικό -στρατιωτικό του στόχο. Έτσι τον Απρίλιο του 1941, η μικρή Ελλάδα, που αντιστάθηκε με όλες της τις δυνάμεις και τον ηρωισμό που άρμοζε στην ιστορία της, δεν μπορούσε παρά να λυγίσει υπό το βάρος της σιδηρόφρακτης ναζιστικής Γερμανίας. Κατάρρευση του μετώπου. Κατοχή!

Τους νικητές του Αλβανικού έπους, όταν με φθαρμένες στολές, επέστρεψαν, πεινασμένοι και κατάκοποι οδοιπόροι, στα σπίτια τους, δεν τους περίμεναν οι δάφνες που αρμόζουν στους νικητές, αλλά η αμείλικτη πραγματικότητα. Είχε σβήσει το χαμόγελο, είχε χαθεί η αισιοδοξία. Δεν είναι καθόλου εύκολα αποδεκτό ο νικητής να ευτελίζεται από τον ηττημένο! Αγώνας για επιβίωση, για προστασία της οικογένειας. Λίγες φορές στην ιστορία μας, μια και μόνο λέξη φέρει τόσο βάρος και τόσο φρικτό περιεχόμενο, όσο η λέξη «ΚΑΤΟΧΗ». Πείνα, εξαθλίωση, θάνατος! Δεν είναι τυχαίο που από την γλώσσα του βάρβαρου κατακτητή, σχεδόν η μόνη λέξη που επιδερμικά «οικειοποιήθηκε» από τους απλούς ανθρώπους της εποχής, ήταν η λέξη “Kaputt” , συνώνυμη θανάτου.

Παρά τον ζόφο και την διάχυτη κατήφεια πολλοί, από όλα τα κοινωνικά στρώματα, όλων των ηλικιών, άνδρες και γυναίκες, ένοιωθαν ότι το χρέος, προς την υπόδουλη πλέον πατρίδα, δεν είχε τελειώσει. Ίσα -ίσα που έγινε μεγαλύτερο. «Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία», η παραίνεση-προσταγή του εθνικού μας ποιητή.

Η ένοπλη αντίσταση που οργανώθηκε σε πόλεις και χωριά δεν έδωσε κανένα περιθώριο εφησυχασμού και ανάπαυλας στον κατακτητή. Η περιφρόνηση και η παθητική αντίσταση απέναντι στον βάρβαρο δυνάστη ήταν καθολική. Το αδούλωτο φρόνημα του Ελληνικού λαού μετρήθηκε, και ήταν μεγαλειώδες, όταν, κάτω από τις κάννες των Γερμανών, σύσσωμος ο ελληνισμός, ακούμπησε στο φέρετρο του ποιητή Κωστή Παλαμά. Πιστός ο λαός, στο κάλεσμα του μεγάλου εκείνου Έλληνα. Με την δική του παρότρυνση, είχαν μεθύσει όλοι με το αθάνατο κρασί του 21!

Δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη ότι υπήρξαν και λίγοι, ελάχιστοι, που θέλησαν να συνεργαστούν με τον κατακτητή και να κερδοσκοπήσουν πάνω στην δυστυχία των υποδούλων Ελλήνων. Δοσίλογοι και μαυραγορίτες! Απερίφραστα και αμετάκλητα καταδικασμένοι από την Ιστορία και την συλλογική συνείδηση των Ελλήνων.

Το νικηφόρο έπος του 40, η εθνική αντίσταση που ακολούθησε σε όλη την χώρα, καθώς και η νικηφόρα και ουσιαστική συμμετοχή συγκροτημένου Ελληνικού Στρατού στο Ελ Αλαμέϊν και στο Ρίμινι, συνεισέφεραν πρόδηλα και ουσιαστικά στην ήττα του άξονα. Τούτο αναγνωρίζεται από όλους.

Η Ελλάδα είχε κάνει το καθήκον της!

Με τις σωστές κατευθύνσεις και προτροπές των πνευματικών ανθρώπων της, με τις επιλογές της ηγεσίας της, πολιτικής και στρατιωτικής, και κυρίως με τις θυσίες του συνόλου των Ελλήνων, βρέθηκε στο τραπέζι των νικητών. Δυστυχώς δεν αποκόμισε όλα όσα θα μπορούσε και εδικαιούτο. Το χειρότερο όμως ήταν ότι βρέθηκε διχασμένη και αιμορραγούσα. Την απαράμιλλη εθνική ενότητα που επιβεβαιώθηκε και σφυρηλατήθηκε με το έπος του 40, στα βουνά της Ηπείρου, την διαδέχθηκε η εμφύλιος έρις. Αδελφοκτόνος η σύγκρουση. Οι ιδεοληψίες και η τυφλότητα που προκαλεί η φανατική προσήλωση σε μεσσιανικές πολιτικές αντιλήψεις, οδήγησαν αρκετούς έξω από τα προτάγματα των συντελεστών του έπους του 40. Η υπέρτατη αξία της ελευθερίας και η αγάπη για την πατρίδα τέθηκαν σε αμφισβήτηση! Η πλάνη ήταν ολοφάνερη. Οι ευθύνες τεράστιες. Ο ερυθρός ολοκληρωτισμός επιχείρησε αυτό που επέβαλε στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Νίκησε η παραμονή της πατρίδας μας στις φιλελεύθερες Δημοκρατίες του Δυτικού Κόσμου. Όμως κανείς δεν λογίζεται νικητής μετά από εμφύλια σύγκρουση. Ήταν τραγωδία! Το απόλυτο λάθος! Δεν υπάρχει ίσως κανένα ιστορικό προηγούμενο, ένας λαός, αντί να πανηγυρίζει για την νίκη του και να σχεδιάζει την ευημερία της ειρήνης, να παρασέρνεται σε εμφύλιο πόλεμο!. Μεγάλα και ποικίλα τα διδάγματα από το έπος του 40 και της εθνικής αντίστασης, αλλά και από τα εμφύλια πάθη που ακολούθησαν. Πηγή αισιοδοξίας τα όσα εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες καταφέραμε, στα τόσα χρόνια ειρήνης που ακολούθησαν. Ζηλευτή και ευημερούσα η πατρίδα μας, παρά τις αρκετές και αδικαιολόγητες αποτυχίες και παλινδρομήσεις μας.

Κατά μία άποψη, την ιστορία την συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία. Τα γεγονότα και το πνεύμα, το «άρωμα», της εποχής που τα συνοδεύει και τα διαποτίζει.

Τα γεγονότα μπορεί κάποιος να τα διερευνήσει, να τα διασταυρώσει, να τα αναπλάσει, σε όλες τους σχεδόν τις λεπτομέρειες, μελετώντας όλα τα στοιχεία που τα καταμαρτυρούν και τα περιγράφουν.

Το «άρωμα» όμως που τα συνοδεύει δεν είναι εύκολο να το νοιώσεις εάν δεν ζήσεις την εποχή και εάν δεν είσαι προικισμένος με ευαίσθητες αισθητήριες κεραίες. Ίσως από τα λίγα αχνά, αλλά αδιάψευστα σημάδια, που μπορούν, εμάς σήμερα, να μας οδηγήσουν σε εκείνο το μεθυστικό άρωμα του έπους του 40 να είναι μερικές φωτογραφίες που έχουν παγώσει, όχι μόνον τον χρόνο, αλλά και τα κυρίαρχα συναισθήματα των δρώντων.

-Πλατύ, γεμάτο σιγουριά, το χαμόγελο του φαντάρου, που γατζώνεται από το τραίνο για να φθάσει, ζωντανή ασπίδα, στα σύνορα.

Ακίνητη, διαπεραστική, η ματιά της Ηπειρώτισσας, που με σφιχτά χείλη, και σφιχτοδεμένο βαρύ φορτίο, ανεβαίνει, ακολουθώντας το μικρό κομβόι, τον ανήφορο του χρέους.

Συγκλονιστικός ο τόνος, το ύφος και το περιεχόμενο της τελευταίας ελεύθερης εκπομπής του ραδιοφωνικού σταθμού της Αθήνας.

Μεθάμε και εμείς σήμερα από το άρωμα εκείνου του έπους, διδασκόμαστε από τα γεγονότα του.

Η ταραγμένη εποχή και περιοχή που ζούμε, μας καλούν σε επαγρύπνηση, προετοιμασία και άμεση ετοιμότητα. Μερικοί πίστεψαν στο τέλος της ιστορίας. Οι πιο αισιόδοξοι απέκλεισαν την επανάληψη της βαρβαρότητας του πολέμου στην ήπειρό μας, θεωρώντας την ειρηνική συμβίωση των λαών σχεδόν αυτονόητη. Δυστυχώς τα γεγονότα τους διαψεύδουν. Οι Δημοκρατίες μας έχουν να αντιμετωπίσουν ανελεύθερα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Δραματική υποστροφή στην βαρβαρότητα. Ο κίνδυνος πυρηνικού ολοκαυτώματος επισείετε πάνω από τις κεφαλές μας.

Ο Τούρκος στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, την Ιωνία, την κοιτίδα των Ελλήνων προσωκρατικών φιλοσόφων, ανιστόρητος, απολίτιστος, αλαζόνας και μεγαλομανής έχει ξεθηκαρώσει! Οι ομοιότητες και αντιστοιχίες με την εποχή λίγο πριν το 1940 είναι εξόφθαλμα ανατριχιαστικές.

  • Mare Nostrum, αποκαλούσε όλη την Μεσόγειο, κομπάζοντας από τα μπαλκόνια, ο Μουσολίνι.
  • Mavi Vatan, σχεδιάζουν, στους επιδεικνυόμενους χάρτες τους, οι Τούρκοι.
  • Ζωτικό χώρο αναζητούσε ο Χίτλερ.
  • Τα σύνορα της καρδιάς του ονειρεύεται και διεκδικεί ο Ερντογάν.

Ο Ισλαμοφασισμός τους φαντασιώνεται ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πολιτισμική οπισθοδρόμηση είναι κάτι άγνωστο και αδιάφορο για τους γείτονές μας. Δυστυχώς, στη βάση του πολιτισμού των γειτόνων μας βρίσκεται, το ακατανόητο για εμάς, δίκαιο της κατάκτησης. Ιστορικά, η κατάκτηση για αυτούς έχει το κύρος ιδρυτικής πράξης και γένεσης. Κανένα ίχνος πρόσληψης, αφομοίωσης και προσαρμογής σε υπέρτερους πολιτισμούς. Η καταστροφή, ο σφετερισμός και η ιδιοποίηση, αποτελούν διαχρονικά χαρακτηριστικά. Η ροπή προς την «δεσποτεία» και η αποδοχή του αυταρχισμού εμφανής.

Ανεξάρτητα όμως από τα όρια της αρπακτικής βουλιμίας των γειτόνων μας, τα ερωτήματα και οι ιστορικές ευθύνες βαραίνουν εμάς.

Τι «άρωμα» θα διαποτίσει τα επερχόμενα;

Πόσο καλά είμαστε προετοιμασμένοι, σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους τομείς, για να αποτρέψουμε ή να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία την όποια επιβουλή; Ο πατριωτισμός δεν μετριέται με τις μεγαλοστομίες, αλλά με το πόσο άριστα γνωρίζω – κάνω την δουλειά μου και με το πόσο έτοιμος είμαι να υπερβώ τα καθημερινά όριά μου, υπηρετώντας αξίες υπέρτερες της ύπαρξής μου.

Το έπος του 40 μας δείχνει τον δρόμο!

Ο ελληνικός πολιτισμός είναι πολιτισμός ειρήνης. Σε αυτόν στηριζόμαστε, ειρήνη προσδοκούμε! Ο ιδρώτας μας, η μεθοδικότητα και φαντασία μας, η αλληλεγγύη μας, ο πολιτισμός μας, είναι τα δικά μας όπλα και μέσα. Πασχίζουμε για την δική μας μικρή πανανθρώπινη συνεισφορά στην ειρηνική προσπάθεια προόδου, ευτυχίας, ανθρωπισμού και αλληλοκατανόησης.

Όμως, αναφαίρετο δικαίωμα και ιερή μας υποχρέωση είναι η σημαία μας να κυματίζει υπερήφανη στις στεριές και στις θάλασσές μας, στις πόλεις και στα χωριά μας καθώς και στα πέρατα της οικουμένης, με τα ποντοπόρα πλοία μας.

Όλους μας αγκαλιάζει και μας ενώνει η γαλανόλευκη.

Ας κυματίζει αδιάλειπτα και στις καρδίες μας!

Μπορούμε με αισιοδοξία, ενωμένοι και υπερήφανοι για το έθνος μας, να βροντοφωνάξουμε το

«ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ»

Δρ. Γεώργιος Φ. Γκόνης

Χειρουργός – Υποστράτηγος (ΥΙ) ε.α.


  • Επιμελεια Ανάρτησης – Φωτογραφιών : Τασιόπουλος Αργύρης

Η ΣΤΡΑΤΙΑ ΤΩΝ ΜΠΑΜΠΑΔΩΝ

  • Πολεμικός Τύπος 36 (*)
  • 2022.10.14
Home Guard

Τον Μάιο του 1940 η Μεγάλη Βρετανία ξαφνικά βρέθηκε αντιμέτωπη με την πιθανότητα γερμανικής εισβολής. Για να υποστηριχθεί ο αποδυναμωμένος αγγλικός στρατός, δημιουργήθηκε η Εθελοντική Στρατιά, «Home Guard», με στόχο να συμβάλει στην καλύτερη άμυνα σε περίπτωση εισβολής.

H ιδέα για τη δημιουργία της Εθελοντικής Στρατιάς ανήκε και στον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ίντεν και προωθήθηκε μέσω του BBC. Λίγες ημέρες μετά την αρχική έκκληση είχαν ήδη συγκεντρωθεί 250.000 εθελοντές. Μέχρι το καλοκαίρι είχαν εγγραφεί ένα εκατομμύριο Βρετανοί. Οι μονάδες της Εθελοντικής Στρατιάς απο τελούνταν από άντρες από 17 ώς 65 ετών, ενώ τον «πυρήνα» σχημάτιζαν βετεράνοι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο νέο σώμα έπεσε γρήγορα θύμα χλευασμού των κυνικών Βρετανών.

Η εικόνα των εκπαιδευόμενων, ανδρών όλων των ηλικιών και όλων των κοινωνικών τάξεων, χωρίς όπλο ή στολή, που προσπαθούσαν με τα χίλια ζόρια να ολοκληρώσουν τη βασική εκπαίδευση, πράγματι δεν ήταν και τόσο καθησυχαστική. Ο Τύπος ειρωνικά αναφερόταν στους εκπαιδευόμενους ως «Στρατιά των Μπαμπάδων».

Παρά τις προσπάθειες των φωτορεπόρτερ η πραγματική εικόνα των εθελοντικών μονάδων δεν είδε το φως της δημοσιότητας επειδή κάτι τέτοιο απαγορεύτηκε για «εθνικούς» λόγους.

Σταδιακά όμως, καθώς οι επιδόσεις των εθελοντών βελτιώνονταν, άλλαξε και η εικόνα που ο κόσμος είχε γι’ αυτούς. Χάρη σε μία δωρεά του αμερικανικού στρατού που αποτελούνταν από μισό εκατομμύριο όπλα και στολές από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εθελοντές απέκτησαν πιο «αυθεντική», στρατιωτική εμφάνιση.

Μέτρα για την κατασκοπία

Οι Βρετανοί ανησυχούσαν πολύ για την πιθανότητα ρίψης Γερμανών αλεξιπτωτιστών, μια τακτική που όπως αποδείχθηκε αργότερα αποτελούσε μέρος του σχεδίου της γερμανικής εισβολής στη Μεγάλη Βρετανία. Παράλληλα φοβούνταν την πιθανότητα ύπαρξης μιας «Πέμπτης Φάλαγγος» Άγγλων προδοτών. Μετά την εισβολή των ναζί στη Νορβηγία, κυκλοφόρησαν φήμες για τη συνεργασία ντόπιων με τους κατακτητές. Η πιθανότητα μιας αντίστοιχης ομάδας προδοτών στην Αγγλία πανικόβαλε τη βρετανική κοινή γνώμη. Για να αποτρέψουν τους κατασκόπους να πετύχουν το στόχο τους, πολίτες σε κάθε γωνιά της χώρας αποφάσισαν να αφαιρέσουν τις πινακίδες από τους δρόμους, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τις στάσεις των λεωφορείων, ενώ τοποθέτησαν εμπόδια στα χωράφια τους για να αποτρέψουν την προσγείωση εχθρικών αεροπλάνων. Φυσικά το μόνο που κατάφεραν ήταν να μπερδέψουν τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες.

Μετά τη Μάχη της Αγγλίας, όταν η απειλή επικείμενης γερμανικής εισβολής άρχισε να μειώνεται, πολλοί εθελοντές άρχισαν να θεωρούν τη «θητεία» τους άσκοπη, και οι λιποταξίες γρήγορα αυξήθηκαν. Έτσι τον Νοέμβριο του 1941 η Εθελοντική Στρατιά απέκτησε πραγματική στρατιωτική υποδομή. Όποιος ήθελε μπορούσε να αποχωρήσει, αλλά όποιος έμενε θα υπηρετούσε με βάση τους στρατιωτικούς κανονισμούς και θα αναγκαζόταν να φύγει, αν δεν ήταν αποδεικνυόταν ικανός. Έτσι η Εθελοντική Στρατιά έγινε πολύ πιο αποτελεσματική και επιπλέον δόθηκε η ευκαιρία σε μέλη της να συμμετάσχουν σε πιο ειδικευμένες αποστολές.

Πηγή : “Ο Πολεμικός Τύπος”


Από την υποσημείωση της Έκδοσης

Ο Πολεμικός Τύπος” είναι μία ανεξάρτητη έκδοση .Ευχαριστούμε τις εφημερίδες για τη συνεργασία τους, τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη για την χρήση υλικού από την ψηφιακή Αρχειακή του Βιβλιοθήκη, την ΕΙΗΕΑ, την ΕΣΗΕΑ, τη Bιβλιοθήκη της Βουλής, το Πολεμικό Μουσείο, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, το ΕΛΙΑ, το Μουσείο Μπενάκη και το Αρχείο Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας. Αρχισυντάκτρια Ελέντα Λαμπροπουλου. Δημιουργικό : Λουκία Αλαβάνου, Φω/ση αρχειακού υλικού: Κώστας Μανώλης, Διόρθωση : Μαρία Μαυρομμάτη. Σύμβουλοι έκδοσης: Γ. Μαργαρίτης, Χ. Φλάισερ. Εκδότης και υπεύθυνος κατά το νόμο: Peter McGee. Πολεμικός Τύπος Τ.Θ. 13853, 167 10 το Ελληνικό @2002 Albertas Limited, London”


Επιμέλεια Παρουσίασης : Τασιόπουλος Αργύρης