ΤΑ ΠΡΟΑΝΑΚΡΟΥΣΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ

  • 2023.10.26
  • Ελληνική Εποποιϊα 1940 – 1941
  • Άγγελου Τερζάκη
  • Επιμέλεια ανάρτησης: Αργύρης Τασιόπουλος .

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η ΕΕΥΕΔ αντί Πανηγυρικού επέλεξε να παρουσιάσει αποσπάσματα από το Βιβλίο του Άγγελου Τερζάκη (1907-1979), Ελληνική Εποποιϊα 1940-1941. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, από όπου και τα αποσπάσματα , διακρίνουμε την αλόγιστη προσπάθεια ανασύστασης αυτοκρατόριών :

Ο Χίτλερ μίλησε δημοσίως στις 30 Ιανουαρίου 1941, στον ετήσιο λόγο του στο Sports Palace του Βερολίνου είπε: «Η χρονιά του 1941 θα είναι, όπως είμαι πεπεισμένος, το ιστορικό έτος της μεγάλης Ευρωπαϊκής Νέας Τάξης». Το σκοτεινό του όραμα περιλάμβανε τη δημιουργία του Παν-Γερμανικού Φυλετικού Κράτους, χτισμένο με τα δομικά υλικά της ναζιστικής ιδεολογίας, τη μαζική προσάρτηση εδαφών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, την αποίκισή τους με γερμανούς πολίτες και τη φυσική εξόντωση εβραίων και Σλάβων (Πολωνών και Ρώσων), Ρομά και όποιων ακόμα θεωρούσε «υπάνθρωπους» και «φυλετικά κατώτερους». 

Ο Μουσολίνι, μεθυσμένος ἀπὸ μεγαλαυχία, θ᾽ ἀποπειραθεί νὰ δώσει έκφραση σὲ όνειρο παλαιότερο: τὴν ἀνασύσταση της ρωμαϊκής αὐτοκρατορίας, ἢ τουλάχιστον τῆς ἐνετικής θαλασσοκρατίας. «Πρὶν πεθάνω – έλεγε στὰ 1922 σ᾿ ἕνα σωματοφύλακά του – βλέπω νὰ σχεδιάζεται πάνω στὸ γαλανὸ ἰταλικὸ οὐρανὸ μιὰ ἀναγεννώμενη αὐτοκρατορία τῶν Καισάρων».

Ζούμε σήμερα και πάλι την αλόγιστη προσπάθεια ανασύστασης παλαιών αυτοκρατοριών (Οθωμανικής, Σοβιετικής) . Δεν είναι λοιπόν νέο φαινόμενο, η ιστορία επαναλαμβάνεται και σήμερα. Ο Συγγραφέας παρουσιάζει, με ιστορικά στοιχεία, πως δύο από τα πλέον ισχυρά κράτη της εποχής κατέβαλαν προσπάθειες να αποκοιμήσουν την μικρή και αδύνατη Ελλάδα, διαβεβαιώνοντας για τις ειρηνικές προθέσεις τους, ώστε να την βρουν απροετοίμαστη και να την καταλάβουν αμαχητί. Ο αναγνώστης αναπόφευκτα συγκρίνει το χθές με το σήμερα και το βιβλίο φαντάζει αφάνταστα επίκαιρο.

Ο Αγγελος Τερζάκης (Συγγραφέας – Δοκιμιογράφος), το 1940 στρατεύεται και υπηρετεί στο Αλβανικό Μέτωπο. Παραμένει στη ζώνη του πυρός ως το τέλος του πολέμου. Μας λέγει ό ίδιος στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του

Πρέπει να πω ότι θέλησα να προλάβω προτού αποχωρήσει από τη ζωή η γενιά των μαχητών και χαθεί έτσι ανεπανόρθωτα η άχνα των ανθρώπων που έκαμαν την Ιστορία. Γιατί την Ιστορία τη συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία, που ο χρόνος τ’ αποχωρίζει: μια σειρά γεγονότα κι ένα άρωμα εποχής. Το πρώτο, τα γεγονότα, μπορείς να τ’ αποκαταστήσεις ακόμη κι ύστερα από αιώνες. Το δεύτερο όχι χάνεται, πετάει μαζί με τη στιγμή. Ακόμα κι εκείνοι που το ένιωσαν – όπως και όσο νιώθει κανένας το παρόν -, ακόμα κι αυτοί χάνουν την αίσθησή του όταν το πάρει ο άνεμος του χρόνου».



Αποσπάσματα από το Κεφάλαιο Α’ “Τα προανακρούσματα μιας εισβολής”

Aν εἶναι ἀλήθεια πὼς ἔνα έθνος ἄξιο να ζήσει χαλυβδώνεται, ὡριμάζει μέσα στὸν ἀγώνα, τότε καὶ ἡ ἰταλικὴ ἐπίθεση, ἡ εἰσβολὴ στὴν Ἑλλάδα τὸ φθινόπωρο τοῦ 1940, πρέπει νὰ κριθεῖ μὲ εἰδικὰ κριτήρια. Ας θεωρηθεῖ σὰν ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ ἐκεῖνα πού, ἐνῶ ξεκινᾶνε ἀπὸ μιὰ πρόθεση ταπεινὴ καὶ κακόβουλη, μετουσιώνονται χάρη στὸ πνεῦμα τῆς Ἱστορίας καὶ γίνονται πηγὲς φρονήματος, ζωῆς,

Γιὰ τὸν Ἕλληνα τῶν γενεῶν ποὺ ἔζησαν τις μεγάλες ἡμέρες τοῦ 1940 –1941 ο Ἑλληνοϊταλικὸς Πόλεμος, πραγματικά, είναι κάτι σημαντικὸ κι᾿ ἀπροσδόκητο. Σημαντικὸ εἶταν, ἀληθινά, περισσότερο ἀπὸ ὅσο μπορεῖ νὰ τὸ θεωρήσει ἡ ἁπλὴ ἀναδρομὴ στὴ μνήμη. Απροσδόκητο όμως μόνο κατὰ τὸμέτρο τῆς ἀξιοθρήνητης ὑποκρισίας τοῦ ἀντιπάλου, ποὺ πέτυχε νὰ συγκαλύψει τις προθέσεις του ὡς τὴν τελευταία σχεδόν στιγμή. Γιατὶ ἔτσι κάποτε ἕνα δυνατὸς μπορεῖ νὰ ταπεινώνεται ἀπὸ τὶς ἴδιες τοῦ τὶς μεθόδους καὶ πράξεις. Μ’ έκπληξη διαπιστώνει σήμερα ὁ ἐρευνητὴς τῆς νεώτερης Ιστορίας ὅτι, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς κιόλας τοῦ αἰώνα μας, εἶχαν φανεῖ οἱ ἐχθρικὲς προθέσεις ποὺ ἔτρεφε ἀπέναντι στὴν Ἑλλάδα ἡ Μεγάλη Δύναμη τῆς ᾿Αδριατικῆς.

Η κατάληψη τῆς Δωδεκανήσου μὲ τρόπο παραπειστικὸ καὶ πρόσχημα τὴν προσωρινότητα, τὴν ἀπελευθέρωση, ή βαθμιαία πολιτική διείσδυση τῆς Ιταλίας στὴν ᾿Αλβανία, προγεφύρωμα γιὰ μελλοντική δράση της στὴ Βαλκανική, ή διεκδίκηση τῆς Σμύρνης χωρίς κανένα δικαίωμα, ὁ βομβαρδισμὸς τῆς ἀνοχύρωτης Κέρκυρας γι᾿ ἀντίποινα ἑνὸς ἐγκλήματος ποὺ εἶχαν διαπράξει οἱ ἴδιοι οἱ Ἰταλοί, δὲν εἶναι παρὰ μόνον οἱ πιὸ θεαματικοὶ σταθμοὶ μιᾶς σειρᾶς ἀπὸ χαρακτηριστικὲς ἐνέργειες ποὺ ἐκφράζουν τις βλέψεις τῆς Ιταλικῆς πολιτικῆς μέσα στὸν ἐθνικὸ ἑλληνικὸ χῶρο. Βλέψεις, ἀλλοίμονο, προγενέστερες ἀπὸ τὸ φασιστικό καθεστώς.

Στὴν πραγματικότητα, εἴταν ὑποτροπὲς ἑνὸς στείρου συμπλέγματος ἡγεμονίας: Ο Μουσολίνι, μεθυσμένος ἀπὸ μεγαλαυχία; θ᾽ ἀποπειραθεῖ νὰ δώσει ἔκφραση σὲ ὄνειρο παλαιότερο: τὴν ἀνασύσταση τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἢ τουλάχιστον τῆς ἐνετικῆς θαλασσοκρατίας. «Πρὶν πεθάνω -έλεγε στὰ 1922 σ᾿ ἕνα σωματοφύλακά του – βλέπω νὰ σχεδιάζεται πάνω στὸ γαλανὸ ἰταλικὸ οὐρανὸ μιὰ ἀναγεννώμενη αὐτοκρατορία τῶν Καισάρων»  Ὑπάρχουν σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο ἀρχηγοὶ λαῶν, καθεστῶτα, ποὺ δὲν ἔχουν και ταλάβει πὼς ἡ Ἱστορία δὲν ἀντιγράφεται. Δημιουργεῖται, καὶ πάντοτε με νέους όρους, νέα πεπρωμένα, ἀνάλογα μὲ τὴ γενικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπινοι γένους. Ὁ Μουσολίνι εἶχε πιστέψει πὼς τὸ θράσος μπορεῖ ν’ ἀφοπλίσει τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ ἡ ὑποκρισία νὰ ἐξαφανίσει τὴ δίψα τῆς ἐλευθερίας. Αὐτὰ μεσὶς στὸν 20ο αιώνα κι᾿ ἀπέναντι σ’ ἕνα λαό πού, στὰ μάκρος πέντε χιλιάδων χρόνων, ἴσαμε τὸ πρόσφατο ἀκόμα παρελθόν, δὲν εἶχε πάψει νὰ δίνει ματωμένα πειστήρια τοῦ πάθους του γι’ ἀνεξαρτησία.

Κατὰ τὸ διάστημα ὡστόσο ποὺ ἀκολουθοῦσε τὴ Συνθήκη τῆς Λωζάννης (1923), ἡ χώρα μας όχι μόνο δὲν εἶχε πειράξει κανένα, ἀλλὰ καὶ εἶχε παλαίψει σκληρότατα γιὰ νὰ ὀρθοποδήσει ὕστερα ἀπὸ τὸ βαρύ τραῦμα τῆς μικράσιατικῆς καταστροφῆς. Η προσπάθειά της ν᾿ ἀπορροφήσει ἑνάμισυ ἑκατομμύριο πρόσφυγες καὶ ν’ ἀνασυνταχθεῖ στὸν οἰκονομικό, τὸ στρατιωτικό και τὸν πολιτικό τομέα, εἴταν πασίδηλες. Μὲ τὴν Ιταλία εἰδικότερα, εἴχαμε συνάψει Σύμφωνο φιλίας τὸν Σεπτέμβρη τοῦ 1928. Μόνος πιθανὸς κίνδυνος ἀπὸ τὸ Βορρᾶ: οἱ παλαιές, γνωστές, ἀνήσυχες βλέψεις τῆς Βουλγαρίας. Η χώρα αὐτή, καθὼς καὶ ἡ ᾿Αλβανία, παρέμενε ἔξω ἀπὸ τὸ Βαλκανικὸ Σύμφωνο του 1934, ποὺ συνέδεε τὴν Ἑλλάδα μὲ τὴ Γιουγκοσλαβία, τὴ Ρουμανία καὶ τὴν Τουρκία. Τὸ Σύμφωνο αὐτὸ ἀπέβλεπε στὴ διατήρηση τοῦ ὑφιστάμενου ἐδαφίκοῦ καθεστῶτος στὴ Βαλκανική. Ο κίνδυνος ἀπὸ τὴ Δύση, δηλαδὴ ἡ ἐπίθεση ἀπὸ μιὰ μεγάλη ἐξωβαλκανικὴ Δύναμη, ἂν καὶ γραμμένος ἀόριστα, ἀπὸ καιρό, στὸ ὑποσυνείδητο τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, δὲν φαινόταν καὶ πρακτικὰ ἐπικείμενος.

Ὡστόσο συνάζονταν τὰ σύννεφα ποὺ θὰ ἔκαναν νὰ ξεσπάσει μιὰ μέρα ὁ Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ὁ Πόλεμος τῶν Πέντε ἠπείρων. Η ἔμμεση ἀναμέτρηση στὴν Ἱσπανία, στὰ 1936, εἶχε ἀνησυχήσει κάθε συνετὰ ἄνθρωπο, γιατὶ ἔμοιαζε πολὺ μὲ δοκιμαστικὴ βολή. Η φασιστικὴ Ιταλία, ποὺ εἶχε δώσει ἐξετάσεις ἀνθρωπιστικοῦ πολιτισμοῦ στὰ ὀροπέδια τῆς Αἰθιοπίας, στρεφόταν ξαφνικά, τὸν Απρίλιο τοῦ 1939, κατὰ τῆς ᾿Αλβανίας τοῦ ᾿Αχμὲτ Ζώγου. Ὕστερα ἀπὸ ἕνα τελεσίγραφο, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν συνταχθεῖ γιὰ νὰ μὴν ἀφήνουν περιθώριο παρὰ μόνο στὴν ἀπόρριψή τους, βομβαρδίζονταν ἀπὸ τοὺς Ιταλοὺς στὶς 6 τὸ πρωὶ οἱ λιμένες τῶν ῾Αγίων Σαράντα, τοῦ Αὐλῶνος, τοῦ Δυρραχίου, τοῦ ῾Αγίου Ιωάννη τῆς Μεδούης. Μαζί, γινόταν ἀπόβαση ιταλικῶν στρατευμάτων πού, ὕστερα ἀπὸ μικρὴ ἀντίσταση, προχωροῦσαν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς χώρας, ἔμπαιναν στὴν ἀλβανικὴ πρωτεύουσα, τὰ Τίρανα, ἀνέτρεπαν τὸ καθεστώς. Τὸ στέμμα τῆς Άλβανίας θὰ προσφερόταν ψυχραιμότατα στὸ βασιλέα τῆς Ιταλίας καὶ Αὐτοκράτορα τῆς Αἰθιοπίας Βίκτωρα Ἐμμανουήλ τὸν Γ’.

Γίνεται ἔτσι πιὰ αἰσθητὸ πὼς ἡ φασιστικὴ Ιταλία ἔχει ἀποφασίσει νὰ κάμει μὲ στόμφο, ὅπως τῆς ἁρμόζει, τὴν ἐμφάνισή της στὴν Βαλκανική. Κατὰ τὸ διάστημα ποὺ θ’ ἀκολουθήσει τὴν κατάληψη τῆς Αλβανίας ὡς τὴν ἐπίθεση κατὰ τῶν Ἑλλήνων, ἐπὶ ἑνάμισυ χρόνο, ἡ Ιταλία τοῦ Μουσολίνι θὰ καταβάλει κάθε προσπάθεια γιὰ νὰ συγκαλύψει τὶς ἐπεκτατικές της προθέσεις καὶ ν᾿ ἀποκοιμίσει τον μικρό της ἀντίπαλο, ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα κι ὁ οὐσιαστικός της στόχος: τὴν ῾Ελλάδα. Φέρνουν ντροπὴ σὲ κάθε ἀμερόληπτο μελετητὴ τῆς Ἱστορίας οἱ περιστροφές, οι δολιχοδρομίες, οἱ δραστήριοι διπλωματικοὶ ἑλιγμοί, οἱ παλινωδίες καὶ οἱ αὐτοδιαψεύσεις τῆς κυβερνήσεως Μουσολίνι. Τὰ γεγονότα, ἀπὸ μόνα τους εὐγλωττότατα, ἀκολουθοῦν τὴν ἑπόμενη σειρά.

Ἡ ἀπόβαση στὴν ᾿Αλβανία καὶ ἡ κατάληψή της εἴταν φυσικὸ ν᾿ ἀνησυχήσουν ἰδιαίτερα τις δύο συνορεύουσες μ’ αὐτὴν χῶρες, Ἑλλάδα καὶ Γιουγκοσλαβία· πολύ περισσότερο ποὺ ἡ διαγραφόμενη τώρα στὸν ὁρίζοντα ἀπειλὴ δὲν προερχόταν ἀπὸ τὴν Ιταλία μόνη, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ῎Αξονα. Η ίδρυσή του εἶχε ἐξαγγελθεῖ δυόμιση χρόνια πρίν, τὴν 1ην Νοεμβρίου 1936, ἀπὸ τὸν Μουσολίνι. Γιὰ νὰ καθησυχάσει τις δύο ἀπειλούμενες χῶρες ὁ Ντοῦτσε – δηλαδή γιὰ νὰ ἐξαπατήσει τὴν Ἑλλάδα — διεβεβαίωνε ἐπισήμως τὴν ἀγγλικὴ κυβέρνηση καὶ τὴν ἑλληνικὴ πὼς εἶναι ἀνακριβεῖς οἱ ἀποδιδόμενες σ᾿ αὐτὸν προθέσεις. Στο μεταξύ, ἡ ἑλληνικὴ προσπάθεια εἴταν νὰ τηρηθεῖ στάση ὅσο γίνεται πιὸ ἄψογη: Στὸν ᾿Αχμὲτ Ζώγου, ποὺ εἶχε ζητήσει καταφύγιο στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος, γινόταν ὑπόδειξη ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ ὅσο μποροῦσε συντομώτερα.

Ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ἑλλάδος στὴ Ρώμη, εἰδοποιοῦσε τὸ ἰταλικὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν ὅτι θὰ ληφθοῦν ὅλα τ᾽ ἀπαιτούμενα μέτρα ὥστε, ὁποιαδήποτε πολιτικὴ δράση τοῦ πρόσφυγα ᾿Αλβανοῦ βασιληᾶ ν᾿ ἀποκλεισθεῖ. Ἡ ἱκανοποίηση τοῦ Μουσολίνι ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ αὐτὴ συμπεριφορὰ εἴταν τόση, ποὺ ἀνέθεσε στὸν ἐπιτετραμένο του τῶν ᾿Αθηνῶν νὰ εὐχαριστήσει προσωπικῶς τὸν ῞Ελληνα πρωθυπουργό. Τὴν ἑπομένη κιόλας, οἱ Ἰταλοὶ διέψευδαν κατηγορηματικὰ ὅλες τίς κυκλοφοροῦσες στὸ μεταξὺ ἀνησυχητικὲς φῆμες. Ὁ Μουσολίνι διεκήρυσσε τὸ σεβασμό του πρὸς τὸν ἑλληνικὸ χῶρο καὶ τὴν ἐπιθυμία του ν᾿ ἀναπτύξει σταθερὰ ἐγκάρδιες σχέσεις τῆς χώρας του μὲ τὴν Ελλάδα.

Τρεῖς φορὲς πηγαίνει νὰ βρεῖ τὸν Ἕλληνα πρεσβευτὴ στὸ Λονδῖνο ὁ Ιταλὸς ἐπιτετραμένος καὶ τὸν διαβεβαιώνει κατηγορηματικὰ γιὰ τὴν ἁγνότητα τῶν Ιταλικῶν προθέσεων. Ὁ ὑπουργὸς τῶν Εξωτερικῶν Τσιάνο, ἀπὸ τὸ βῆμα τῆς Ιταλικῆς Βουλῆς, στηλιτεύει τὶς ἀβάσιμες κι’ ἐπικίνδυνες – όπως τὶς χαρακτηρίζει – διαδόσεις, τις διαψεύδει. Γιὰ νὰ συντονίσει τὴν ἑλληνικὴ στάση πρὸς τὴν ἐπίσημη Ιταλική, ὁ πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος , ἂν καὶ χωρὶς βαθύτερη ἐμπιστοσύνη στὴν εἰλικρίνεια τῶν νέων γειτόνων, θὰ ὑποστηρίξει σὲ λόγο του πὼς ὁ ἑλληνικὸς λαὸς «δύναται ἥσυχος νὰ συνεχίσῃ τὰ εἰρηνικὰ αὐτοῦ ἔργα, μὲ τὴν βεβαιότητα, ὅτι ἡ κυβέρνησίς του ἀγρυπνεῖ διαρκῶς διὰ τὴν ἀσφάλειαν καὶ τὴν τιμήν του».

Αὐτὰ γίνονταν τὴν ἄνοιξη τοῦ 1939.

Τὶς ἀμέσως ἑπόμενες ἡμέρες τοῦ ᾿Απριλίου 1939, τὸ Γενικό Επιτελεῖο Στρατοῦ καταρτίζει τὸ πρῶτο σχέδιο ἐκστρατείας, μὲ χαρακτήρα καθαρῶς ἀμυντικό. Προβλέπεται σ’ αὐτὸ ἡ περίπτωση εἰσβολῆς ἀπὸ Βορρᾶ κι’ ἀπὸ Δύση μαζί, ἐπίθεση δηλαδὴ ἀπὸ τὴ Βουλγαρία κι᾿ ἀπὸ τὴν Ιταλία, μὲ τὴ Γιουγκοσλαβία πρόθυμη να επιτρέψει την διάβαση από το εδαφός της εχθρικών γιὰ τὴν Ἑλλάδα δυνάμεων. Ὑπελόγιζε ἀκόμα, τὸ σχέδιο αὐτὸ ἐκστρατείας, τὰ πρακτικὰ πλεονεκτήματα τοῦ ἀντιπάλου, συγκεκριμένα πὼς θὰ εἶχε τὴ πρωτοβουλία στὴν ἔναρξῃ τοῦ πολέμου, τὸ χρονικὸ προβάδισμα σὲ συγκέντρωση δυνάμεων, ἀφοῦ διέθετε χιόλας γύρω στις πέντε ἑτοιμοπόλεμες μέραχίες στὴν ᾿Αλβανία καὶ ὑπεροχὴ σὲ ἀεροπορία. Οἱ Ἕλληνες δὲν μποροῦσαν νὰ κινητοποιηθοῦν ἀμέσως χωρὶς αὐτὸ νὰ θεωρηθεῖ πρόκληση. Οχυρώσεις ἐξ ἄλλου, πρὸς τὸ ἀλβανικὸ μέτωπο, δὲν ὑπῆρχαν. ῎Αν στὶς ἐναντιότητες αὐτὲς προστεθεῖ ἡ δέσμευση ἑλληνικῶν δυνάμεων, λόγῳ Βουλγαρίας, στὸ μέτωπο τῆς ᾿Ανατολικῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης, ἡ ὀργανικὴ κλιμάκωση των ὑπολοίπων, που προορίζονταν ἴσα – ίσα γιὰ τὸ ἀλβανικὸ μέτωπο, ἀπὸ τὴ Φλώρινα ὡς τὴν Καλαμάτα, ἡ ὕπαρξη γιὰ τὴ μεταφορά τους καὶ τὴ συγκέντρωσή τους μιᾶς καὶ μόνης σιδηροδρομικῆς γραμμῆς, ποὺ θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ χτυπηθεῖ ἀπὸ τὴν ἐχθρικὴ ἀεροπορία, τότε θὰ γίνει νοητὸ γιατὶ τὸ σχέδιο προέβλεπε ἀμυντικὸ ἑλιγμὸ ποὺ θὰ μετέφερε στὴν ἀνάγκη τὸ μέτωπο βαθύτερα στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος. Ὁ ἀντικειμενικὸς σκοπὸς εἶταν νὰ καλυφθοῦν ἡ Θεσσαλία καὶ ἡ Θεσσαλονίκη ἀπὸ βάθος τέτοιο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ ὕστερα ἡ ἀναγκαία μετακίνηση καὶ συγκέντρωση δυνάμεων.

Τὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα ποὺ ἄρχισαν νὰ γίνονται στὴ δυτικὴ πτέρυγα τοῦ μελλοντικοῦ μετώπου, ἔδωσαν τὴν εὐκαιρία εὐτυχῶς, ὅταν ἡ ὥρα σήμανε,νὰ τροποποιηθεῖ στὴν πράξη τὸ σχέδιο αὐτὸ καὶ νὰ μὴ χρειαστεῖ σχεδόν καθόλου ἡ σύμπτυξη ἀλλά, ἀπεναντίας, ὁ ἑλιγμὸς ἀπὸ ἀμυντικὸς νὰ γίνει ἐπιθετικός. Θὰ εἶναι ἡ φάση ἐκείνη τοῦ πολέμου πού, ἑνάμιση χρόνο ἀργότερα, θὰ δοξάσει τὰ ἑλληνικὰ ὅπλα καὶ θὰ σώσει, ἀπὸ ἠθικὴ καὶ στρατηγικὴ ἄποψη, τὴν ὅλη συμμαχικὴ Ὑπόθεση.

῾Η ἐπίσημη Ιταλία, στο μεταξύ, διεβέβαίωνε γιὰ τὶς ἀγαθές της προθέσεις· οἱ πράξεις της ὅμως, καὶ ἰδιαίτερα οἱ στρατιωτικὲς, φανέρωναν τὸ ἀντίθετο. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1939, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἰταλικῶν στὴν ᾿Αλβανία δυνάμεων, δηλαδὴ πέντε μεραρχίες πεζικοῦ μαζὶ μὲ πενηνταεννέα ἐλαφρὲς πυροβολαρχίες καὶ δεκατέσσερες βαρειές, βρισκόταν συγκεντρωμένα στὰ ἑλληνικὰ σύνορα. Πρόσχημα: μεγάλα γυμνάσια. Ἡ ἰταλικὴ ἀεροπορία παρεβίαζε ἀδιάκοπα τὸν ἑλληνικὸ ἐναέριο χῶρο.

Τὸ ἑλληνικὸ Γενικό Επιτελεῖο ἀνησυχεῖ. Εἰσηγεῖται στὴν κυβέρνηση τὴν ἐπιστράτευση τῶν μονάδων ποὺ βρίσκονται ἀπέναντι στὴν ᾿Αλβανία: τῶν VIII καὶ ΙΧ μεραρχιῶν. ῾Η ἐπιστράτευσή τους, καθὼς καὶ τῆς ΙV ταξιαρχίας, διατάσσεται τὴ νύχτα τῆς 23ης Αὐγούστου. Τὴν ἡμέρα ποὺ εἶχε μόλις προηγηθεί, ἕνα γεγονὸς βαρυσήμαντο καὶ πολὺ ἀπειλητικὸ ἀναγγέλλεται: Η ὑπογραφὴ στὴ Μόσχα τοῦ γερμανο-σοβιετικοῦ Συμφώνου μὴ ἐπιθέσεως. Τὰ χέρια τοῦ “Αξονος λύνονταν ἀπὸ τὴν ᾿Ανατολή. Μποροῦσε τώρα ἀπερίσπαστος νὰ δράσει στὴ Δύση, στὸ Νότο.

Στὴν ῾Ελλάδα, συγκροτεῖται μιὰ ᾿Ανώτατη Διοίκηση μὲ τὸ ὄνομα Τμῆμα Στρατιᾶς Δυτικῆς Μακεδονίας καὶ δυνάμεις τὰ Β’ καὶ Γ’ Σώματα Στρατοῦ. Στις 29 Αυγούστου, πηγαίνει στὸν ᾿Αρχηγὸ τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου ἀντιστράτηγο ᾿Αλέξ. Παπάγο ὁ ᾿Ιταλὸς στρατιωτικὸς ἀκόλουθος καὶ τοῦ ζητάει πληροφορίες γιὰ τὶς συγκεντρώσεις ἑλληνικῶν στρατευμάτων. Διαβεβαιώνει ἐπισήμως, ἀπὸ μέρος τοῦ ᾿Ιταλοῦ ὑπουργοῦ τῶν Στρατιωτικῶν, ὅτι ἰσχύει πάντοτε ἡ ἐγγύηση ποὺ δόθηκε τὸν ᾿Απρίλιο γιὰ τὸ ἀπαραβίαστο τοῦ ἑλληνικοῦ ἐδάφους.

Τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα, ὁ κόσμος ξυπνοῦσε τὸ πρωί μὲ μιὰ συγκλονιστικὴ εἴδηση. Εἴδηση ποὺ θὰ ἔρριχνε ἀμέσως φῶς διαφορετικὸ σὲ ὅλα: Είχε ἀρχίσει, ξαφνικά, ἐπίθεση τῶν Γερμανῶν κατὰ τῆς Πολωνίας. Εἴταν ἡ 1η Σεπτεμβρίου 1939. ῾Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπαζε.

Πόλεμος ποὺ — ὅπως πίστευε ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἄρχισε, ὁ Φύρερ τοῦ γεμανικοῦ ἔθνους ᾿Αδόλφος Χίτλερ – προοριζόταν νὰ εἶναι κεραυνοβόλος. Πόλεμος – ληστρικὴ ἐπιδρομή, βασισμένος στὸν τυχοδιωκτικὸ ὑπολογισμὸ ὅτι οἱ Δυτικὲς Δυνάμεις αἰφνιδιασμένες, πολιτικὰ ἄτολμες, παράλυτες ἀπὸ τὸ ἀπροσδόκητο χτύπητα, δὲν θὰ προλάβαιναν ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ ἤθελαν ν᾿ ἀντιδράσουν. Τὸ τελευταῖο τοῦτο, εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς κοσμοθεωρίας ποὺ τὸν προκάλεσε καὶ τὴ βαθμολογεῖ ἠθικά. ῾Ο ᾿Αδόλφος Χίτλερ ὑπελόγιζε στὴν ἀνανδρία τῶν ἄλλων: Τὴν Πολωνία οἱ σύμμαχοι θὰ τὴ θυσίαζαν, θὰ προτιμοῦσαν νὰ τὴν προδώσουν γιὰ νὰ πέσει βορὰ τῆς ἐξαγριωμένης ἐπιθετικῆς του ἀπληστίας, μήπως τὴ χορτάσει.

Τὰ πρῶτα ἀποτελέσματα δικαιώνουν κατὰ ἕνα ποσοστὸ τοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ Χίτλερ: ‘Η Πολωνία κυριεύεται μέσα σ’ ἕνα εἰκοσαήμερο, διανέμεται ἀνάμεσα στοὺς συνεταίρους, αὐτὸν καὶ τὸν Στάλιν. Οἱ Δυτικὲς Δυνάμεις ὅμως ἀνησυχοῦν, ξεσηκώνονται. Στις 3 Σεπτεμβρίου, κηρύσσουν τὸν πόλεμο κατὰ τῆς Γερμανίας ἡ ᾿Αγγλία καὶ ἡ Γαλλία. Τὰ Βαλκανικὰ κράτη ὡστόσο μένουν ἀσάλευτα, μὲ τὴν ἀφελῆ ἐλπίδα πὼς δὲν θὰ βρεθοῦν στὸ δρόμο τῆς θύελλας. ῎Αλλα τους κηρύσσουν οὐδετερότητα κι᾿ ἄλλα κάνουν ἐπίδειξη καλῆς διαγωγῆς πρὸς τὴ Γερμανία. Ἡ Ἑλλάδα, ποὺ δὲν τὴ γελᾶνε τὰ προαισθήματά της, βλέπει πὼς ὅλο καὶ περισσότερο μεγαλώνει ἡ δραματική της μόνωση, ἄρα καὶ τὸ βάρος τῆς εὐθύνης της ἀπέναντι στὶς παραδόσεις της, ἀπέναντι στὴν ἴδια της τὴν Ἱστορία.

Αὐτὸ δὲν σημαίνει καθόλου καὶ πὼς δὲν ἐστάθμιζε μὲ πολλὴ περίσκέψη τὴν πραγματικότητα, τ’ ἀντικειμενικά της δεδομένα. ᾿Απεναντίας: Τὸ Γενικό Επιτελεῖο Στρατοῦ, μόλις ὁ Μεγάλος Πόλεμος εἶχε ἀρχίσει,διετύπωνε πρὸς τὴν κυβέρνηση τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὶς ἀμυντικὲς ἀνάγκες τῆς χώρας. Συγκεκριμένα τονιζόταν ότι εἴχαμε τὸ ταχύτερο ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ὁπλισμὸ καὶ τὸ ὑλικὸ πολέμου ποὺ εἶχε παραγγελθεῖ στὴ Μεγάλη Βρεταννία καὶ στὴ Γαλλία. Ὅτι γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ μιὰ ἐνδεχόμενη ἐπιστράτευση καὶ συγκέντρωση δυνάμεων, θὰ ἔπρεπε νὰ τὴ συντρέξουν ὁ στόλος καὶ ἡ ἀεροπορία τῶν Συμμάχων. Οτι θὰ ἔπρεπε νὰ συνεργαστοῦν μὲ τὶς ἑλληνικὲς δυνάμεις καὶ ναυτικές, ἀεροπορικές, ἴσως καὶ κατὰ ξηρὰν δυνάμεις τῶν Συμμάχων, ὁπότε θὰ μποροῦσε ἡ δράση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, σὲ περίπτωση εἰσβολῆς, νὰ μεταβληθεῖ σ᾽ ἐπιθετική. “Οτι τὸ βάρος τοῦ βουλγαρικοῦ μετώπου θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἀναλάβει ἡ Τουρκία, ὥστε νὰ ἐλευθερωθοῦν ἑλληνικὲς δυνάμεις γιὰ τὸ ἰταλικὸ μέτωπο. Τέλος ὅτι θὰ πρέπει, ἂν φτάσουμε σὲ πολεμική σύρραξη, νὰ ἐξασφαλιστεῖ ὁ πολεμικὸς ἀνεφοδιασμὸς τῆς χώρας.

Ωστόσο ἡ Ιταλία, μετὰ τὴν ἔκρηξη τοῦ πολέμου, κατέβαλλε ἐνισχυμένες προσπάθειες νὰ βελτιώσει τις σχέσεις της μὲ τὴν ῾Ελλάδα, δηλαδὴ να πυκνώσει τὸ προπέτασμα καπνοῦ ποὺ ἔκρυβε τις προθέσεις της. Στὶς 17 Σεπτεμβρίου, ὁ πρεσβευτὴς Γκράτσι, ἔφερνε ἀπὸ τὴ Ρώμη, ὅπου εἶχε ἀπουσιά σει ἕνα ἑπταήμερο, κι᾿ ἐπέδιδε στὸν Πρωθυπουργὸ τῆς Ἑλλάδος ἀνακοίνωση ὅπου δηλωνόταν ὅτι: «῾Η Ιταλία ἔχει ἤδη δηλώσει, τὴν 1ην Σεπτεμβρίου ὅτι δὲν προτίθεται ν᾿ ἀναλάβη οὐδεμίαν πρωτοβουλίαν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων. Ἡ ἀπόφασις αὕτη τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου, ἥτις ἰσχύει ἐν γένει, ἰσχύει εἰδικῶς ἔναντι τῆς ῾Ελλάδος. ᾿Ακόμη καὶ ἐν τῇ περιπτώσει, ἣν ἡ τε λία, λαμβανομένης ὑπ’ ὄψιν τῆς θέσεώς της ὡς Μεγάλης Δυνάμεως δὲν δύνατ ν’ ἀποκλείση, μιᾶς ἐπεμβάσεως αὐτῆς εἰς τὸν πόλεμον, δὲν θ᾽ ἀναλάβῃ αὖτή πρωτοβουλίαν ἐπιχειρήσεων ἀπέναντι τῆς Ἑλλάδος».

Τὰ κείμενα τῶν δηλώσεων αὐτοῦ τοῦ τύπου, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ γεγονότα ποὺ ἐπακολούθησαν, εἶναι τόσο εὔγλωττα καθ᾿ ἑαυτά, ποὺ δὲν χρειάζονται σχολιασμό. Η κατάσταση, στὸ μεταξύ, εἶχε ἀρχίσει νὰ παρουσιάζει μιὰν ὕφεση. Η ἐπιστράτευση τῶν παραμεθορίων μονάδων ποὺ εἶχε διαταχθεῖ στις 23 Αὐγούστου, δημιουργοῦσε τώρα συνθῆκες εὐνοϊκὲς γιὰ τὴ συγκέτρωση ἑλληνικῶν δυνάμεων σὲ θέση περισσότερο προχωρημένη πρὸς τὰ βορά. Τροποποιεῖται ἔτσι καὶ τὸ σχέδιο ἐκστρατείας: Προβλέπεται κάλυψη της Δυτικῆς Μακεδονίας, εὐρεῖα κάλυψη τῶν Ἰωαννίνων καὶ καταβολὴ κα προσπάθειας ὥστε νὰ ἐμποδιστεῖ ὁ ἀντίπαλος νὰ καταλάβει τὶς Ηπειρωτκές ἀκτὲς καὶ τὸ στενὸ τῆς Κερκύρας. Κανένα τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ ἐδάφους δεν ἐγκαταλείπεται τώρα, ἔστω καὶ προσωρινά, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀκριανὴ παραμεθόρια λωρίδα ἀνάμεσα στὰ σύνορα καὶ τὸν ποταμὸ Καλαμᾶ, βάθους 20 – 25 χιλιομέτρων.

Αλλὰ ἡ ἁπλὴ σύγκριση τῶν ἐγγράφων εἶναι καὶ πάλι περισσότερο εὔγλωττη ἀπὸ τὰ σχόλια σ᾽ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἀξιοπιστία καὶ τὴν τακτικὴ τοῦ ἀντιπάλου. Τρεισήμιση μῆνες προτοῦ ὁ πρεσβευτὴς Γκράτσι δηλώσει ἐπισήμως ὅσα δήλωσε στὸν ῞Ελληνα πρωθυπουργό, ὁ Μουσολίνι ἔγραφε στὸν Χίτλερ: «Δι᾿ αὐτὸν τὸν λόγον πρέπει νὰ κυριεύσωμεν ὁλόκληρον τὴν περιοχὴν τοῦ Δουνάβεως καὶ τὰ Βαλκάνια, εὐθὺς μετὰ τὰς πρώτας ὥρας τοῦ πολέμου. Δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἱκανοποιηθῶμεν μὲ δηλώσεις οὐδετερότητος μόνον τῶν ἐκεῖ κρατῶν, ἀλλὰ πρέπει νὰ καταλάβωμεν τὰ ἐδάφη των καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιήσωμεν διὰ τὴν προμήθειαν τῶν ἀπαραιτήτων τροφίμων καὶ πολεμικῶν βιομηχανικῶν ἐφοδίων.

«Διὰ τῆς κεραυνοβόλου ἐπιχειρήσεως ἡ ὁποία πρέπει νὰ διεξαχθῆ ἀποφασιστικῶς, ὄχι μόνο αἱ δεχθεῖσαι τὴν Βρεταννικὴν ἐγγύησιν χῶραι, ὅπως ἡ ῾Ελλάς, ἡ Ρουμανία καὶ ἡ Τουρκία, θὰ τεθοῦν ἐκτὸς μάχης, ἀλλὰ θὰ ἐξασφαλίσωμεν καὶ ἡμεῖς τὰ νῶτα μας.»

Δημιουργήθηκε ἀργότερα ἡ ἐντύπωση στὴν ἑλληνικὴ Κοινὴ Γνώμη πὼς ὁ Χίτλερ ὄχι μόνον εἶταν ξένος πρὸς τὴν ἰταλικὴ ἐπιβουλή, ἀλλὰ καὶ ὅτι, ἂν μποροῦσε, θὰ τὴν εἶχε ἐμποδίσει. Σὰν παραχώρηση πρὸς σύμμαχο εἶχε θεωρηθεῖ ἡ συγκατάθεσή του νὰ ἐπιτεθεῖ ἡ Ιταλία. Ἡ ἀλήθεια είναι διαφορετική. Κατὰ τὶς συσκέψεις ποὺ εἴχαν γίνει στὶς 12 καὶ 13 Αὐγούστου 1939 στὸ “Ομπερζάλτσμπουργκ τῆς Βαυαρίας μεταξύ Χίτλερ, Ρίμπεντροπ καὶ Τσιάνο, ὄχι μόνο εἶχε ἀνακοινωθεῖ ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς στὸν Ἰταλὸ ὑπουργὸ ὅτι ὁ Πόλεμος ἀποφασίστηκε, ἀλλὰ καὶ εἶχε κριθεῖ ἡ τύχη τῆς ῾Ελλάδος καὶ τῆς Γιουγκοσλαβίας. Οι Γερμανοὶ εἴχαν προσπαθήσει νὰ πείσουν τὴν Ἰταλία διὰ τοῦ Τσιάνο νὰ ἐπιτεθεῖ κατὰ τῆς ῾Ελλάδος τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ θὰ ἔκαναν ἐκεῖνοι ἔναρξη χειρῶν ἀδίκων κατὰ τῆς Πολωνίας. Ο Τσιάνο, ἂν καὶ σύμφωνος στὴν οὐσία, βρισκόταν στὴ δυσάρεστη ἀνάγκη νὰ δηλώσει πὼς ἡ χώρα του δὲν εἶναι ἀκόμα ἕτοιμη γιὰ πόλεμο.

Galeazzo_Ciano 1936

Καὶ σημειώνει ὁ Τσιάνο στὸ ῾Ημερολόγιό του, πικρά, ὕστερα ἀπὸ τὶς συσκέψεις ἐκεῖνες: «Εμαθα πόσο λίγο μᾶς λογαριάζουν οἱ Γερμανοί. Ἡ γνώμη μου εἶναι, ὅτι ὁ πόλεμος πρέπει νὰ γίνει, ἐφ᾽ ὅσον αὐτὸς (ὁ Χίτλερ) και ὁ Ντοῦτσε εἶναι σύμφωνοι. Τὸ τί μπορεῖ νὰ συμβεῖ σ᾿ ἐμᾶς δὲν φαίνεται νὰ ἐνδιαφέρει καθόλου τὸν Χίτλερ καὶ τοὺς συνεργάτες του. Γνωρίζουν ὅτι ἡ ἔκβαση τοῦ ἀγῶνος θὰ ἐξαρτηθεῖ κυρίως ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ περιορίζονται νὰ μᾶς ὑποσχεθοῦν κάποιαν ἐλεημοσύνη».

Αλλὰ καὶ στὴν ᾿Αθήνα, ἐπισήμως πιά, ἡ Γερμανία κατέβαλλε προσπάθειες ν’ ἀποκοιμίσει τὴν Έλλάδα: Τὸν Ιανουάριο τοῦ 1940, ὁ Γερμανός Στρατιωτικὸς ᾿Ακόλουθος πληροφοροῦσε τὸν ‘Αρχηγὸ τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου πὼς εἶναι ἐξουσιοδοτημένος νὰ τοῦ δηλώσει ὅτι «ἐπέκτασις τοῦ πολέμου εἰς τὴν Βαλκανικήν, πρωτοβουλίᾳ τῆς Γερμανίας, ἀποκλείεται τελείως». Η συνομιλία εἶχε λήξει μὲ τὴ διαβεβαίωση καὶ πάλι τοῦ Στρατιωτικοῦ ακολούθου ὅτι «τὸ συμφέρον τῆς Γερμανίας εἶναι νὰ ἀποφευχθῆ κάθε ἀφορμὴ ἥτις θὰ εἶχε ὡς συνέπειαν τὴν ἐπέκτασιν τοῦ πολέμου εἰς τὰ Βαλκάνια».

Καὶ προκαλεῖται στὸ μέσον ἄνθρωπο, τὸν ἀνεξοικείωτο μὲ τὶς μεθόδους μιᾶς ὡρισμένης διπλωματίας, ἡ εὔλογη ἀπορία: Γιατί τόση ὑποκρισία; Γιατί τόση προσπάθεια δύο πανίσχυρων κρατῶν — ποὺ δὲν εἶχαν τότε οὐσιαστικὰ νὰ φοβηθοῦν κανένα, καὶ τὸ ἤξεραν – γιατὶ τόση προσπάθεια νὰ ἐξαπατήσουν τὴ μικρὴ Ελλάδα; Μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ συγκαλύψουν τις γενικώτερες προθέσεις τους; Η μήπως ἡ τακτικὴ αὐτὴ εἶναι ἡ καθιερωμένη σὲ τέτοιες περιστάσεις; Μήπως ἀποτελεῖ ρεαλιστικὴ ἀπλῶς διαχείρηση συμφερόντων, ὁπότε ἔχει ἐξασφαλίσει κι᾿ ἕνα εἶδος πολιτικοῦ ἀναμάρτητου ;

Πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ὑπάρχει ὡστόσο κάτι ἄλλο: Καθεστῶτα μὲ κοσμοθεωρία θεμελιωμένη σὲ προφητικοὺς ἰσχυρισμούς, ποὺ ἐνσαρκώνονται σὲ βουλιμίες Ιμπεριαλιστικές, πιστεύουν ότι γι᾽ αὐτὰ ἰσχύει ἄλλη ἠθικὴ καὶ ἄλλος κώδικας τιμῆς ἀπὸ ὅ,τι γιὰ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Μὲ τυφλὴ πίστη στὴν ὑποθετικὴ κι᾿ αὐτοθαυμαζόμενη ὑπεροχή τους, μὲ σκέψη ἔμμονη – δηλαδὴ ψύχωση – τὸν στόχο ποὺ ἔχουν τάξει στὸν ἑαυτό τους, τὰ τυπικὰ γνωρίσματα τῆς μεγαλομανίας, δημιουργοῦν γύρω τους ἕνα δηλητηριασμένο κλῖμα, ἕναν ἰδιότυπο πολιτικό μυστικισμό. Πείθουν πρῶτα τὰ στελέχη τους, ἔπειτα τὸν ὄχλο ποὺ ἄγεται καὶ φέρεται, πὼς εἶναι φορεῖς μιᾶς ἀνώτερης τάχα ἱστορικῆς ἐντολῆς. Μὲ μέτρο στὸ ἑξῆς τὸ ἐξημμένο τοῦτο ὅραμα, κρίνουν συνοπτικά, ἀποφασίζουν ἀδίσταχτα κι’ ἐπιχειροῦν τὰ πάντα. Κάθε μέσο τοὺς γίνεται πρόσφορο γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς «ἀποστολῆς» τους, γιατὶ ὑποτίθεται πὼς ἐξαγνίζονται ἀπ’ αὐτήν. Ὁ Χίτλερ πίστευε πὼς εἶναι ἐντεταλμένος νὰ κρατήσει τὸ σπαθί τῆς ἱερῆς γερμανικῆς Δίκης κατὰ τοῦ πνεύματος τῆς Συνθήκης τῶν Βερσαλλιῶν, ποὺ εἶχε ἐπισφραγίσει τὴν ἧττα τῆς πατρίδας του στὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ὁ Μουσολίνι πὼς εἶναι ὁ παράκλητος, ὁ Μεσσίας τῆς Ιταλίας, ὁ διάδοχος τῶν Καισάρων. Ειδικότερα, ὁ Φύρερ τῆς Γερμανίας εἶχε ἀναπτύξει, μ’ ἐπικουρία πολλὲς δανεικὲς ἰδέες, τὴ γνωστὴ κοσμοθεωρία του γιὰ τὴ βιολογικὴ ὑπεροχὴ καὶ τὸν ἡγεμονικό προορισμὸ τῆς γερμανικῆς φυλῆς. Ὁ Μουσολίνι, τυπικά, ἔπρεπε νὰ ἔχει τὸ προβάδισμα, σὰν πρῶτος διδάξας τὸν νεώτερο πολιτικό μεσσιανισμό. ᾿Αλλὰ εἶχε τὴν ἀτυχία, στὴν πράξη, νὰ βρεθεῖ οὐραγός του. Δὲν φαίνεται νὰ παρηγορήθηκε γι᾿ αὐτὸ ποτέ.

Τί εἶταν ὅμως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἀποφασίσει νὰ βάλει τέρμα στὴν Ἑλληνικὴ Ἱστορία ;

Ατομα καθὼς ὁ Μπενίτο Μουσολίνι, ὅταν κατορθώσουν νὰ ὑψωθοῦν στὸ βάθρο τῆς γενικῆς ῾Ιστορίας καὶ νὰ ἐπηρεάσουν ἀποφασιστικὰ τὶς τύχες μεγάλων ἀνθρώπινων συνόλων, προκαλοῦν, δικαιολογημένα, πολὺ μελαγχολικὲς σκέψεις γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα – τουλάχιστον γιὰ τὴ μερίδα της ἐκείνη πού, ἀθεράπευτα, περιμένει ἀπὸ θαυματοποιούς τὴν ὁποιαδήποτε σωτηρία της. Υπάρχουν βέβαια οἱ ἀπνευμάτιστοι, ποὺ κρίνουν τοὺς ἡγέτες αὐτοῦ τοῦ τύπου μ’ ἕνα κριτήριο δουλικὰ θετικιστικό. Λένε: «Γιὰ νὰ κατορθώσουν ὅ,τι κατόρθωσαν, θὰ πεῖ πὼς κάτι εἴταν». Ὑπάρχει όμως καὶ μιὰ ἄλλη κρίση, λεπτότερη, ποὺ θεωρεῖ πὼς ὅ,τι κατόρθωσαν οἱ τυχοδιῶκτες τῆς ἡγεσίας, χαρακτηρίζει τὰ σύνολα ποὺ τοὺς ἀνέχτηκαν, ὄχι τις δικές τους προσωπικές ἀρετές. Εἶναι μιὰ κρίση ποὺ ἀπαιτεῖ, σὲ τελευταία ἀνάλυση, μιὰ ποιότητα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, κάτι πέρα ἀπὸ τὸν τυφλὸ δυναμισμὸ τοῦ ζώου. Στὴν περίπτωση τοῦ Μπενίτο Μουσολίνι, ἡ κρίση αὐτὴ διαπιστώνει πὼς βρισκόμαστε ἀπέναντι σ’ ἕναν καμποτίνο μεθυσμένον ἀπὸ ἐγωλατρία ἀχαλίνωτη. Μὲ τὰ κατώτερα ὄργανα στὸν φυσιογνωμικό του τύπο τονισμένο, τὴ μασέλα, τὸ σαγόνι, μ᾿ ἕνα κρανίο δυσανάλογα στενὸ σὲ σχέση μὲ τὴ βαρειὰ βάση του, θύμιζε, στὴν ὥριμη ἰδιαίτερα ἡλικία του, κάποιους κομπάρσους ποὺ παίζουν στὰ λαϊκὰ κινηματογραφικὰ ἔργα μισόγυμνοι τοὺς μεσαιωνικούς δημίους. Ο ψύχραιμος παρατηρητής, ἂν ἔβλεπε τὸν ποντίφηκα αὐτὸν τοῦ φασισμοῦ σὲ μιά του δημόσια ἐμφάνιση, ἀγόρευση, ἐπίδειξη, παρέλαση, θὰ ξέκρινε τὸν κοῦφιο ἦθοποιὸ ποὺ μαστίζεται ἀπὸ ἕνα καὶ μόνο πάθος: νὰ πιάσει ὅσο μπορεί περισσότερο τόπο, νὰ διογκωθεῖ, νὰ ξεχειλίσει, νὰ ἐκτοπίσει.

Κι᾿ ὅμως, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ εἶναι — καὶ εἶταν — ἐπικίνδυνος. Μ᾿ ἕναν τεράστιο πολεμικὸ μηχανισμὸ στὴ διάθεσή του, τὴν ἀρραγῆ δύναμη τῆς ἀπολυταρχικῆς ἐξουσίας στὸ χέρι του, εἶχε τὴν ἀσυδοσία τοῦ ἀκαταλόγιστου πού, ἔτσι νὰ τοῦρθει, βάζει φωτιὰ στὸ φυτίλι. Τὸν κεραυνὸ σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο δὲν τὸν κρατᾶνε οἱ φίλοι τοῦ ἀνθρώπου καὶ οἱ συνετοί. Τὸν διαθέτουν οἱ ἀγροῖκοι.

Ἡ φασιστικὴ Ἰταλία, όπως εἴδαμε, ἀπὸ καιρὸ προετοίμαζε τὴν παραβίαση τῆς ἑλληνικῆς ἀνεξαρτησίας. Συνέβει όμως ένα περιστατικὸ ποὺ τὴν ἔκαμε νὰ χάσει τὴν ψυχραιμία της καὶ νὰ βάλει τὸ σχέδιό της σὲ ἄμεση ἐφαρμογή: Η αἰφνιδιαστικὴ ἔναρξη τοῦ Πολέμου ἀπὸ τὸν Χίτλερ καὶ προ- πάντων οἱ κεραυνοβόλες ἐπιτυχίες τοῦ Φύρερ στὰ πεδία τῶν μαχῶν.

Σ’ ἕνα μόνο μῆνα, εἶχαν σαρωθεῖ τὸ Βέλγιο, ἡ Ολλανδία, ἡ Δανία, τὸ Λουξεμβοῦργο, ἡ Γαλλία, ἀφοῦ πρίν εἴχαν ὑποκύψει ἡ Πολωνία καὶ ἡ Νορβηγία. Ὁ Μουσολίνι κυριεύεται τότε ἀπὸ φόβο, νομίζει πὼς ὁ πόλεμος τελειώνει χωρὶς αὐτόν, πὼς ἡ φασιστικὴ Ιταλία δὲν πρόλαβε νὰ ἐπωφεληθεῖ. Η μεγάλη, ἡ μοναδικὴ εὐκαιρία λοιπόν, χάνεται, Προφταίνει, μόλις δώδέκα ἡμέρες προτοῦ συνθηκολογήσει ἡ Γαλλία, νὰ τῆς κηρύξει τὸν πόλεμο : νὰ κηρύξει τὸν πόλεμο σ’ έναν ἑτοιμοθάνατο. Εἶναι ἡ μοῖρα τοῦ στόμφου καὶ τῆς ἀλαζονίας νὰ καταδικάζονται ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν πραγμάτων σὲ πράξεις εσχατης ἀνανδρίας. ῾Η ἐποχή μας βρίθει ἀπὸ τὰ σχετικὰ παραδείγματα. ᾿

Αλλὰ ἀπὸ τὶς 10 Ιουνίου τοῦ 1940, ἀπὸ τὴν ἡμέρα δηλαδὴ ὅπου ἡ Ἰταλία εἶχε κηρύξει τὸν πόλεμο κατὰ τῆς ᾿Αγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας, ἡ στάση τοῦ Μουσολίνι ἀπέναντι στὴν Ἑλλάδα ἄρχιζε ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζει. Ἴσαμε τη στιγμὴ ἐκείνη, εἴχαμε διαβεβαιώσεις του γιὰ σεβασμὸ τῆς ἀνεξαρτησίας, τοῦ ἀπαραβίαστου τῆς ἑλληνικῆς γῆς. Μετὰ τὴν 10η Ιουνίου ἡ Ἰταλικὴ κυβέρνησῃ ἀποφασίζει νὰ καταργήσει τὰ προσχήματα. ᾿Ακριβέστερα: θ᾽ ἀναζητήσει ἄλλα τώρα προσχήματα καὶ δικαιολογίες γιὰ τὴν ἐπίθεσή της. Η πρώτη στροφὴ τῆς πολιτικῆς τοῦ Μουσολίνι, σὰν μακρυνὴ προειδοποίηση, περιεχόταν κιόλας στὸ λόγο ποὺ εἶχε ἐκφωνήσει ἐκεῖνος γιὰ νὰ κηρύξει τὸν πόλεμο κατὰ τῆς ᾿Αγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας. Εἶχε πεῖ:

«. . . Ηδη, ὁπότε ὁ κύβος ἐρρίφθη καὶ ἡ θέλησίς μας ἔκαυσε τὰς γεφύρας ὄπισθέν μας, δηλῶ κατηγορηματικῶς ὅτι ἡ Ἰταλία δὲν σκοπεύει νὰ παρασύρῃ εἰς τὴν σύρραξιν ἄλλους λαοὺς συνορεύοντας μετ᾿ αὐτῆς ἀπὸ ξηρᾶς ἡ ἀπὸ θαλάσσης. Η Ελβετία, ἡ Γιουγκοσλαβία, ἡ ῾Ελλάς, ἡ Τουρκία καὶ ἡ Αἴγυπτος ἃς λάβουν ὑπὸ σημείωσιν τοὺς λόγους μου τούτους. Εξαρτᾶται ἀπὸ αὐτάς, καὶ μόνον ἀπὸ αὐτάς, ὅπως οἱ λόγοι αὐτοὶ πραγματοποιηθοῦν ἢ ὄχι».

Απὸ αὐτὰς» – δηλαδὴ ἀπὸ αὐτόν, κρυμμένον, ὅποτε τὰ θελήσει, κάτω ἀπὸ τὸ μανδύα τῆς δολοφονικῆς ἀνωνυμίας. Εἶταν ἀπειλὴ μὲ ὅλους τοὺς κανόνες, μέσα στὴν ἀκραιφνέστερη παράδοση τῆς τακτικῆς τῶν ὁλοκληρωτισμῶν. “Ας ἀνησυχοῦσε ὁ Τσιάνο δέκα μῆνες πρίν, γιὰ τὸ τότε ἀπροπαράσκευο τῆς χώρας του. Τὸ καλοκαῖρι κιόλας τοῦ 1940, ἡ Ιταλία διέθετε ἀπέναντί μας πλεονεκτήματα συντριπτικά, περισσότερα κι᾿ ἀπὸ τὰ αὐτονόητα γιὰ μεγάλη Δύναμη. ῎Ας τ᾿ ἀπαριθμήσουμε: Εἶχε τὴν πρωτοβουλία ν᾿ ἀρχίσει τὸν πόλεμο, δηλαδὴ διέθετε τὸ ὅπλο τοῦ αἰφνιδιασμοῦ, τὸ στρατηγικῶς ἀσυναγώνιστο. Οἱ δυνάμεις της εἶταν ἀπὸ καιρὸ ἐπιστρατευμένες, κατὰ τὸ μεγαλύτερό τους μέρος διαθέσιμες, ἐνῶ ἂν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ πλευρὰ γινόταν ἔστω καὶ μερικὴ ἐπιστράτευση, αὐτὸ θὰ ἐμφανιζόταν ἀμέσως σὰν πρόκληση. Ἡ ἀεροπορική, ἔπειτα, ὑπεροχὴ τῆς Ἰταλίας εἶταν τρομαχτική. Στρατεύματά της ἑτοιμοπόλεμα, κάπου 95.000 ἄντρες, βρίσκονταν στὴν ᾽Αλβανία, μαζὶ μὲ θωρακισμένα ταχυκίνητα μέσα Πολεμικὸ ὑλικό εἶχε ἀποθηκευτεῖ ἐκεῖ περισσότερο ἀπὸ ὅσο χρειαζόταν για τὶς ὑπάρχουσες ἐπὶ τόπου δυνάμεις. Τέλος, μποροῦσαν οἱ Ιταλοὶ νὰ μεταφέρουν ἀνεμπόδιστα κ.᾿ ἄλλα στρατεύματα στὴν ᾿Αλβανία: Ἡ ᾿Αδριατικὴ εἴτα πιὰ δική τους. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶχε γίνει καὶ ἡ κατάληψη τῆς ᾿Αλβανίας ἕνα χρόνο πρίν.

Τὴν ὕφεση τοῦ περασμένου χειμώνα ἀρχίζει τώρα νὰ τὴ διαδέχεται με προϊοῦσα ἔνταση. Μὲ πολλὴ ὀξυδέρκεια ὁ πρεσβευτὴς στὴ Ρώμη Ι. Πολίτη εἶχε τηλεγραφήσει στὴν ἑλληνικὴ Κυβέρνηση, στις 15 Μαΐου 1940: «…Είμαι ἄλλωστε πεπεισμένος ὅτι ἐὰν ἡ Ιταλία εἰσέλθῃ εἰς τὸν πόλεμον θὰ ἀκολουθήσῃ πιστῶς, παρὰ πᾶσαν ἀντίθετον δήλωσιν, τὴν μέθοδον τοῦ αἰφνιδιασμοῦ». Στὶς 18 Ιουνίου τὸν καλεῖ ὁ διευθυντὴς τοῦ ἰδιαιτέρου γραφείου τοῦ Ιταλοῦ ὑπουργοῦ τῶν ᾿Εξωτερικῶν, ὁ πρεσβευτὴς ᾿Ανφοῦζο, καὶ τοῦ ἀνακοινώνει ὅτι τὸ Ιταλικό Ναυαρχεῖο εἶχε διαπιστώσει, «κατὰ τρόπον ἀσφαλῆ», τὴν παρουσία σὲ λιμένες τῆς Κρήτης ξένων πολεμικῶν. Τόσο ὁ πρεσβευτής ὅσο καί, ἀμέσως ὕστερα, ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση, διαψεύδουν. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, δ᾿Ανφοῦζο ἀναγνωρίζει πὼς ἡ πληροφορία εἴταν λαθεμένη. Αὐτὸ δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ καλέσει πάλι, ὕστερα ἀπὸ ἑφτὰ ἡμέρες, τὸν ῞Ελληνα πρεσβευτή, γιὰ νὰ τοῦ ἀνακοινώσει χωρὶς περιφράσεις ὅτι ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ελλάδος στὴν ῎Αγκυρα «ἐργάζεται ἐναντίον τοῦ ῎Αξονος» καὶ ὅτι θὰ πρέπει να ἀντικατασταθεῖ. Τὴν ἴδια κατηγορία θὰ ἐπαναλάβει ὁ Τσιάνο αὐτοπροσώπως ὕστερα ἀπὸ τέσσερες ἡμέρες.

Αλλὰ ἡ προσπάθεια ἐξερεθισμοῦ καὶ ἡ ἀναζήτηση ἀπὸ τοὺς Ιταλούς ἀφορμῶν εἶταν ρυθμισμένη μὲ τρόπο πού ν᾿ ἀκολουθεῖ σταθερὴ ἀνιοῦσα. Στὶς 3 Ἰουλίου ὁ Τσιάνο καλοῦσε τὸν Ἕλληνα πρεσβευτή σὲ τόνο βάναυσο καὶ ὀργισμένο τοῦ δήλωνε ὅτι ἔχει ἀποδείξεις πὼς τὰ ἀγγλικὰ πολεμικὰ μεταχειρίζονται τοὺς ἑλληνικοὺς λιμένες γιὰ ἐπιθέσεις κατὰ τῶν ἰταλικῶν ναυτικῶν δυνάμεων. Προσέθετε πὼς ἡ κατάσταση αὐτὴ εἶναι ἀπαράδεκτη κι’ ὅτι ἂν δὲν σταματήσει αὐθωρεί, ἡ Ιταλία θὰ προβεῖ σὲ δράση. Μάταια διαμαρτύρονται, παρατάσσουν ἐπιχειρήματα ἀποστομωτικὰ ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση κι᾿ ὁ πρεσβευτὴς στὴ Ρώμη. Τὴν ἀπάντηση σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς αἰτιάσεις θὰ τὴ δώσει ὁ ἴδιος ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ιταλίας Γκράτσι, ἀλλὰ μετὰ τὸν πόλεμο, στα απομνημονεύματά του: «Βεβαιῶ μὲ τὸν κατηγορηματικώτερο τρόπο – γράφει καὶ μὲ πλήρη συνείδηση τῶν εὐθυνῶν μου, ἐκεῖνο ποὺ ὑποχρεώθηκα νὰ βεβαιώσω ἐπανειλημμένως σ᾿ ἐκείνους ποὺ διηύθυναν τὴν ἰταλικὴ πολιτική, μ᾿ ἐπίσημες ἀνακοινώσεις καὶ μὲ προσωπικὲς ἐπιστολές: δηλαδὴ ὅτι οὔτε μια βρεταννικὴ βάση, οὔτε ναυτικὴ οὔτε ἀεροπορική, ὑπῆρξε ποτὲ στὴν Ἑλλάδα πρὶν ἀπὸ τὴν 28η Οκτωβρίου 1940». Καὶ θὰ προσθέσει πιὸ πέρα: «Ἡ ἑλληνική κυβέρνηση τήρησε τὴν οὐδετερότητα μὲ ἀναμφισβήτητη νομιμοφροσύνη καὶ μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ διέθετε, ὥς τὴν ἔσχατη στιγμή». Η Ιταλικὴ κυβέρνηση ὅμως, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Γαλλία συνθηκολόγησε, εἶχε ἀποθρασυνθεῖ. ᾿Αποφασισμένη νὰ προχωρήσει τὸ ταχύτερο, πολλαπλασίαζε τις προκλήσεις. Βομβαρδιστικὰ ἀεροπλάνα χτυπᾶνε μιὰ μικρὴ μονάδα τοῦ ἑλληνικοῦ Ναυτικοῦ, ὕστερα τὸ ἀντιτορπιλλικὸ «Ὕδρα». Ἡ ἰταλικὴ ἀεροπορίᾳ δὲν παύει νὰ παραβιάζει τὸν ἑλληνικὸ ἐναέριο χῶρο. Τέσσερες βόμβες ἀπὸ ἀεροπλάνα πέφτουν γύρω σ᾽ ἄλλα ἑλληνικὰ πολεμικά, ἐλλιμενισμένα στὸν Κορινθιακό κόλπο, στὸ λιμένα τῆς Ναυπάκτου, ἢ ἀνάμεσα στὴ Σαλαμίνα καὶ τὴν Αἴγινα. Η κατάσταση ἀγριεύει στις 11 Αὐγούστου, ὅταν τὸ πρακτορεῖο Στέφανι, ποὺ οἱ εἰδήσεις του ἔχουν ἐπίσημη προέλευση, δημοσιεύει σ᾿ ὁλόκληρη τὸν Ιταλικό Τύπο, μ᾿ ἐντυπωσιακοὺς τίτλους, ἀνακοινωθὲν ὅτι «ὁ μέγας ᾿Αλβανὸς πατριώτης Νταούτ Χότζα δολοφονήθηκε στην στὴν ἑλληνοαλβανική μεθόριο ἀπὸ Ἕλληνες πράκτορες». Χωρίς ίχνος ὑποψίας γιὰ τὴν εἰρωνεία τοῦ πράγματος, το ἀνακοινωθὲν προσθέτει, ἀναφερόμενο στὴ συμπεριφορὰ τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς ᾿Αλβανοὺς τῆς Τσαμουριᾶς; «Σήμερον ὁ τυφλὸς δεσποτισμὸς ἐπιπίπτει περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην φορὰν κατὰ τῶν πληθυσμῶν αὐτῶν…

Ὁ Νταούτ Χότζας εἶταν ληστὴς γνωστότατος, ἐπικηρυγμένος ἀπὸ εἴκοσι χρόνια γιὰ φόνους κι᾿ ἄλλα ἐγκλήματα τοῦ κοινοῦ δικαίου. Τὸν εἶχαν σκοτώσει πάνω σὲ καυγᾶ δύο ᾿Αλβανοί, ποὺ τοὺς εἶχαν πιάσει οἱ ἑλληνικὲς ᾿Αρχὲς πρὶν ἀπὸ δύο μῆνες. Η Ιταλικὴ κυβέρνηση τὰ ἤξερε ὅλα αὐτά, όπως γινόταν κατάδηλο ἀπὸ διακοίνωσή της τοῦ περασμένου Ιουλίου πρὸς τὸ ἑλληνικὸ Ὑπουργεῖο Εξωτερικῶν. Τὸ Πρακτορεῖο ᾿Αθηνῶν, ἀμέσως τὴν ἑπόμένη ἡμέρα, τὰ εἶχε διαψεύσει· Τὴ διάψευσή του όμως αὐτή, ὁ ἰταλικὸς Τύπος φρόντιζε, παρὰ κάθε ἔθιμο, νὰ τὴν ἀποσιωπήσει. Ὕστερα ἀπὸ ἄλλες δύο ἡμέρες, στις 14 Αὐγούστου, τὰ Πρακτορεῖο ᾿Αθηνῶν ἔδινε στὴ δημοσιότητα, ἀναλυτικὰ τώρα, ὁλόκληρο τὸ ποινικὸ μητρῶο τοῦ Νταούτ Χότζα.

Αλλὰ τὴν Ιταλία τὴν ἐνδιέφεραν τώρα τὰ προσχήματα καὶ τίποτ᾽ ἄλλο. Τὴν ἴδια ἡμέρα, 14 Αὐγούστου, ὁ πρεσβευτὴς Ι. Πολίτης είχε τηλεγραφήσει ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴν κυβέρνηση: «Απὸ προχθὲς ἡ Ιταλία ἀπέβαλε τὸ προσωπεῖον ἔναντι ἡμῶν». Τὸ γνωστὸ φερέφωνο τοῦ φασιστικοῦ κόμματος, ὁ δημοσιογράφος Γκάϊντα, μ᾿ ἕνα ἄρθρο του, ἔδινε στὸν διευθυνόμενο Ιταλικὸ Τύπο τὸ σύνθημα: Γενικὴ ἐπίθεση κατὰ τῆς ῾Ελλάδος.

Καὶ ἀνατέλλει ἡ 15η Αὐγούστου τοῦ 1940. Πλήθη προσκυνητὲς κατάκλύζουν τὴ λευκὴ Τῆνο, στὸ βαθυγάλανο ἑλληνικὸ Αἰγαῖο. Εἶναι ἡ γιορτὴ τῆς Παναγίας. Στὸν ὁρμο τοῦ νησιοῦ, γιὰ ν᾿ ἀπονείμει τις καθιερωμένες τιμές, ἔχει φτάσει ἀπὸ τὰ ξημερώματα ἡ «Ελλη», τὸ παλαιό, ἱστορικὸ εὔδρομο τοῦ ἑλληνικοῦ Στόλου. Σημαιοστολισμένη, κάνει νὰ κυματίζουν τὰ χρώματα τοῦ ἔθνους πλάϊ στὸν θρησκευτικό πανηγυρισμό. Δὲν ἔχει όμως προχωρήσει τὸ πρωί, εἶναι ἀκόμα ὀχτώμιση ἡ ὥρα, όταν κρότος τρομαχτικός συγκλονίζει τὸ πλοῖο καὶ τὸ νησί. Μαῦροι καπνοὶ σηκώνονται ἀμέσως, τριγυρίζουν τὴν «Έλλη», ποὺ χτυπημένη κατάσαρκα, στὰ ὕφαλά της, ἀπὸ ἐχθρὸ κρυμμένο, ἀρχίζει νὰ γέρνει. Δύο ἀκόμα τορπίλλες σκάζουν μὲ φοβερὸ πάταγο, ἡ μιὰ σὲ ξέρα κοντὰ στὸ φανὸ τοῦ νησιοῦ, ἡ ἄλλη στὸν κυματοθραύστη. ‘Ο λαός, οἱ προσκυνητές, στὴν παραλία καὶ στὸ δρόμο ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὴν ἐκκλησία, ἀναστατώθηκαν, “Αδικα ἀγωνιζόταν τὸ πλήρωμα νὰ ρυμουλκήσει τὸ καράβι, νὰ τὸ φέρει σὲ μέρος ξέβαθο, νὰ τὸ σώσει. Τὰ ρυμούλκια κόβονται. Στὶς δέκα παρὰ δέκα, ἡ «Ελλη» δὲν ὑπῆρχε πιά· εἶχε βουλιάξει μέσα σὲ φλόγες.

Ποιός ἔκαμε τὸ ἔγκλημα; Ποιός πέταξε ἀπὸ μακρυὰ τὸ στιλέτο; Καμμιὰ ἑλληνικὴ ψυχὴ δὲν ἀμφιβάλλει: ῾Η γενναία πράξη ἔχει ἀποτυπωμένη τὴν ταυ τότητά της στὸν τρόπο της. Η ἔρευνα ἄλλωστε ποὺ θὰ γίνει στὸ βυθό τοῦ ὅρμου ἀμέσως τὴν ἐπόμενη ἡμέρα, θὰ φέρει στὸ φῶς τὸ τσακισμένο ἐπισκεπτήριο τοῦ δολοφόνου: Κομμάτια ἀπὸ τὶς τορπίλλες, μὲ πάνω ἀριθμὸ μητρώου καὶ στοιχεῖα Ιταλικά.

Κι᾿ ὅμως; ἂν καὶ ἀμφιβολία δὲν χωράει, ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἀποφασίζει νὰ μὴ μιλήσει, νὰ μὴ φανερώσει τὴν ἀλήθεια, γιὰ ν᾿ ἀποφύγει κάθε προστριβή. Σὲ ἀνακοινωθέν της δηλώνει πὼς δὲν κατόρθωσε νὰ ἐξακριβώσει τὴν ἐθνικότητα τοῦ ὑποβρυχίου ποὺ χτύπησε τὴν «Ελλη». Μόνο στις 30 Οκτωβρίου, ἀφοῦ πιὰ θὰ ἔχει ἀρχίσει ὁ πόλεμος, ἡ κυβέρνηση θὰ κάμει γνωστὴ τὴν ἀλήθεια. ῎Αν ὅμως ἡ ἐπίσημη Ελλάδα σωπαίνει, δὲν ξεγελιέται ἡ κοινὴ Γνώμη, ἐγχώρια καὶ ξένη. ῾Ο παγκόσμιος Τύπος στιγματίζει τὴν πράξη. Ο θόρυβος ποὺ ξεσηκώνεται διεθνῶς εἶναι τόσος ποὺ οἱ Ιταλοὶ δειλιάζουν, τὰ χάνουν, ἀγωνίζονται νὰ φανοῦν ἀνύποπτοι κι᾿ ἀθῶοι. Σοφίζονται καὶ νὰ ἐνοχοποιήσουν τὴν ᾿Αγγλία, ποὺ ἔχει τάχα συμφέρον ν᾿ ἀναστατωθοῦν τὰ Βαλκάνια. ᾿Ακόμα καὶ ὁ Τσιάνο, στὸ ῾Ημερολόγιό του, χωρὶς ν’ ἀναιρεῖ τὴν ἀλήθεια, δοκιμάζει νὰ ρίξει τὴν εὐθύνη γιὰ τὸ ἀνοσιούργημα στὸν Γενικὸ Διοικητὴ τῆς Δωδεκαννήσου Ντὲ Βέκι, «αὐτὸν τὸν μέθυσο» – ὅπως γράφει. Ὅμως ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ἡ ἑλληνικὴ συνείδηση ἔχει διαφωτιστεῖ ἀρκετά, εἰδοποιήθηκε. Ἡ ἱερόσυλη πράξη ποὺ ἐγκαινίασε συμβολικὰ τὴν ἐπίθεση κατὰ τῶν Ἑλλήνων στὸ νησὶ τῆς Θεοτόκου, θὰ κατασταλάξει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, θὰ τὴ βοηθήσει νὰ ὡριμάσει γοργὰ μέσα στοὺς δυόμιση μῆνες ποὺ θ᾽ ἀκολουθήσουν καὶ θὰ χρωματίσει μὲ ἱερότητα τὸν ἀγῶνα ποὺ προετοιμάζεται. Τὸ εἶχε νιώσει ἄραγε, ἢ ἀργότερα μόνο τὸ κατάλαβε ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ιταλίας Γκράτσι, ποὺ θὰ γράψει μιὰ μέρα στ᾿ ἀπομνημονεύματά του : « Τὸ ἔγκλημα τῆς Τήνου εἶχε γι᾿ ἀποτέλεσμα, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἔκαμε τὸ θαῦμα, νὰ δημιουργηθεῖ σ᾽ ὅλη τὴν Ἑλλάδα μιὰ ἀπόλυτη ἑνότητα ψυχῶν. Μοναρχικοὶ καὶ βενιζελικοί, ὁπαδοὶ καὶ ἀντίπαλοι τῆς 4ης Αὐγούστου, πείστηκαν πὼς ἕνα μόνον ἀδυσώπητο ἐχθρὸ εἶχε ἡ ῾Ελλάδα: τὴν Ιταλία. Καὶ πὼς ἂν δὲν γινόταν ν’ ἀποφευχθεῖ μιὰ σύγκρουση μὲ τὴν Ιταλία, θὰ εἶταν προτιμότερο ν᾿ ἀντιμετωπισθεῖ ὁ ἐχθρὸς μὲ ἀνδρισμό, παρὰ νὰ ὑποχωρήσει τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος μπροστὰ σ᾽ ἕναν ἐχθρὸ ποὺ δὲν δίσταζε νὰ μεταχειρίζεται τέτοια μέσα».

Μεταξάς – Γκρατσι

Τὴν ἴδια ἡμέρᾳ τοῦ τορπιλλισμοῦ τῆς «Ελλης», στὶς 6 τ᾽ ἀπόγεμα, δύο Ιταλικὰ βομβαρδιστικὰ ἀεροπλάνα ἔρριξαν βόμβες χωρὶς ἀποτέλεσμα πάνε στὸ ἀτμόπλοιο «Φρίντων», ποὺ βρισκόταν στὸ Μάλι τῆς Κρήτης. Εἶταν φανερὸ πὼς ἡ Ἰταλία ἀδιαφοροῦσε πιὰ γιὰ τὰ μέσα. Ο πρεσβευτής της δεν γελιέται στὸ χαρακτηρισμό.

Καὶ ὁ Χίτλερ ; Εἶταν σύμφωνος ἄραγε σ᾿ ὅλ᾽ αὐτά; Ξέρουμε σήμερα πὼς ὄχι — ἀλλὰ γιὰ λόγους πολύ διαφορετικοὺς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ὑποθέσει τότε μερικοὶ ρωμαντικοὶ Ἕλληνες. Δὲν εἶταν σύμφωνος ὁ Χίτλερ γιατί, από τον καιρὸ τῶν συσκέψεων στὸ Ὄμπερζάλτσμπουργκ, μέσα στὸν ἕνα χρόνο ποὺ εἶχε μεσολαβήσει, τὰ πράγματα είχαν πάρει διαφορετική τροπή. Η ἑλληνοϊταλικὴ ρήξη, θὰ εἶχε ἀντίχτυπο εὐρύτερο στὴν πολεμικὴ πολιτική του Αξονος. Η Γερμανία ήθελε κάθε προσπάθεια νὰ συγκεντρωθεῖ κατὰ Μεγάλης Βρεταννίας, ποὺ δὲν εἶχε πέσει. Ἔπειτα, ὁ Χίτλερ, εἶχε τὰ δικά σχέδια γιὰ τὴν Ἑλλάδα: Λογάριαζε νὰ τὴν ἐκβιάσει διπλωματικῶς ἢ νὰ ἐπιτεθεῖ πρῶτα κατὰ τῆς Κρήτης τὸν ἴδιο ἐκεῖνο χειμῶνα τοῦ 1940. Τὸ γράφει σ’ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Μουσολίνι. Ἡ ἐκκαθάριση τῶν Βαλκανίων άλλωστε τοῦ εἴταν ἀναγκαία, γιὰ ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ πλευροκοπηθεῖ ὅταν θὰ ἐπιχειροῦσε τὴν ἐκστρατεία ποὺ κιόλας λογάριαζε κατὰ τῆς Ρωσίας. Δεν τὸν συνέφερε μὲ κανένα τρόπο ν᾿ ἀφήσει στὸ Νότο μιὰ δυνατότητα νὰ τοῦ ανοιχτεῖ βαλκανικὸ μέτωπο, ὅπως στὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ὁ Μουσολίνι, ἀπεναντίας, ἤθελε νὰ προλάβει. Τοῦ χρειαζόταν κι’ αυτουνοῦ, γιὰ λόγους γοήτρου, μιὰ ἐντυπωσιακὴ νίκη, ὅπως οἱ πρόσφατες – γερμανικές. Αἴσθημα κατωτερότητος ἀπέναντι στὸ συνεταῖρο του εἶχε ἀρχίσει νὰ τὸν κατατρύχει. Ο σύνδεσμος τῶν δύο δικτατόρων εἶταν λυκοφιλία. Στ ἀνώτερο Αρχηγὸ τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου του στρατηγὸ Μπαντόλιο, θὰ πει ο Μουσολίνι τὸν Νοέμβριο: «Μᾶς εἰδοποίησαν ἐμᾶς οἱ Γερμανοὶ ὅταν χτύπησαν τὴ Νορβηγία, ἢ γι᾽ ἄλλες τους ἐπιχειρήσεις; Μᾶς ἀγνόησαν ἐντελῶς. Τώρα κι’ ἐγὼ τοὺς πληρώνω μὲ τὸ ἴδιο νόμισμα». ᾿

Εντούτοις θὰ βρεθεῖ στὴν ἀνάγκη, ὕστερα ἀπὸ πίεση τοῦ Γερμανού ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν Ρίμπεντροπ καὶ διάβημα τοῦ Στρατιωτικοῦ ακολούθου τῆς γερμανικῆς πρεσβείας στὴ Ρώμη, ν᾿ ἀναβάλει τὴν εἰσβολή στὴν Ἑλλάδα. Λογάριαζε νὰ τὴν κάνει ἀμέσως μετὰ τὸν τορπιλλισμὸ τῆς «Ελλης». Στὸ στρατηγὸ Βισκόντι Πράσχα, διοικητὴ τῶν ἰταλικῶν στρατευμάτ στὴν ᾿Αλβανία, θὰ σταλοῦν ἄλλες ὁδηγίες τώρα. Τὸ σχέδιο ὁριστικῆς καὶ τῆς Ἑλλάδος ἐπιθέσεως ὁ Πράσκα ἀρχίζει νὰ τὸ συντάσσει τὸ Σεπτέμβριο. Εἶναι τὸ περίφημο «Emmergenza G.», κατὰ τὴ συνθηματική του ὀνομασία. Προβλέπει ταυτόχρονη ἐπίθεση κατὰ τῆς ἑλληνικῆς Ηπείρου κι᾿ ἀποβάσεις στὴν Κέρκυρα, στὴν Κεφαλληνία καὶ στὴ Ζάκυνθο. Τέλος Σεπτεμβρίο τὸ σχέδιο στέλνεται στὴ Ρώμη γιὰ ἔγκριση ἀπὸ τὸ Γενικὸ ᾿Επιτελεῖο. Για τὴν προετοιμασία τῆς ἐφαρμογῆς του, εἶχαν ἀρχίσει κιόλας μετακινήσεις δυνάμεων ἀπὸ τὴ γιουγκοσλαβικὴ στὴν ἑλληνικὴ μεθόριο, ἐνῶ ἐνισχύσεις στέλνονταν ἀπὸ τὴν Ιταλία. Ως τὶς ἀρχὲς Οκτωβρίου, θὰ ἔχουν μεταφερθεί στ ᾿Αλβανία ἄλλοι 30.000 άνδρες, τάνκς, πυρομαχικά. Τὴν παραμονὴ τῆς εἰσβολῆς, τὸ σύνολο τῶν ἰταλικῶν δυνάμεων στὴν ᾿Αλβανία θὰ φτάνει τὶς 100.000 άνδρες.

Ωστόσο ἡ γενικὴ ἀτμόσφαιρα εἶχε ἀρχίσει πάλι νὰ βαραίνε πολύ. Στις 27 Σεπτεμβρίου ὑπογράφεται τὸ τριμερὲς Σύμφωνο Γερμανίας, Ιταλίας καὶ Ιαπωνίας, ἐνῶ στὶς 4 Οκτωβρίου, οἱ δύο δικτάτορες καὶ οἱ ὑπουργοί τους τῶν Ἐξωτερικῶν συναντιῶνται στὸ Μπρέννερ, χωριὸ τῶν Ιταλογερμανικῶν τώρα συνόρων – μετὰ τὸ «ἄνσλους» – όπου καὶ συζητεῖται ἀναλυτικὰ ἡ ὑπόθεση τῆς Ἑλλάδος. Ξαφνικά, στις 7 Οκτωβρίου, ὁ Μουσολίνι μαθαίνει ὅτι τὰ γερμανικὰ στρατεύματα κατέλαβαν τὴ Ρουμανία. Πρόσχημα: νὰ προστατέψουν τις πετρελαιοπηγές της ἀπὸ τοὺς ῎Αγγλους. Ἡ ἀγανάκτησή του ξεσπάζει: «Ὁ Χίτλερ – λέει στὸν Τσιάνο – μὲ φέρνει πάντοτε μπροστὰ σὲ τετελεσμένα γεγονότα. Θὰ τὸν πληρώσω μὲ τὸ ἴδιο νόμισμα. ᾿Απὸ τὶς ἐφημερίδες θὰ τὸ μάθει πὼς κατέλαβα τὴν Ἑλλάδα». Ἡ ἀπόφαση εἶχε παρθεῖ ἀπὸ καιρό· δὲν ἀπέμενε παρὰ νὰ ὁρίσει καὶ τὴν ἡμέρα. Αὐτὸ θὰ γίνει στις 14 0κτωβρίου. Τὴν ἴδια στιγμή, καλεῖται στὴ Ρώμη ὁ στρατηγός Πράσκα: Η ἐγκριτικὴ διαταγὴ τοῦ σχεδίου του ἐπιθέσεως εἶναι έτοιμη. Τὸ πρωί τῆς 15ης Οκτωβρίου, στις 11 ἡ ὥρα, είχε συγκληθεῖ τὸ μεγάλο Πολεμικό Συμβούλιο στὸ Παλάτσο Βενέτσια. Ἡ σύσκεψη θα γινόταν στὰ ἰδιαίτερο γραφεῖο τοῦ Μουσολίνι. Μετέχουν οἱ κεφαλὲς τῆς ἰταλικῆς στρατιωτικῆς ἡγεσίας: Είναι ὁ στρατάρχης Μπαντόλιο ἀνώτατος ἀρχηγὸς τοῦ Γενικοῦ ᾿Επιτελείου, ὁ στρατηγὸς Ροίτα ὑπαρχηγός του, ὁ στρατηγὸς Βισκόντι Πράσκα, ὁ τοποτηρητὴς τῆς κυβερνήσεως στὰ Τίρανα Τζακομίνι, ὁ ὑπουργὸς τῶν Εξωτερικῶν κόμης Τσιάνο, ὁ ὑφυπουργὸς τῶν Στρατιωτικῶν στρατηγὸς Σοντοῦ, ὁ ναύαρχος Καβανιάρι ἀρχηγὸς τοῦ Ναυτικοῦ ᾿Επιτελείου, ὁ στρατηγὸς Πρίκολο ἀρχηγὸς τοῦ ᾿Επιτελείου ᾿Αεροπορίας. Συνεδρίαση ἱστορική, γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ἀποτυπώνεται σὲ στενογραφημένα πρακτικά. Τὸν λόγο παίρνει πρῶτος φυσικὰ ὁ Μουσολίνι, ποὺ μπαίνει κατ᾽ εὐθεῖαν στὸ θέμα:«Σκοπός μας νὰ καθορίσωμεν τὰς λεπτομερείας μιᾶς ἐπιθέσεως ποὺ ἀπεφάσισα ἀπὸ πολλοῦ νὰ ἐξαπολύσω κατὰ τῆς Ἑλλάδος».

Ἐδῶ δὲν ὑπάρχουν πιὰ περιστροφὲς καὶ προσχήματα : βρισκόμαστε στὸ ἄντρο τοῦ θηρίου. Μιὰ χώρα ἀπὸ 45 ἑκατομμύρια, πάνοπλη, ὀργανωμένη μὲ σύστημα σκληρό, ἀπεφάσισε νὰ συντρίψει ἕνα λαὸ ἀπὸ ἑφτάμιση ἑκατομμύρια ψυχές, που φράζει τὸ δρόμο στὴν ἐξαπολυμένη μεγαλομανία της. Στὴ σύσκέψη τοῦ Παλάτσο Βενέτσια, ὁ Μουσολίνι καθόριζε ἀμέσως ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἐπιθέσεως: Θὰ εἶταν ἡ 26 Οκτωβρίου, «δίχως οὔτε μιᾶς ὥρας ἀναβολή». Καὶ προσέθεσε ὁ Ντοῦτσε: «῾Η ἐπιχείρησις αὐτὴ ἔχει ὡριμάσει ἀπὸ πολλοῦ εἰς τὴν σκέψιν μου καὶ τὴν ἀπεφάσισα πολὺ πρὶν ἢ λάβωμεν μέρος εἰς τὸν παρόντα πόλεμον». Εξηγοῦσε ὅτι δὲν προέβλεπε περιπλοκὲς ἀπὸ μέρος τῆς Γιουγκοσλαβίας καὶ τῆς Τουρκίας, ὅτι ἡ Ρουμανία εἶταν πιὰ ὑπὸ γερμανική κατοχή, στὴ δὲ Βουλγαρία προσφέρεται τώρα ἡ εὐκαιρία νὰ πραγματοποιήσει τὶς βλέψεις της γιὰ τὴ Μακεδονία.

Ο Τζακομίνι, ποὺ τοῦ ζήτησαν νὰ ἐκθέσει πρῶτος τὶς ἀπόψεις του, εἶπε ὅτι στὴν ᾿Αλβανία «ἡ ἐπιχείρησις ἀναμένεται ἀνυπομόνως». Ὅτι ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν ᾽Αλβανῶν εἶναι τόσος ὥστε, τὸν τελευταίο καιρό, παρατηρεῖ ται κάποια ἀπογοήτευση ποὺ ἀργεῖ νὰ ἐκδηλωθεῖ ἡ ἐνέργεια κατὰ τῆς Ἑλλάδος. Σ᾿ ἐρώτημα τοῦ Μουσολίνι πῶς εἶναι τὰ πνεύματα στὴν ῾Ελλάδα, ο Τζακομίνι ἀποκρίθηκε: «Φαίνεται πως οἱ Ἕλληνες ἔχουν χάσει τὸ ἠθικό τους».

Μίλησε ὕστερα ὁ Πράσκα. Δήλωσε πὼς ἡ ἐκστρατεία ἐμφανίζεται μὲ τοὺς καλλίτερους οἰωνούς. Ὅτι ἔχει προετοιμαστεῖ καὶ μελετηθεῖ ὡς τὴν τελευταία λεπτομέρεια. «Εἶναι τελεία ἐν τῇ μέτρῳ τοῦ ἀνθρωπίνως δυνατοῦ», εἶπε. «Ὅσο γιὰ τὸ ἠθικὸ τῶν Ιταλικῶν στρατευμάτων, εἶναι ὑπέροχο και ὁ ἐνθουσιασμός τους έχει φτάσει στὸ μάξιμουμ». «Τὰ μόνα κρούσματα ἀπειθαρχίας ποὺ συνήντησα — ἐξηγοῦσε μὲ αὐταρέσκεια ὁ Πράσκα εἶναι ἡ ἀσυγκράτητη ἐπιθυμία τῶν ἀξιωματικῶν, ποὺ φλέγονται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ πολεμήσουν».

Σ’ ἐρώτηση τοῦ Μουσολίνι γιὰ τὴν ἀναλογία τῶν δυνάμεων, ὁ ἀρχιστράτηγος τῆς ᾿Αλβανίας δήλωσε πὼς ἔχουν ὑπεροχὴ ἀπέναντι στοὺς ῞Ελληνες 2 πρὸς 1. « —Γνωρίζομεν ποῖον εἶναι τὸ ἠθικὸν τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν ;» ρωτάει ὁ Μουσολίνι. Ο Πράσκα : « Δὲν θὰ πολεμήσουν μ᾿ εὐχαρίστησιν ». Τὸ Συμβούλιο ὕστερα, κατὰ προτροπὴ τοῦ Μουσολίνι, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἀναζήτηση ἀφορμῆς γιὰ τὴν ἐπίθεση. Προσφέρθηκε ὁ Τσιάνο νὰ τὴ δημιουργήσει. Ο Μουσολίνι τὴν ἤθελε γιὰ τὶς 24 Οκτωβρίου, δύο ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν εἰσβολή. «Εἰς τὰς 24 θὰ δημιουργηθεῖ», βεβαίωσε ὁ κόμης. Θὰ εἶναι τὰ δῆθεν ἐπεισόδια στοὺς ῾Αγίους Σαράντα καὶ τὴν Καπέτιστα, ποὺ θὰ χρησιμοποιηθοῦν, πραγματικά, σὰν πρόσχημα γιὰ τὴν ἐπίθεση.

Συνετώτερος κάπως ἀπὸ τοὺς προλαλήσαντες, εἶχε φανεῖ ὁ Μπαντόλιο. Συνέστησε νὰ συνδυασθεῖ ἡ εἰσβολὴ στὴν ῾Ελλάδα μ᾿ ἐνέργεια στὴν Αἴγυπτο, πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς Μάρσα Ματρούχ. Κατὰ τὴ γνώμη του, χρειάζονταν εἴκοσι μεραρχίες στὴν ᾿Αλβανία καὶ διάστημα τριῶν μηνῶν γιὰ τὴ συγκέντρωση τῶν δυνάμεων. ᾿Αλλὰ ὁ Μουσολίνι εἴταν πιὰ ἀσυγκράτητος. Ὕστερα ἀπὸ συζήτηση πάνω σὲ εἰδικὰ σημεῖα : τὴν ὀργάνωση ἀλβανικῶν συμμοριῶν, τὸν ἐξοπλισμό τους, κλπ. ἔκλεισε τὴ συνεδρίαση στὶς δωδεκάμιση τὸ μεσημέρι μὲ τ᾿ ἀκόλουθα λόγια: «Ας ἀνακεφαλαιώσωμεν : ᾿Επίθεσις εἰς τὴν Ηπειρον. Παρακολούθησις καὶ πίεσις ἐπὶ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὡς δευτέρα φάσις, πορεία πρὸς τὰς ᾿Αθήνας.» . Ο Γκράτσι θὰ ἐξηγήσει μιὰ μέρα στ᾿ απομνημονεύματά του πὼς «τὴν ἐκστρατεία κατὰ τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὑπεύθυνοι κύκλοι τῆς Ρώμης τὴν θεωροῦσαν ἕνα εἶδος στρατιωτικὸ περίπατο καὶ τίποτ’ άλλο».

Μιὰ μικρὴ ἀπογοήτευση γιὰ τὸν Μουσολίνι θὰ εἶναι ὁ Βόρις τῆς Βουλγαρίας. Στὴν ἰδιόχειρη ἐπιστολὴ ποὺ θὰ τοῦ στείλει ὁ Ντοῦτσε μὲ τὴν παρακίνήση νὰ μετάσχει κι’ αὐτὸς στὸ εὐγενὲς ἐγχείρημα, ὁ Βόρις θ᾽ ἀπαντήσει ὅτι τὰ ὠφελήματα δὲν τοῦ φαίνονται τέτοια ποὺ νὰ τοῦ ἐπιτρέπουν ν᾿ ἀναλάβει τὴ σχετικὴ εὐθύνη ἀπέναντι στὴ χώρα του. «Φοβᾶται τοὺς Τούρκους προπαντός», σημειώνει στὸ Ημερολόγιό του & Τσιάνο. Ο Μουσολίνι ὅμως, διαβάζοντας τὴν ἀπάντηση ποὺ τοῦ εἶχε φέρει ὁ Ανφοῦζο ἀπὸ τὴ Σόφια, εἶχε ξεσπάσει : «Βασιλεῖς χωρίς καρδιὰ δὲν θὰ πετύχουν ποτὲ τίποτα.” Η πορεία τοῦ Πράσκα θὰ εἶναι ραγδαία καὶ θ’ ἀναγκάσει τὶς ἑλληνικὲς δυνάμεις τοῦ Βόρειου τομέως ν᾿ ἀποσυρθοῦν πρὸς τὴν ᾿Αθήνα, ἂν δὲν τὶς διαλύσουμε πρὶν ἐντελῶς κι᾿ ἀναγκαστεῖ ὁ καθένας τους νὰ πάει στὸ χωριό του”

Η ἡμερομηνία τῆς εἰσβολῆς, ὕστερα ἀπὸ ἐπιμονὴ τοῦ Γεν. Επιτελείου, θ᾽ ἀναβληθεῖ ἀπὸ τὶς 26 στὶς 28 Οκτωβρίου. Στὶς 27, ὅλα τὰ ὁπλιταγωγὰ τὰ συγκεντρωμένα στὸ Μπρίντιζι καὶ στὸν Τάραντα μὲ τὴ μεραρχία «Μπάρι», γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Κέρκυρας, ἀναγκάζονται ἀπὸ τὴν κακοκαιρία ν᾿ ἀναβάλουν τὸ ξεκίνημά τους γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Θὰ τὸ ἀναβάλουν γιὰ πάντα τὴν 1η Νοεμβρίου, ὕστερα ἀπὸ τὰ πρῶτα νέα τοῦ μετώπου : ῾Η ἀπροσδόκητη γιὰ τοὺς Ιταλούς, ἡ ἀπειλητική, ἀντίσταση τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων προκαλύψεως, ἀνάγκαζε τὸ ἰταλικὸ Γενικὸ ᾿Επιτελεῖο ν᾿ ἀποφανθεῖ πὼς ἡ μεραρχία Μπάρι χρειαζόταν τώρα «ἀπαραιτήτως» στὴν ᾿Αλβανία, νὰ ἐνισχύσει τὸν Πράσκα. Τὰ νησιὰ τοῦ Ἰονίου εἶχαν σωθεῖ.

Η ἐσωτερικὴ ἄλλωστε κατάσταση στὸ ἰταλικὸ Γενικὸ ᾿Επιτελεῖο κάθε ἄλλο παρὰ ἁρμονικὴ εἴταν. Ὁ Μπαντόλιο, ἂν καὶ δίχως σθένος ἀπέναντι στὸν Μουσολίνι, εἴταν ἀπαισιόδοξος γιὰ τὴν εἰσβολὴ στὴν Ἑλλάδα. Οἱ τρεῖς ἀρχηγοὶ τοῦ Γενικοῦ ᾿Επιτελείου εἶχαν κηρυχτεῖ ἀντίθετοι. Ὁ Ροάτα καταδολιευόταν τὸν Πράσκα. Ο Τζακομίνι εἶχε καταχραστεῖ μεγάλα ποσὰ προορισμένα γιὰ τὴν ἐξαγορὰ συνειδήσεων στὴν ᾿Αλβανία. Φῆμες θολὲς κι᾿ ἀνεξακρίβωτες κυκλοφοροῦσαν στοὺς ἐπίσημους διαδρόμους, παρασκηνιακὰ διαβήματα γίνονταν δίχως ἀποτέλεσμα ἀπὸ τοὺς στρατηγούς, ὁ ἕνας κρυβόταν ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ γενικὰ ἐπικρατοῦσε μιὰ ἀτμόσφαιρα χαμιτικὴ – ἡ μοῖρα τῶν ὁλοκληρωτισμῶν.

Ωστόσο, στις 22 Οκτωβρίου, στὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ρώμης, ὁ Τσιάνο ἀρχίζει νὰ συντάσσει τὸ περιλάλητο τελεσίγραφο, ποὺ προορίζεται νὰ ἐπιδοθεῖ στὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση τὴ νύχτα τῆς 27ης πρὸς τὴν 28η. «Φυσικὰ – σημειώνει στὸ ‘Ημερολόγιό του ὁ ἴδιος – πρόκειται γιὰ ἐπίσημο ἔγγραφα ποὺ δὲν ἀφήνει διέξοδο : ἢ ἀποδοχὴ τῆς κατοχῆς ἢ ἐκτέλεσι τῆς ἐναντίον τους ἐπιθέσεως». Λαμπρὰ πληροφορημένος ὁ πρεσβευτὴς τῆ ῾Ελλάδος στὴ Ρώμη, τηλεγραφοῦσε στις 23 Οκτωβρίου στὴν κυβέρνηση ὅτι κατὰ πληροφορίες στρατιωτικῆς πηγῆς, ἡ ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος ἐνέργεια ἔχει προσδιορισθεῖ γιὰ τὶς 25 ἕως 28 Οκτωβρίου. Στὸ μεταξύ, ὁ πρέσβυς Γκράτσι ἔπαιζε στὴν Αθήνα τὸ τελευταῖο καὶ γραφικώτερο μέρος τοῦ ρόλου του : Μὲ τὴν εὐκαιρία ποὺ τὸ Ἐθνικὸ Θέατρο θ᾽ ἀνέβαζε στὴν ᾿Αθήνα, μετὰ τὴ Θεσσαλονίκη, τὸ μελόδραμα τοῦ Τζάκομο Πουτσίνι «Μαντὰμ Μπατερ- φλάϋ», δεύτερο κατὰ σειρὰ ἔργο τῆς ἀρτισύστασης Λυρικῆς του Σκηνῆς, ὁ Ἰταλὸς πρεσβευτὴς εἶχε προτείνει νὰ κληθεῖ ὁ γιὸς τοῦ διάσημου συνθέτη νὰ παρακολουθήσει τὴν πρώτη ἐπίσημη παράσταση. Θὰ εἴταν μιὰ εὐκαιρία ν᾿ ἀναθερμανθοῦν οἱ σχέσεις τῶν δύο λαῶν στὸ καλλιτεχνικὸ καὶ στὸ κοινωνικὸ ἐπίπεδο, γιατὶ ἡ ἰταλικὴ πρεσβεία θὰ ἔδινε τὴν ἑπομένη μιὰ δεξίωση, ὅπου θὰ καλοῦσε ὅλη τὴ γνωστὴ ἀθηναϊκὴ κοινωνία. «Θὰ ἦτο μεγίστη τιμὴ» ἂν στὴ δεξίωση αὐτὴ δεχόταν νὰ προσέλθει ὁ πρωθυπουργός. Ο Ιωάννης Μεταξᾶς συμφώνησε, ἴσως γιὰ νὰ ἐξαντλήσει ἔτσι ὅλες τὶς δυνατότητες. «Ἔστω—εἶπε—. ῎Ας ἔλθει ὁ κύριος Πουτσίνι. “Ας δοθεῖ ἡ ἑορτή. Αλλὰ νά ξέρει ὁ κ. Γκράτσι ὅτι ἐγὼ δὲν θὰ παραστῶ. Οὔτε ἡ Κυβέρνησις». Κι᾿ ἐξηγοῦσε ὑπὸ ποιὲς συνθήκας θὰ μποροῦσαν, ἂν ἡ Ἰταλία τὸ ἤθελε πραγματικά, ν᾿ ἀποκατασταθοῦν οἱ σχέσεις.

Αφίσα για την παρουσίαση του έργου του Πουτσίνι

Ὁ ᾿Αντώνιος Πουτσίνι, συνοδευμένος ἀπὸ τὴ γυναίκα του, ἦρθε. Στὸ σταθμὸ Λαρίσης τὸν ὑποδέχτηκε ἡ διοίκηση τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου κι᾿ ἀνώτερα στελέχη του. Η παράσταση τῆς «Μαντὰμ Μπατερφλάϋ» δόθηκε στις 25 Οκτωβρίου μὲ πολλὴ ἐπισημότητα κι’ ἐπιτυχία, παρὰ τὸ γενικὸ κλῖμα, τὸ ψυχολογικὰ ἀπρόσφορο ὕστερα ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ εἶχαν προηγηθεί. Η δεξίωση στὴν Ιταλικὴ πρεσβεία ἔγινε τὴ νύχτα τῆς 26ης πρὸς 27η Οκτωβρίου. Πάνω στὸ μεγάλο τραπέζι, είχαν τοποθετηθεῖ μικρὲς σημαῖες τῶν δύο ἐθνῶν· τὴν ἴδια ὅμως ὥρα, πίσω ἀπὸ τοὺς σκοτεινοὺς διαδρόμους τῆς πρεσβείας, μέσα στὰ γραφεῖα της, οἱ δύο γραμματεῖς ἀποκρυπτογραφοῦσαν τὸ τελεσίγραφο πρὸς τὴν ῾Ελλάδα, ποὺ ἔφτανε κατὰ δόσεις, μὲ τρόπο πρωθύστερο, σὲ τέσσερα μακροσκελῆ τηλεγραφήματα. Ο Γκράτσι, εἰδοποιημένος νὰ τὸ περιμένει μὲ προηγούμενο τηλεγράφημα, ἀπὸ τὸ πρωΐ, εἴταν νευρικός, ἀνήσυχος. Πολλαπλασίαζε τις περιποιήσεις του στους καλεσμένους του, σερβίριζε μόνος του τὶς κυρίες, στιγμὲς – στιγμές όμως στεκόταν σὰν ἀπορροφημένος σὲ σκέψεις καὶ εἶχε τότε βλέμματα ἀκατανόητα γιὰ τοὺς ἐκεῖ ‘Ελληνες. Νόμιζε πως ἡ εἰσβολὴ θ᾽ ἄρχιζε τὴν ἴδια ἐκείνη νύχτα, πὼς θ᾽ ἀναγκαζόταν νὰ διακόψει τὴ δεξίωση του. Μόνον ἀφοῦ πιά, στὶς πρωϊνὲς ὧρες, ἔφυγαν καὶ οἱ τελευταῖοι καλεσμένοι καὶ τὰ τηλεγραφήματα μπήκανε στὴν κανονική τους σειρά, μόνο τότε πληροφορήθηκε πὼς ἡ ἐπίθεση θὰ γινόταν τὰ χαράματα τῆς 28ης Οκτωβρίου. Τὸ τελεσίγραφο αὐτὸ ἔπρεπε νὰ τὸ ἐπιδώσει, στὸν Ελληνα πρωθυπουργὸ δίχως προειδοποίηση στὶς 3 τὸ πρωΐ…


ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

«Το βιβλίο αυτό εδώ προβάλλει αξιώσεις στην αυστηρότερη ιστορική αλήθεια, όχι όμως και στην ιστορική πληρότητα. Δεν είναι σύνθεση επιστημονική. Γραμμένο εξάλλου από άνθρωπο που είχε την τύχη να αναπνεύσει τον τραγικό αέρα του μετώπου, αποκρούει με περιφρόνηση κάθε βέβηλη φαντασία, κάθε αδιάκριτη ανάμιξη του μυθιστορηματικού. Η εκστρατεία του 1940-41 είναι από μόνη της πολύ πλούσια σε περιεχόμενο για να χρειάζεται τη συμπλήρωση της σκηνοθεσίας. Ωστόσο, αυτή η εκστρατεία, που όλοι τη λένε “το Έπος”, έχει τούτο το παράδοξο: πως είναι ένα έπος άγνωστο θέλω να πω άγνωστο στις ζεστές του πτυχές, στην ανθρώπινη ουσία του. Φαινόμενο ψυχολογικό και ιστορικό απροσδόκητο, δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, αδικήθηκε από τα μετέπειτα γεγονότα, την πλησμονή των βιωμάτων: η Κατοχή, η Αντίσταση, το Κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα ενός νέου κόσμου, του κόσμου της πυρηνικής εποχής, ήρθαν να κατακαλύψουν τη στιγμή της Αλβανίας. Το κεφάλαιο τούτο της ελληνικής ιστορίας, ένα από τα πιο σημαντικά, κλείστηκε και τοποθετήθηκε στο αρχείο προτού μνημειωθεί. Όχι πως δεν υπάρχουν ιστορίες του ελληνοϊταλικού πολέμου: υπάρχουν, και αξιόλογες. Αλλά εκείνο που λείπει είναι ένα βιβλίο δίχως αξιώσεις, προσιτό στον μέσο αναγνώστη, τον ανειδίκευτο στα στρατιωτικά, στα διπλωματικά, και που διαβάζεται άνετα. Δεν ξέρω αν μπόρεσα να το δώσω. Πρέπει να πω ότι θέλησα να προλάβω προτού αποχωρήσει από τη ζωή η γενιά των μαχητών και χαθεί έτσι ανεπανόρθωτα η άχνα των ανθρώπων που έκαμαν την Ιστορία. Γιατί την Ιστορία τη συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία, που ο χρόνος τ’ αποχωρίζει: μια σειρά γεγονότα κι ένα άρωμα εποχής. Το πρώτο, τα γεγονότα, μπορείς να τ’ αποκαταστήσεις ακόμη κι ύστερα από αιώνες. Το δεύτερο όχι χάνεται, πετάει μαζί με τη στιγμή. Ακόμα κι εκείνοι που το ένιωσαν -όπως και όσο νιώθει κανένας το παρόν-, ακόμα κι αυτοί χάνουν την αίσθησή του όταν το πάρει ο άνεμος του χρόνου».
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)


ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Σημαντικός έλληνας πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Εντάσσεται στη λεγόμενη «γενιά του ‘30», που έφερε τον αέρα της ανανέωσης στα ελληνικά γράμματα.

Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου 1907 και ήταν γιος του δημάρχου της πόλης Δημητρίου Τερζάκη. Το 1915 μετακόμισε με την υπόλοιπη οικογένειά του στην Αθήνα, όταν ο πατέρας του εξελέγη βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων.

Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αναγορεύθηκε διδάκτορας σε πολύ νεαρή ηλικία και ακολούθησε καριέρα δικηγόρου, παράλληλα με την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία. Το 1931, με δύο συλλογές διηγημάτων στο ενεργητικό του και έχοντας στα σκαριά το πρώτο του μυθιστόρημα («Δεσμώτες», 1932), αποφάσισε να εγκαταλείψει τη δικηγορία και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία.

Το 1940 στρατεύεται και υπηρετεί στο Αλβανικό Μέτωπο. Παραμένει στη ζώνη του πυρός ως το τέλος του πολέμου. Το 1945 κυκλοφορεί το ιστορικό μυθιστόρημα «Πριγκιπέσα Ιζαμπώ», που θεωρείται το αρτιότερο πεζογράφημά του και ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ζωντανεύει την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο μέσα από τον έρωτα της φράγκισσας πριγκίπισσας Ιζαμπούς (κόρη του αυθέντη της Καλαμάτας Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου) και του έλληνα επαναστάτη Νικηφόρου Σγουρού
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/337

© SanSimera.gr


Το Βιβλίο “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941, Έκδοσεις ΓΕΣ (1964 & 1990). είχε διανεμηθεί στα στελέχη του ΓΕΣ. Ολόκληρο το Βιβλίο είναι αναρτημένο στην Ηλεκτρονική μας Βιβλιοθήκη (εδώ)

ΠΟΛΕΜΟΣ 1940, Αναμνήσεις μιας Αδελφής

  • 2022.10.28
  • – Ζωής Τσουκαλά-Κακαρούκα 
  • – Νοσοκόμου

Απόφοιτος της Ανωτέρας Σχολής Αδελφών Νοσοκόμων του Ελληνικού ΕρυθρούΣταυρού, με ειδίκευση στη Δημόσια Υγιεινή.Υπηρέτησε στον πόλεμο του 1940 και στοΑγγλικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου νοσηλεύονταν Αγγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοίτραυματίες. Για την αναγνώριση των υπηρεσιών της, ο Σύνδεσμος των Αδελφών της ΝέαςΖηλανδίας της προσέφερε υποτροφία ενόςέτους στο Πανεπιστήμιο του Toronto, Canada,στον κλάδο οργάνωσης και διοίκησης ΣχολώνΑδελφών· η Κυβέρνηση της Αυστραλίας τιμητικό δίπλωμα ο Ε.Ε.Σ. και τοΥπουργείο Εθνικής Αμυνας διάφορα μετάλλια. Η UNICEF της προσέφερευποτροφία στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών στη Γενεύη Ελβετίας, στονκλάδο, «Δημόσια υγιεινή και κοινωνική εργασία». Υπηρέτησε ως Διευθύνουσα Σπουδών στην Κρατική Ανωτέρα Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών.

ΕΙΜΑΙ ΕΥΤΥΧΗΣ που ο Θεός με αξίωσε να ζήσω αυτά τα 50 χρόνια από τον πόλεμο του 1940 αλλά και να ‘χω τα παράθυρα της μνήμης μου ανοικτά, και να θυμάμαι και να ξαναζώ, εκείνες τις αξέχαστες ηρωϊκές στιγμές και εμπειρίες. 

Ημουν πολύ περήφανη, όταν πήρα το φύλλο πορείας από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και ένιωσα μεγάλη συγκίνηση, όταν βρέθηκα ανάμεσα σε τόσα φανταράκια μας, στο σιδηροδρομικό σταθμό το βράδυ της τρίτης ημέρας του πολέμου.

Περιμέναμε 2 ώρες να αναχωρήσουμε. Η ώρα της αναχώρησης ήταν μυστική. Και ξάφνου ακούστηκε από το μεγάφωνο του σταθμού η διαταγή. Επιβιβαστήκαμε. Οι αδελφές (ήμαστε τρεις), στο βαγόνι των αξιωματικών. Και μετά, μια συγκινητική φωνή «Στο καλό παιδιά, στο καλό και με τη Νίκη». 

«Νίκη» βροντοφώνησαν τα φανταράκια μας και άφησαν με μιας, τις αγκαλιές, τις μάνες, τα παιδιά, τις αδελφές, και μια Ελλάδα, η Ελλάδα μας έλαμψε μέσα τους τούτη τη στιγμή. Ξεκίνησαν όλοι με μια ψυχή. Οταν οι ρόδες του τρένου έπαιρναν στροφή έσκυψα στο παράθυρο, σήκωσα το χέρι μου να χαιρετήσω το πλήθος, και τότε άκουσα τη δυνατή κραυγή μιας μάνας. «Αδελφούλα μου, τα παιδιά μας σαν τα μάτια σου». 

Στο δρόμο για τη Φλώρινα είχαμε πολλούς βομβαρδισμούς, οι Ιταλοί προσπαθούσαν να χτυπήσουν τα τρένα και να καταστρέψουν τις σιδηροδρομικές γραμμές. 

Σε κάθε συναγερμό, βγαίναμε από το τρένο και ξαπλώναμε κάτω στα χωράφια. Στη Λάρισα έγινε ένας μεγάλος βομβαρδισμός ευτυχώς 5′ πριν φθάσει το τρένο μας στο σταθμό και οι βόμβες έπεσαν μερικά μέτρα μακρύτερα. Ετσι συνεχίσαμε. 

Ανέλαβα υπηρεσία στο ΣΙ’ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Διακομιδής, με διευθυντή το θαυμάσιο άνθρωπο, τον εξαιρετικό γιατρό Ιωάννη Κυριακό. Είμασταν 2 διπλωματούχες αδελφές και 30 εθελόντριες. 

Από τη Φλώρινα μεταφέρονταν στρατιώτες και υλικό προς το μέτωπο και τραυματίες προς τα μετόπισθεν και γι’ αυτό βομβαρδιζόταν πολύ συχνά. 

Θυμάμαι κάποια μέρα του Δεκεμβρίου μετά το βομβαρδισμό περιμέναμε με αγωνία. Οταν έληξε ο συναγερμός μεταξύ των τραυματιών έφθασε ένα στρατιώτης με βαριά δύσπνοια. Καθώς ήταν πεσμένος σ’ ένα όρυγμα, έσκασε κοντά του μια βόμβα, ο στρατιώτης δεν τραυματίστηκε, αλλά σκεπάστηκε με χώμα, εισέπνευσε σκόνη, και οι πνεύμονές του αχρηστεύτηκαν. Είχε μεγάλη δύσπνοια. Ο γιατρός μας δήλωσε: «Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». 

Σκέπτομαι τώρα, τι θα ήταν ο θάνατός του και η κηδεία του, χωρίς την παρουσία της αδελφής. Ευαισθησίες και συναισθηματισμοί θα μου πείτε, Κι όμως η γυναικεία παρουσία άλλαξε κάπως το πεζό σκηνικό της καθημερινής ζωής του πολέμου και η Νοσηλευτική μας ξέφυγε από τις βασικές αρχές της τυπικής εργασίας εν καιρώ ειρήνης. Εδώ δεν κάναμε απλώς το καθήκον μας, το κάναμε με ανάταση ψυχής.

 Εμεινα κοντά του. Πάλευε να αναπνεύσει. Μου έσφιγγε δυνατά το χέρι μου. Του σκούπιζα τα δάκρυα της απελπισίας που κυλούσαν από τα μάτια του. Με κοίταζε κατάματα. Πόσα μάτια μου έδωσαν το τελευταίο αποχαιρετισμό της ζωής τους, πριν κλείσουν για πάντα; Στιγμές ανθρώπινες, ιερές, ξεχωριστές. Ο άδικος θάνατος μας συνετάραξε.

Την επομένη ορίστηκε η ώρα της κηδείας. Η τιμητική συνοδεία των φαντάρων ετοιμάστηκε. Ετοιμάστηκα και εγώ. Εριξα την μπέρτα πάνω μου. «Πού πάτε με αυτόν τον καιρό προϊσταμένη; Η θερμοκρασία είναι υπό το μηδέν. Κοιμηθείτε μια ώρα, θα ξενυχτήσουμε το βράδυ» είπε ο διευθυντής. «Δεν πειράζει» είπα, «πρέπει να πάω με τα παιδιά». Στα αυτιά μου αντηχούσε η κραυγή της μάνας «τα παιδιά μας σαν τα μάτια σου». Στο δρόμο σαν περνούσαμε, αριστερά, δεξιά, άνοιγαν οι πόρτες έβγαιναν γυναίκες, έκαναν το σταυρό τους, έκλαιγαν. «Ελάτε μαζί μας» έλεγα, «μην πάει το παλικάρι μας μόνο του», ήλθαν αρκετές. Χιόνιζε, περπατήσαμε όλοι μαζί, όσο γρήγορα μπορούσαμε από φόβο μη μας πετύχει κανένας βομβαρδισμός. Περπατήσαμε βήμα, βήμα στο απάτητο χιόνι, μαζί μας περπάτησε και η πικραμένη μας ψυχή. Πυκνό πυκνό το χιόνι έπεφτε και ακουμπούσε απαλά απαλά σα χάδι μητρικό, πάνω στο φέρετρο. Ρίξαμε λίγο χώμα, κάναμε το σταυρό μας, σκουπίσαμε τα δάκρυά μας, τελειώσαμε. Δίπλωσα την παγωμένη και κοκκαλιασμένη σημαία που σκέπασε, που τίμησε το παλικάρι μας.

Αυτή την κηδεία την κάναμε όπως έπρεπε. Η άλλη, Θεέ μου πως θα γίνει η δεύτερη κηδεία; Τίναξα το κεφάλι μου αριστερά, δεξιά, έπεφτε το  χιόνι από την κουκούλα της μπέρτας μου. Μα αυτή η φοβερή σκέψη, ατίθαση εκεί, παρέμεινε, μου έσφιγγε την ψυχή.

Σε λίγες ημέρες, σκεφτόμουν, το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης θα ανακοινώσει το θάνατό του, ο ταχυδρόμος θα χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού του και τότε ο πρώτος που θα τον αντικρύσει θα ξεφωνίσει από χαρά,  χαρά που την περιμένουν κάθε μέρα. «Τρέξτε ο ταχυδρόμος, γράμμα από το Νίκο μας»,  ; Αχ μετά ο θρήνος, ο σπαραγμός της οικογένειας,και μετάμια δεύτερη κηδεία.

Γυρίσαμε στο Νοσοκομείο, έκατσα να ξαποστάσω για λίγο. Δόξα τω Θεώ που μπόρεσα να πάω. Τι ανακούφιση. Τι αξία θα ‘χε για μένα μιας ώρας ύπνος, εμπρός σε αυτό το τόσο ιερό καθήκον. Πολλές ημέρες δεν είχαμε χρόνο για ύπνο. Η εργασία μας σχεδόν όλο το 24ωρο. Θυμάμαι κάποια μέρα πέρασε ένα ανώτερο στρατιωτικό κλιμάκιο. Εφθασε στη Φλώρινα βράδυ. Ο Στρατηγός μάς χαιρέτησε, κοιμήθηκε στο Νοσοκομείο και το πρωί πριν ξεκινήσει για την Α’ γραμμή του μετώπου πέρασε, μας καλημέρησε, μας βρήκε στην ίδια θέση να εργαζόμαστε. Απόρησε. «Ακόμη εδώ;». Εκτός τούτου, ο ύπνος ήταν για μας χαμένη ζωή. Διότι η ζωή μας με τριόταν από λεπτό σε λεπτό, από ώρα σε ώρα. Και αυτό δεν είναι υπερβολή. Για λίγα λεπτά σκοτώθηκε η Αδελφή Καλογρίδου στα Γιάννενα. Οταν οι Γερμανοί προχωρούσαν προς την Ελλάδα είχε αρχίσει η οπισθοχώρηση. Τα φορτηγά αυτοκίνητα απομάκρυναν τις αδελφές. Είχε φύγει το πρώτο αυτοκίνητο φορτωμένο. Ηλθε το δεύτερο αλλά μαζί και ο θάνατος. Η αδελφή Καλογρίδου μπαίνει τελευταία, στριμώχνεται, κάθεται στο πάτωμα. Τότε κάποιος της λέει «Δε βλέπεις ότι δε χωράς, κατέβα, πηγαίνεις με το άλλο». Κατέβηκε.

Σε λίγη ώρα έγινε σφοδρός βομβαρδισμός. Τα γερμανικά στούκας πετούσαν πολύ χαμηλά, οι βόμβες έπεσαν πάνω στο μεγάλο Ερυθρό Σταυρό της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων που είχε μετατραπεί σε Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Το χειρουργείο λειτουργούσε εκείνη την ώρα. Σκοτώθηκαν πολλοί, μαζί τους και η αδελφή Καλογρίδου. Πολλοί δεν πρόλαβαν να βγουν έξω από το Νοσοκομείο, να φυλαχθούν στα ορύγματα που ήταν πιο ασφαλή ή δεν τόλμησαν. Είναι φοβερό να είσαι στο ύπαιθρο, να βλέπεις τα αεροπλάνα πάνω σου και να ακούς βόμβες να πέφτουν. Την άλλη μέρα είμαστε στο Νεκροταφείο. Ο αρχίατρος αποχαιρετά τους ηρωικούς νεκρούς και πάλι βομβαρδισμός. Βγήκαμε από την εκκλησία, σκορπιστήκαμε, όσοι πρόλαβαν μπήκαν στους νεοσκαμένους τάφους. Είναι η ώρα που αποχαιρετάς τη ζωή. Ο ανθυπίατρος Τουρτόγλου μου φωνάζει από έναν τάφο. «Προϊσταμένη έχω γράμμα στην τσέπη μου, δώστο στη μάνα μου». Ευτυχώς δε σκο- τώθηκε. Είναι η ώρα που αποχαιρετάς τη ζωή. Την αποχαιρετάς όμως παληκαρίσια. Δεν την κλαις τη ζωή, όπως την κλαις, όταν σου φέρει το μήνυμα του θανάτου η αρρώστεια.

Η περίθαλψη του τραυματία. Πίνακας της εποχής του ’40, της ζωγράφου Παπαδημάκη-Ανάφου. (Από τη συλλογή της κ. Ζωής Τσουκαλά-Κακαρούκα)

Στον πόλεμο, ο θάνατος περνά σαν αστραπή. Και έχεις συμφιλιωθεί με αυτόν, υπηρετείς, είσαι έτοιμος, κάθε στιγμή τον περιμένεις και ξέρεις ότι δε θα φύγεις από τη ζωή, σαν κακομοίρης κοινός θνητός, με πόνο και καημό, αλλά, όπως έγραφε η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ, θα περπατήσεις προς το θάνατο ηρωικά με μάτια ανοικτά. Και οι δικοί σου, μαζί με τη θλίψη για το θάνατό σου, θα ‘χουν και την περηφάνεια πως δε χάθηκες έτσι απλά, αλλά χάθηκες για την Πατρίδα, την Ελλάδα.

Και ο γιατρός στη Φλώρινα μετρούσε τη ζωή του από ώρα σε ώρα, όταν κάποια μέρα του έκαμα παρατήρηση για κάτι νεανικές αταξίες. «Μα και εσείς γιατρέ, τόσο σοβαρός και αξιοπρεπής». «Ναι, Προϊσταμένη και εγώ σε μια ώρα μπορεί να σκοτωθώ και να μην ζω».

Το καμπανάκι του νοσοκομείου κτύπησε δυνατά. Το πρώτο αυτοκίνητο με τραυματίες έφτασε, ήταν σούρουπο. Θα έρχονται όλη νύχτα, για να μην δίνουν στόχο στους βομβαρδισμούς. Τα φώτα των αυτοκινήτων σβηστά. Η κατάσταση των τραυματιών στα χέρια μου, για απόψε, 500 τραυματίες. Οι τραυματίες μεταφέρονταν κατ’ ευθείαν από το μέτωπο ή από τα ορεινά χειρουργεία. Η Φλώρινα το πρώτο Ελληνικό έδαφος. Τα περισσότερα πόδια με κρυοπαγήματα ήσαν δεμένα με επιδέσμους,

Οι νοσοκόμοι τους μετέφεραν πάνω στην πλάτη τους, από το αυτοκίνητο που ήταν στο δρόμο έως την είσοδο και την αίθουσα παραλαβής. Οι βαριά τραυματίες μεταφέρονταν με τα φορτία. Τα κρυοπαγήματα χωρίς νεκρωμένα δάκτυλα πλένονταν με αποστειρωμένη σαπουνάδα, μετά επάλειψη με ιώδιο, αφαίμαξη με ένα ξυραφάκι με τομές πάνω στο οίδημα, αντιτετανικός ορός, ρούχα καθαρά, ξηρά τροφή, κουραμάνα, ελιές-τυρί-ρέγγα και μπόλικα χαμόγελα από τις αδελφές, και μετά μακάριος ύπνος, όσοι είχαν έλθει με τα πρώτα αυτοκίνητα.

Αυτή την εποχή δεν υπήρχε τίποτε μιας χρήσεως. Τις σύριγγες τις βράζαμε στα κατσαρόλια, τους επιδέσμους τους βράζαμε με σαπούνι και οξυζενέ να καθαρίσουν και τα εσώρουχα που ήταν γεμάτα ψείρες έβραζαν σε ένα μεγάλο καζάνι.

Το περιβόητο DDT το οποίο μας έστελναν για τις ψείρες δεν τις σκότωνε, έκαμα και εγώ το πείραμα. Εβαλα σε ένα φιαλίδιο από κινίνο ψείρες, το γέμισα DDT, το έκλεισα και μετά από πολλές ώρες όταν το άνοιξα περπατούσαν ζωηρά. Οι ασυνείδητοι το είχαν νοθεύσει με ταλκ. Τα κρεβάτια ήταν λίγα και μόνο για τους βαριά τραυματίες. Οι υπόλοιποι περνούσαν το βράδυ καθισμένοι στο πάτωμα, στο διάδρομο, αριστερά, δεξιά πάνω στην κουβέρτα τους με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Το πρωί μεταφέρονταν στο τρένο και στα μετόπισθεν.

Τα βαριά κρυοπαγήματα στο χειρουργείο, και στο νοσοκομείο για λίγες ημέρες.

Μόλις προλαβαίναμε να κάνουμε γενική καθαριότητα και να ετοιμάσουμε για τη νέα παραλαβή, Από αυτό το διάδρομο η αδελφή πέρασε αγγελικά ντυμένη το χάραμα των Χριστουγέννων,

Νυξ ιερά σιωπηλή. «Χριστός γεννάται» ψάλλει η αδελφή, τα μάτια τους ανοίγουν μα κλείνουν ξανά, όνειρο θα ‘ναι βρε παιδιά.

Δεν είναι λίγο, ύστερα από τις φοβερές μάχες του πολέμου, να δεις, και να ακούσεις ένα ζωντανό άγγελο. Η αδελφή προχωρεί, ψάλλει, το κεράκι στο χέρι της σκορπίζει το φως στα πρόσωπα των τραυματιών. Ξυπνούνε τό- τε στη στιγμή, δακρύζουν, κλαίνε όλοι μαζί. Και οι αιχμάλωτοι Ιταλοί υψώ98 νουνε τα χέρια σε δέηση σε προσευχή και ψιθυρίζουν: «Ω Μαντόνα».

Σκεφτήκαμε πολύ αν έπρεπε να διαταράξουμε αυτόν τον πρώτο τους ύπνο που τόσο είχανε ονειρευτεί, αλλά το πρωί πριν φύγουν μας είπαν όλοι: «Τι ήταν αυτό αδελφή, αυτά τα Χριστούγεννα θα ‘ναι για μας αξέχαστα. Σας ευχαριστούμε πολύ». «Ναι και για μας παιδιά», είπα.

 «Από που είσαι παληκάρι μου» ρώταγα τον τραυματία, να τον απασχολήσω, να ξεχάσει τον πόνο, όταν έβγαζα σιγά σιγά την παγωμένη αρβύλα, και προσπαθούσα να ξεκολλήσω τα νεκρά δάκτυλα του ποδιού του. «Από το Λιανοκλάδι μάνα μου» απαντούσε. Δεν έμοιαζα για μάνα, ήμουν 24 χρόνων, με ολόξανθα μαλλιά, αλλά τα φανταράκια μας με ήθελαν με αυτή λέξη «μάνα» να δώσουν στην αδελφή τη μεγαλύτερη τιμή και σεβασμό. Κι άκουγες: «μάνα μου λίγο νερό», «μάνα μου πονώ», «μάνα μου σε ευχαριστώ».

Από το Λιανοκλάδι και απ’ όλη την βασανισμένη και ηρωική Ελλάδα μας πέρασαν, πέρασαν, έφυγαν μα θα τους θυμάμαι πάντα. Αυτές οι αναμνήσεις είναι για μένα σωστή δροσοσταλιά στη γεροντική μαραμένη μου ψυχή.


  • Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων 29 (Παράρτημα)(1995) 23-26.
  • Ανακοινώθηκε στην ημερίδα «Η Ελληνική Ιατρική στους αγώνες της δεκαετίας του ’40» (Αθήνα, 401 Στρ. Νοσοκ., 17.12.1994).93
  • Δημοσιεύθηκε από την Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας στον Ε’ Τόμο, σελ 92  της έκδοσης με τίτλο “ Η ΙΑΤΡΙΚΗ στη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία” 
  • Επιμέλεια Ανάρτησης ΕΕΥΕΔ : Τασιόπουλος Αργύρης

ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ ΤΟΥ ’40’

  • 2022.10.27
  • ΕΕΥΕΔ. –

Στα πλαίσια του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου, η ΕΕΥΕΔ προσκάλεσε τον Συνάδελφο και Μέλος της κ. Γκόνη Γεώργιο, Υποστράτηγο ε.α, να “εκφωνήσει” τον πανηγυρικό της 28ης Οκτωβρίου 1940. Σας παρουσιάζουμε τις εορταστικές σκέψεις του Συναδέλφου, με τον τίτλο “Δοξαστικόν του Έπους του ’40’. Είναι ένα εξαιρετικό κείμενο που πέρα από την παραστατική περιγραφή και αναφορά των γεγονότων της εποχής εκείνης αναδεικνύει και τις εκπληκτικές ομοιότητες με την σημερινές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας.

Ο Γκόνης Γεώργιος γεννήθηκε το 1949. Καταγεται από τους Αμπελόκηπους Πυλίας Μεσσηνίας. Εισήλθε στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή (ΣΙΣ) την 05 -12 -1967 και αποφοίτησε ως Ανθυπίατρος (ΥΙ) την 23-09-1973. Ελαβε την ειδικότητα της Γενικής Χειρουργικής (1982). Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1985). Μετεκπαιδευτηκε στο εξωτερικό. Αποστρατεύτηκε το 2004 με τον βαθμό του Υποστρατήγου. Το πλήρες βιογραφικό του είναι εδώ


ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ ΤΟΥ 40

Ξεχωριστή τιμή για εμένα η πρόσκληση για το δοξαστικό της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940. Ευχαριστώ τον Πρόεδρο, τον Γραμματέα και τα μέλη του ΔΣ της ΕΕΥΕΔ. Διαισθάνομαι και τολμώ το βάρος της τιμητικής πρόκλησης.

Συνεορτάζω μαζί με τους φίλους και όλους τους εκλεκτούς συναδέλφους.

Λίγοι λαοί έχουν την τιμή και το προνόμιο να γιορτάζουν εθνικές επετείους με το νόημα και το μεγαλείο που έχουν οι εθνικές γιορτές των Ελλήνων. Είναι βαριά η κληρονομιά για εμάς και στο ασταμάτητο γύρισμα του χρόνου είναι ανάγκη ν’ αναβαπτιζόμαστε συχνά στις κρυστάλλινες ιδέες και τα ιδανικά της φυλής μας, για να αντιλαμβανόμαστε πιο καλά τη θέση μας στο χώρο και στον χρόνο, σαν άνθρωποι και σαν Έλληνες. Η καθιέρωση επετείων δεν στοχεύει μόνον στην απόδοση τιμών σε εκείνους που μεγαλούργησαν και θυσιάστηκαν, κυρίως πηγάζει ως εσωτερική θεμελιώδης ανάγκη των επιγόνων.

Ζωτική ανάγκη η επίγνωση της συλλογικής μας ταυτότητας, μέσα από την διατήρηση ζωντανής και καθαρής της συλλογικής μας μνήμης. Όπως κάθε άνθρωπος υποβαθμίζεται δραματικά με κάθε έκπτωση της μνήμης του, έτσι και κάθε ξεθώριασμα της συλλογικής μνήμης οδηγεί σε απώλεια της ταυτότητας. Πάντα μια τέτοια απώλεια δρα φυγόκεντρα και διαλυτικά για κάθε κοινωνικό σύνολο. Χωρίς κοινή συλλογική μνήμη δεν δημιουργείται η αίσθηση του «ανήκειν», δεν υπάρχει αίσθηση ταυτότητας, δεν μπορεί να συγκροτηθεί έθνος. Μόνον μέσα από τις κοινές μνήμες και την ίδια γλωσσική έκφραση αναπτύσσονται δεσμοί και συνεκτική ταυτότητα.

Είναι επομένως ανάγκη, μέσα από τις γιορταστικές επετείους, να φρεσκάρουμε τις μνήμες μας ,να συνειδητοποιούμε ποιοι είμαστε. Να διατηρούμε την ταυτότητά μας.

Είναι ανάγκη να μελετούμε και να γνωρίζουμε τις αρετές μας σαν λαός και στηριζόμενοι σε αυτές να οικοδομούμε ένα λαμπρότερο μέλλον.

Είναι ανάγκη να αναγνωρίζουμε τις αδυναμίες και τα λάθη μας για να μην τα επαναλαμβάνουμε.

Μνήμη και τιμή, τα καίρια, σε κάθε δοξαστικό κάλεσμα!

Η 28 Οκτωβρίου, κάθε χρόνο, είναι ημέρα μνήμης, τιμής, δόξας, ημέρα περισυλλογής. Το ξεχωριστό αυτής της επετείου, για εμάς τους τωρινούς Έλληνες, έγκειται στην χρονική εγγύτητα των γεγονότων. Δεν εορτάζονται κάποια λαμπρά κατορθώματα μακρινών προγόνων. Δρώντες πρωταγωνιστές ήταν οι παππούδες ή και πατεράδες μας! Είναι πολύ νωπή η παρακαταθήκη, της γενιάς που μόλις έσβησε περνώντας σε αυτό που αποκαλούμε αιωνιότητα, για να ξεχαστεί. Πολλά τα μηνύματα της επετείου, μία η κορωνίδα. Υπέρτατη αξία η ελευθερία.

Μόνον οι ελεύθερα σκεπτόμενοι και δρώντες άνθρωποι μπορεί να είναι ευδαίμονες και να δημιουργούν πολιτισμούς υψηλής ποιότητας που να αντέχουν στον χρόνο και να στοχεύουν στο κάλος.

«Την γλώσσαν μου έδωσαν ελληνικήν», ομολογεί με τρυφερή υπερηφάνεια και ευθύνη ο ποιητής. Δεν μπορεί να μην αισθάνεσαι υπερήφανος όταν γνωρίζεις ότι μιλάς την γλώσσα με την οποία προσδιορίστηκαν, πρωτοπόρα και με εκπληκτική σαφήνεια, οι υπέρτατες αξίες του ανθρώπου. Με την ίδια γλώσσα αναζητήθηκε η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, με τη φύση, με τους συνανθρώπους του, με τον εαυτόν του. Εδώ, με το ίδιο όργανο επικοινωνίας και σκέψης, συγκροτήθηκαν οι πόλεις, αναπτύχθηκε πολιτισμός και προτάθηκε η Δημοκρατία. Συμπύκνωση του πολιτισμού των Ελλήνων αποτελούν τα προτάγματα της γενιάς του 40.

Πίστη και απόλυτη προτεραιότητα στην ελευθερία! Υπερηφάνεια να νοιώθεις Έλληνας!

Σε στιγμές κρίσης όταν τα ερωτήματα για την ανθρώπινη ύπαρξη προβάλουν αμείλικτα δεν έχουν θέση οι μέσες λύσεις και οι συμβιβασμοί. Τούτο βέβαια δεν πρέπει να λογίζεται ως αντίφαση, στην αριστοτελική προσέγγιση της αρετής, όπου, μέσα από την αναζήτηση του μέτρου, απορρίπτεται κάθε ακρότητα.

Σε στιγμές κρίσεις όλα θα πρέπει να απλοποιούνται. Κάθε ένας ξεχωριστά, κάθε λαός στο σύνολό του, θα πρέπει να επιλέγει το ιδανικό του και τις υπέρτατες αξίες του, ξεκάθαρες και γυμνές από όποια φτιασιδώματα και ωραιοποιήσεις.

Κανένα παράδοξο στην λογική ανακολουθία ότι «η ζωή είναι το υπέρτατο αγαθό και τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από τη ζωή, αλλά αν δεν υπάρχει και κάτι που να τοποθετείται ψηλότερα και από την ζωή, τότε η ζωή δεν αξίζει τίποτα». Με άλλα λόγια, όταν θα πρέπει να απαντήσεις στο ερώτημα της ελευθερίας, της τιμής, της αξιοπρέπειας, η απάντηση πρέπει να είναι αυθόρμητη, γρήγορη και ξεκάθαρη. Θα πρέπει να είσαι έτοιμος να πεθάνεις όρθιος για να μην ζήσεις γονατιστός. Ένα ναι ή ένα όχι, χαράζουν δύο τελείως διαφορετικές πορείες, χωρίς δυνατότητες επιστροφής.

Όταν την δραματική εκείνη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1940, και ενώ είχε ήδη αρχίσει η παράλογη και δραματική ανθρωποθυσία του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ο Ιταλός πρέσβης επέδωσε το ιταμό τελεσίγραφο, στον τότε Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, ζητώντας την υποταγή της Ελλάδας, πήρε για απάντηση εκείνο το λακωνικό και αθάνατο «ΟΧΙ».

Έλεγε ο νεοκαίσαρας Μουσολίνη ότι έχει οκτώ εκατομμύρια λόγχες για να κατακτήσει την Μεσόγειο, αλλά εκείνο το βράδυ άκουσε το «ΟΧΙ» από οκτώ εκατομμύρια στόματα, που το χρέος τα καλούσε. Ήχησαν στις πόλεις και τα χωριά οι καμπάνες της ελληνικής χριστιανοσύνης, στέλνοντας κάλεσμα εγρήγορσης – θυσίας σε όλους και δέησης στην Μεγαλόχαρη.

Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αρκετές φορές, μεγαλύτερη σημασία έχει η απόφαση και η θέληση για αγώνα, παρά το αποτέλεσμα του ίδιου του αγώνα. Δεν είναι παράδοξο, επομένως, το ότι εμείς οι Έλληνες γιορτάζουμε την έναρξη του πολέμου και όχι την νίκη μας, με το τέλος του πολέμου, όπως συμβαίνει σε άλλες νικήτριες ευρωπαϊκές χώρες.

Μακριά από εμάς ότι επιχαίρουμε στον πόλεμο!

Γιορτάζουμε την απόφαση των προγόνων μας να προτάξουν την ελευθερία τους και την τιμή της πατρίδας, πάνω από την ζωή τους. Ο καθένας ξεχωριστά, και όλοι μαζί στο σύνολο, έβαλαν τις ίδιες προτεραιότητες. Η σωτηρία της πατρίδας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, έγινε ο υπέρτατος σκοπός. Το ιερό χρέος.

Έχει η ζωή τόσες αγάπες δυνατές και ποικιλόμορφες, τόσες πλανεύτρες χαρές που πολλές φορές θαμπώνουν τον δρόμο και ξεστρατίζουμε. Την γενιά όμως του 40 την φώτισε και την οδήγησε το ιερό χρέος. Οι μνήμες από την οδυνηρή και ανεπανόρθωτη καταστροφή του 22 ήταν κομμάτι της ζωής όλων. Ακραία ενωτικός, για εκείνη την πληγωμένη γενιά, ο άμεσος κίνδυνος της προσβολής της τιμής και του «αφανισμού» της ύπαρξης.

Φαίνεται ότι όποιος καταφέρνει να περάσει το κατώφλι που οδηγεί στο ιερό χρέος είναι έτοιμος για κάθε ηρωισμό. Η θυσία, η όποια θυσία, εάν και όταν έλθει, είναι θέμα τύχης. Κανένας εχέφρων δεν πάει στον πόλεμο για να πεθάνει, αρκεί να είναι έτοιμος και για αυτό.

Το αποτέλεσμα της αποφασιστικότητας των Ελλήνων δεν άργησε να φανεί. Εκείνο το πρώτο, ηχηρό στη σφιγμένη σιωπή του «ΟΧΙ», δεν παρέμεινε κενός λόγος. Έγινε πράξη, έγινε τιμωρία της πρόκλησης, της προσβολής, της αλαζονείας. Έγινε νίκη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ο απλός περίπατος, που φαντασιώνονταν η φασιστική υπεροψία μετατράπηκε σε οδυνηρή περιπέτεια.

Ο Ελληνικός στρατός, τα παιδιά της Ελλάδος, πάνω στα κακοτράχαλα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου, με το πείσμα που γεννά η αδικία, όχι μόνον απέκρουσαν τον εισβολέα αλλά περνώντας στην αντεπίθεση έφεραν την Ελληνική σημαία σε πατρίδες ποτισμένες με τον ιδρώτα Ελλήνων. Η Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, οι Άγιοι Σαράντα, η Χιμάρα, όλη η Βόρειος Ήπειρος, γιόρταζε μαζί με όλη την Ελλάδα. Οι νικηφόρες μάχες συνεπήραν όλους, και αυτούς πάνω στα βουνά και τους πίσω. Η φωνή της Σοφίας Βέμπο αντιλαλούσε ως θούριος, ως κλάμα, ως μοιρολόι, ως προσευχή, ως ελπίδα, ως χλευασμός, στον ιταμό εισβολέα. Οι μαχόμενοι λαοί της Ευρώπης, ελεύθεροι ή υπόδουλοι, αναθάρρησαν. Οι δυνάμεις του σκοτεινού ολοκληρωτισμού δεν ήταν αήττητες. Δεν ήταν τυχαίο που ο Ουίνστον Τσώρτσιλ όρισε το πως πολεμούν οι ήρωες! Σαν Έλληνες!

Όμως, τι ήταν άραγε αυτό που ανέτρεψε την λογική των αριθμών και των συσχετισμών;

Ναι, ήταν απόλυτα αναγκαία προϋπόθεση η πάνδημη απόφαση για αγώνα και η διάθεση για θυσία, όμως από μόνα τους αυτά δεν αρκούν. Ο ρεαλισμός επιβάλει να αναγνωρίσουμε ότι ίσως η απόφαση για θυσία, να γινόταν ατελέσφορη ανθρωποθυσία, αν δεν συνοδεύονταν από ρεαλιστική στρατιωτική ηγεσία και οργάνωση. Η πολεμική προπαρασκευή, με τον απαραίτητο, στα πλαίσια του εφικτού, εξοπλισμό, με την σιωπηρή κινητοποίηση, με την σωστή διάταξη των δυνάμεων, με τις κατάλληλες οχυρώσεις, με την εκπαίδευση και την ευελιξία προσαρμογής στις διαμορφούμενες καταστάσεις, υπήρξαν καθοριστικές παράμετροι. Σύμμαχος και εχθρός, συνάμα, ήταν οι χιονισμένες πλαγιές και λαγκαδιές, τα απόκρημνα ψηλά βουνά που δεν επέτρεψαν στον εχθρό ν΄ αξιοποιήσει την αριθμητική και υλική του υπεροχή.

Οδυσσέας Ελύτης στο κέντρο

Βαρύ το τίμημα σε ανθρώπινες ζωές και αμέτρητος ο πόνος. Την φρικτή εικόνα του πολέμου την «ζωγραφίζει» με συγκλονιστικούς στίχους, ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης, που συμμετείχε, ως έφεδρος Ανθυπολοχαγός, σε εκείνο το έπος.

« κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη

άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,

……..

κι ανάμεσ΄ απ΄τα φρύδια

μικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας

μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο

………

Ω, μην κοιτάτε, ώ μην κοιτάτε από που του

από που του ‘φυγε η ζωή.»

terribile

Από την πλευρά των Ιταλών, το μέτρο του παραλογισμού του πολέμου μας το δίνει μια λέξη, μια κραυγή-στεναγμός, που διήρκεσε όσο μισή ανάσα. Ήταν ο καθολικός Ιερέας που κατόρθωσε να ψελλίσει “terribile” , όταν αντίκρισε την ανώφελη και αποκρουστική ανθρωποθυσία, με τα αμέτρητα διαμελισμένα νεανικά κορμιά μπροστά από το θρυλικό ύψωμα 731, στη μεγάλη εαρινή επίθεση των Ιταλών.

Η Ελληνική νίκη στην Αλβανία ήταν το πρώτο χαρμόσυνο και ελπιδοφόρο μήνυμα για την νίκη των δυνάμεων της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Διαλύθηκε ο μύθος για το αήττητο του άξονα. Ο χρόνος άρχισε να μετράει υπέρ των συμμάχων. Ο Χίτλερ, κυνικός και αδίστακτος ρεαλιστής, αναγκάσθηκε να σπεύσει σε βοήθεια για να αποκαταστήσει το γόητρο του συμμάχου του και κυρίως να φέρει σε πέρας τον στρατηγικό -στρατιωτικό του στόχο. Έτσι τον Απρίλιο του 1941, η μικρή Ελλάδα, που αντιστάθηκε με όλες της τις δυνάμεις και τον ηρωισμό που άρμοζε στην ιστορία της, δεν μπορούσε παρά να λυγίσει υπό το βάρος της σιδηρόφρακτης ναζιστικής Γερμανίας. Κατάρρευση του μετώπου. Κατοχή!

Τους νικητές του Αλβανικού έπους, όταν με φθαρμένες στολές, επέστρεψαν, πεινασμένοι και κατάκοποι οδοιπόροι, στα σπίτια τους, δεν τους περίμεναν οι δάφνες που αρμόζουν στους νικητές, αλλά η αμείλικτη πραγματικότητα. Είχε σβήσει το χαμόγελο, είχε χαθεί η αισιοδοξία. Δεν είναι καθόλου εύκολα αποδεκτό ο νικητής να ευτελίζεται από τον ηττημένο! Αγώνας για επιβίωση, για προστασία της οικογένειας. Λίγες φορές στην ιστορία μας, μια και μόνο λέξη φέρει τόσο βάρος και τόσο φρικτό περιεχόμενο, όσο η λέξη «ΚΑΤΟΧΗ». Πείνα, εξαθλίωση, θάνατος! Δεν είναι τυχαίο που από την γλώσσα του βάρβαρου κατακτητή, σχεδόν η μόνη λέξη που επιδερμικά «οικειοποιήθηκε» από τους απλούς ανθρώπους της εποχής, ήταν η λέξη “Kaputt” , συνώνυμη θανάτου.

Παρά τον ζόφο και την διάχυτη κατήφεια πολλοί, από όλα τα κοινωνικά στρώματα, όλων των ηλικιών, άνδρες και γυναίκες, ένοιωθαν ότι το χρέος, προς την υπόδουλη πλέον πατρίδα, δεν είχε τελειώσει. Ίσα -ίσα που έγινε μεγαλύτερο. «Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία», η παραίνεση-προσταγή του εθνικού μας ποιητή.

Η ένοπλη αντίσταση που οργανώθηκε σε πόλεις και χωριά δεν έδωσε κανένα περιθώριο εφησυχασμού και ανάπαυλας στον κατακτητή. Η περιφρόνηση και η παθητική αντίσταση απέναντι στον βάρβαρο δυνάστη ήταν καθολική. Το αδούλωτο φρόνημα του Ελληνικού λαού μετρήθηκε, και ήταν μεγαλειώδες, όταν, κάτω από τις κάννες των Γερμανών, σύσσωμος ο ελληνισμός, ακούμπησε στο φέρετρο του ποιητή Κωστή Παλαμά. Πιστός ο λαός, στο κάλεσμα του μεγάλου εκείνου Έλληνα. Με την δική του παρότρυνση, είχαν μεθύσει όλοι με το αθάνατο κρασί του 21!

Δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη ότι υπήρξαν και λίγοι, ελάχιστοι, που θέλησαν να συνεργαστούν με τον κατακτητή και να κερδοσκοπήσουν πάνω στην δυστυχία των υποδούλων Ελλήνων. Δοσίλογοι και μαυραγορίτες! Απερίφραστα και αμετάκλητα καταδικασμένοι από την Ιστορία και την συλλογική συνείδηση των Ελλήνων.

Το νικηφόρο έπος του 40, η εθνική αντίσταση που ακολούθησε σε όλη την χώρα, καθώς και η νικηφόρα και ουσιαστική συμμετοχή συγκροτημένου Ελληνικού Στρατού στο Ελ Αλαμέϊν και στο Ρίμινι, συνεισέφεραν πρόδηλα και ουσιαστικά στην ήττα του άξονα. Τούτο αναγνωρίζεται από όλους.

Η Ελλάδα είχε κάνει το καθήκον της!

Με τις σωστές κατευθύνσεις και προτροπές των πνευματικών ανθρώπων της, με τις επιλογές της ηγεσίας της, πολιτικής και στρατιωτικής, και κυρίως με τις θυσίες του συνόλου των Ελλήνων, βρέθηκε στο τραπέζι των νικητών. Δυστυχώς δεν αποκόμισε όλα όσα θα μπορούσε και εδικαιούτο. Το χειρότερο όμως ήταν ότι βρέθηκε διχασμένη και αιμορραγούσα. Την απαράμιλλη εθνική ενότητα που επιβεβαιώθηκε και σφυρηλατήθηκε με το έπος του 40, στα βουνά της Ηπείρου, την διαδέχθηκε η εμφύλιος έρις. Αδελφοκτόνος η σύγκρουση. Οι ιδεοληψίες και η τυφλότητα που προκαλεί η φανατική προσήλωση σε μεσσιανικές πολιτικές αντιλήψεις, οδήγησαν αρκετούς έξω από τα προτάγματα των συντελεστών του έπους του 40. Η υπέρτατη αξία της ελευθερίας και η αγάπη για την πατρίδα τέθηκαν σε αμφισβήτηση! Η πλάνη ήταν ολοφάνερη. Οι ευθύνες τεράστιες. Ο ερυθρός ολοκληρωτισμός επιχείρησε αυτό που επέβαλε στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Νίκησε η παραμονή της πατρίδας μας στις φιλελεύθερες Δημοκρατίες του Δυτικού Κόσμου. Όμως κανείς δεν λογίζεται νικητής μετά από εμφύλια σύγκρουση. Ήταν τραγωδία! Το απόλυτο λάθος! Δεν υπάρχει ίσως κανένα ιστορικό προηγούμενο, ένας λαός, αντί να πανηγυρίζει για την νίκη του και να σχεδιάζει την ευημερία της ειρήνης, να παρασέρνεται σε εμφύλιο πόλεμο!. Μεγάλα και ποικίλα τα διδάγματα από το έπος του 40 και της εθνικής αντίστασης, αλλά και από τα εμφύλια πάθη που ακολούθησαν. Πηγή αισιοδοξίας τα όσα εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες καταφέραμε, στα τόσα χρόνια ειρήνης που ακολούθησαν. Ζηλευτή και ευημερούσα η πατρίδα μας, παρά τις αρκετές και αδικαιολόγητες αποτυχίες και παλινδρομήσεις μας.

Κατά μία άποψη, την ιστορία την συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία. Τα γεγονότα και το πνεύμα, το «άρωμα», της εποχής που τα συνοδεύει και τα διαποτίζει.

Τα γεγονότα μπορεί κάποιος να τα διερευνήσει, να τα διασταυρώσει, να τα αναπλάσει, σε όλες τους σχεδόν τις λεπτομέρειες, μελετώντας όλα τα στοιχεία που τα καταμαρτυρούν και τα περιγράφουν.

Το «άρωμα» όμως που τα συνοδεύει δεν είναι εύκολο να το νοιώσεις εάν δεν ζήσεις την εποχή και εάν δεν είσαι προικισμένος με ευαίσθητες αισθητήριες κεραίες. Ίσως από τα λίγα αχνά, αλλά αδιάψευστα σημάδια, που μπορούν, εμάς σήμερα, να μας οδηγήσουν σε εκείνο το μεθυστικό άρωμα του έπους του 40 να είναι μερικές φωτογραφίες που έχουν παγώσει, όχι μόνον τον χρόνο, αλλά και τα κυρίαρχα συναισθήματα των δρώντων.

-Πλατύ, γεμάτο σιγουριά, το χαμόγελο του φαντάρου, που γατζώνεται από το τραίνο για να φθάσει, ζωντανή ασπίδα, στα σύνορα.

Ακίνητη, διαπεραστική, η ματιά της Ηπειρώτισσας, που με σφιχτά χείλη, και σφιχτοδεμένο βαρύ φορτίο, ανεβαίνει, ακολουθώντας το μικρό κομβόι, τον ανήφορο του χρέους.

Συγκλονιστικός ο τόνος, το ύφος και το περιεχόμενο της τελευταίας ελεύθερης εκπομπής του ραδιοφωνικού σταθμού της Αθήνας.

Μεθάμε και εμείς σήμερα από το άρωμα εκείνου του έπους, διδασκόμαστε από τα γεγονότα του.

Η ταραγμένη εποχή και περιοχή που ζούμε, μας καλούν σε επαγρύπνηση, προετοιμασία και άμεση ετοιμότητα. Μερικοί πίστεψαν στο τέλος της ιστορίας. Οι πιο αισιόδοξοι απέκλεισαν την επανάληψη της βαρβαρότητας του πολέμου στην ήπειρό μας, θεωρώντας την ειρηνική συμβίωση των λαών σχεδόν αυτονόητη. Δυστυχώς τα γεγονότα τους διαψεύδουν. Οι Δημοκρατίες μας έχουν να αντιμετωπίσουν ανελεύθερα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Δραματική υποστροφή στην βαρβαρότητα. Ο κίνδυνος πυρηνικού ολοκαυτώματος επισείετε πάνω από τις κεφαλές μας.

Ο Τούρκος στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, την Ιωνία, την κοιτίδα των Ελλήνων προσωκρατικών φιλοσόφων, ανιστόρητος, απολίτιστος, αλαζόνας και μεγαλομανής έχει ξεθηκαρώσει! Οι ομοιότητες και αντιστοιχίες με την εποχή λίγο πριν το 1940 είναι εξόφθαλμα ανατριχιαστικές.

  • Mare Nostrum, αποκαλούσε όλη την Μεσόγειο, κομπάζοντας από τα μπαλκόνια, ο Μουσολίνι.
  • Mavi Vatan, σχεδιάζουν, στους επιδεικνυόμενους χάρτες τους, οι Τούρκοι.
  • Ζωτικό χώρο αναζητούσε ο Χίτλερ.
  • Τα σύνορα της καρδιάς του ονειρεύεται και διεκδικεί ο Ερντογάν.

Ο Ισλαμοφασισμός τους φαντασιώνεται ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πολιτισμική οπισθοδρόμηση είναι κάτι άγνωστο και αδιάφορο για τους γείτονές μας. Δυστυχώς, στη βάση του πολιτισμού των γειτόνων μας βρίσκεται, το ακατανόητο για εμάς, δίκαιο της κατάκτησης. Ιστορικά, η κατάκτηση για αυτούς έχει το κύρος ιδρυτικής πράξης και γένεσης. Κανένα ίχνος πρόσληψης, αφομοίωσης και προσαρμογής σε υπέρτερους πολιτισμούς. Η καταστροφή, ο σφετερισμός και η ιδιοποίηση, αποτελούν διαχρονικά χαρακτηριστικά. Η ροπή προς την «δεσποτεία» και η αποδοχή του αυταρχισμού εμφανής.

Ανεξάρτητα όμως από τα όρια της αρπακτικής βουλιμίας των γειτόνων μας, τα ερωτήματα και οι ιστορικές ευθύνες βαραίνουν εμάς.

Τι «άρωμα» θα διαποτίσει τα επερχόμενα;

Πόσο καλά είμαστε προετοιμασμένοι, σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους τομείς, για να αποτρέψουμε ή να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία την όποια επιβουλή; Ο πατριωτισμός δεν μετριέται με τις μεγαλοστομίες, αλλά με το πόσο άριστα γνωρίζω – κάνω την δουλειά μου και με το πόσο έτοιμος είμαι να υπερβώ τα καθημερινά όριά μου, υπηρετώντας αξίες υπέρτερες της ύπαρξής μου.

Το έπος του 40 μας δείχνει τον δρόμο!

Ο ελληνικός πολιτισμός είναι πολιτισμός ειρήνης. Σε αυτόν στηριζόμαστε, ειρήνη προσδοκούμε! Ο ιδρώτας μας, η μεθοδικότητα και φαντασία μας, η αλληλεγγύη μας, ο πολιτισμός μας, είναι τα δικά μας όπλα και μέσα. Πασχίζουμε για την δική μας μικρή πανανθρώπινη συνεισφορά στην ειρηνική προσπάθεια προόδου, ευτυχίας, ανθρωπισμού και αλληλοκατανόησης.

Όμως, αναφαίρετο δικαίωμα και ιερή μας υποχρέωση είναι η σημαία μας να κυματίζει υπερήφανη στις στεριές και στις θάλασσές μας, στις πόλεις και στα χωριά μας καθώς και στα πέρατα της οικουμένης, με τα ποντοπόρα πλοία μας.

Όλους μας αγκαλιάζει και μας ενώνει η γαλανόλευκη.

Ας κυματίζει αδιάλειπτα και στις καρδίες μας!

Μπορούμε με αισιοδοξία, ενωμένοι και υπερήφανοι για το έθνος μας, να βροντοφωνάξουμε το

«ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ»

Δρ. Γεώργιος Φ. Γκόνης

Χειρουργός – Υποστράτηγος (ΥΙ) ε.α.


  • Επιμελεια Ανάρτησης – Φωτογραφιών : Τασιόπουλος Αργύρης

ΤΟ ΟΧΙ ΤΗΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

ΕΕΥΕΔ, 2021.10.24

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ “ΟΜΙΛΗΤΟΥ”

Δημήτριος Θ.  Kαραμήτσος

Ομότιμος Καθηγητής Α.ΠΘ, Συγγραφέας.

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη  στις 12/12/1941. Αποφοίτησε πρώτος τον  Nοέμβριο του 1965 από την  Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ.  Έφεδρος ανθυπίατρος 1966-1968.

Aγροτικός ιατρός 1968-1970. Ειδικότητα Παθολογίας σε Α΄ Παθολ. Κλινική (AXEΠA) 1970-1973. Παν/κός βοηθός το 1972, υπότροφος του IKY για Διαβητολογία (Λονδίνο) 1974-1975. Διδάκτωρ της ΙΣ AΠΘ με άριστα το 1978, Επιμελητής στη B’ Προπ. Παθ. Kλιν. 1979, Λέκτορας AΠΘ 1983,

Eπίκουρος καθηγητής 1985, Aναπληρωτής καθηγητής 1993 Παθολογίας -Διαβητολογίας. Tακτικός καθηγητής ΑΠΘ το 2003. Διευθυντής της A’ Προπ. Παθολ. Kλινικής ΑΠΘ από 2004-2008. Ίδρυσε το Διαβητολογικό Kέντρο στο Iπποκράτειο Nοσοκομείο (1990). Επέβλεψε σε 12 διδακτορικές διατριβές και εκπαίδευσε 33 γιατρούς στη Διαβητολογία. Yπήρξε πρόεδρος της Διαβητολογικής Eταιρείας B. Eλλάδας, και επί 9 έτη διευθυντής σύνταξης στα «Eλληνικά Διαβητολογικά Xρονικά».

Γενικός γραμματέας της Ιατρικής Εταιρείας Θεσσαλονίκης σε δύο θητείες. Συμμετείχε σε 250 ιατρικές δημοσιεύσεις (45 σε διεθνή περιοδικά) με άνω των 1.500 διεθνών αναφορών. Είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Προάσπισης Μακεδονίας Θράκης. Δημοσίευσε 6 ιατρικά βιβλία. Επίσης 7 μη ιατρικά που είναι:

  • Χρονογραφήματα ενός γιατρού. Εκδ. Univ. Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001.
  • Η πόλη μας κι εμείς άλλοτε και τώρα. Θεσσαλονίκη 1941-2005. Εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Οικογένεια Μπαρλαμπά (Μυθ/μα). Εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2010.  
  • Ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Πολιτική και στρατιωτική. Α΄τόμος 1897-1941. Eκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2016.
  • Ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Πολιτική και στρατιωτική. Α΄τόμος 1942-1967. Eκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2017.
  • Χρονογραφήματα, δοκίμια  και άλλα. Εκδ. Εχέδωρος 2017
  • Α brief history of Greece 1941-1499. Εκδ. International Hellenic Association via Amazon 2020.

Η «Διαβητολογία» του παρέχεται δωρεάν από το ιστολόγιό του:  dtkaram.webpages.auth.gr 


ΤΟ ΟΧΙ ΤΗΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ, ΜΙΑ ΛΑΜΠΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Εκλεκτοί αναγνώστες της Ε.Ε.Υ.Ε.Δ.

Ευχαριστώ τον πρόεδρο και το ΔΣ της Επιστημονικής Ενώσεως Υγειονομικών Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας, για τη μεγάλη τιμή που μου έκαναν να μου αναθέσουν να ετοιμάσω για ανάρτηση στον ιστότοπό τους τον επετειακό πανηγυρικό λόγο της 28ης Οκτωβρίου. Όμως, για να μιλήσουμε πλήρως για την επέτειο του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940, πρέπει να αναφερθούμε στα προηγηθέντα 5 χρόνια. Έτσι θα γίνουν κατανοητά: γιατί ψηφίστηκε από τη Βουλή ο Ι. Μεταξάς ως πρωθυπουργός και γιατί έκανε δικτατορία με τη συμφωνία του βασιλιά Γεωργίου του Β’, ποιο ήταν το διεθνές περιβάλλον και ποιες οι σχέσεις της Ελλάδας με Γερμανία, Ιταλία, Βρετανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία και Τουρκία, ποια ήταν η ηθική και πολεμική προετοιμασία της χώρας, ποια η εξωτερική της πολιτική και πώς διεξάχθηκε ο νικηφόρος πόλεμος προς την επιτιθέμενη Ιταλία.

Βουλευτικές εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936

Οι εκλογές στις 26 Ιανουαρίου 1936 έγιναν με απλή αναλογική και υπηρεσιακή κυβέρνηση Ι. Δεμερτζή, αλλά οι δυο μεγάλες παρατάξεις του Εθνικού Διχασμού μοιράστηκαν τις ψήφους. Το ΚΚΕ πέτυχε να εκλέξει 15 βουλευτές. Εκ των πραγμάτων έπρεπε να γίνει κυβέρνηση συνεργασίας των δυο μεγάλων αστικών κομμάτων, πράγμα που θα έβαζε τέρμα και στον Εθνικό Διχασμό. Αναγκαστικά ο βασιλιάς έδωσε παράταση στον βίο της υπηρεσιακής κυβέρνησης Δεμερτζή.

Προνουνσιαμέντο στρατού της 5ης Μαρτίου 1936

Οι στρατηγοί ανησυχούσαν­ για τη συμμετοχή του ΚΚΕ στις απο­φάσεις (σύμφωνο Σοφούλη με Σκλάβαινα του ΚΚΕ για το προεδρείο της Βουλής). Στις 5 Μαρτίου ο αντιστράτηγος Παπάγος (υπουργός Στρατιωτικών) κοινοποίησε στον βασιλιά Γεώργιο Β΄ τις αντιρ­­ρήσεις των στρατηγών­ για τις ενδεχόμενες πολιτικές εξελίξεις ­­(προνουνσιαμέντο­). Μετά την αποχώρηση του Παπάγου ο βασιλιάς κ­άλεσε τον Ι. Μεταξά (αρχηγό του κόμματος των Ελευθεροφρόνων) και τον όρκισε­ υπουργό Στρατιωτικών. Ο νέος υπουργός πήγε ­στο υπουρ­γείο του και κατέστειλε­ το υπό εξέλιξη κίνημα με κλήση των διοικητών Αθηνών και Πειραιώς στο γραφείο του και με τηλε­φω­νή­ματα στους διοικητές των μεγάλων μονάδων. Αργότερα ορκίστηκε και αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, οπότε ισχυροποιήθηκε περισσότερο.

Ο Ελ. Βενιζέλος, παρά το ότι ήταν πολιτικά αντίθετος του Μεταξά, επιδοκίμασε αυτές τις πρώτες ενέργειες του βασιλιά Γεωργίου Β΄ και την ανάθεση του υπουργείου Στρατιωτικών στον Ι. Μεταξά με επιστολή του προς τον Κανακάρη-Ρούφο που τελείωνε «[…]από μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ ζήτω ο Βασιλεύς»

Πρωθυπουργία Ι. Μεταξά

Στις 13 Απριλίου 1936 πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς ο υπηρεσιακός πρω­­­­θυπουργός Κ. Δεμερτζής, ο οποίος από καιρό είχε προβλήματα υγείας. Ο βασιλιάς ορκίζει πρωθυπουργό τον αντιπρόεδρο της κυβέρ­­νη­σης Ι. Μεταξά, ο οποίος εμφανίζεται στη Βουλή και παίρνει ψήφο εμπι­στο­σύνης, με αρνητικές ψήφους μόνο από τους 15 βου­λευ­τές του ΚΚΕ, και τριών ακόμη (των Γ. Παπανδρέου, Αλ. Πα­πα­ναστασίου και Αλ. Μυ­λω­νά).

Η Βου­λή δέχθηκε να κυβερνάει ο Με­τα­ξάς με διατάγματα και κλειστό το Κοι­νο­βούλιο έως τις 30 Σεπτεμ­βρίου, δηλαδή επί πέντε μήνες. Αυτό ήταν μια ντε φάκτο ανα­γνώ­ριση κοινοβουλευτικής χρεωκοπίας. Ο Με­τα­ξάς άλλο που δεν ήθε­λε. Στις εκλο­γές είχε βγάλει μόνο επτά βουλευτές, όμως, θα κυ­βερ­νούσε άνετα με την έγκριση της μεγάλης πλειο­ψηφίας της Βουλής. Στις 17 Μαΐου 1936 απεβίωσε αιφνιδίως από καρδιακή ανακοπή ο Π. Τσαλ­­δά­ρης. 1 (Σημείωση 1 Το 1936 ήταν έτος θανάτων πολ­λών πολι­τι­κών αρχηγών. Τον Φεβρουάριο πέθανε ο Γ. Κονδύλης, τον Μάρτιο ο Ελ. Βε­νι­ζέλος, τον Σεπτέμβριο ο Αλ. Ζαΐ­μης, τον Νοέμβριο ο Αλ. Παπα­να­στασίου. Ο πολιτικός κόσμος αυτόν τον χρό­­νο έμεινε πολύ φτω­χότερος.)

Αιματηρά γεγονότα Θεσσαλονίκης

Στις 8 και 9 Μαΐου 1936 συνέβησαν αιματηρά γεγονότα στη Θεσ­σα­λονί­κη με αφορμή μια απεργία καπνεργατών που ζητούσαν αύξη­ση των μι­σθών τους. Προηγήθηκε κα­τά­λη­ψη ενός εργοστασίου και μεγάλη συγκέ­ντρωση εργατών. Σκοτώθηκαν 12 άτομα και τραυ­μα­τίστηκαν πολ­λά άλλα. Ακολούθησαν απεργίες και άλλων κλά­δων ερ­γατών, κα­θώς και επεισόδια στην κηδεία των θυμάτων με επιπλέον πυ­­ροβολισμούς και θύματα. Μια μονάδα στρατού μετακινήθηκε από τη Λάρισα στη Θεσσαλονίκη και έτσι επήλθε κάπως η τάξη.

Το διεθνές περιβάλλον το 1936

Στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης­ το 1936 υπήρχαν δικτατορικά καθεστώτα. Στη Γερμανία είχε επικρατήσει από το 1933 ο φιλοπόλεμος Χίτλερ (εθνι­κο­σοσιαλιστής, εθνικιστής και ρατσιστής) και στην Ιταλία κυβερνούσε από το 1922 ο υπερφίαλος φασίστας Μουσολίνι. Η Γερ­μανία κατά τις απόψεις του Χίτ­λερ έπασχε:

α. Από έλ­λειψη ζωτικού χώρου.

β. Από την εξουθενωτική συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) της λήξης του πολέμου, με την οποία όντως η Γερμανία απώλεσε έδαφος και όλες τις αποικίες της και υποχρεώθηκε σε περιορισμό της δύναμης του στρατού της.

γ. Εξαιτίας των Εβραίων, οι οποίοι είχαν το χρή­μα και την οικονομία στα χέρια τους.

Η δικτατορία Μεταξά

Η Γενική Συνο­μο­σπον­δία Ερ­γατών Ελλάδος και η Κομμουνιστική Συνομοσπονδία προκήρυξαν για τις 5 Αυγούστου 1936 πανελλαδική απεργία (πρώτη φορά «πανελλαδική» στα μέχρι τότε ελ­ληνικά χρονικά), ενώ είχαν προ­ηγηθεί τα αιμα­­­τηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης. Στις 4 Αυγούστου 1936, παραμονή της απεργίας ο Μεταξάς —με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά Γεωργίου Β΄— ανέστειλε ορι­σμέ­να άρθρα του Συντάγματος και κήρυξε δικτατορία με δικαιο­λο­γία την αντι­με­τώ­πιση του κομμουνιστικού κινδύνου και την πρό­ληψη των ταραχών που ήταν πιθανό να συμβούν κατά την απερ­γία. Ακολούθησαν συλ­λή­­ψεις, εκτοπίσεις πολιτικών και κομ­μου­νιστών, αναστολή λειτουργίας κομ­μάτων, καθώς και λο­γο­κρισία Τύ­που και ραδιοφώνου. Ο βασιλιάς Γεώρ­γιος ανέφερε τότε στον Βρετανό πρεσβευτή Ουοτερλόου ότι η εκτροπή από τις δημο­κρατικές δια­δι­κα­σίες θα ήταν προσωρινή!

Ο Μεταξάς ανέλαβε να διευθύνει πολλά υπουργεία και ήταν πο­λύ συγκεντρωτικός και καχύποπτος προς όλους. Ο βασιλιάς Γεώρ­γιος δεν συμφωνούσε σε όλα με τον Μεταξά, θεωρούσε την κυβέρνησή του παροδική, και για αυτόν τον λόγο ο δικτάτορας ένιωθε ανα­σφά­λεια. Ο Μεταξάς κατάργησε τους προσκόπους και ίδρυσε τον Νοέμβριο του 1936 την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ). Ο διάδοχος Παύλος ενοχλήθηκε, αλλά­ τελικά δέχθη­κε και έγινε γενικός αρχηγός της ΕΟΝ τον Δεκέμβριο του 1938, οπό­τε ο προσκοπισμός ενσωματώθηκε πλήρως στην ΕΟΝ. Τον Μάρτιο του 1940 ανήκαν στη νεολαία 675.000 νέοι και 328.098 νέες.

Οι πολιτικοί μετά από τον αρχικό αιφνιδιασμό συνασπίστηκαν και άρ­­χισαν να ενεργούν εγγράφως κατά του καθεστώτος της 4ης Αυ­­γού­στου. Ό­λους τους διαμαρτυ­ρο­μέ­νους ο υπουργός Ασφαλείας Κ. Μα­νια­δά­­κης τους έστειλε εξορία σε μικρά νησιά. Ο Μεταξάς ήταν παρά τις φοβίες του ακλό­νη­τος και πο­λυ­πράγμων. Ασχολήθηκε με την εξωτερική πολιτική, την παι­­δεία, τα εκκλησιαστικά, την οργάνωση του στρατού και τα οικο­νο­μι­κά. Κύ­ριο στήριγμά του ήταν η ιδρυθείσα από τον ίδιο ΕΟΝ, με την οποία προ­σπα­θούσε να αυξήσει το εθνικό φρόνημα, αλλά και την προ­σωπική του προ­­βολή και δημοτικότητα που ήταν χαμηλή. Η αλήθεια είναι ότι ο λαός δεν αντιδρούσε στη δικτα­τορία. Είχε κουραστεί από τα πολλά κι­νήματα και τις προσωπικές επι­διώξεις των πολιτικών και ενδια­φε­ρόταν κυρίως για τη βελτίωση της κα­τά­στασής του. Ο Μεταξάς θεωρούσε την κυβέρνησή του δρόμο προς τον απο­­κα­λού­μενο «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό» (Ο πρώτος πολιτισμός υπήρξε στην αρχαιότητα και ο δεύτερος στο Βυζάντιο).

Από λόγο του Μεταξά: «Θέλομεν να κάμωμεν πολιτισμόν Ελλη­νι­κόν. Δεν θέ­λομεν τους ξένους πολιτισμούς. Θέλομεν ιδικόν μας πο­λι­τισμόν, τον οποίον να τον ωθήσωμεν και να τον κάμωμεν ανώ­τερον από όλους τους πο­λιτισμούς[…]».

Όμως, όπως σε όλα τα δικτατορικά καθεστώτα καλλιεργήθηκε η προ­σωπολατρία για τον Μεταξά (αναφερόταν ως πρώτος αγρό­της, πρώ­τος εργάτης και άλλες προπαγανδιστικές υπερβολές). Το κρατικό ραδιόφωνο υμνούσε συνεχώς το καθεστώς και τυπώθηκαν χιλιάδες φυλ­λάδια και διάφορα­ προπαγανδιστικά βι­βλία

Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν μια προσωπική βασιλικής εγκρί­­σεως δικτατορία, αλλά δεν ήταν στρατιωτικό ή φασιστικό ή ναζιστικό καθε­στώς. Ο Με­ταξάς δεν είχε πίσω του κάποιο φασιστι­κό κόμμα να τον στηρίζει, ούτε είχε ρατσιστική τάση με την έννοια της αντιεβραϊ­κής πολιτικής. Αντι­θέ­τως μάλιστα διέλυσε την ρατσιστική αντισημιτική οργάνωση ΕΕΕ. Επίσης το κα­θεστώς του Μεταξά δεν είχε εθνι­κι­στι­κές επε­κτατικές τάσεις, όπως ο Μου­σολίνι και ο Χίτλερ. Υπήρ­χαν μόνο μερικά εξω­τερικά κοινά ση­μεία με το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, οι πα­ρε­λάσεις, οι στο­λές της ΕΟΝ, ο χαιρετισμός με ανύψωση όλου του χε­ριού. Σαφώς όμως το καθεστώς της 4ης Αυγού­στου ήταν μια σκληρή δικτατορία αστυνομικού κράτους που είχε πε­ρι­­στείλει τις πολιτικές ελευθερίες των πολιτών.

Το κα­θεστώς που επέβαλε ο Μεταξάς ήταν ελληνοκεντρικό και με την ΕΟΝ απέβλεπε στη σκληραγώγηση του σώματος των νεαρών Ελ­λή­νων με σπαρτιατική αγω­­γή και στην τόνωση του εθνικού φρονήματος που ήταν απαραίτητο εν όψει του επερχόμενου πολέμου. Την εποχή αυτή (1936) η Ελλάδα κινδύ­νευε από τις επεκτατικές τά­σεις της Ιταλίας που ήδη κατείχε τα Δωδεκάνησα και είχε καταλάβει την Αιθιοπία.

Πεπραγμένα δικτατορίας Μεταξά

Ο Μεταξάς υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριος κυβερνήτης. Πήρε σειρά από φιλολαϊκά μέτρα όπως: καθιέρωσε οκτάωρη εργασία για προστασία των εργα­ζο­μένων και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ξεκίνησε τη λειτουργία του ΙΚΑ (Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφα­­λί­σεων),1 πίεσε τους βιομηχάνους να μη κάνουν απολύσεις, καθιέρωσε ένα ελάχιστο ημερομίσθιο, ίδρυσε την Εργατική Εστία, ρύθμισε με διακανονισμό τα αγροτικά χρέη, δημιούργησε τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, διαμοίρασε δημόσιες γαίες σε ακτήμονες αγρότες, τόνωσε την παραγωγή καπνού (κύριο εξαγωγικό προϊόν), του ελαιολάδου και του οίνου. Επιδίωξε την αυτάρκεια της χώρας σε τρόφιμα. Ρύθμισε την πληρωμή τόκων σε ομολογιούχους μέχρι το 40% αλλά αρνήθηκε περισσότερο. Καθιέρωσε τη νεοελληνική δημοτική με τη γραμματική Μανόλη Τριανταφυλλίδη και επέτυχε σημαντική μείωση των αναλφα­βήτων­.2 Απαγόρευσε τη χρήση του σλαβικού ιδιώματος και της βλάχικης γλώσσας σε δη­­μό­­σ­ιους χώρους. Κυνήγησε πολύ τους σε παρανομία κομμουνιστές με μο­χ­λό τον υφυ­­πουργό Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκη (πρώην στρατιωτικό και φίλο του Μεταξά) εφαρ­­μόζοντας τον «ιδιώνυμο» νόμο του Ε. Βενιζέλου.

Λειτούργησε τον πρώτο ραδιοφωνικό σταθμό από το Ζάππειο, αλλά επέβαλε λογοκρισία Τύπου και ραδιοφώνου. Έκανε ανοίγματα στην εξωτερική πολιτική με Σερβία και Τουρ­­κία. Αναμίχθηκε στα εκκλησιαστικά πράγματα και βοήθησε στην εκλογή ως αρχιεπισκόπου Αθηνών του Χρύσανθου Φιλιππίδη (είχε προηγουμένως σπουδαία δράση ως Μητροπολίτης Τραπεζούντος).

Δεν προχώρησε στη λύση του αποτακτικού ζητήματος που είχε δημιουργηθεί μετά τα στρατιωτικά κινήματα Πλαστήρα το 1933 και Βενιζέλου το 1935 (ήταν δύσκολο θέμα γιατί θα αντιδρούσαν οι βασιλόφρονες αξιωματικοί) και δεν απέφυγε τα λάθη στην αντιμετώπιση πολι­τι­­κών του αντιπάλων, π.χ., ο θάνατος στην εξορία του Α. Μι­χα­λακόπουλου από πνευμονία καθώς άργησε να μεταφερθεί για νο­ση­λεία στην Αθήνα.

Προετοιμασία του πολέμου

Η κυβέρνηση Μεταξά προετοίμασε τη χώρα για επικείμενο πόλεμο. Επειδή η Βουλγαρία είχε ηττηθεί από την Ελλάδα το 1913 και η απόσταση των συνόρων από τη θάλασσα ήταν μικρή, ο Μεταξάς φοβούμενος μελλοντική επίθεση των Βουλγάρων προχώρησε στην κατασκευή σειράς ισχυρών υπόγειων οχυρών στα σύνορα με Βουλγαρία που ονο­­μά­στη­καν «γραμμή Μεταξά». Το έργο των οχυρών ήταν το μεγαλύτερο τεχνικό έργο που είχε εκτελεστεί από το ελληνικό κράτος μέχρι τότε και όντως εξασφάλιζε την Ελλάδα από Βουλγαρική επίθεση. 3 Η χώρα από το 1923 μετά τη συνθήκη της Λοζάνης και μέχρι το 1935 έκανε πολύ λίγες παραγγελίες οπλικών συστημάτων και πιθανώς δικαιολογημένα, γιατί είχε άλλες προτεραιότητες (Στέγαση και περίθαλψη προσφύγων του 1922, καταπολέμηση ελονοσίας και φυματίωσης, πληρωμή πολεμικών χρεών, παγκόσμια οικονομική κρίση το 1929 και πτώχευση της το 1932), αλλά και γιατί οι κυβερνήσαντες τη χώρα δεν πίστευαν ότι θα συμβεί πόλεμος. Συχνά αναφέρεται από αριστερούς συγγραφείς ότι η κυβέρνηση Μεταξά δεν έκανε προμήθειες οπλικών συστημάτων ως όφειλε, αλλά απάντηση σε αυτές τις επικρίσεις έδωσε ο αρχιστράτηγος του πολέμου του 1940 Αλ. Παπάγος με το βιβλίο Ο ελληνικός στρατός και η προς πόλεμον προπαρασκευή του, εκδ. Πυρσός ΑΕ, Αθήνα 1945, (423 σελίδες), στο οποίο έχει καταγράψει τις προμήθειες όπλων πάσης φύσεως από το 1936 έως το 1940 και αναφέρει όλα τα ποσά που δόθηκαν για όλες αυτές τις προμήθειες αναλυτικά. Ο Παπάγος, ο οποίος ανέλαβε την αρχηγία του ΓΕΣ τον Αύγουστο του 1936 αναφέρει ότι μέχρι το 1935 η χώρα ήταν πλήρως ευάλωτη και σε περίπτωση επίθεσης από τη Βουλγαρία […] «η κατάληψη της Μακεδονίας και της Θράκης υπό των Βουλγάρων ήτο ζήτημα στρατιωτικού μόνον περιπάτου μερικών Μεραρχιών των»! Ενδιαφέρον είναι ότι στο σχέδιο επιστρατεύσεως του 1930 υπολογιζόταν στρατός 600.000 ανδρών, αλλά μόνο 95.000 ζεύγη αρβυλών, 60.000 κράνη και 105.000 χλαίνες. Ας μην αναφερθούν οι τότε ελλείψεις σε όπλα, τεθωρακισμένα, μηχανοκίνητα, την αεροπορία και το ναυτικό.

Κατά την περίοδο 1935-1940 πα­ραγ­γέλ­θηκαν σημα­ντι­κές πο­σό­τητες όπλων, από την κυβέρνηση Μεταξά, τα οποία όμως παρα­δό­θηκαν μόνο εν μέρει ή κάποια­ δεν πρό­λαβαν να παραδοθούν ποτέ, λόγω των αναγκών των εμπόλεμων κρατών, δεδομένου ότι υπήρχαν παραγγελίες στη Βρετανία και τη Γερμανία. Μ­ε την κατασκευή των οχυρών κατέστη ­δυνατό να χρησιμοποιηθεί πολύς στρατός στην Αλβανία, χω­­ρίς να κινδυνεύει η χώρα από την επίθεση της Βουλ­γαρίας. Σημαντικό στοιχείο για την αντιμετώπιση επίθεσης από τα σύ­νο­ρα με την Αλβανία ήταν και η ταχύτητα με την οποία θα ολο­κλη­ρω­νόταν η γενική επι­στρά­τευση. Στον τομέα αυτόν έγινε πολύ καλή δουλειά από τον αρχιστράτηγο Παπάγο και εφαρμόστηκε εγκαίρως με απόλυτη επιτυχία η επιστράτευση με το σύστημα των ατομικών προσκλήσεων.

Στις 26 Ιανουαρίου 1940 υπογράφηκε συμ­φω­νία Ελ­λάδος-Μ. Βρετανίας με την οποία καθιερώνονταν οι εξα­­γω­­γές στη Βρε­­τα­νία χρωμίου, κολοφωνίου, και καπνών αξίας 500.000 λιρών ετη­σίως. Έτσι, η Ελλάδα θα περιόριζε κάπως τις εξαγωγές προς τη Γερ­μα­νία. Επί­σης η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να συστήσει στους εφο­πλι­­­στές να ναυλώσουν για κάποιο διάστημα 60 πλοία τους στο βρε­τα­νι­κό υπουρ­γείο Ναυτιλίας. Τον Απρίλιο του 1940 ο Με­ταξάς δήλωσε στον Βρε­τανό πρέσβη ότι σε σχέση με επικείμενη επί­θεση της Ιταλίας «[…]έχω από­φασιν να αντι­στα­θώ μέχρι εσχά­των[…]προτιμώ την τελείαν κατα­στροφήν διά τον τό­πον μου παρά την ατίμωσιν.

Ενδιαφέρουσα είναι η παρακάτω δήλωση του Μεταξά προς τον ναύαρχο Α. Σακελλαρίου που έγινε πριν από τον πόλεμο: «[…] Η θέσις μας είναι πα­ρά το πλευρόν της Αγγλίας και επάνω σε αυ­τήν τη βάση θα συνε­χί­σωμεν τα σχέδια του Επιτελείου μας[…] Με τους Γερμανούς κανείς λαός δεν μπορεί να ζήσει. Είτε ως σύμμα­χοι είτε ως εχθροί αν πέσωμεν στα χέρια τους, θα μας γδάρουν, θα μας κλωτσήσουν και ούτε αναπνοήν δεν θα μας αφήσουν να πά­ρω­με»!4

1 Το ΙΚΑ είχε ψηφιστεί από τον Ε. Βενιζέλο, αλλά δεν είχε μέ­χρι τότε εφαρμοστεί.

2 Το ποσοστό αναλφαβητισμού στην Ελλάδα ήταν 41% το 1928 και έγινε 27 % το 1940.

3 Είναι γεγονός ότι στα οχυρά της γραμμής Μεταξά δαπανήθηκαν πολλά χρή­ματα, αλ­λά μετά την κα­τα­σκευή των οχυρών ο στρατός της Βουλγαρίας μόνος του ήταν πλέον αδύνατο να πε­ράσει.

4 Ο Μεταξάς, που έκανε στρατιωτικές σπουδές στη Γερ­μανία, ­στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήθελε να μείνει η Ελλάδα ουδέτερη. Γι’ αυτό­ θεω­ρού­νταν γερμανόφιλος. Όμως στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο κατ’ επανάληψη δήλωσε στους Βρετανούς ότι η Ελλάδα θα πολεμήσει στο πλευρό της Αγγλίας ακόμη και εναντίον των Γερμανών.

Η έναρξη του παγκοσμίου πολέμου

Στις 7 Απριλίου 1939 οι ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν την Αλ­βα­νία, χωρίς να προβληθεί καμιά αντίσταση και καθαίρεσαν τον από το 1928 αυτοανακηρυχθέντα βασιλιά Αχμέτ Ζώγου, ο οποίος μαζί με την έγκυο σύζυγό του κατέφυγαν αρχι­κά στην Ελλάδα. Οι Αλ­βα­νοί δέχθηκαν τους εισβολείς σαν ελευ­θε­ρω­τές και οι Ιταλοί άρ­χι­σαν να τους οργανώνουν σε στρα­τιωτικές μονάδες.

Στις 23 Αυγούστου του 1939 υπογράφηκε το σύμφωνο μη επι­θέ­σεως Γερ­μανίας-ΕΣΣΔ (Σοβιετικής Ενώσεως) με υπογραφές των υπουργών ­Μολότοφ και Ρίμπεντροφ­. Μυστικά τμή­ματα της συμφωνίας αυτής προέβλεπαν τον διαμε­λισμό της Πολωνίας και τη δημιουργία σφαιρών επιρροής των συμβαλλόμενων μερών στις χώ­­ρες της Ευρώπης. Με το σύμ­φω­νο αυτό μπορούσε ο μεν Χίτλερ να αφοσιωθεί σε άλλα μέ­τω­πα του πολέμου, αλλά και η Σοβιετική Ένωση έβρισκε χρόνο να ετοι­μαστεί για τα δυσκο­λό­τερα. Η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, με την οποία είχε εδαφικές διαφορές από τη λήξη του προηγούμενου πολέμου, λόγω του διαδρόμου του Ντάντσιχ­ που της είχε δοθεί. Συ­νέχισε το 1940 με εισβολές και καταλήψεις στην Δανία, Ολ­λαν­δία, στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Σύμ­μαχος του Χίτλερ στην Ευρώπη ήταν πλέον η Ιταλία του Μουσολίνι. Η Ρωσία κατέλαβε μέρος της Ανατολικής Πολωνίας και δολοφόνησε χιλιάδες αιχμαλώτους στο δάσος του Κατίν. Ο Β΄ Παγκό­σμιος Πόλεμος ήταν γεγονός. Τα ευρωπαϊκά κράτη καταλαμβάνονταν από τον γερμανικό στρατό με τα ταχύτατα τανκς Panzer σε λίγες μέρες έκαστο. Για τη Δανία χρειάστηκαν μόλις 6 ώρες.

Η ασφάλεια του καθεστώτος

Εκ των απορρήτων συνεργάτης του Μεταξά ήταν ο υφυπουργός Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκης­ που είχε άριστο δίκτυο πληροφοριών και δημι­ούρ­γησε πλα­στό δεύτερο ΚΚΕ αλλά και πλαστό Ριζο­σπά­στη. Με τις μεθό­δους αυτές το ΚΚΕ κυριολεκτικά εξαρθρώθηκε και τα ηγετικά στε­λέχη του συνελήφθησαν εκτός από λίγους. Ο Μανιαδάκης βρήκε στοιχεία για συ­­­­νωμοσία εναντίον του καθεστώτος στην Κρήτη, στην οποία συμμετείχε ο τραπεζίτης Τσουδερός, ο οποίος απολύθηκε ως διευθυντής της Τραπέζης της Ελλάδος και η εξέγερση αντιμετωπίστηκε εύκολα. Άνδρες του Μανιαδάκη συνέλαβαν ομάδα τροτσκιστών φοι­τητών με­ταξύ των οποίων ήταν και ο γιος του Γεωργίου Παπανδρέου, Ανδρέας. Ανα­κρινόμενος στην ασφάλεια ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε όλες τις σχε­­τικές πληροφορίες για τους συντρόφους του, οι οποίοι και συνε­λή­φθησαν. Με­ταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο μετέπειτα φιλόσοφος ­Κορνήλιος ­Κα­στοριάδης,­ ο οποίος δεν μίλησε έκτοτε με τον παλαιό φίλο του. Ο Μανιαδάκης πληροφορήθηκε μια συνωμοσία γερμανόφιλων Ελ­λή­νων, η οποία και πατάχθηκε λίγες ημέρες πριν να εκδηλωθεί, μετά την κήρυξη του ελληνο­ϊτα­λι­κού πολέμου.

Η εξωτερική πολιτική της 4ης Αυγούστου

Ο Μεταξάς άσκησε με αρκετή επιτυχία την εξωτερική πολιτική της χώρας. Έκανε σαφές στους Βρετανούς ότι συντάσσεται μαζί τους (σε αυτό συμφωνούσε και ο βρετανοτραφής­ βασιλιάς Γεώρ­γιος) και προ­σπά­θησε να αποδεσμευτεί από τη γερμανική οικο­νομική εξάρτηση, αλλά αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Η Γερμανία αγό­ραζε καπνά από την Ελ­λάδα, η οποία έπαιρνε σε αντάλλαγμα γερμανικά όπλα. Η Βρετανία απορροφούσε­ τα καπνά της Ινδίας, η οποία ανήκε στη «βρε­τα­νική κοι­νο­πολιτεία» και δεν μπο­ρούσε να πάρει ταυτόχρονα και τα ελ­ληνικά.

Η ελληνική κυβέρνηση με διπλωματικές επαφές επέτυχε να κάνει ο Τσάμπερλεν­ δηλώσεις στη Βουλή των κοινοτήτων (Απρίλιος 1939) ότι «αν η Ελλάδα ή η Ρουμανία δεχθούν επίθεση η Βρε­τανία θα παράσχει κάθε βοήθεια που θα είναι δυ­νατόν να δώσει».

Εκτός από την καλλιέργεια καλών σχέσεων με τη Βρετανία ο Με­­τα­ξάς επιχείρησε να συνάψει και επίσημη συμμαχία, όμως οι Βρε­τανοί δεν αποδέχθηκαν την πρόταση, διό­τι μπορούσε να εμπλέ­ξει σε πόλεμο τη Βρετανία και διότι ο Τύπος τους δεν έβλε­παν με συμπάθεια μια στενή σύνδεση με χώρα δικτατορική. Ως εναλλακτική λύση ο Με­τα­ξάς πρότεινε την οικονομική ενίσχυση της Ελ­λάδας, ώστε να βελ­τιώσει την αεροπορία της και το ναυτικό της. Οι Βρετανοί όμως ούτε και έτσι είχαν τη δυνατότητα να βοηθήσουν, γιατί πρωτίστως έπρε­πε να οργανώσουν τον δικό τους στρατό και την οικονομία τους. Ο Μεταξάς υπέγραψε με την Τουρ­κία πρόσθετο σύμ­φωνο φιλίας και πή­γε ο ίδιος στην κηδεία του Κε­μάλ Ατα­τούρκ. Αναβάθμισε τις σχέσεις με τη Ρουμανία και τη Γι­ου­γκο­σλα­βία. Αύξησε κάπως τις εμπορικές συ­ναλ­λαγές με τη Βουλ­γα­ρία και απέ­φυγε όσο ήταν δυνατό να ενοχλεί την Ιταλία, η οποία επεδίωκε την ιτα­λοποίηση των Δωδεκανησίων και είχε δεί­ξει τις κακές προθέσεις της απέ­να­ντι στην Ελλάδα πολλές φορές, αλ­λά και με την κατάληψη της Αλβανίας το 1939.

Ο τορπιλισμός της «Έλλης»

Στις 15 Αυγούστου του 1940, στην Τήνο που εόρταζε τη γιορτή της Με­γα­λόχαρης, και ενώ στην προκυμαία υπήρχε ήδη πολύς κό­σμος, ένα ιταλικό υποβρύχιο εξαπέλυσε τρεις τορ­πίλες κατά του αντιτορπιλικού «Έλλη». Η μία τορπίλη έπληξε το πλοίο στο μηχα­νο­στά­σιο και υπήρξαν 9 νεκροί και 24 τραυματίες. Οι άλλες δύο τορπίλες εξερ­ράγησαν στην προκυμαία χωρίς ευτυ­χώς να προκαλέσουν θανάτους, εκτός από έναν λόγω ανακοπής καρ­διάς. Το πλοίο αναπόφευκτα βυ­θί­στηκε. Όπως έγινε αργότερα γνωστό, τη διαταγή να γίνει ο τορ­πι­λισμός την έδωσε ο διοικητής Δωδεκανήσων Ντε ­Βέκι ένας φανατικός φασίστας μέχρι τρέλας. 1

Το φασιστικό κα­­θεστώς του Μουσολίνι είχε συχνά διακηρύξει την πρόθεσή του να δημιουργήσει μια νέα «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», θεωρώντας τη Με­­σόγειο «Mare Nostrum» (θάλασσά μας). Με την υλοποίηση αυ­τού του σχεδίου η Ελ­λά­δα θα ήταν επαρχία που θα ανήκε στην ιτα­λι­κή αυτοκρατορία. Πέραν αυτού του γενικού «σχεδίου-οράματος», ο Μου­σολίνι είχε «προη­γού­μενα» με την Ελλάδα από το 1923, όταν βομ­βάρδισε και κατέλαβε προσω­ρινά την Κέρ­­κυ­ρα, αλλά υποχρεώθηκε να αποχωρήσει.

Η ΩΡΑ ΤΟΥ «ΟΧΙ» ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης» δόθηκαν οδηγίες στον Τύπο να αρχίσει αρθρο­γρα­φία τόνωσης του ηθικού των Ελλήνων. Τον Αύγουστο 1940 η ελληνική κυβέρνηση άρχισε την επιστράτευση εφέδρων με ατομικές προσκλή­σεις και με­τα­κίνησε ένα Σώμα στρατού προς τα ελληνο­αλβα­νι­κά σύνορα. Στις 23 Αυγούστου ξεκίνησε η επιστράτευση της 8ης και 9ης Μεραρχίας. Ο Με­ταξάς δεν δεχόταν τη μικρή βοήθεια που πρό­τειναν να στείλουν οι Βρε­τανοί, για να μη δώσει αφορμή για επί­θεση της Ιταλίας. Η ελλη­νική αντικατασκοπεία πληροφορήθηκε ότι η επίθεση της Ιταλίας θα γινόταν με­ταξύ 26-28 Οκτωβρίου. Ο Μεταξάς απομάκρυνε από την κυβέρνηση υπουργούς, οι οποίοι του φά­νη­καν ητ­τοπαθείς ή γερ­­­μανόφιλοι. Είχε πά­­­ρει την απόφασή του και είχε τη συμφωνία του βα­σιλιά Γεωρ­γίου του Β΄ για τη συμπαράταξη με την Αγγλία που είχε κυριαρχία στη θάλασσα. Η Ελλάδα, κατά τον Μεταξά που τώρα ακολουθούσε την πολιτική του Βενιζέλου, ως ναυτική χώρα με εκτεταμένα παράλια και πολλά νησιά, έπρεπε να είναι μαζί με την θαλασσοκράτειρα Βρετανία.

Το ιταλικό τελεσίγραφο

Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο πρεσβευτής Γκράτσι ζήτησε να δει επει­γό­ντως τον Έλληνα πρωθυπουργό στις τρεις η ώρα μετά τα με­σά­νυχτα στο σπίτι που κατοικούσε στην Κη­φι­σιά, όπου τού επέδωσε το ιταλικό τελεσίγραφο. Με αυτό η Ιτα­λία ζητούσε να καταλάβει λιμάνια και αεροδρόμια για πολεμικούς σκο­πούς.

Από το τελεσίγραφο: «[…]Εάν τα ιτα­λικά στρα­τεύ­ματα ήθελον συνα­ντή­ση αντίστασιν, η αντίστασις αυτή θα καμφθή διά των όπλων και η Ελ­ληνική Κυβέρνησις θα φέρει τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προ­κύ­ψει εκ τούτου».

Ο Μεταξάς διάβασε και απέρριψε αμέσως το τελεσίγραφο με τα λόγια «Alors c’ est la guerre» (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο!). Ήταν το ΟΧΙ της Ελ­λάδος στον υπερόπτη Μουσολίνι. Αμέσως μετά άρχισε η κινητοποίηση της χώρας. Η απόφαση αυτή του Μεταξά ήταν εκ των προτέρων ειλημ­μέ­νη. Την επίθεση της Ιταλίας την περίμενε και είχε δηλώσει σε σύσκε­ψη στρα­τηγών δυο χρόνια νωρίτερα ότι η Ελλάδα θα συμπα­ρα­ταχ­θεί με τη Μ. Βρετανία. Επίσης μια μέρα μετά τον τορπιλισμό της «Έλ­λης» από ιτα­λικό υποβρύχιο που έγινε στις 15 Αυγούστου στην Τήνο είπε στο Υπουργικό Συμβούλιο:

«Ενώπιον αυτής της καταστάσεως, η πολιτική της Ελλάδος είναι καθαρά. Εκατό τοις εκατό, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς παζαρέματα, είμεθα παρά το πλευρόν της Αγγλίας. […] Η πο­λι­τική των υπο­χω­ρήσεων δεν φέρει πουθενά. Έχομεν­ το παράδειγμα της Ρου­μανίας και του ­Πεταίν. Έστω και αν νικήση ο Άξων­, που το θεωρώ για πολ­λούς λόγους αδύνατον, οι Γερμανοί θα μας σεβασθούν πολύ ­πε­ρισ­σό­τερον και ως τιμίους εχθρούς και ως Έθνος που απέδειξεν­ πως έχει δι­καιώ­ματα να ζη ελεύθερον­, παρά ως συμμάχους της τελευταίας στιγ­μής με προ­βα­δί­ζοντας τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους, με τας γνωστάς εδαφικάς­ αξιώσεις εναντίον μας […] Εάν νικήση η Μεγάλη Βρε­τανία, όπως πιστεύω, το μέλλον μας εις την Ανατολικήν ­Μεσόγειον είναι βεβαίως περίλαμπρον­. Και τα πλέον τολμηρά μας όνειρα ασφαλώς θα πραγματοποιηθούν. Είναι μια κα­μπή της ιστορίας μας, η οποία παρουσιάζεται ίσως κάθε πεντακόσια έτη […] Θα θέσωμεν την δόξαν πρώτην και ύστερα τη νίκην […]».

Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι Έλ­ληνες ξύπνησαν με τα στρατιωτικά εμβατήρια που με­τέ­διδε το ραδιό­φω­νο. Ο κόσμος ξεχύθηκε με ενθουσιασμό στους δρό­μους και άρχισε η φανερή πλέον επιστράτευση. Η Ιταλία επιτέθηκε μέσω Αλβανίας στην Ελλάδα, μισή ώρα πριν να λήξει το τελεσίγραφο! Το υψηλό ηθικό των Ελλήνων φάνηκε από την πρω­τοφανή προθυμία με την οποία προσέτρεξαν οι νέοι άν­θρωποι στην επι­στράτευση. Ο τορπιλισμός της «Έλλης» είχε προετοιμάσει την κοινή γνώ­μη και είχε πει­σμώσει τον ελληνικό λαό.

1Ο Ντε Βέκι ανήκε στην τετρανδρία του φασιστικού κόμματος. Ο Μουσολίνι τον έστει­­­λε να διοικεί τη Ρόδο για να μη τον έχει πάνω στο κεφάλι του. Η προσπάθειά του να ιταλοποιήσει­ τους Ροδίους ήταν εξωφρενική. Κυνήγησε τα ελ­λη­νικά σχολεία και εκκλησίες με φανατισμό μέχρι παραφροσύνης.

Η άμυνα του Κατσιμήτρου στο Καλπάκι

Ο διοικητής της 8ης Μεραρχίας, υποστράτηγος Κατσιμήτρος, απο­φά­σισε εγκαίρως να αμυνθεί ανυποχώρητα βορείως των Ιωαννίνων κατά μή­κος του ποταμού Καλαμά και εγκατέστησε το επιτελείο του στο Καλ­πάκι. Με πείσμα και συστηματικότητα επί μήνες οργάνωνε άριστα την το­πική άμυ­­να με κρυμμένα πολυβολεία, ορειβατικά πυροβόλα και αντι­αρματικά έργα.

Αρχικά οι ελληνικές δυνάμεις προκαλύψεως στα σύνορα βάσει σχε­δίου συμπτύχθηκαν και οι Ιταλοί κατέλαβαν εύκολα την Κό­νι­τσα που βρί­σκεται πολύ κοντά στα σύνορα. Η ελληνική άμυνα στη γραμμή Γράμ­μος-Σταυρός-Σμόλικας σχεδόν κατέρρευσε χωρίς να προ­βληθεί μεγάλη αντίσταση ενώπιον της ιταλικής υπεροχής. Σύμ­φωνα με τα επιτελικά σχέ­δια, όταν θα ολοκληρωνόταν η επι­στράτευση θα άρχιζε η ελληνική αντε­πίθεση. Η συνεχιζόμενη βρο­χή και η αύξηση του νερού στον ποταμό Καλαμά συνέβαλαν, ώστε να ­αχρηστευτεί στις 5 Νοεμβρίου μέσα στην κοί­τη του ποταμού με­γάλη μηχανοκίνητη μονάδα Ιταλών —άρματα και μοτοσικλέτες— βαλλόμενη συνεχώς από όλμους και το πυροβολικό. Ο ­Κα­τσι­μήτρος­ είχε σε εμφανή θέση επίτηδες μερικά πολυβολεία χωρίς κά­λυψη παραλλαγής και χωρίς στρατιώτες, στα οποία τα αερο­πλά­να και το πυροβολικό των Ιταλών έριχναν πυρά χωρίς βλα­πτι­κό απο­τέ­λεσμα. Όταν εμφανίζονταν ιταλικά αναγνωριστικά αερο­πλά­να, το ελλη­νι­κό πυροβολικό σιγούσε για να μην εντοπιστεί και λίγο αργότερα έστελ­νε πά­λι τις οβίδες του εύστοχα στους Ιταλούς. Οι διαταγές του Πα­πάγου ήταν να επιδιωχθεί επιβράδυνση της πορείας του εχθρού αλλά όχι μάχη στα σύνορα. Ο Κατσιμήτρος­, όμως, πίστευε στις δυνατότητες των αν­δρών του και στην εκμετάλ­λευση των τοπικών συνθηκών ­γι’ αυτό και ­απάντησε σε μήνυμα του Γενικού Επιτελείου Στρατού: «Μπορώ να βεβαιώσω υπευθύνως τον κύριο Αρχηγό του Γε­νικού Επιτελείου, και το τονίζω ιδιαιτέρως, ότι οι Ιταλοί δεν θα πε­ρά­σουν το Καλπάκι».

Η άμυνα του Δαβάκη στην Πίνδο

Κατά το διήμερο 28-29 Οκτωβρίου, οι λίγες δυνάμεις του απο­σπά­σμα­τος Πίνδου δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν τις πενταπλάσιες και ισχυ­ρές δυνάμεις της Μεραρχίας «Τζούλια». Δημιουργήθηκε ρήγ­μα, κυ­ρίως στην κοι­λάδα του Αώου. Οι Ιταλοί αλπινιστές της «Τζού­λια» είχαν προ­χωρήσει δημιουργώντας έναν βαθύ θύλα­κα και το από­σπα­σμα της Πίνδου δεχόταν ισχυρή πίε­ση. Υπήρχε πρό­βλη­μα με την επι­μελητεία του ελληνικού στρα­τού και ο εφοδιασμός με τρο­φές και πυ­ρο­μαχικά ήταν λόγω του καιρού δυσχερής. Ο συνταγματάρχης Δαβάκης έκανε έκκληση στον τοπικό πλη­θυ­σμό των ορεινών χωριών να βοηθήσει τον στρατό. Οι γυ­ναίκες των χωριών της Πίνδου ανταποκρίθηκαν στο κά­­λεσμά του και με­­τέ­φεραν στις πλάτες τους τρόφιμα, υγειονομικό υλι­κό και πολε­μο­φό­δια στους στρατιώτες του Δαβάκη.

Ο Κ. Δαβάκης ανα­κλή­θηκε στην ενερ­­­γό δράση το 1940 και ανέλαβε τη διοίκηση του απο­σπά­σμα­τος Πίνδου, όπου ερ­­­γά­­σθηκε ετοιμάζοντας την ελληνική άμυνα. Το από­σπα­σμά του διέθετε μόνο τέσ­σε­­ρα ορεινά πυροβόλα. Παρ’ όλα αυτά, αντιμετώπισε εντέλει επιτυχώς τη Μεραρχία Αλ­­πι­­­νιστών «Τζούλια» που διέ­θετε 15.000 άνδρες, είκοσι πυροβόλα, και την αερο­πο­­ρική υποστήριξη. Στα σχέδια του ελληνικού επιτελείου δεν θεωρήθηκε πιθανό να δεχ­θεί ο στρατός επί­θεση στον ορεινό όγκο της Πίνδου και γι’ αυτό το συγκρότημα Δα­­­βάκη ήταν αδύναμο σε άνδρες και οπλικά μέσα. Ο Δαβάκης αργότερα πνίγηκε σε ναυάγιο ιταλικού πλοίου το 1942, με το οποίο μεταφερόταν ως όμηρος στην Ιταλία.

Τα ιταλικά τμήματα έφθα­σαν ως τη Σα­μαρίνα, το Δίστρατο και τη Βωβούσα (βρίσκεται 20 χλμ βόρεια του Με­τσόβου). Την 1η Νοεμβρίου, οι δυνάμεις του Β΄ ΣΣ επι­τέθηκαν κατά του αριστερού πλευρού του ιταλικού θύλακα στην Πίνδο, αλ­λά την ίδια μέρα τραυματίστηκε σοβαρά με σφαίρα στον πνεύμονα ο Δα­βάκης και αντικαταστάθηκε από τον ταγματάρχη Ιωάννη Κα­ραβία που μόλις είχε φτάσει εκεί. Ο υπο­στράτηγος Βραχνός της 1ης Μεραρχίας έφτασε σύντο­μα σε βοήθεια του αποσπά­σμα­­τος Πίνδου.

Όσο αυξάνονταν οι ελληνικές δυνάμεις στην Πίν­­δο άρχισε να νιώθει την πίεση η Μεραρχία «Τζούλια». Από την 3η Νο­ε­­μ­βρίου οι Ιταλοί αλπι­νιστές άρχισαν να δέχονται πυρά από όλες τις πλευρές από μονάδες που έφθαναν στην περιοχή. Στις 3 Νοεμβρίου ανα­κα­τα­λήφθηκε η Σαμαρίνα και στις 4 Νοεμβρίου η Βωβούσα. Η υπερβολική διείσ­δυ­ση των αλπινιστών ήταν τώρα μειονέκτημα. Ο ελ­ληνικός στρατός βαθμιαία περικύ­κλω­σε τη Μεραρχία «Τζούλια» και οι αλπινιστές της πολέμησαν σκληρά για να σωθούν. Στις 8 Νο­εμβρίου οι Ιταλοί υπο­χώρησαν κατά μή­κος της βόρειας όχθης του ποταμού Αώου προς την Κό­νιτσα, όπου είχε φτάσει και η Μεραρχία «Μπάρι». Στη ΒΔ Μα­κε­δονία από την 1η έως 5η Νοεμβρίου ο ελλη­νικός στρα­τός κατα­λάμ­­βανε υψώματα μέσα στο αλβανικό έδαφος.

Η χρησιμοποίηση της αεροπορίας

Την πρώτη μέρα του πολέμου η ιταλική αεροπορία βομβάρδισε την Πά­τρα, τον Πειραιά, το Τατόι, τη διώρυγα της Κορίνθου και τη ναυτική βά­ση της Πρέβεζας προκαλώντας θύματα στον άμαχο πλη­θυσμό. Την 1η Νο­εμβρίου βομβαρδίστηκαν η Θεσσαλονίκη, η Κέρ­κυρα, η Κόρινθος και η Λάρισα με συνέπεια αρκετούς νεκρούς και τραυματίες. Τα πε­ρισ­σότερα ημιυπόγεια δια­με­ρί­σμα­τα χρησίμευαν ως καταφύγια.

Η αεροπορία της Ελλάδας ήταν αριθμητικά ανεπαρκής. Ωστό­σο, μερικά ελληνικά βομβαρδιστικά προσέφεραν καλή βοήθεια βομ­βαρ­­­δί­ζοντας ιταλικούς σχηματισμούς­. Επίσης με τα εύστο­χα πυρά των ελ­­ληνικών αντιαεροπορικών πυροβόλων καταρ­ρίφ­θη­καν αρκετά ιταλικά αεροπλάνα.1 Η Ελλάδα περίμενε πολύ με­γαλύτερη ενίσχυση από τη Βρε­­­τανία, η οποία όμως, λόγω της σχε­δια­ζόμενης επίθεσης στο μέτωπο της Αφρικής έδωσε μικρή και εντε­λώς ανεπαρκή βοήθεια. Στα μέσα Νο­εμ­­βρίου διατέθηκαν στην Ελ­λά­δα τρεις μοίρες βρετανικών καταδιωκτικών και βομ­βαρ­­δι­στικών αερο­πλά­νων, ενώ μια μοίρα βομβαρδιστικών από την Αίγυ­πτο άρ­χισε να δρα εναντίον των Ιταλών. Στα μέσα Νοεμβρίου επίσης έφτα­­σαν στην Αθήνα 2.200 άνδρες αεροπορικής υποστήριξης και 310 αυτο­­κί­­νητα της αεροπορίας, καθώς και 400 αυτοκίνητα και 2.000 άν­δρες μη­χανικού, διαβιβάσεων και αντιαεροπορικής άμυνας.

Οι Ιταλοί αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι περίπατος

Στις 5 Νοεμβρίου με βολές του ελληνικού πυ­ρο­βο­λι­κού καταστράφηκε μια υπό κατασκευήν γέφυρα του Κα­λαμά. Από τις βρο­χές το πλάτος του ποταμού αυξήθηκε από τα 30 σε 70 μέτρα. Την ίδια μέρα ένα ιταλικό σήμα ανέφερε: «Είμαστε υποχρεωμένοι να αναστείλουμε τις επιχειρήσεις, αναμένοντας ενι­σχύσεις. Οι Έλληνες που είναι γνω­στοί για το πείσμα και την επιμονή τους, οργά­νω­σαν από τον καιρό της ειρήνης το τραχύ και ανώμαλο έδα­φος της Ηπεί­ρου με τέτοια με­θο­δικότητα και επιμέλεια, ώστε ο κάθε βρά­χος να απο­τελεί μια φω­λιά πολυβόλου και κάθε σπήλαιο μια θέση άμυ­νας».

Στις 7 Νοεμβρίου ο Πράσκα έστειλε τηλεγράφημα στον υπουργό Πο­λέμου: «Η επίθεσή μας εμποδίστηκε από εχθρική αντίσταση στοπ φρούδες ελπί­δες για επίτευξη στόχου μέχρις αφίξεως άλλων μεραρ­χιών».

Στο παραλιακό μέτωπο τις πρώτες ημέρες οι Ιταλοί κατά­φε­ραν να κυ­ριεύσουν την κωμόπολη Φιλιάτες και να μπουν στην Ηγου­με­νίτσα. Δεν μπόρεσαν, όμως, να προχωρήσουν πιο κάτω, κα­­θώς οι προ­ω­θού­με­νες ελληνικές δυνάμεις της επιστράτευσης τους ανέ­κο­ψαν.

Την 8η μέρα του πολέμου η πρωτοβουλία περιήλθε στον ελ­λη­νι­κό στρατό. Στις 12 Νοεμβρίου αυτομόλησε λόχος Αλβανών με τους αξιω­μα­τικούς τους. Πολλοί άλλοι Αλβανοί λιποτακτούσαν, όσο φαινόταν η αδυ­ναμία των Ιταλών να υπερισχύσουν. Στις 13-14 Νο­­εμβρίου άρχισε η ελ­λη­νική προώθηση πέραν των συνόρων.

Το Γ΄ ΣΣ επιτέθηκε στην τοποθεσία Μόροβα-Ιβάν που είχε τον έλεγ­­χο του δρόμου προς Κορυτσά. Στις 17-18 Νοεμβρίου άρχισαν να υποχωρούν οι Ιταλοί.­ ­ Στις 18 Νοεμβρίου 1940 ο υποστράτηγος Χαρ. Κατσιμήτρος σε διαταγή του ­έλεγε: «­Η μεραρχία αναλαμβάνει από σήμερον γενικήν ­αντεπίθεσιν εφ’ ­ολο­κλήρου του μετώπου». Στις 21 Νοεμβρίου καταλήφθηκε η Μόροβα.

Στην Ήπειρο οι άνδρες του Α΄ ΣΣ κατέλαβαν στις 20 Νοεμβρίου το στενό του Δελβινακίου και στις 22 μπήκαν μέσα στην Αλβανία. Στις 22 Νοεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις του παραλιακού μετώπου ελευ­θέρωσαν τις Φιλιάτες. Από αυτή την ημέρα γενικεύθηκε η υπο­χώρηση των Ιτα­λών.

Ο ελληνικός στρατός προοδευτικά απελευθέρωσε ελληνικές πό­λεις της Β. Ηπείρου όπως την Κορυτσά (22 Νοεμβρίου), Πό­γρα­δετς (30 Νο­εμ­βρίου), Πρεμετή (3 Δεκεμβρίου), το λιμάνι στους Άγιους Σαράντα (6 Δε­κεμβρίου), το Αργυρόκαστρο (8 Δεκεμβρίου), τη Χειμάρρα (22 Δεκεμ­βρίου). Σιγά-σιγά όμως η ελληνική προ­έλαση επιβραδύνθηκε. Με­τά από πολλή προσπάθεια καταλή­φθη­κε και η Κλεισούρα (10 Ια­νου­α­­ρίου 1941). Σε μάχες εκ του συ­στά­δην οι Έλληνες πολεμούσαν με εφ’ όπλου λόγχη και την πο­λε­μι­κή κραυγή «αέρα»! Σε πολλά σημεία —ιδίως σε αγώνα για κατάληψη υψωμάτων— οι μάχες ήταν εκατέρωθεν πολυ­αίμα­κτες. Οι Ιταλοί προσπάθησαν επίμονα να ανακαταλάβουν την Κλει­σού­ρα, αλλά απέ­τυ­­χαν. Το Γ΄ ΣΣ συνέλαβε σε αυτές τις επιχειρήσεις πάνω από 1.000 Ιταλούς.

Οι μεταφορές μέσω Αδριατικής

Στις 11-12 Νοεμβρίου 1940 οι Βρετανοί έκαναν επίθεση στο λιμάνι του Τάραντα με αεροπλάνα που ξεκίνησαν από το αεροπλα­νο­φόρο «Ιλού­στριους». Εξουδετερώθηκε από την επίθεση οριστικά ένα θω­ρηκτό και έπαθαν σοβαρές βλάβες άλλα δυο. Ωστόσο δεν υπήρ­­­ξε ανά­λογη συνέχεια, οπότε ο Μουσολίνι μπό­ρεσε να στείλει στην Αλ­βανία (μέχρι τον Απρίλιο του 1941) διά θα­λάσσης 56.000 άνδρες, 15.000 οχή­μα­τα, 83.000 ζώα μεταφοράς (άλογα και μουλάρια) και 705.000 τόνους υλικού. Με την αεροπορία με­ταφέρθηκαν στην Αλβανία άλλοι 70.000 άνδρες. Η Ιταλία είχε πλέον υπεροχή σε κάθε είδος που εκφράζεται στους πολέμους με αριθ­μούς, ίσως όχι, όμως, στο ηθικό. Αν εξαιρέσουμε τους φα­να­τικούς φασιστές, οι λοιποί στρατιώτες δεν καταλάβαιναν για ποιο λό­γο βρίσκο­νταν και πολεμούσαν στα βουνά της Αλβανίας.

1Σύμ­φωνα με δη­μοσίευση στην ΕΣΤΙΑ τις πρώτες 7 μέρες του πολέμου καταρ­ρίφ­θη­καν 22 ιταλικά αερο­πλάνα και 4 ελληνικά.

Το ελληνικό ναυτικό

Το ελληνικό ναυτικό υστερούσε σημαντικά απέναντι στο ιταλικό λόγω μι­κρότερου αριθμού πλοίων και υποβρυχίων, αλλά και της πα­λαιότητας των σκαφών. Ωστόσο, συνέβαλε σημαντικά στην προ­ώθηση μονάδων στο μέτωπο (περίπου 80.000 άνδρες) και είχε ση­μαντικές επιτυχίες ενα­ντίον των εφοδιοπομπών των Ιταλών.

Το υποβρύχιο «Παπανικολής», βύθισε δυο μεγάλα μεταγωγικά στα ανοιχτά του Αυλώνα. Το υπο­βρύ­­χιο «Πρωτεύς», βύ­­­θισε ιταλικό μεταγωγικό που μετέφερε στρατιώτες στην Αλβανία, αλ­λά βυ­θί­στηκε και το ίδιο από εμβολισμό. Το υπο­βρύχιο «Λάμπρος Κα­τσώ­­νης», κατέστρεψε εχθρικό πε­τρε­­λαι­ο­φόρο. Ο «Παπανικολής» βύθισε στην περιοχή του Μπρίντεζι κι άλ­­λο ιτα­λικό μεταγωγικό. Το υπο­βρύ­χιο «Νηρεύς βύθισε ένα ιτα­λικό μεταγωγικό. Ανάλογες επιτυχίες με επι­­θέσεις σε με­ταγωγικά πλοία των Ιταλών είχαν το τορπιλοβόλο «Σφεν­δόνη», το αντιτορπιλικό «Ψα­­ρά και το υποβρύχιο «Τρίτων».

Στις 28 Νοεμβρίου ο διοικητής των Δωδεκανήσων Ντε Βέκι έγινε δε­κτός από τον Μουσολίνι στο Παλάτσο Βενέτσια και έγραψε ότι του είπε: «Θέλω να σου πω ότι τον πόλεμο τον έχεις χάσει. Ότι νικηθήκαμε από τους Έλληνες, αυτό είναι το τέλος μας. Εάν τυχόν θα κερδίσουν τον πό­λεμο οι Γερμανοί, θα τον έχει κερδίσει ο Χίτλερ, όχι βέβαια συ, και θα το αντι­ληφθείς».

Ο πόλεμος συνεχίζεται – Θαυμασμός των συμμάχων

Οι εφημερίδες των ελεύθερων ευρωπαϊκών χωρών καθώς και της Αμε­ρι­κής δημοσίευαν ύμνους για την αναπάντεχη ελληνική αντί­στα­ση στην επί­θεση της φασιστικής Ιταλίας. Πολλοί πολιτικοί έκα­ναν δη­λώσεις θαυ­μα­σμού για την ανδρεία των Ελλήνων και την τα­πείνωση του Μουσολίνι και δεν θα τις επαναλάβω εδώ. Ωστόσο, κλα­σική έμεινε η φράση του Βρε­τα­νού πρωθυ­πουρ­γού Ουίνστον Τσώρτσιλ: «Από δω και πέρα δεν θα λέμε ότι πολεμούν οι Έλληνες σαν ήρωες, αλλά οι ήρωες πο­λε­μούν σαν Έλλη­νες»!

Κοινός αντίπαλος το πολικό κρύο και τα χιόνια

Στη συνέχεια ο πολύ βαρύς χειμώνας και το άφθονο χιόνι καθή­λω­σαν τους αντιπάλους στα βουνά της Αλβανίας. Οι αντιμαχόμενοι είχαν τώρα να αντιμετωπίσουν έναν κοινό εχθρό, τον χει­μώ­να που ήταν ο βαρύτερος στην Αλβανία τα τε­λευ­ταία 50 χρόνια, οπότε οι δυο στρατοί παρέμειναν καθηλωμένοι.

Σχε­δόν όλοι οι φαντάροι είχαν κολλήσει ψείρες που τους βασάνιζαν συ­νε­­χώς. Πολλοί Έλληνες έπαθαν κρυοπαγήματα με αποτέλεσμα γάγγραινα στα πό­δια και από αυτούς οι περισσότεροι ακρω­τη­ριάστηκαν. Γιατροί, νοσηλευτές και νοσηλεύτριες έκα­ναν υπεράνθρωπες προ­σπάθειες στα ορεινά χειρουργεία. Πολ­λές γυναίκες ερυθρο­σταυ­ρί­τισ­σες συ­­­νέδραμαν στο στρατιωτικό ιατρι­κό προσωπικό. Στα μετόπισθεν χιλιάδες γυναίκες έπλεκαν μάλλινες κάλτσες και μπλού­­ζες και τις έστελναν στο μέτωπο μέσω της οργάνωσης «Φα­νέλα του Στρατιώτη».1 Στην Αθήνα οι θεα­τρικές επιθεωρήσεις και τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο ανέβαζαν το ηθικό του ταλαι­πω­ρούμενου ελλη­νι­κού λαού. Όμως, εκτός από τις φονικές σφαί­ρες και τις οβίδες, η πα­γωνιά σκότωνε τα μεταφορικά ζώα και εξα­κο­λουθούσε να προκαλεί ακρωτη­ρια­σμούς από κρυοπαγήματα στους φαντάρους.

Επικίνδυνη στασιμότητα

Ο Μεταξάς ανησυχούσε για την αποτελμάτωση των επιχειρήσεων, δεδο­­μένου ότι ο Μουσολίνι εξακολουθούσε να στέλνει στρατό και εφό­­δια στην Αλβανία. Ως παλιός επιτελικός αξιωματικός ήθελε να ενη­με­ρώ­νεται λε­πτο­μερώς για την πρόοδο των μαχών στα βουνά της Αλβανίας, αλλά δυ­σφο­ρούσε γιατί ο Παπάγος είχε έδρα για τη διεύθυνση των επι­χει­ρήσεων την Αθήνα, ενθυμούμενος την προω­θη­μένη θέση του επιτελείου με τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο στους βαλ­κανικούς πολέμους.

Στις 4 Δεκεμβρίου ο υπουργός στρατηγός Σορίτσε τηλεφώνησε στον Τσιάνο και του είπε πως «[…]κάθε στρατιωτική ενέργεια είναι αδύνατη και η κατάσταση μόνο πολιτικώς μπορεί να λυθεί». Στις αρχές Δεκεμβρίου ο στρατηγός Σοντού έστειλε τηλεγράφημα στον Μουσολίνι και ζητούσε «να επιδιωχθεί πολιτική λύση για την Ελληνοϊταλική σύρραξη». Είναι φανερό πως ο Ιταλός στρατηγός είχε αντιληφθεί την αποτυχία της επίθεσης και προέβλεπε δυσμενείς εξελίξεις για τον ιταλικό στρατό.

Τον Δεκεμβρίο του 1940 οι Ιταλοί οχυρώθηκαν γύρω από τον λιμένα του Αυλώνα και πιο ανατολικά στο Τεπελένι. Οι αντικειμενικοί στόχοι της ελληνικής αντε­πίθεσης είχαν επιτευχθεί μόνο μερικώς.

Στην Αθήνα έγινε στις αρχές Ιανουαρίου 1941 μια ελληνοβρετανική σύ­σκε­ψη με συμμετοχή του Βρετανού στρατηγού Ουέιβελ. Ο Πα­πά­γος —για αντι­­μετώπιση της πιθανολογούμενης γερμανικής επί­θε­σης— ζητούσε βρε­τα­νική ενίσχυση από εννέα μεραρχίες και ο Με­ταξάς ήθελε δέκα, ενώ οι Βρε­τανοί μπορούσαν να στείλουν 2 ή 3 το πολύ κι αυτές μετά από δυο μή­νες. Δήλωσαν πως ήταν σε θέση να στεί­λουν γρήγορα μόνο μια μονάδα τεθωρακισμένων από 60 άρμα­τα, ένα σύνταγμα πυροβολικού κι ένα μικτό αντιαρματικό-αντι­αερο­πορικό σύνταγμα. Αυτά ο Μεταξάς και ο Παπάγος τα θεώρησαν «ψι­χία» τελείως ανεπαρκή για την αντιμετώπιση γερμανικής επί­θε­σης. Ο Μεταξάς πάντως τους δήλωσε ότι η Ελλάδα θα αντιτάξει άμυ­­να και στους Γερμανούς, δεν ήθελε όμως την αποστολή «μι­κρής μόνο βρε­τα­νικής δύναμης» για να μη δοθεί αφορμή και προκληθεί τα­χύτερα η ανα­με­νό­με­νη επέμβασή των Γερμανών πριν να καθαρίσει οριστικά το μέτωπο με τους Ιταλούς.

Τους Έλληνες στρατηγούς απασχολούσε η ανα­με­νό­με­νη επίθεση της Γερ­μα­νίας γιατί τότε ο στρατός στην Αλβανία θα έμενε ξε­κρέ­μα­στος. Η στα­σιμότητα στο μέτωπο είχε αρχίσει να δη­μιουργεί μια γκρίνια των επι­κε­φαλής των προωθημένων μονάδων προς το επιτελείο και τον Πα­πάγο.

Η εαρινή επίθεση

Ο Μουσολίνι υπολόγιζε πολλά στην προετοιμαζόμενη επίθεση της άνοι­ξης και ενίσχυε διαρκώς με όπλα και άνδρες τον ιταλικό στρα­τό. Μά­­λι­στα μετέβη ο ίδιος στην Αλβανία, όταν θα άρχιζε η μεγάλη και πολυδιαφημισμένη εαρινή επίθεση της Ιτα­λίας. Από τις 9 Μαρ­τίου χιλιάδες οβίδες πυροβολικού και βλή­μα­τα όλμων εκτο­ξεύ­θηκαν από τους Ιταλούς, που επιπλέον βομ­βάρ­διζαν τις ελληνικές θέσεις και με 300 περίπου αεροπλάνα τους. Οι Έλληνες, όμως, είχαν σκάψει βα­θιά ορύγ­ματα και έτσι οι απώλειες που προκάλεσε η ιταλική επί­θεση ήταν δυσα­νά­λογα πολύ λίγες ως προς τη δύναμη πυρός. Οι Ιτα­λοί είχαν συγκε­ντρώσει απέναντι στους Έλληνες διπλάσιο αριθμό με­ραρ­χιών, αλλά τελικά απέτυχαν και εγκατέλειψαν τις επιθέσεις μετά από 17 ημέ­ρες. Οι Έλληνες εφάρμοζαν την τακτική της «ενεργητι­κής άμυ­νας». Έτσι, όταν έκαναν επίθεση οι Ιταλοί σε ένα ύψωμα, μό­λις έπαυαν τα πυ­ρά υποστήριξης του πυροβολικού και των όλ­μων, δέχο­νταν ξαφνικά την επίθεση των Ελλήνων που ήταν ξεκού­ρα­στοι. Με τις αντε­πι­θέσεις αυτές οι Έλληνες αιφνιδίαζαν τους Ιτα­λούς που υποχω­ρούσαν.

Ο Μουσολίνι έμεινε 18 μέρες στην Αλβανία και μετά την απο­τυχία της εαρινής επίθεσης έφυγε απογοητευμένος. Μέχρι τότε, λό­γω της δυ­σμενούς εξέλιξης του πολέμου στην Αλβανία, άλλαζε κάθε τό­σο τους στρατηγούς του μετώπου. Κατά σει­ράν είχαν χρησιμο­ποιη­­θεί ο Πράσκα, ως στρατηγός της εισβολής και έπειτα ο Σοντού. Την εαρι­νή επί­θεση οργάνωσε ο Καμπαλέρο που είχε αναλάβει στις 30/12/1940.

Οι Ιταλοί είχαν περισσότερα σύγχρονα όπλα, όπως άρματα και αερο­­πλάνα. Η έλλειψη αρμάτων από την ελ­λη­­νική πλευρά οδήγησε στην επιλογή των βουνών ως πεδίο προώ­θη­σης και μάχης. Οι ελληνικοί όλμοι και το ορειβατικό πυ­ρο­βολικό έκαναν πο­λύ καλή δουλειά. Στην εαρινή επίθεση η ελληνική πλευρά είχε 5.200 απώ­­λειες (1.200 νεκρούς και 4.000 τραυματίες), ένα­ντι 12.000 συνολικά Ιτα­λών —νεκρών και τραυματιών— σύμφωνα με στοιχεία του Καμπαλέ­ρο. Όμως, στον πόλεμο αυτόν υπήρχαν πολλά θύματα από κρυο­πα­­γή­μα­τα πέραν των θυμάτων από τα όπλα της εποχής.

Θάνατος του Ι. Μεταξά

Στις 29/1/1941 πέθανε ο Ι. Μεταξάς μετά από ασθένεια δέκα ημερών που είχε κρατηθεί μυστική. Η αιτία θανάτου ήταν ­περιαμυγ­δαλικό­ από­στημα, το οποίο αν και διανοίχθηκε (ίσως με καθυστέρηση) δεν ιάθηκε­. Η κατά­στα­ση χειρο­τέ­ρευ­σε επει­δή συνυπήρχε σακχαρώδης διαβήτης και εξε­λίχθηκε σε ση­ψαι­μία και νε­φρι­κή ανεπάρκεια. Ο θάνατος από περιαμυγδαλικό απόστημα σε εποχή άνευ αντιβιοτικών ήταν δύσκολο να αποφευχθεί.2 Ο ελλη­νικός λαός που πληροφορήθηκε από το ραδιόφωνο και τις εφη­με­­ρίδες τον θάνατο του Μεταξά κυ­ριο­λεκτικά πάγωσε. Είχε ένα αίσθημα σι­­γου­ριάς με αυτόν τον ηγέτη μετά το μεγάλο «ΟΧΙ» με το οποίο είχε ταυ­τιστεί. Ένιωσε να χάνει τον προστάτη του και κυριολεκτικά σύσσω­μος παρα­κο­λού­θησε στην Αθήνα την κηδεία του. Ο Μεταξάς δεν είχε λαϊ­κό έρεισμα και έπαιρ­νε μικρό ποσοστό ψήφων στις εκλογές. Όμως πα­ρά την αντί­θεση στη δικτατορία, ο λαός μετά το ΟΧΙ είχε ταχ­θεί στο πλευ­ρό του απέναντι στην επίθεση της Ιταλίας και εφάρμοσε το ΟΧΙ στην πράξη με μοναδικό τρό­πο που προκάλεσε τον θαυμασμό σε φί­λους και εχθρούς. Ο Μίκης Θε­ο­δωράκης περιέγραψε ότι στην Τρί­πολη την ημέ­ρα της κηδείας του Με­τα­ξά ακούγονταν κλάματα του κόσμου από μεγά­λη απόσταση. Ο ιστορικός συγγραφέας ­Ζαούσης­ γράφει: «[…]η λύ­­πη για τον θάνατο ενός δικτάτορα ποτέ δεν υπήρξε τόσο αυθε­ντική[…] η κη­δεία του Μεταξά ήταν πραγ­μα­τικά και όχι φραστικά πάν­δη­μη». Ο ναύαρ­χος Αλ. Σακελλαρίου γράφει για τον Μεταξά ότι: «[…]παρά τα ελατ­τώ­ματά του και τα τυχόν σφάλματά του ήταν μια από τις ισχυρότερες διάνοιες που εγνώρισε­ ποτέ ο τόπος». Στο Λονδίνο τα κυβερνητικά κτήρια έβαλαν μεσί­στιες τις σημαίες συμ­με­τέ­χοντας έτσι στο πένθος των Ελλήνων, όπως είχαν κάνει και για τον Γάλλο στρατηγό Φος­.

Ο Παν. Κανελλόπουλος έγραψε για τον Ι. Μεταξά ο οποίος μάλιστα τον είχε εξορίσει: «Πρέπει να είμεθα χωρίς άλλο ευγνώμονες εις τον Ιωάννην Με­ταξά, διότι είπεν ολομόναχος στο σκοτάδι της νυκτός το μέγα ΟΧΙ».

Ο βασιλιάς Γεώργιος —γνωρίζοντας ότι πεθαίνει ο Μεταξάς— είχε προ­­ετοιμαστεί και χωρίς καθυστέρηση διόρισε πρωθυπουργό τον νομικό και τραπεζίτη Αλ. Κορυζή προς μεγάλη έκπληξη πολ­λών στρατιωτικών, αλ­­λά και των πολιτών. Η επιλογή του Κορυ­ζή δεν αντιπροσώπευε ένα ίσο μέγεθος, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχε διαθέσιμη και πρόθυμη αντίστοιχη προ­σω­πικότητα. Ο Κορυζής ήταν έντιμος άνθρωπος, αλλά δεν είχε τη στόφα ηγέτη και σε σύγκριση με τον αποθανόντα Μεταξά φαινόταν πολύ λίγος.

Όμως, με τον θάνατο του Μεταξά, ενώ τερμάτισε τον βίο του το προσωποπαγές καθεστώς της 4ης Αυγούστου, δεν απο­κα­τα­στά­θηκε ο κοινοβουλευτισμός και παρέμενε σε εκκρεμότητα η θέση του βα­σι­λιά Γεωργίου, ο οποίος είχε ανεχθεί την εκτροπή και συνέβαλε στη δι­κτα­τορία. Η Ελλάδα για να μεταβεί από την ανωμαλία στην ομα­λότητα θα περνούσε —δυστυχώς— μέσα από τις συμπληγάδες πέτρες του Εμφύ­λιου Πολέμου. Ακόμη και ο ίδιος ο Μεταξάς έγραψε στο ημερολόγιό του ότι «αν πέσει η δικτατορία θα ακολουθήσει το χάος».

Κινήσεις για συνθηκολόγηση με μεσολάβηση Γερμανίας

Πριν ακόμη από τον θάνατο του Μεταξά άρχισαν κάποιες παρα­σκη­­­νια­κές κινήσεις για συνθηκολόγηση με την Ιταλία, με τη μεσο­λά­βη­ση της συμ­μάχου της Γερμανίας. Η λογική των προτάσεων ήταν ότι η Ελλάδα θα κρατούσε τη Βό­ρεια Ήπειρο και η Ιταλία θα μετέφερε τον στρατό της από την Αλβανία στη Β. Αφρική. Η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε ή δεν ξεκίνησε εγκαίρως, ώστε να μπορεί να προ­λά­βει την απόφαση του Χίτλερ για την επίθεση στην Ελλάδα. Το σχέ­διο «Μαρίτα», όπως ονομάστηκε η επιχείρηση εναντίον της Ελ­λά­δας, είχε πλέον δρο­μολογηθεί.

Οι επιστολές Ζαχαριάδη και η στάση του ΚΚΕ στον πόλεμο

Ο γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ ευρισκό­μενος στα κρατητήρια της Ασφάλειας έστειλε επιστολές στον Μα­νιαδάκη και στον Μεταξά. Στην πρώτη επιστολή της 31ης Οκτω­βρίου 1940 έγραφε με­­ταξύ άλλων: «Στον πόλεμο αυτό που τον διευ­θύνει η κυβέρνηση Με­ταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επι­φύ­λαξη». Στη δεύτερη επιστολή που στάλ­θηκε στις 26 Νοεμβρίου 1940 ο Ζα­­χα­ριάδης άλλαξε στάση και ζη­τούσε να σταματήσει η Ελλάδα τον πό­λε­μο με την Ιταλία και να επιδιώξει τη μεσολάβηση της Σοβιετικής Ένω­σης για την ειρήνευση, καθώς και ο στρατός μας να επι­στρέψει στα σύ­νορα. Η αλλαγή γραμμής ίσως οφείλεται στο ότι ίσχυε ακό­μη το σύμ­φωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ. Μια τρίτη επιστολή απηύ­θυνε ο Ζαχα­ριά­δης στους δικούς του, κατηγορώντας τους για απόκλιση από τη γραμμή του κόμματος.

Στο στρατόπεδο της Ακροναυπλίας, είχαν φυλακιστεί από τον Μα­­νια­­δάκη περίπου 600 μέλη του ΚΚΕ. Ανάμεσά τους βρίσκονταν πολλά ηγε­­τικά στελέχη του κόμματος. Περιέργως όταν οι φύλακες της Ακρο­ναυ­­πλίας είχαν αφοπλιστεί από τους Ιταλούς, οι φυλα­κι­σμένοι Κομ­μου­νιστές με εντολή του Γ. Ιωαννίδη (Νο 2 του ΚΚΕ) δεν επιχείρησαν να αποδράσουν! Όταν οι Βούλγαροι ζήτησαν να απε­λευ­θε­ρω­θούν οι σλαβόφω­νοι της Ακροναυπλίας, μαζί με αυτούς απε­λευ­θε­ρώ­θη­κε και ο Ανδρέας Τζή­μας, ο οποίος έπειτα είχε ηγετικό ρόλο στην αντιστασιακή οργάνωση ΕΑΜ.

Συζητήσεις και διαφωνίες με Βρετανούς

Ο Χίτ­λερ μέσω δια­φό­ρων «ταχυ­δρό­μων», απειλούσε ότι θα εισβάλει στην Ελλάδα, αν αυτή δεχθεί στρα­τιωτική βοήθεια από τη Μ. Βρετανία. Σε συσκέψεις με τον στρατηγό Ουέιβελ­ στις 13 Ιανουαρίου του 1941 ο Μεταξάς διαβεβαίωσε τους Βρετανούς πως η Ελλάδα—αν δεχόταν επί­θεση— θα πολεμούσε και τους Γερμανούς. Ο Με­ταξάς ανέφερε με έμφαση ότι θα δε­χόταν οποιασδήποτε έκτα­σης βρε­τα­νική βοήθεια, μόλις οι Γερμανοί περ­νούσαν τον Δούναβη ή τα σύνορα με τη Βουλγαρία. Άλλη μια παρά­μετρος στο στρα­τη­γι­κό σκάκι των Βαλ­­κανίων ήταν η στάση της Γιουγκοσλαβίας,­ στην οποία υπήρχε πολιτική αστάθεια.

Τον Φεβρου­άριο ­έγιναν νέες συσκέψεις Βρετανών με την ελληνική πλευρά. Στις 2 Μαρτίου ο Ήντεν­ επέστρεψε στην Αθήνα από την Άγκυρα, όπου ήπιε το πικρό πο­τήρι της ουδετερότητας της Τουρκίας, και ζήτησε να εκκενωθεί από στρατό αμέσως η Ανα­το­λι­κή Μα­κεδονία και Θράκη, για να σχηματιστεί η νέα γραμμή άμυ­­νας στον Αλιάκμονα. Οι Έλληνες επιτελείς διαφώνησαν. ­­Ο Παπάγος ζητούσε να απο­βι­βαστούν βρε­τα­νι­κές δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη και αυτές να ενισχύσουν την άμυ­να των συ­νό­ρων προς Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία. Οι Βρε­τα­νοί αντιδρούσαν γιατί δεν διέθεταν δυνάμεις. Τελικώς ο Πα­­πάγος δέ­χθηκε να σχηματιστεί μια δεύ­τερη γραμμή άμυνας από Έλ­ληνες και Βρε­τανούς χωρίς να κε­νω­θούν τα οχυρά. Για σίγουρη άμυνα αν προ­χω­ρούσαν νικηφόρα οι Γερμανοί θα ίσχυε η «γραμμή του Αλιάκ­μονα». Εκεί θα συγκε­ντρώ­νονταν δυο νέες ελληνικές μεραρχίες, δυο βρε­τανικές με­ραρ­­χίες (αυστραλέζικη και νεοζηλανδική) και μια βρετανική ταξιαρχία τε­­­θω­ρακισμένων. Ο Παπάγος δεν δέχθηκε να αδυνατίσει η θέση του στρατού στην Αλβανία ούτε να εγκαταλειφθεί η γραμμή Μεταξά, γιατί θα έπεφτε το ηθικό του ελληνικού στρατού. Στις 7 Μαρτίου τα πρώτα βρετανικά στρα­τεύματα απο­­βι­βάστηκαν στα λιμάνια του Πειραιά και του Βόλου. Τότε οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να καταλάβουν την Ελλάδα, για να βοηθήσουν στην αποτυχημένη μέχρι τότε προσπάθεια του Μουσολίνι. Η επίθεση των Γερμανών ξεκίνησε χωρίς προειδοποίηση στις 6 Απριλίου του 1941. Η Ελλάδα αμύνθηκε όσο ήταν δυνατό επί 52 ημέρες. Στη γραμμή Μεταξά φονεύθηκαν περισσότεροι Γερμανοί από όσους έχασαν τη ζωή τους σε όλη τη Γιουγκοσλαβία. Αλλά αυτή η φάση του πολέμου μπορεί να παρουσιαστεί με άλλη ευκαιρία.

1 Για την ενίσχυση του στρατού με ρουχισμό λειτούργησε στη διάρκεια του πολέμου ο ορ­γανισμός «Η φανέλα του Στρατιώτη» με εθελόντριες (ιδρύθηκε το 1939 στην Αθήνα).

2Έκτοτε κυκλοφό­ρη­σαν πολλές ανυ­πόστατες φήμες για τον θάνατο του Μεταξά, μεταξύ των οποίων ότι τον δο­λο­φόνησαν οι Άγγλοι που βέβαια είναι προϊόν φαντα­σίας.

Επίμετρο

Η προετοιμασία της Ελλάδας για πόλεμο και η απάντησή της με το ΟΧΙ του Μεταξά και με τον παλλαϊκό πόλεμο1 που ακολούθησε στην επίθεση της Ιταλίας, είναι από τα ιστορικά γεγονότα, για τα οποία μπορεί να είμαστε οι Έλληνες υπερήφανοι. Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια από την Αριστερά να παύσει ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου και να αντικατασταθεί από «γιορτές απελευθέρωσης», με επιχείρημα ότι όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες γιορτάζουν την απελευθέρωσή τους και όχι την έναρξη του πολέμου. Όμως σε εκείνες τις μέρες μόνο η Ελλάδα αντέταξε ισχυρή άμυνα και απαιτήθηκαν συνολικά 7 μήνες για την κατάληψή της, με συμμετοχή μάλιστα εκτός από την Ιταλία και της Γερμανίας με την πανίσχυρη στρατιωτική μηχανή της. Οι ευρωπαϊκές χώρες δεν μπορεί να είναι περήφανες για την αντιμετώπιση του «άξονα», όταν ο Χίτλερ τις κατακτούσε μέσα σε λίγες μόνο μέρες. Πώς να γιορτάσουν τα ευρωπαϊκά κράτη την αρχή του πολέμου που γι’ αυτές τις χώρες είναι ιστορία ηττών;

Η προσπάθεια της Αριστεράς να παύσει να εορτάζεται το ΟΧΙ του 1940 οφείλεται στο ότι ο πρωθυπουργός του ΟΧΙ ήταν ο Ι. Μεταξάς, ο οποίος είχε εκμηδενίσει τότε τους κομμουνιστές, αφενός με τα ευφυή αστυνομικά μέτρα του υπουργού του Ι. Μανιαδάκη, αλλά και χάρη στα κοινωνικά φιλολαϊκά μέτρα που είχε λάβει. Ήταν βέβαια δικτάτωρ και αυτό δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. Αυτό όμως δεν αποτελεί δικαιολογία για να αποσιωπούμε την ιστορική συμβολή του στο ένδοξο έπος του 1940 και να επικρατούν ιστορικά ψεύδη. Όμως, η Αριστερά έχει στόχο τη φαλκίδευση της ιστορίας με την προβολή ιστορικών ψευδών, όπως για παράδειγμα με μια απαράδεκτη αναθηματική πλάκα του Δήμου Θεσσαλονίκης (από τη δημαρχία Ι. Μουτάρη το 2016) που εκθειάζει τον «αντιστασιακό ΕΛΑΣ» για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης!!! Πώς όμως μπορεί να θεωρηθεί ότι γίνεται «απελευθέρωση» μιας πόλης ήδη ελεύθερης, καθότι έχει αποχωρήσει από την πόλη και ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης ένα 24ωρο πριν από την είσοδο των ανταρτών; Η Θεσσαλονίκη είχε απελευθερωθεί με την οικειοθελή αποχώρηση των Γερμανών λόγω της πορείας του πολέμου και δεν υπήρξε ήττα των Γερμανών από τον ΕΛΑΣ που οδήγησε στην απελευθέρωσή της. Για σύγκριση θυμηθείτε το 1912, τότε που η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε με έγγραφη συμφωνία, αφού είχαν προηγηθεί σκληρές μάχες στο Σαραντάπορο και τα Γιαννιτσά. Η παράδοση υπογράφηκε από τον Οθωμανό διοικητή Ταχσίν πασά και τους επιτελείς του αρχιστρατήγου (τότε διαδόχου) Κωνσταντίνου, Β. Δούσμανη και Ι. Μεταξά, με τη συμμετοχή του διπλωματικού υπαλλήλου (τότε δεκανέα) Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος έγραψε στα γαλλικά τη συμφωνία. Αυτή μάλιστα, ήταν όντως «απελευθέρωση» από την οθωμανική κατοχή της ιστορική πόλης της Θεσσαλονίκης. Για άλλη απελευθέρωση μεταγενέστερα δεν είναι δυνατόν να επαίρεται κανείς. Είμαστε όμως υπερήφανοι για το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου και αυτήν γιορτάζουμε με εθνική ανάταση.

1 Εκτός από το μέτωπο στην Αλβανία με τον στρατό, λειτούργησε στις πόλεις αεράμυνα με Έλληνες κάποιας ηλικίας, συμμετείχαν γυναίκες σε νοσηλευτικές υπηρεσίες, έγιναν μεταφορές εφοδίων από τις Ηπειρώτισσες, και λειτουργούσαν ομάδες ατόμων που συνέλεγαν και έστελναν ρουχισμό και δώρα στους στρατιώτες.

Ζήτω η 28η Οκτωβρίου του 1940

Ζήτω ο ένδοξος ελληνικός στρατός


Η “ομιλία” σε μορφή pdf αρχείου με σχετικούς χάρτες εδώ