Γράμμα στὸν Θανάση
Ἀθήνα. 29 Απριλίου 1992. Πάσχα
Ἀγαπητέ Θανάση.
Εἶναι τὸ πρωί μιᾶς ἀπὸ τις τελευταίες μέρες τοῦ Ἀπρίλη ποὺ κάθισα νὰ σοῦ γράψω, προσπαθώντας να θυμηθῶ τὰ χαράματα τῆς ζωῆς μου, χαράματα ποὺ τὰ μοιράσθηκα μαζί σου καὶ μὲ μιὰ συντροφιὰ παιδιῶν ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ρεῦμα τῆς ζωῆς σύντομα μὲ ξέκοψε.
Μερικοὶ ξεκινήσαμε μαζὶ ἀπὸ τὸ Δημοτικό, μὲ ἄλλους πρωτοανταμώσαμε το 1946 στο Γυμνάσιο περίπου δύ-δεκάχρονοι, σὰν ἀγουροξυπνημένοι, ἀντικρύζοντας ἐκθαμβοι τὸν κόσμο μας ποὺ τότε ὄρθριζε γιὰ μᾶς τὸν ἐωθινό μας κόσμο, στιλπνὸ καὶ πρόσχαρο, μέσα στὰ χαλάσματα τῆς μεταπολεμικῆς καὶ τῆς ἐμφυλιοπολεμικής Λάρισας καὶ μιᾶς μικρῆς γύρω περιοχής ποὺ ὑπῆρξε τὸ δικό μας Σύμπαν, στὰ χρόνια τὰ εὐλογημένα τοῦ πρωιοῦ τῆς ὑπάρξεώς μας. Σήμερα θὰ βλέπαμε στενὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅμως ἡ φρέσκια ματιὰ καὶ ἡ φαντασία μας τὸν πλάταιναν ἀπεριόριστα καὶ μέσα μας φύτρωνε σιγὰ-σιγὰ ἡ ὑπόσχεση ἑνός -ὅπως τὸ βλέπαμε- ἀτέλειωτου, σχεδὸν θεοτικοῦ μέλλοντος.
Αὐτὴ ἡ ματιὰ στὸν κόσμο δὲν ὑπῆρξε δικό μας μόνο κατόρθωμα, ἀλλὰ ἦταν προϊὸν τῆς συνάντησής μας μὲ ξεχωριστοὺς δασκάλους, ποὺ ξελαγάρισαν τὰ παιδικὰ καὶ ἀργότερα τὰ ἐφηβικά μας μάτια στὴ σαγηνευτική αὐτὴ θέαση του κόσμου. Ὁ Θεὸς ἂς τοὺς ἀνταμείψει γιὰ πάντα κρατώντας τους στὴ Μνήμη Του. Ήταν αὐτοὶ ποὺ ζύγιασαν ἰσόμοιρα τὸ πνεῦμα μας ἀνάμεσα στὴ θετική γνώση καὶ στὸ ὄνειρο, ποὺ ζύμωσαν τὸ ἀδιαμόρφωτο ζυμάρι τῆς ὕπαρξής μας, ποὺ ἀναγνώρισαν στὸν καθένα μας τὴ σφραγίδα τῆς δωρεᾶς ποὺ φέραμε στὸ μέτωπο μας. ποὺ μᾶς μοίρασαν τὴν ἀγαπητική τους καρδιὰ ἐφόδιο γιὰ ὅλη τὴ ζωή μας.
Ὕστερα ἀνέβηκε ὁ ἥλιος στὰ μεσούρανα. Τὸ φωτεινὸ μεσημέρι τῆς ζωῆς μας ἀφιερώθηκε στὸ ἔργο τοῦ καθενός μας, ἔργο γιὰ μᾶς μεγάλο (όσο μικρὸ καὶ ἀσήμαντο κι ἂν ὑπῆρξε), καθώς, ὑπερνικώντας τὶς ἀντιστάσεις τοῦ κόσμου, στήσαμε ὁ καθένας μιὰ δουλειά. Ένα σπιτικό, ἀναστήσαμε οἱ πιὸ πολλοὶ παιδιά (μερικοί παλιο-παπποῦδες καὶ ἐγγόνια), γευτήκαιιε, ἄλλος λιγότερο, ἄλλος περισσότερο, τὸ μεσημεριάτικο τραπέζι τῆς εὐωχίας, τὴ χαρά, τὴν ἡδονὴ τῆς ὕπαρξης καὶ τὴν ἱκανοποίηση τῆς προσφορᾶς. Τὸ ζεστὸ μεσημέρι ἔφερε μαζί του μια γλυμιὰ ἀποκάρωση, μιὰ κάπως ἁμαρτωλὴ αἴσθηση αὐτάρκειας στὸν καθένα μας, στὸ πλαίσιο τῆς οἰκογένειας, τοῦ μικροῦ μας κόσμου, τοῦ μικροῦ προσωπικού μας μύθου.
Ὅμως, κάπου ἐκεῖ στὸ ἀπομεσήμερο τῆς ζωῆς μας, ὅταν μετὰ τὸν ὕπνάκο τῆς αὐτάρκειάς μας πήγαμε νὰ δροσιστοῦμε στὴν πηγή, κοιταχτήκαμε στὸν καθρέφτη τοῦ νεροῦ κι ἀρχίσαμε νὰ συνειδητοποιοῦμε τὰ γκρίζα μας μαλλιά, τις ρυτίδες στὸ πρόσωπο καὶ στὰ χέρια μας που ὁ χρόνος ἀνεπαισθήτως ἄφησε. Κάπου ἐκεῖ ἀρχίσαμε νὰ νιώθουμε τὸν κάματο τῆς ψυχῆς κι ἀφουγκρασθήκαμε νὰ ροκανίζει τὰ σωθικά μας τὸ σαράκι μιας μισοξέχασμένης ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας γιὰ τό «Τί θὰ γίνει μετά;». γιὰ τὸ «Ποῦ πῆγαν οἱ δικοί μας, οἱ ἀγαπημένοι φίλοι μας, ποὺ τοὺς πῆρε ἕνα ξαφνικὸ κῦμα ἀπ’ τὴ σχεδία τῆς αὐτάρκειας μας ἀπ’ τὴ βάρκα μας ποὺ κάπου άρχισε νὰ κάνει νερά
Ὁ ἥλιος χαμηλώνει, οἱ ίσκιοι τῶν πραγμάτων μακραίνουν, δέσμες σκιᾶς ἐναλλάσσονται μὲ τοῦ ἥλιου τὸ φῶς. Οἱ ἀκτίνες του δὲν εἶναι πιὰ τόσο ζεστές, τὸ φῶς του ὅμως γίνεται πιο γλυκό. ἐνῶ οἱ προοπτικὲς τοῦ μέλλοντος σμικρύνονται. Λιγότερα καινούργια συναπαντήματα, περισσότεροι ἀποχαιρετισμοὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ παίρνουν ἀπόφραση νὰ περάσουν στὴν ἀπέναντι όχθη. Τὸ ἀπόγευμα τῆς ζωῆς μας.
Τὸ βράδυ νομοτελειακὰ μᾶς περιμένει. Καὶ τί μᾶς ἀπόμεινε, ἀγαπητὲ Θανάση: Ποιός νὰ ξέρει; ὧρες; μέρες; μερικά χρόνια; Καὶ τὸ πιὸ σημαντικό: «Τί στ᾽ ἀλήθεια θὰ ἀπομείνει ἀπὸ μᾶς ὅταν θάχουμε κι ἐμεῖς “σαλπάρει’;» θὰ χαθοῦν ἐντελῶς στὴν ἄπατη ἀπειρία τοῦ χρόνου ὅλα ὅσα ζήσαμε κι ὅσα όνειρευτήκαμε. ὅλα αὐτὰ ποὺ συνιστοῦν τὴν προσωπική μας ὕπαρξη, τὸ χνάρι τῆς προσωπικῆς ζωῆς μας στὴ μέρα τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς ἐλαχε, στὴ μέρα ποὺ σιγὰ-σιγὰ τελειώνει; Θὰ περισωθεῖ κάτι ἀπὸ τὴν περιπέτεια τῆς ὕπαρξής μας; Κάτι μοῦ λέει πὼς δὲν θὰ χαθοῦν ὅλα. Πιστεύω πὼς ὅ,τι ἀγαπήσαμε θὰ μείνει στὴ Μνήμη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό, ἀπ’ ὅλα ὅσα κάναμε, φαίνεται πὼς εἶναι τὸ μόνο ποὺ δὲν ὑπῆρξε μάταιο. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει νὰ ἐλπίζουμε στὴν Άλλη Μέρα, τὴ Μέρα τοῦ Θεοῦ τὴν ἀβασίλευτη.
Μὲ όλη μου τὴν ἀγάπη,
Ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους τοὺς ἀγαπητοὺς συμμαθητές μας στὴν τεσσαρακοστὴ ἐπέτειο ἀπὸ τὴν ἀποφοίτηση τῆς τάξης μας καὶ μὲ εὐχὲς γιὰ καλὴν ἀντάμωση
Γρηγόρης
Απόσπασμα από το Βιβλίο του Γρηγόρη Σκαμπαρδώνη “Λήθης Αντίδοτο , Αναμνήσεις ενός Στρατιωτικού Ιατρού”