2024, ΕΦΥΓΑΝ -----, ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟ

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟ

  • 2024.12.10
  • Λάμπρος Βαζαίος
Πηγή Φωτογραφίας  “ΤΟ ΒΗΜΑ

Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος έφυγε από κοντά μας πριν λίγες μέρες, στις 29 Νοεμβρίου 2024. Έφυγε πλήρης ημερών, όπως συνηθίζεται πια να λέμε και ήταν από τους τελευταίους αν όχι ο τελευταίος της τάξης του, της σειράς του. Ήταν 94 ετών ο φίλος μας και οι τελευταίες ημέρες του στο ΝΙΜΤΣ ήταν δύσκολες. Μέχρι το τέλος όμως διατηρούσε διαύγεια και είχαμε την τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία μας, 2 μόλις 24ωρα πριν το μοιραίο.

Μετά την αναγγελία του θανάτου είναι γεγονός ότι Συνάδελφοι, Φίλοι, ο κόσμος των Συγγραφέων και άλλοι πολλοί, σε αφιερώματα του Τύπου και των Ηλεκτρονικών Μέσων μίλησαν για το έργο του, για την πορεία του, για την ζωή του. Τον τίμησαν τον Ηλία και μπορώ να πω με τρόπους που δεν θα τον ενοχλούσαν αν ήταν ακόμη παρών. Χαμηλόφωνες, χωρίς εξάρσεις και υπερβολές αναφορές στο έργο του, συνοδεύανε προσεγμένα και λιτά, ως επί το πλείστον, βιογραφικά. Σε ότι με αφορά, με προβλημάτισε η υπόσχεση που έδωσα για αποχαιρετισμό.

Παρακολουθώντας τις δημοσιεύσεις ένιωθα μέρα με την μέρα πως δεν μένανε πολλά σημεία που θα μπορούσα να προσθέσω. Το αφαιρετικό συναίσθημα που προκλήθηκε άρχισε να με βασανίζει. Όταν πια ο Χρόνος φάνηκε να επιμένει ότι έπρεπε να τελειώνω, οι αναμονές δεν είχαν πια νόημα.

Η γνωριμία μας πριν 45 περίπου χρόνια και η φιλία, που σαν ακριβό εργόχειρο συναισθημάτων την ξεδιπλώνουμε ακόμη (!), είναι από τις πιο ιδιαίτερες διαδρομές μου. Στον χώρο και τον Κόσμο τον δικό μας, αναφέρομαι στην μεγάλη οικογένεια των Στρατιωτικών Γιατρών, ο Ηλίας είχε από την αρχή, μπορώ να πω, ξεχωριστή θέση. Ήταν ο «συγγραφέας» για τους λιγότερο γνώριμους. Ήταν για τους κοντινούς ο Ηλίας που έγραφε, που αγαπούσε πεισματικά το πολυτονικό, ήταν ο ΗΧΠ που ήθελε μόνο την χειροποίητη τυπογραφία με τα στοιχεία της «κάσας». Δεν θα μιλήσω φίλε μου για το ότι ήσουνα ολιγογράφος, το είπαν κατά κόρον λες και ήταν κάτι εξωτικό.

Δεν θα μιλήσω ακόμη για τις ατελείωτες διαδρομές τα «πήγαινε-έλα» με τα διηγήματα σου στον Πύργο, ούτε για την ζωή σου στο κτήμα της Πάρου. Μιλήσανε για όλα πολύ, οι φίλοι σου, οι άλλοι γραφιάδες, οι εικαστικοί που σε αγαπούσαν, οι άνθρωποι του Τύπου. Είναι πολλοί που σε περίμεναν στο «Επέκεινα» της Ζωής. Σε φαντάζομαι να τους λες τα νέα. Πρέπει να μάθανε πως έφθασες, γιατί φάνηκαν από μακριά μάλλον βιαστικοί ο Σινόπουλος με τον Γιώργη Παυλόπουλο και τον Χριστόφορο Μηλιώνη. Από δίπλα ο Πεντζίκης πρέπει να τέλειωσε το σκίτσο σου με υπογραμμισμένα τα αιώνια υπαινικτικά του σχόλια. Ο Καββαδίας μουρμουράει τους τελευταίους 5 στίχους του για τον Γέρο που του πρέπουν μοναχά 2 μέτρα καραβόπανο και ο Τσίρκας με τον Καραγάτση έχουν πιάσει ψιλή κουβέντα περιμένοντας. Είναι και άλλοι πολλοί που περπατήσατε μαζί. Δεν θα μου κακιώσουν που δεν θα τους ονοματίσω έναν-έναν.

Θα πω δυο λόγια όμως για εμένα και άλλους Συναδέλφους που όταν θελήσαμε να καταγράψουμε τις ευαισθησίες μας σε συμβουλευτήκαμε!
Συνεσταλμένοι όλοι μας, με τα πρώτα αδέξια χειρόγραφα, σε ψάξαμε και σε ρωτήσαμε. Ο Νίκος Καββαδίας έλεγε πως την συνάντηση για να «ρωτήσει» την κλωθογύριζε καιρό πολύ και είχε άδικο! Ήταν τόσο αγαπησιάρικη η γραφή του Νίκου και θυμάμαι πως του το είπες αμέσως. Δεν ήσουν επιεικής, αλλά ούτε απόμακρος, δεν απέφευγες να πεις για τα αρνητικά, ούτε αν κάναμε καλά που θέλαμε να προσθέσουμε στην ταμπέλα της ζωής μας τον τίτλο του γραφιά! Σε όλο τον χώρο μας, τον επαγγελματικό, στου Στρατού την μεγάλη αρένα, ήσουν γνωστός, «αποδεκτός» με τις ιδιαιτερότητες που συνοδεύουν υποχρεωτικά τους ανθρώπους «των Γραμμάτων και των Τεχνών». Έτσι σε βλέπαμε και σε ξέραμε όλοι οι νεότεροι, έτσι σε αποδεχόντουσαν οι μεγαλύτεροι. Ήταν η ριπή δροσιάς στην ακίνητη ατμόσφαιρα της «χακί» ζωής μας! Πόσο την είχαμε όλοι ανάγκη! Οι μικρές λεπτομέρειες του ανέμελου κόμπου της γραβάτας της στολής, η ξεχασμένη επίσκεψη στο κουρείο, οι εμβληματικές αθλητικές «ελβιέλες» (μόλις αποστρατεύτηκες αυτές!) ήτανε μικρές νίκες, μικρά ταρακουνήματα στα στάσιμα νερά, ήτανε η συνεισφορά σου, ο ρεφενές στο τραπέζι που στρώναμε κάποιοι κρυφά και διστακτικά!

Περάσανε τα χρόνια, γίνανε πολλά. Μάθαμε για σένα και τον Ηλία Πετρόπουλο, που εκεί ψηλά, δείχνει τόσο ευχαριστημένος για το μοναδικό Αρχείο του, που φρόντισες να μπει στην Γεννάδιο Βιβλιοθήκη.

Κουβεντιάσαμε μαζί σου για τον Πεντζίκη, ανακαλύψαμε τον Καχτίτση, ροσκυνήσαμε σε ξωκλήσι ανάβοντας ένα κεράκι για τονΠαπαδιαμάντη. Με διπλωματικό τρόπο κατάφερα να σε πείσω να δεχτής το μονοτονικό που μου «επέβαλε» ο υπολογιστής! Ήτανε πολύ δύσκολη, για μένα τουλάχιστον, η εφαρμογή του πολυτονικού στις γραμματοσειρές του πληκτρολόγιου. Το πολυτονικό έμεινε μόνο στα γραπτά!

Με την γλυκιά Νιόβη πάντα δίπλα σου, χαρήκατε ευαισθησίες εκεί που οι περισσότεροι νιώθανε απέχθεια και καταπίεση. Τα χρόνια στην Καβάλα με την κινηματογραφική λέσχη που έστησες, ανακαλύπτοντας τον Μπουνουέλ και τα άλλα στην Βέροια που της χάρισες την βιβλιοθήκη σου, ήταν όμορφα χρόνια.

Η Ιατρική Επιθεώρηση των Ενόπλων Δυνάμεων έγινε στα χέρια σου αξιόπιστο επιστημονικό περιοδικό. Ο Τσιβεριώτης, ο καλός τυπογράφος πέρασε πολύ χρόνο μαζί σου για να γίνει τελικά πραγματικότητα η ξεχωριστή έκδοση της ΙΕΕΔ! Την αποστρατεία ακολούθησε η εγκατάσταση στην Πάρο που σε αγάπησε και σε τίμησε όσο και εσύ την έκανες δική σου. Το κτήμα σου ήταν η έννοια, οι κόποι, και το καμάρι σου όλα τα χρόνια. Ήταν έξοχη εκείνη η συνέντευξη στην τηλεόραση που μίλησες για όλα. Συντάχθηκες με τους ανθρώπους που αντιστεκόντουσαν στην λαίλαπα του τουρισμού. Είσαστε όλοι στην πρώτη γραμμή, οι γραφιάδες, οι εικαστικοί, οι άνθρωποι όλων των Τεχνών, «οι ανήσυχοι» αρχιτέκτονες, οι ευαίσθητοι υποψιασμένοι πολίτες. Τα όσα βλέπουμε σήμερα δεν σε δικαιώνουν. Ο αγώνας ήταν άνισος και υπονομευμένος από την αρχή. Οι μπίζνες και τα κέρδη δεν παλεύονται Ηλία! Με την Νιόβη περνούσατε τον χειμώνα στην Κυψέλη και μόλις έσκαγε η πρώτη υποψία Άνοιξης κατεβαίνατε στο νησί.

Περάσανε όμως κάποτε τα χρόνια που είμαστε όλοι μας όρθιοι, δυνατοί, ταξιδιάρηδες! Έμεινες πια μόνιμα, συνέχεια στην Κυψέλη με την Νιόβη και από κοντά όλοι μας περιοριστήκαμε. Ήτανε πλέον απόλαυση οι μεγάλες συνομιλίες μας από το τηλέφωνο, που ήτανε συχνές και τόσο γεμάτες. Μου λείπουν πολύ Ηλία, μου λείπει ακόμη πιο πολύ η έννοια να σου ταχυδρομήσω τα κείμενα που αναρτούσα στο διαδίκτυο. Δεν συμβιβάστηκες και δεν άγγιξες πληκτρολόγιο μέχρι τέλους! Οι υπόλοιποι παζαρέψαμε με τον υπολογιστή. Κάποιοι κρατήσαμε άμυνα ξορκίζοντας τα «κοινωνικά δίκτυα» και κρατώντας μόνο την ανοιχτή επικοινωνία. Συμβιβαστήκαμε και δεν μας κατηγόρησες. Το ταχυδρομείο μας βοηθούσε. Ο ταχυδρόμος της Κυψέλης και το Poste Restante της Νάουσας στην Πάρο σε χαιρετούσαν φιλικά κάθε τόσο!

Εδώ όμως θα σε χαιρετήσω ακριβέ μου φίλε. Δεν κατάφερα να γράψω τον «καλό» επικήδειο που σκόπευα στην αρχή. Δεν γινόταν να μην κουβεντιάσω μαζί σου έτσι ανακατεμένα, άλλοτε στο πρώτο πρόσωπο, άλλοτε περιγραφικά με εικόνες της ζωής σου. Είμαι σίγουρος πως δεν θα με παρεξηγήσεις, ξέρω ότι σου αρέσανε τα λίγο μπερδεμένα γραφτά μου!

Πως όμως να κλείσω το πρώτο γραπτό κομμάτι που δεν θα ταχυδρομήσω, και δυστυχώς σίγουρα δεν θα διαβάσεις;


Έρρωσο παροδίτα! (όπως
μας το έμαθες!)
Και γιατί όχι όμως ένα απλό…….
Αντίο.. και καλή μας αντάμωση!


  • Κείμενο σε εκτυπώσιμη μορφή pdf: εδώ
  • Επιμέλεια Ανάρτησης
  • Αργύρης Τασιόπουλος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ξεκινήστε να πληκτρολογείτε για να δείτε τις θέσεις που αναζητάτε.